Δημήτρης Καπράνος
Στιγμές πού τά πάντα υπακούουν στήν σιωπή. Όλοι οι άνθρωποι περπατουν πιό αργά, μιλουν ψιθυριστά, ακόμη καί ανασαίνουν διακριτικά. Ειναι οι ωρες πού η απώλεια παγώνει τόν χρόνο καί ο πόνος πνίγει τόν αέρα. Η κηδεία ενός παιδιου –κι άς ηταν πιά γυναικα– ειναι μιά τέτοια ώρα. Μιά στιγμή όπου ακόμη καί η πιό ασήμαντη λεπτομέρεια αποκτα βαρύτητα, όπου η ευπρέπεια δέν ειναι τυπικότητα, αλλά απαραίτητη ένδειξη σεβασμου.
Κι όμως, κάποιοι στάθηκαν ανίκανοι νά αφουγκραστουν αυτήν τήν σιωπή. Επέλεξαν νά παρουσιασθουν μέ τόν θόρυβο της ματαιοδοξίας τους. Προσηλθαν ντυμένοι μέ εμφανη τήν πρόθεση νά τραβήξουν βλέμματα· σάν νά επρόκειτο γιά δεξίωση ή κοσμική συνάθροιση. Σάν νά ηταν ο θάνατος μιά ακόμη αφορμή γιά κοινωνική παρουσία.
Ξέχασαν –ή δέν έμαθαν ποτέ– ότι τό μαυρο δέν ειναι απλως ένα χρωμα πού ταιριάζει σέ περιστάσεις, αλλά η απόχρωση της ψυχης πού συμπονα. Ότι τό βλέμμα πρέπει νά σκύβει, τά βήματα νά μικραίνουν, η στάση του σώματος νά λέει: «Ειμαι εδω γιά νά σταθω δίπλα σας, όχι γιά νά προβληθω».
Η απαράδεκτη ελαφρότητα αυτης της εμφάνισης δέν πλήγωσε μόνο τήν οικογένεια πού θρηνουσε. Προσέβαλε τό ίδιο τό ηθος της κοινωνικης μας συνύπαρξης. Γιατί ο σεβασμός στίς στιγμές του πόνου δέν ειναι ιδιωτική υπόθεση, ειναι συλλογική υποχρέωση. Όταν αυτή παραβιάζεται, κάτι μεγαλύτερο φθείρεται – η κοινή μας ηθική.
Δέν μπορω νά φαντασθω τόν εαυτό μου –ναί, ακόμη καί μέ 38 βαθμούς θερμοκρασία– δίχως σακάκι, δίχως γραβάτα. Κρατας τό σακάκι τό χέρι καί τό φορας λίγο πρίν φθάσεις στόν ναό. Ούτε ανοιχτά πουκαμισάκια ούτε ανοιχτά χρώματα. Δέν πηγαίνεις στό γήπεδο, πηγαίνεις σέ έναν πένθιμο αποχαιρετισμό. Σέ έναν τελευταιον ασπασμό.
Δέν πηγαίνεις σέ κηδεία μέ εξώπλατα ή μέ εξώφτερνα. Δέν πηγαίνεις σέ κηδεία μέ τζήν καί μαυρο γυαλί. Δέν πηγαίνεις στά Ματογιάνια ούτε στήν Ύδρα γιά γουήκ-έντ. Κι ακόμη, δέν στήνεσαι στίς κάμερες γιά νά σέ προβάλουν.
Ορισμένοι θά βιαστουν νά μιλήσουν γιά «λεπτομέρειες», γιά «δευτερεύοντα πράγματα», ακόμη καί γιά «ξεπεραμένες αντιλήψεις». Μά, γι’ αυτό φτάσαμε εδω πού φτάσαμε! Δέν ειναι δευτερευον νά θυμασαι που βρίσκεσαι καί ποιόν τιμας. Δέν ειναι ασήμαντο νά αφήνεις πίσω σου τήν επιδειξιομανία, νά σβήνεις γιά λίγο τόν προσωπικό σου προβολέα καί νά βυθιστεις στό σκοτάδι του πένθους. Αυτή η αυτοσυγκράτηση ειναι πού ξεχωρίζει τόν πολιτισμένο άνθρωπο από τόν κενό, πού άν τόν κτυπήσεις, θά ακούσεις τόν μεταλλικό θόρυβο του ψευδαργύρου.
Η κοινωνία μας δέν δοκιμάζεται μόνο από κρίσεις καί καταπτώσεις. Δοκιμάζεται καί από αυτές τίς μικρές, αλλά καίριες, στιγμές πού φανερώνουν άν μπορουμε νά σταθουμε μέ σεβασμό δίπλα στόν ανθρώπινο πόνο. Άν δέν μπορουμε ούτε νά σωπάσουμε, τότε δέν έχουμε χάσει μόνο τό μέτρο – έχουμε χάσει καί τήν ψυχή μας.
Καί η ψυχή, σέ αντίθεση μέ τήν εικόνα, δέν αποκαθίσταται μέ ένα καινούργιο κοστούμι.
