Εκμεταλλευόμενοι ένα σχετικά προσιτό πρόγραμμα «χρυσής βίζας» για μια ευρωπαϊκή χώρα, Κινέζοι επενδυτές αγοράζουν μαζικά διαμερίσματα στην ελληνική πρωτεύουσα από το 2013, αναφέρει η South China Morning Post.
Τον Μάρτιο του 2024, η ελληνική κυβέρνηση αύξησε το ελάχιστο όριο για τα προγράμματα «χρυσής βίζας», τα οποία χορηγούν ευρωπαϊκές άδειες παραμονής σε υπηκόους εκτός ΕΕ με αντάλλαγμα επενδύσεις σε ακίνητα. Από τώρα και στο εξής, οι επενδυτές πρέπει να επενδύσουν τουλάχιστον 800.000 ευρώ στην Αθήνα ή τη Σαντορίνη και 400.000 ευρώ στην υπόλοιπη χώρα για να πληρούν τις προϋποθέσεις.
Το ελληνικό πρόγραμμα χρονολογείται από το 2013 και συνόδευσε τα μέτρα λιτότητας που πυροδοτήθηκαν από την κρίση χρέους (2008-2018): κόστισε στους ξένους 250.000 ευρώ για να αποκτήσουν πρόσβαση στον χώρο Σένγκεν χωρίς να χρειαστεί να παραμείνουν στην Ελλάδα.
Πολλοί Κινέζοι συμμετείχαν σε αυτό το πρώτο κύμα, σημειώνει η South China Morning Post .
«Δεν ξέρω αν κατάλαβαν τι αγόραζαν. Νομίζω ότι ήρθαν απλώς για να επενδύσουν για να πάρουν τη βίζα τους», λέει η Κατερίνα Πίτσου, συνιδιοκτήτρια ενός μεσιτικού γραφείου στην Αθήνα.
«Αν ένας Γάλλος είχε μπει σε ένα παντοπωλείο, θα είχε δώσει μεγαλύτερη προσοχή σε αυτά που αγόραζε από έναν Κινέζο που αγόραζε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα».
Μια ελληνική «χρυσή βίζα» ισχύει για πέντε χρόνια. Η εφημερίδα του Χονγκ Κονγκ επισημαίνει ότι η πανδημία Covid-19 ώθησε τους Κινέζους αγοραστές να αγοράσουν και ότι από τα «5.679 άτομα που πρέπει να ανανεώσουν αυτήν τη βίζα, το 61% είναι Κινέζοι υπήκοοι».
Ανακαινισμένες προσόψεις
Όπως σημείωσε η αγγλόφωνη έκδοση της ελληνικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «Το Βήμα» τον Δεκέμβριο του 2024, η αλλαγή στον κανόνα για την κατανομή των χρυσών βιζών δεν εμπόδισε μια εισροή ρεκόρ 3 δισεκατομμυρίων ευρώ ξένων επενδύσεων εκείνο το έτος, μετά από «2,54 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023 και 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022».
Αυτή η δυναμική των ξένων ακινήτων, που οφείλεται κυρίως σε υπηκόους από την Κίνα, την Τουρκία, τον Λίβανο, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει οδηγήσει σε ένα φαινόμενο αστικοποίησης που αποτελεί πλέον μια από τις κύριες ανησυχίες του ελληνικού πληθυσμού.
Το Βήμα επισημαίνει ότι οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 69% μεταξύ 2017 και 2024 και ότι αυτή η έκρηξη «καθιστά ολοένα και πιο δύσκολο για τον τοπικό πληθυσμό να αγοράσει ή να νοικιάσει ακίνητα».
Για την Κατερίνα Πίτσου, αυτές οι επενδύσεις αποτελούν παρόλα αυτά μια ευκαιρία, ιδίως επειδή επιτρέπουν την καλύτερη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ η χώρα παραμένει εξαιρετικά χρεωμένη: «Έχω μάλιστα περιπτώσεις ανθρώπων που δεν ανακαινίζουν απλώς αυτά τα διαμερίσματα. Φροντίζουν επίσης τις προσόψεις ή τις εισόδους των κτιρίων, κάτι που αποτελεί τεράστιο πρόβλημα για εμάς στην Ελλάδα από την οικονομική κρίση και μετά».

—
