Ορι­σμέ­νες συμ­φο­ρές, μας λέ­ει ο Θουκυδίδης, “συμ­βαί­νουν καί θά συμ­βαί­νουν πάν­το­τε, ό­σο η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ίδια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Πε­λο­πον­νη­σια­κός πό­λε­μος, κα­τά τόν Θου­κυ­δί­δη, υ­πηρ­ξε ο με­γα­λύ­τε­ρος καί ση­μαν­τι­κό­τε­ρος α­πό τους προ­η­γού­με­νους, αφου τά Τρω­ι­κά τά δι­έ­κρι­νε η διά­ρκεια αλ­λά καί η χα­λα­ρό­τη­τα, καί τά Περ­σι­κά ου­σι­α­στι­κά κρίθη­καν α­πό δύ­ο πε­ζο­μα­χί­ες καί δύ­ο ναυ­μα­χί­ε­ς. Αν­τί­θε­τα, στόν Πε­λο­πον­νη­σια­κό πό­λε­μο καί οι αν­τί­πα­λες δυ­νά­μεις δι­έ­θε­ταν τά τε­λει­ό­τε­ρα πο­λε­μι­κά μέ­σα πού ει­χαν έ­ως τό­τε χρη­σι­μο­ποι­η­θει, αλ­λά καί πη­ραν μέ­ρος σ’ αυ­τόν σχε­δόν όλοι οι Έλ­λη­νες ως πό­λεις-κρά­τη κα­θώς καί με­γά­λο μέ­ρος των βαρ­βά­ρων. Μέ δύ­ο λό­για, γιά τόν Θου­κυ­δί­δη καί τήν ε­πο­χή του η­ταν έ­νας παγ­κό­σμιος πό­λε­μος, α­φου η αρ­χαί­α Ελ­λά­δα πα­ρου­σί­α­ζε σέ μι­κρο­γρα­φί­α έ­να κό­σμο πο­λι­τι­κά α­νά­λο­γο μέ τή νε­ό­τε­ρη Ευ­ρώ­πη, έ­νας πό­λε­μος πού κρά­τη­σε 27 ο­λό­κλη­ρα χρό­νια καί πρό­σφε­ρε έ­να ι­δε­α­τό πρό­τυ­πο πο­λε­μι­κης δρά­σης κρα­των πού τά συμ­φέ­ροντά τους αλ­λη­λο­συγ­κρού­ον­ταν καί δέ­χον­ταν μό­νο πρό­σκαι­ρους δι­πλω­μα­τι­κούς συν­δυα­σμούς.

Ό­ταν ο Θου­κυ­δί­δης α­πο­φά­σι­σε νά ε­ξι­στο­ρή­σει τόν Πε­λο­πον­νη­σια­κό πό­λε­μο, πί­στευ­ε α­κρά­δαν­τα στή χρη­σι­μό­τη­τα του έρ­γου του γιά τίς ε­πό­με­νες γε­νε­ές. ­Άλ­λω­στε ο ­ί­διος τό δη­λώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Και ­ί­σως η έλ­λει­ψη του μυ­θι­κου στοι­χεί­ου α­πό τό έρ­γο μου θά τό κά­νει νά φα­νει στ’ αυ­τιά λι­γό­τε­ρο ευ­χά­ρι­στο. Ό­σοι ομως θά θε­λήσουν νά γνω­ρί­σουν μέ α­κρί­βεια καί αυ­τά πού έ­γι­ναν καί όσα, σύμ­φω­να μέ τήν αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, θά γί­νουν πά­λι στό μέλ­λον τέ­τοι­α ή πα­ρα­πλή­σια, θά μο­ύ ει­ναι αρκε­το άν θε­ω­ρή­σουν ω­φέ­λι­μα αυ­τά πού γρά­φω. Τό έρ­γο μου ει­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο έ­να α­πό­χτη­μα παν­το­τι­νό, πα­ρά έ­να ευ­χά­ρι­στο α­νά­γνω­σμα της στιγ­μη­ς».

Η α­να­φο­ρά, πού κά­νει πιό πά­νω ο Θου­κυ­δί­δης στήν αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ει­ναι η πρώ­τη στή σει­ρά μέ­σα στήν ι­στο­ρί­α του, όχι ο­μως καί η μο­να­δι­κή. Καί πιό κά­τω, στό τρί­το βι­βλί­ο της ι­στο­ρί­ας του, όταν ε­ξι­στο­ρειί τά Κερ­κυρα­ϊ­κά, μι­λών­τας γιά τίς συ­νέ­πει­ες του πο­λέ­μου, τόν ο­ποι­ο ο Θου­κυ­δί­δης χα­ρα­κτη­ρί­ζει «βί­αι­ο δι­δά­σκα­λο», γρά­φει με­τα­ξύ άλ­λων: «Καί ε­πέ­πε­σε πολ­λά καί χα­λε­πά κα­τά στά­σιν ταιϊς πό­λε­σι, γι­γνό­με­να μέν καί αι­εί ε­σό­μενα, έ­ως άν η αυ­τή φύ­σις αν­θρώ­πων η·­··» Μέ άλ­λα λό­για, αυ­τό πού βγαί­νει ως πί­στη του Θου­κυ­δί­δη, α­πό τά δυ­ό χω­ρί­α του πού α­να­φέ­ρον­ται στήν αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ει­ναι ότι οι άν­θρω­ποι αν­τι­δρουν πα­ρό­μοι­α κά­τω α­πό πα­ρό­μοι­ες συν­θη­κες καί ότι αυ­τό συμ­βαί­νει καί θά συμ­βαί­νει ό­σο η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει α­με­τά­βλη­τη.

Σ’ αυ­τή τήν πί­στη στη­ρί­ζε­ται ο δι­δα­κτι­κός καί προ­γνω­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας της ι­στο­ρί­ας του Θου­κυ­δί­δη, ο ο­ποι­ος φαί­νε­ται πώς θε­ω­ρου­σε τόν πό­λε­μο ως αρ­ρώ­στια του κοι­νω­νι­κου καί πο­λι­τι­κου σώ­μα­τος, ε­πη­ρε­α­σμέ­νος ίσως καί α­πό τό σύγ­χρο­νό του ια­τρό ­Ιπ­πο­κρά­τη καί τίς ι­α­τρι­κές του προ­γνώ­σει­ς. Ό­πως δη­λα­δή έ­νας για­τρός μέ τή βο­ή­θεια της συσ­σω­ρευ­μέ­νης ε­πι­στη­μο­νι­κης γνώ­σης μπο­ρει ό­χι μό­νο νά βρει τήν αι­τί­α αλ­λά καί νά προ­βλέ­ψει τήν πο­ρεί­α καί τήν ε­ξέ­λι­ξη μί­ας αρ­ρώ­στιας καί νά ε­νερ­γή­σει προ­λη­πτι­κά η θε­ρα­πευ­τι­κά, κα­τ’ α­να­λο­γί­α καί η αν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά, α­το­μι­κή ή ο­μα­δι­κή, θά μπο­ρου­σε ως έ­να ση­μει­ο νά προ­γνω­σθει, νά προ­λη­φθει η νά κα­θο­δη­γη­θει, μέ τή βο­ή­θεια των στα­θε­ρων καί α­με­τά­βλη­των στοι­χεί­ων της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Φυ­σι­κά, η πρό­γνω­ση αυ­τή του Θου­κυ­δί­δη στη­ρί­ζε­ται α­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο στήν αν­θρώ­πι­νη δι­ά­νοι­α καί δέν έ­χει κα­μιά σχέ­ση μέ τίς με­θό­δους της αρ­χαί­ας μαν­τι­κης.

(…)

 Ο κα­θη­γη­τής D­o­d­ds, πα­ρα­τη­ρών­τας ότι οι μυ­α­λω­μέ­νοι άν­θρω­ποι του 5ου π.Χ. αι­ώ­να γνώ­ρι­ζαν τούς πε­ρι­ο­ρι­σμούς πού ε­πι­βάλ­λον­ται στήν πρό­ο­δο α­πό τήν αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, γρά­φει τά πα­ρα­κά­τω:

«Κα­θέ­νας α­πό τούς δύ­ο με­γά­λους ι­στο­ρι­κούς (εν­νο­ει τόν Η­ρό­δο­το καί τό Θου­κυ­δί­δη) ε­ξέ­φρα­σε αυ­τή τή γνώ­ση μέ τόν δι­κό του τρό­πο. Κα­θέ­νας τους, ει­ναι α­λή­θεια, η­ταν πε­ρή­φα­νος γιά τά ε­πι­τεύγ­μα­τα του λα­ου του στό πα­ρελ­θόν: Γιά τόν Η­ρό­δο­το, οι Έλ­λη­νες α­πό πα­λαι­ό­τε­ρα ει­χαν α­παλ­λα­γει α­πό τίς α­νό­η­τες α­φέ­λει­ες πού ει­χαν σχέ­ση μέ τό βαρ­βα­ρι­σμό, καί ο Θου­κυ­δί­δης ει­δε τήν πα­λαι­ό­τε­ρη ι­στο­ρί­α της Ελ­λά­δας ως ε­πι­δίω­ξη γιά μιά βαθ­μια­ία α­νο­δι­κή πο­ρεί­α. Αλ­λά ο Η­ρό­δο­τος γρά­φει “όπως κά­ποι­ος πού γνω­ρί­ζει τήν α­στά­θεια της αν­θρώ­πι­νης ευ­η­με­ρία­ς”, καί αυ­τή η πε­ποί­θη­ση στοι­χει­ώ­νει τή φαν­τα­σί­α του, ο­πως στοι­χεί­ω­σε καί τή φαν­τα­σί­α του φί­λου του Σο­φο­κλη. Ο Σο­φο­κλης τήν ε­ξη­γει μέ τόν πα­λαι­ό θρη­σκευ­τι­κό τρό­πο: ο άν­θρω­πος βρί­σκε­ται στό έ­λε­ος μιας δύ­να­μης, η ο­ποί­α του α­πα­γο­ρεύ­ει νά υ­ψω­θειί πά­νω α­πό τά αν­θρώ­πι­να. Ο Θου­κυ­δί­δης, α­πό τήν άλ­λη με­ριά, βρί­σκει αυ­τό τό ό­ριο στήν ψυ­χο­λο­γι­κή δο­μή του ίδιου του αν­θρώ­που. ­Ο­ρι­σμέ­νες συμ­φο­ρές, μας λέ­ει, “συμ­βαί­νουν καί θά συμ­βαί­νουν πάν­το­τε, ό­σο η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ίδια”· καί δι­α­κιν­δυ­νεύ­ει τή γε­νι­κό­τε­ρη δή­λω­ση ότι “σύμ­φω­να μέ τήν αν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρό­μοι­α γε­γο­νό­τα (ό­πως ε­κειϊ­να πού πε­ρι­γρά­φει) θά ε­πα­να­λαμ­βά­νον­ται στό μέλ­λον”. Καί ει­ναι λά­θος νά συμ­πε­ραί­νου­με α­πό αυ­τά τά κεί­με­να, ό­πως έ­νας νε­ό­τε­ρος συγ­γρα­φέ­ας τό κά­νει, ότι ο Θου­κυ­δί­δης “τε­λι­κά υι­ο­θέ­τη­σε μιά κυ­κλι­κή αν­τί­λη­ψη της ι­στο­ρί­ας, ο­πως ο Πλά­των”. Η προσ­δο­κί­α του Θου­κυ­δί­δη γιά ε­πα­νά­λη­ψη των γε­γο­νό­των στη­ρί­ζε­ται ό­χι στήν κυ­κλι­κή πο­ρεί­α του κό­σμου αλ­λά στή μο­νι­μό­τη­τα των ά­λο­γων στοι­χεί­ων της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης, πού δέν ε­πι­δέ­χον­ται δι­δα­χή­».

Ποι­ά ό­μως ει­ναι τά μό­νι­μα στοι­χει­α της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης πού βρί­σκον­ται ε­κτός λο­γι­κου ε­λέγ­χου καί δέν ε­πι­δέ­χον­ται δι­δα­χή; Ο Θου­κυ­δί­δης στά Κερ­κυ­ραϊ­κά του, όπως εί­δα­με, α­να­φέ­ρει ως τέ­τοι­α στοι­χει­α τή δί­ψα γιά δύ­να­μη, τήν πλε­ο­νε­ξί­α καί τή φι­λο­δο­ξί­α­. Ι­δι­αί­τε­ρο εν­δι­α­φέ­ρον ομως πα­ρου­σιά­ζει τό κε­φά­λαι­ο 45 του τρί­του βι­βλί­ου της ι­στο­ρί­ας του Θου­κυ­δί­δη, πού α­να­φέ­ρε­ται στήν α­πο­στα­σί­α της Λέ­σβου. Ε­κειϊ ο ρή­το­ρας Δι­ό­δο­τος, προ­σπα­θών­τας νά ε­ξη­γή­σει για­τί οι άν­θρω­ποι πα­ρα­βαί­νουν τό νό­μο καί ό­ταν α­κό­μη αν­τι­με­τω­πί­ζουν τήν ποι­νή του θα­νά­του, λέ­γει με­τα­ξύ άλ­λων καί τά ε­ξη­ς:

Ή, λοι­πόν, πρέ­πει νά βρε­θει φό­βη­τρο πιό φο­βε­ρό α­πό τό θά­να­το ή αυ­τή η ποι­νή του­λά­χι­στον δέν ει­ναι ε­παρ­κής. Για­τί η φτώ­χια μέ τίς α­νάγ­κες της φέρ­νει τόλ­μη, η ε­ξου­σί­α προ­κα­λε­ι πλε­ο­νε­ξί­α γε­μά­τη α­λα­ζο­νεί­α καί ε­γω­πά­θεια καί οι δι­ά­φο­ρες συμ­πτώ­σεις, α­νά­λο­γα μέ τά α­κα­τα­νί­κη­τα πά­θη πού ε­ξου­σιά­ζουν τόν κα­θέ­να, πα­ρα­σύ­ρουν τούς αν­θρώ­πους σέ κιν­δύ­νους. Αλ­λά καί η ελ­πί­δα καί ο πό­θος γιά τό κά­θε τί, ο πό­θος μπρο­στά, η ελ­πί­δα α­κο­λου­θών­τας, ε­κει­νος κα­τα­στρώ­νον­τας τά σχέ­δια καί αυ­τή υ­πο­βάλ­λον­τας τήν ι­δέ­α ότι θά βο­η­θή­σει η τύ­χη, κά­νουν τό με­γα­λύ­τε­ρο κα­κό, καί, ε­νω δέ φαί­νον­ται, ει­ναι δυ­να­τό­τε­ρα α­πό τά φα­νε­ρά δει­νά. Αλ­λά κον­τά σ’ αυ­τά καί η τύ­χη δέ συν­τε­λει λι­γό­τε­ρο στήν πα­ρε­κτρο­πή, για­τί κά­πο­τε εμ­φα­νί­ζε­ται α­προσ­δό­κη­τα καί πα­ρα­σύ­ρει στόν κίν­δυ­νο κά­ποι­ον πού δέν έ­χει με­γά­λες δυ­να­τό­τη­τες, καί α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς πό­λεις, αφου άλ­λω­στε πρό­κει­ται γιά πράγ­μα­τα πο­λύ ση­μαν­τι­κά, τήν ε­λευ­θε­ρί­α η τήν ε­ξου­σί­α ε­πά­νω στούς άλ­λους, ο­πό­τε ο κα­θέ­νας μέ­σα στό πλη­θος των συμ­πο­λι­των του α­συλ­λό­γι­στα υ­πε­ρε­κτι­μα συ­νή­θως τίς δυ­νά­μεις του. Μέ δύ­ο λό­για, ει­ναι α­δύ­να­τον καί ει­ναι πο­λύ α­νό­η­τος ε­κει­νος πού νο­μί­ζει πώς, ό­ταν η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση σπρώ­χνε­ται α­πό τό πά­θος νά κά­νει κά­τι, μπο­ρει νά α­πο­τρα­πει α­π’ αυ­τό, εί­τε μέ τή δύ­να­μη του νό­μου εί­τε μέ κά­ποι­ο άλ­λο φό­βη­τρο.

Μιά μα­τιά στό πιό πά­νω κεί­με­νο δεί­χνει ότι α­φθο­νουν οι ψυ­χο­λο­γι­κοί ό­ροι – δέ­οςύβριςπλε­ο­νε­ξί­αορ­γήπό­θος, ελ­πίςέ­ρως – μέ τούς ο­ποι­ους ο Θου­κυ­δί­δης ε­ξη­γε­ί καί αι­τι­ο­λο­γει τά ι­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα, α­το­μι­κά καί ο­μα­δι­κά, πα­ρα­δε­χό­με­νος στήν ου­σί­α ότι οι ά­λο­γες ψυ­χι­κές δυ­νά­μεις μπο­ρουν νά θο­λώ­σουν καί νά νι­κή­σουν τή δύ­να­μη του νο­υ. Τά πα­ρα­δείγ­μα­τα α­φθο­νο­υν μέ­σα στή­ν ί­δια τήν ι­στο­ρί­α του Θου­κυ­δί­δη. Έ­τσι, πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε ότι οι Σπαρ­τιά­τες κή­ρυ­ξαν τόν πό­λε­μο ε­ναν­τίον των Α­θη­ναί­ων ε­πει­δή φο­βουν­ταν τήν αύ­ξη­ση της α­θη­να­ϊ­κης δύ­να­μη­ς. Ε­πί­σης, ότι η Σι­κε­λι­κή εκ­στρα­τεί­α πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε α­πό τούς Α­θη­ναί­ους πα­ρά τήν πε­ρί του αν­τι­θέ­του ει­σή­γη­ση του στρα­τη­γου Νι­κί­α, για­τί «έ­ρως ε­νέ­πε­σε το­ις πα­σιν ο­μοί­ως εκ­πλευ­σαι.­.. πόθω όψε­ως καί θε­ω­ρί­ας καί ευέλ­πι­δες όντες σω­θή­σε­σθαι.­.. διά τήν ά­γαν των πλε­όνων ε­πι­θυ­μί­αν.­..»

Ι­δι­αί­τε­ρη εν­τύ­πω­ση όμως προ­κα­λουν καί τά ε­πι­χει­ρήμα­τα μέ τά ο­ποι­α οι Α­θη­ναι­οι υ­πε­ρα­σπί­ζον­ται τήν η­γε­μο­νί­α τους, ε­πι­κα­λού­με­νοι τήν αν­θρώ­πι­νη φύ­ση: Ό­πως λέ­νε, δέν έ­κα­ναν τί­πο­τε πα­ρά­δο­ξο ή αν­τί­θε­το πρός τήν αν­θρώ­πι­νη φύ­ση μέ τό νά δε­χτουν μιά η­γε­μο­νί­α πού τούς πρόσφέρ­θη­κε καί πού αρ­νουν­ται νά τήν α­φή­σουν γιά τρεις πο­λύ σπου­δαί­ους λό­γους: τή δό­ξα, τό φό­βο καί τό συμ­φέ­ρον. ­Άλ­λω­στε, ει­ναι κα­θι­ε­ρω­μέ­νο ο κα­τώ­τε­ρος νά υ­πο­τάσ­σε­ται στόν α­νώ­τε­ρο­. Ση­μει­ώ­νου­με ότι α­νά­λο­γα ε­πι­χει­ρή­μα­τα χρη­σι­μο­ποι­ουν οι Α­θη­ναι­οι καί στόν πε­ρί­φη­μο δι­ά­λο­γο μέ τούς Μη­λί­ους, ι­σχυ­ρι­ζό­με­νοι ότι «δί­και­α μέν εν τω αν­θρω­πεί­ω λό­γω α­πό της ί­σης α­νάγ­κης κρί­νε­ται, δυ­να­τά δέ οι πρού­χον­τες πράσ­σο­υ­σι καί οι α­σθε­νεις ξυγχω­ρου­σι­». (= τό δί­και­ο στίς αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις λαμ­βάνε­ται υ­πό­ψη όταν οι αν­τί­δι­κοι ει­ναι ίσοι, αλ­λι­ως οι δυ­να­τοί κά­νουν όσα μπο­ρουν καί οι α­δύ­να­μοι υ­πο­χω­ρουν).

Κά­τι α­κό­μη πού α­ξί­ζει νά ε­πι­ση­μαν­θειί ει­ναι ότι στήν ι­στο­ρί­α του Θου­κυ­δί­δη, ε­κτός α­πό τους ψυ­χο­λο­γι­κούς όρους πού προ­α­να­φέ­ρα­με, χρη­σι­μο­ποι­ουν­ται καί οι λέ­ξεις α­νάγ­κη καί τύ­χη, γιά νά εκ­φρά­σουν ε­πί­σης κα­τα­στά­σεις των ο­ποί­ων τό πε­ρι­ε­χό­με­νο ει­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο έ­ως α­δύ­να­τον νά ε­λεγ­χθει, κα­θώς ο άν­θρω­πος πού εμ­πλέ­κε­ται σ’ αυ­τές δέν ο­δη­γει πλέ­ον τά γε­γο­νό­τα αλ­λά ο­δη­γε­ϊ­ται α­π’ αυ­τά. ­Έ­τσι, π.χ., α­πό τή στιγ­μή πού οι Λα­κε­δαι­μό­νιοι ε­πέ­λε­ξαν νά ει­ναι ε­πι­κε­φα­λης των Ελ­λή­νων, η­ταν α­ναγ­κα­σμέ­νοι νά κη­ρύ­ξουν τόν πό­λε­μο στούς Α­θη­ναί­ου­ς. Αλ­λά καί οι Α­θη­ναι­οι, α­πό τή στιγ­μή πού δέ­χτη­καν τήν η­γε­μο­νί­α των Ελ­λή­νων, η­ταν α­ναγ­κα­σμέ­νοι νά συ­νε­χί­σουν νά τήν έ­χου­ν. Τέ­λος, εν­τύ­πω­ση προ­κα­λουν καί αυ­τά πού λέ­γει ο Αλ­κι­βιά­δης στούς Α­θη­ναί­ους:  (Καί δέν ει­ναι στό χέ­ρι μας νά κα­νο­νί­ζου­με έ­ως που θέ­λου­με νά φτά­σει η ε­ξου­σί­α μας, αλ­λά εί­μα­στε α­ναγ­κα­σμέ­νοι, αφου βέ­βαι­α φτά­σα­με ε­δω πού φτά­σαμε, γιά άλ­λους νά κα­τα­στρώ­νου­με ε­χθρι­κά σχέ­δια καί γιά άλ­λους νά μή χα­λα­ρώ­νου­με τήν ε­ξου­σί­α μας ε­πά­νω τους, για­τί υ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νά ε­ξου­σιά­σουν αυ­τοί ε­μας, άν δέν ε­ξου­σι­ά­σου­με ε­μεις ε­κεί­νους).

Ό­σο γιά τήν τύ­χη καί τό ρό­λο του τυ­χαί­ου στήν ι­στο­ρί­α, μο­λο­νό­τι ο ι­κα­νός νους μπο­ρει νά προ­σαρ­μο­στει τα­χύ­τε­ρα στά τυ­χαι­α πε­ρι­στα­τι­κά, ω­στό­σο ει­ναι φα­νε­ρό ότι η έν­νοι­α της τύ­χης α­πο­τε­λε­ϊ πε­ρι­ο­χή ο­που α­να­γνω­ρί­ζε­ται «η α­δυ­να­μί­α της σκέ­ψης νά ε­ξου­σιά­σει πλή­ρως τή ζω­ή». ­Έ­τσι, π.χ., άν στήν Α­θή­να δέ συ­νέ­βαι­νε η ξαφ­νι­κή καί ά­και­ρη κο­πή των Ερ­μω­ν πρίν α­πό τή Σι­κε­λι­κή εκ­στρα­τεί­α καί δέν α­να­κα­λουν­ταν ο Αλ­κι­βιά­δης , ό­λα θά η­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κά στήν έκ­βα­ση του Πε­λο­πον­νη­σι­α­κου πο­λέ­μου. Ε­πί­σης, άν πρίν α­πό τήν α­πο­χώ­ρη­ση του Νι­κί­α α­πό τή Σι­κε­λί­α δέ συ­νέ­βαι­νε έ­κλει­ψη σε­λή­νης, ο Α­θη­ναι­ος στρα­τη­γός δέν θά πα­ρέ­με­νε ά­πρα­κτος ε­πί 27 μέ­ρες, μέ α­πο­τέ­λε­σμα οι ε­χθροί νά τόν πε­ρι­κυ­κλώ­σουν καί νά κα­τα­στρέ­ψουν τόν α­θη­να­ϊ­κό στό­λο­.

Ε­νω τά ζω­α ει­ναι ευ­χα­ρι­στη­μέ­να καί ευ­τυ­χι­σμέ­να όταν έ­χουν α­σφά­λεια καί αρ­κε­τή τρο­φή, Οι άν­θρω­ποι δέν ει­ναι. Ό­πως ση­μει­ώ­νει ο Α­ρι­στο­τέ­λης στά «Πο­λι­τι­κά», “Οι άν­θρω­ποι δέν α­δι­κουν μό­νο γιά τά α­ναγ­καί­α.­.. άλ­λα καί γιά νά γεύ­ον­ται α­πο­λαύ­σεις καί νά ι­κα­νο­ποι­ουν τίς ε­πι­θυ­μί­ες τους. Για­τί άν ε­πι­θυ­μουν πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό τά α­ναγ­καί­α, γιά νά ι­κα­νο­ποι­ή­σουν αύ­την τήν ε­πι­θυ­μί­α θά α­δι­κή­σουν, καί όχι μό­νο γι’ αύ­την, άλ­λα καί γιά ν’ α­πο­λαύ­σουν η­δο­νές χω­ρίς κό­πο.­.. για­τί ά­δι­κο­ϋν πρό πάν­των λό­γω υ­περ­βο­λι­κων ε­πι­θυ­μι­ων καί όχι α­πό έλ­λει­ψη των α­ναγ­καί­ων.­.­.”

Άλ­λα καί πέ­ρα α­πό αυ­τα, ε­ϊ­τε τό θέ­λου­με εί­τε όχι, ο άν­θρω­πος ει­χε α­πό πα­λιά καί ε­ξα­κο­λου­θε­ί νά έ­χει στή φύ­ση του δλα τά ε­ϊ­δη τό­σο των δη­μι­ουρ­γι­κων δσό καί των ε­πι­θε­τι­κων έν­στι­κτων, ι­κα­νός γιά κά­θε κα­λό άλ­λα καί γιά κά­θε κα­κό. Ει­ναι αυ­τος πού α­πέ­σπα­σε τά μυ­στι­κά της φύ­σης σέ με­γά­λο βαθ­μό καί τήν υ­πέ­τα­ξε, έ­ξα­σφα­λι­ζο- ντας γιά τόν έ­αυ­τό του έ­να ά­νε­το τρό­πο ζω­ης. Α­πό τήν άλ­λη με­ριά ο­μως ει­ναι ό ­ϊ­διος πού κα­τέ­στρε­ψε τό πε­ρι­βάλ­λον του καί ση­μά­δε­ψε τήν πο­ρεί­α του μέ πο­λέ­μους φυ­λε­τι­κούς, θρη­σκευ­τι­κούς, πο­λι­τι­κούς, οι­κο­νο­μι­κούς, ι­δε­ο­λο­γι­κούς. Καί ε­νω συ­νέ­λα­βε, μορ­φο­ποί­η­σε καί ά­ξιοποί­η­σε μέ τίς γνώ­σεις του καί τά τε­χνι­κά του μέ­σα ο,τι έ­χει δι­α­στά­σεις καί βά­ρος, α­δυ­να­τει νά σταθ­μί­σει καί νά έ­λεγ­ξει τόν αρ­χέ­γο­νο φό­βο, τήν πλα­νε­ρή ελ­πί­δα, τή μαται­ο­δο­ξί­α, τόν φθό­νο, τή φι­λο­δο­ξί­α, τήν πλε­ο­νε­ξί­α. Καί ο­λα αυ­τα θά συμ­βαί­νουν, θά ε­πα­να­λαμ­βά­νον­ται καί θά υ­πάρ­χουν -μας βε­βαι­ώ­νει ο Θου­κυ­δί­δης- πα­ρα­πλή­σια καί πα­ρό­μοι­α στό μέλ­λον, ο­σο η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ίδια.­..

Στίς μαλ­λον α­παι­σι­ό­δο­ξες αυ­τες δι­α­πι­στώ­σεις, Οι αι­σι­ό­δο­ξοι α­παν­τουν πώς πα­ρ’ ο­λα αυ­τα η αν­θρω­πό­τη­τα, έ­στω καί μέ κό­πους, θυ­σί­ες καί αι­μα, πο­ρεύ­τη­κε έ­ως τώ­ρα τό δρό­μο του πε­πρω­μέ­νου της καί έ­τσι θά συ­νε­χί­σει καί στό μέλ­λον. Πι­θα­νόν νά ει­ναι κι έ­τσι, άν καί πρέ­πει νά ε­πι­ση­μά­νου­με ότι τώ­ρα οι δυ­σκο­λί­ες προ­φα­νως θά ει­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρες καί οι κίν­δυ­νοι με­γα­λύ­τε­ροι, καί νά για­τί: Για­τί η­δη γί­να­με πολ­λοί καί σέ λί­γο θά γί­νου­με πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ροι, μέ ά­με­σο α­πο­τέ­λε­σμα τή σμί­κρυν­ση της με­ρί­δας πού α­να­λο­γει στόν κα­θέ­να- για­τί, ε­πί­σης, τώ­ρα εί­μα­στε λι­γό­τε­ρο α­νε­κτι­κοί καί πε­ρισ­σό­τε­ρο α­παι­τη­τι­κοί, καί συ­χνά δι­εκ­δι­κο­ύ­με δυ­να­μι­κά καί ε­πι­θε­τι­κά «ζω­τι­κό χω­ρο»· τέ­λος, για­τί έ­χου­με τρο­με­ρές δυ­νά­μεις κα­τα­στρο­φης στά χέ­ρια μας, ι­κα­νές νά κα­τα­στρέ­ψουν τόν πλα­νή­τη.

Λέ­γε­ται πώς σχε­δόν πο­τέ τά πράγ­μα­τα δέν πα­νε τό­σο κα­λά, ο­σο ελ­πί­ζου­με, αλ­λά καί πο­τέ τό­σο ά­σχη­μα, ο­σο φο­βό­μα­στε. Τό δεύ­τε­ρο τό ευ­χό­μα­στε. Καί ευ­χό­μα­στε, α­κό­μη, ο καλός θεός, πού βρέχει επί δικαίων καί άδικων, νά φανει καί πάλι σκανδαλωδως φιλεύσπλαχνος χαρίζο- ντας μας «σώφρονα λογισμόν», καί «καρδίαν νήφου- σάν», «διά τήν λίαν φιλοτητα βροτών », οπως θά έλεγε ο Αισχύλος.

Απόσπασμα από το έργο του Α. Κ. Καραδημητρίου

“Με αφετηρία την «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ» του ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

και τις βασικές της ιδέες”

ΠΗΓΗ : ekivolos.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ