Δημήτρης Καπράνος
Ηταν όχι απλως συγκινητικό, αλλά κάτι πολύ περισσότερο αυτό πού συνέβη στόν χωρο της «Μάντρας», όπου οι Γερμανοί εξετέλεσαν δεκάδες Έλληνες πολιτες στίς 17 Αυγούστου του 1944, στό περίφημο «Μπλόκο της Κοκκινιας».
Στεκόμουν όρθιος, ακουμπωντας σ’ έναν πέτρινο τοιχο, καί σκεπτόμουν ότι εκει μπορει νά ακουμπουσε ο πατέρας μου, πού ηταν μεταξύ των μελλοθανάτων, τούς οποίους ειχαν συγκεντρώσει οι βάρβαροι κατακτητές σ’ εκεινον τόν αιματοβαμμένο χωρο. Ευτυχως, όταν ο καταδότης πλησίασε πρός τό μέρος του καί ρωτήθηκε από τούς Γερμανούς, εκεινος τόν οποιον ο πατέρας μου δέν αναγνώρισε ειπε «ο γιατρός δέν ειναι κομμουνιστής» καί τόν άφησαν νά φύγει. Κι ο γιατρός, πού ανηκε στό ΕΑΜ, όπως πολλοί μή κομμουνιστές, βγαίνοντας σκαρφάλωσε σέ ένα φορτηγό καί ειδε τό αποτρόπαιο μαζικό έγκλημα των Γερμανων καί τά σωριασμένα κορμιά των άτυχων πολιτων, τούς οποίους οι Γερμανοί δολοφονουσαν εν ψυχρω «ως αντίποινα» γιά μιά αντιστασιακή ενέργεια των σκλαβωμένων Ελλήνων.
Εκει, λοιπόν, ο Δημος Νικαίας οργάνωσε μιά υπέροχη βραδυά, σέ συνεργασία μέ τήν δραστήρια, ιστορική πλέον Πνευματική Εστία Νικαίας (ΠΕΝ) καί τήν συμφωνική ορχήστρα του Ωδείου της πόλεως, αφιερωμένη στό «αστικό τραγούδι του ’40», πού αποτελει κληρονομιά πολύτιμη καί ακριβή.
Μιά υπέροχη ορχήστρα, μέ σολίστ τούς καθηγητές κιθάρας Στέλιο καί Γιωργο Γκόλγκαρη καί μαέστρο τόν Αλέξανδρο Χαλάψη, δύο εξαιρετικοί ηθοποιοί-ερμηνευτές, ο Γιάννης Μπέζος καί η Τάνια Τρύπη καί ο βαρύτονος Αλέξανδρος Πισκιούλης, γέμισαν τόν χωρο μέ ήχους πού μας θύμισαν τά οικογενειακά μας γλέντια, τίς καλοκαιρινές βραδυές σέ παραλίες, όπου εξέδραμαν οικογένειες μέ φορτηγά «ανατρεπόμενα» αυτοκίνητα καί κοιμόντουσαν «στρωματσάδα», αφου προηγουμένως ειχαν τραγουδήσει «Τό τράμ τό τελευταιο» καί κάποιες παραστάσεις στά συνοικιακά θερινά σινεμά, όπου εμφανίζονταν σπουδαιοι ηθοποιοί καί τραγουδουσαν αποσπάσματα από οπερέττες καί επιθεωρήσεις.
Γεματος αγάπη καί αλήθεια ο λόγος του «σοφου» πλέον Γιάννη Μπέζου, ο οποιος ανεφέρθη στούς σπουδαίους εκείνους δημιουργούς, τόν Κώστα Γιαννίδη, τόν Ιωσήφ Ριτσιάρδη, τόν Μιχάλη Σουγιούλ, τόν Νικο Γούναρη, οι οποιοι, μέ τίς μελωδίες τους, κράτησαν συντροφιά στούς Έλληνες σέ εποχές δύσκολες καί σκοτεινές. Εξαιρετικές οι ενορχηστρώσεις του Γιάννη Παπαζαχαριάκη. Θυμαμαι πάντα τόν Αλέκο Σακελλάριο νά λέει στήν παρέα: «Τά καλύτερα τραγούδια μας τά γράψαμε στήν Κατοχή», θέλοντας νά δείξει ότι τό τραγούδι ηταν η διέξοδος, ηταν η βαλβίδα ασφαλείας, πού άφηνε νά ξεφύγει λιγάκι ο ζόφος της Κατοχης καί της βαρβαρότητας των κατακτητων.
Όλα ηταν υπέροχα. Ο χωρος, πού εμπνέει σεβασμό, η τρυφερότητα των ερμηνευτων στά τραγούδια πού μας χάρισαν, η εξαίρετη απόδοση της ορχήστρας. Έπαινος αξίζει στό Ωδειο Νικαίας, πού παρά τίς δυσκολίες πού αντμετωπίζει (πρέπει νά δείξει περισσότερο ενδιαφέρον ο Δημος γι’ αυτό τό κόσμημα της πόλεώς του) έχει σήμερα 450 (!) μαθητές καί μαθήτριες καί ετοιμάζει τούς νέους σπουδαίους σολίστ καί μαέστρους.
Μιά παράκληση πρός τόν Δημο. Όταν οργανώνονται τέτοιες εκδηλώσεις, καλό θά ειναι νά «απομονώνεται» κατά τό δυνατόν ο περιβάλλων χωρος. Δέν ταιριάζει νά ακους «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά» καί νά κουδουνίζουν απ’ έξω τά ποδηλατάκια ή νά ακούγονται τά σκυλάκια πού βγάζουν περίπατο οι κάτοχοί τους στήν πλατεια.
