Δημήτρης Καπράνος
Κατ’ αρχάς νά ξεκαθαρίσουμε ότι η Ευρώπη ειναι σήμερα ο μοναδικός χωρος ο οποιος μπορει νά προστατεύσει τούς δημοκρατικούς θεσμούς.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ειναι αναμφίβολα τό πιό φιλόδοξο πολιτικό εγχείρημα του μεταπολεμικου κόσμου. Είκοσι επτά χωρες (Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χωρες [Ολλανδία], Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβουργο, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Σουηδία, Τσεχία, Φινλανδία), μέ διαφορετικές ιστορίες, οικονομίες καί προτεραιότητες.
Είκοσι επτά κράτη-μέλη επιχειρουν νά βαδίσουν μαζί σέ μιά πορεία συνεργασίας καί αλληλεγγύης. Όμως, αυτή η ποικιλομορφία, πού θεωρητικά αποτελει πλεονέκτημα, στήν πράξη συχνά μετατρέπεται σέ τροχοπέδη, καθώς ο κατακερματισμός των απόψεων οδηγει σέ αργοπορίες, ημίμετρα καί χαμένες ευκαιρίες.
Αρκει μιά ματιά στά μεγάλα ζητήματα πού απασχολουν τήν Ένωση. Στό μεταναστευτικό, οι χωρες του Νότου ζητουν αλληλεγγύη, τήν ώρα πού πολλές βόρειες χωρες κλείνουν τά σύνορα καί αρνουνται νά μοιραστουν τό βάρος. Στήν ενεργειακή πολιτική, η Γερμανία καί η Πολωνία έχουν τελείως διαφορετικές αφετηρίες καί ανάγκες σέ σχέση μέ τήν Ισπανία ή τήν Σουηδία. Ακόμη πιό χαρακτηριστική ειναι η εξωτερική πολιτική: η ομοφωνία πού απαιτειται γιά κυρώσεις ή κοινές θέσεις τίθεται εν αμφιβόλω, αφου μία καί μόνη χώρα μπορει νά ματαιώσει τήν λήψη αποφάσεων.
Αυτή η πραγματικότητα έχει συνέπειες πού δέν περιορίζονται στά κλειστά δωμάτια των Βρυξελλων. Όταν η ΕΕ εμφανίζεται αργοπορημένη ή διχασμένη, πλήττεται αυτομάτως η διεθνής της εικόνα. Πως νά θεωρηθει παγκόσμιος ρυθμιστής, όταν δυσκολεύεται νά συμφωνήσει ακόμη καί στά στοιχειώδη; Η βραδύτητα στήν λήψη αποφάσεων δίνει χωρο καί χρόνο σέ άλλες –συνήθως ελάχιστα δημοκρατικές– δυνάμεις νά κινηθουν πιό γρήγορα, αφήνοντας τήν Ευρώπη πίσω στίς παγκόσμιες εξελίξεις.
Η εγγενής αυτή αδυναμία φθείρει καί τήν εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτων. Η εικόνα μιας Ενώσεως είκοσι επτά κρατων, η οποία βυθίζεται σέ διαπραγματεύσεις ατέρμονες, γιά νά καταλήξει σέ συμβιβασμούς πού ικανοποιουν ελάχιστους καί απογοητεύουν τούς περισσότερους, ενισχύει τόν ευρωσκεπτικισμό. Δέν ειναι τυχαιο ότι τά τελευταια χρόνια βλέπουμε συνεχως τήν άνοδο κομμάτων πού κατηγορουν τήν ΕΕ γιά γραφειοκρατία, αναποτελεσματικότητα καί έλλειψη αποφασιστικότητας.
Μπορουμε, όμως, νά ξεχναμε ότι η πολυφωνία ειναι καί τό σημα κατατεθέν της ευρωπαϊκης δημοκρατίας; Σέ αντίθεση μέ αυταρχικά καθεστωτα πού αποφασίζουν μονομερως καί γρήγορα, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθει νά εκφράσει κοινό λόγο, μέσα από διάλογο καί συναίνεση. Τό ερώτημα, όμως, ειναι άν μπορει νά βρεθει η χρυσή τομή: νά διατηρηθει η φωνή όλων των χωρων, αλλά ταυτόχρονα νά μήν παραλύει η Ένωση μπροστά στίς κρίσεις. Οπωσδήποτε, απαιτουνται αλλαγές οι οποιες θέλουν θάρρος καί πολιτική βούληση, στοιχεια πού, δυστυχως, σπανίζουν όταν οι εθνικές κυβερνήσεις ανησυχουν μήπως χάσουν τόν έλεγχο.
Η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σέ –μιά ακόμη– κρίσιμη καμπή. Άν θέλει νά παραμείνει ισχυρή καί αξιόπιστη, οφείλει νά ξεπεράσει τόν κατακερματισμό καί νά μάθει νά αποφασίζει πιό γρήγορα καί πιό αποτελεσματικά. Διαφορετικά, θά συνεχίσει νά μοιάζει όλο καί περισσότερο μέ λέσχη συζητήσεων παρά μέ πραγματική Ένωση πού μπορει νά καθορίσει τό μέλλον της
