Ο Θύμιος και η πορεία ενός διαχρονικού ήρωα
Ήταν το 1949 όταν πρωτολάνσαρα τον Θύμιο, αυτόν τον παμπόνηρο βλάχο με τα γλωσσικά του μπουρδουκλώματα.
Ο τύπος αυτός που έγινε για μένα ισόβιος ρόλος, δεν ήταν δική μου ιδέα.
Τον επινόησε ο Κώστας Νικολαίδης της συγγραφικής τριάδας: Νικολαίδης – Ελευθερίου – Λυμπερόπουλος, και αγαπήθηκε από τον κόσμο όσο κανένας άλλος χαρακτήρας.
Η δημιουργία του Θύμιου
Όποιο πρόσωπο κι αν υποδύθηκα (αστυφύλακας, αεροπόρος, μπακαλόγατος, φουστανελάς, βοσκός, κληρονόμος, έμπορος ή φαντάρος,) ο βλάχος ήταν πανταχού παρών με τις ατάκες του.
Η αλήθεια είναι πως δούλεψα πολύ για να χτίσω τον Θύμιο.
Γρήγορος, κοφτός ρυθμός στην ομιλία, σωστά πλασαρισμένες οι κρίσιμες λέξεις, μελέτη της σιωπής και του βλέμματος που ακολουθούν την ατάκα.
Η τέχνη της κίνησης και της έκφρασης
Δούλεψα εξίσου, ίσως και πιο πολύ, τις κινήσεις.
Ήθελα η υπερβολή του λόγου να έχει την αντίστοιχη κίνηση.
Χειρονομίες βιαστικές σαν μαριονέτα, συνεχές ανεβοκατέβασμα των άκρων, τα χέρια είναι η στίξη στο κείμενο, και βέβαια οι μούτες, οι συνεχείς αλλαγές στην έκφραση.
Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά την επιτηδευμένη βλάχικη προφορά, φτάνουμε στο τελικό αποτέλεσμα: Ένας βλάχος κλόουν!
Η πορεία στο θέατρο και τον κινηματογράφο
Σε αυτά βοήθησε και η εμπειρία μου σε άλλους τομείς: βαριετέ, οπερέτα, πίστα, πολύ σινεμά και θέατρο.
Πρωτοπάτησα το σανίδι στο «Μισούρι» στον Πειραιά.
Ενθουσίασα στο «Βερντέν» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, χάλασα κόσμο στο «Περοκέ» και το «Ακροπόλ».
Οι ατάκες που έμειναν
Οι ατάκες μου διαχρονικές: «Τίποτας», «Τ’ άκοσες πολί μου;», «Αμ πώς!», «Ασουπή».
Μια κοινωνική αντανάκλαση
Χρόνια μετά, απόμαχος σχεδόν, βλέποντας τις ασπρόμαυρες ταινίες μου στην τηλεόραση συλλογιζόμουν:
Είναι άραγε το ταλέντο μου που έκανε τον Θύμιο τόσο δημοφιλή; Ή μήπως αυτή η κωμική καρικατούρα συνέπεσε με την κάθοδο εκατομμυρίων επαρχιωτών στην πρωτεύουσα;
Μήπως σε αυτόν ανακάλυψαν τον άλλο τους εαυτό;
Τα κύματα των σαν κι εμένα, βλάχων, είδαν την πόλη σαν καταφύγιο μιας νέας, ανερχόμενης τάξης, σαν τελευταία ελπίδα οικονομικής ανόρθωσης με εσωτερική μετανάστευση — αυτήν τη μετανάστευση που έκανε την Αθήνα μεγαλούπολη.
Ήταν μια κάθοδος που γκρέμισε παραδοσιακά κτήρια για αντιπαροχή, που φύτεψε χιλιάδες κακόγουστες πολυκατοικίες, αναδιέταξε τη ρυμοτομία, χάραξε κακόγουστους δρόμους.
Ακόμα κι αν οι παλιές ταινίες μας δεν είναι καλές, η Αθήνα σε αυτές είναι πιο όμορφη, μια συνετή και ανθρώπινη πόλη.
Οι τελευταίες σκέψεις
Βράδυ 2001, μόνος σε ένα δωμάτιο, κυκλωμένος από προβλήματα, απώλειες αγαπημένων προσώπων, θλίψη και πένθος — κανείς θεατής δε φαντάζεται έναν κωμικό σε προσωπικό δράμα — θυμάμαι, επαναφέρω, συλλογίζομαι.
Επιζητώ έναν τίτλο: «ΤΕΛΟΣ» με αυτά τα άκομψα γράμματα που διπλοτυπώνονται στο τελευταίο πλάνο, κι έναν άγγελο που γελώντας θα με οδηγήσει στην αιώνια σιωπή.
Ή μάλλον, στην αιώνια: ασουπή…
Κώστας Χατζηχρήστος.
Σαν σήμερα, το 2001, έφυγε από τη ζωή.
https://www.facebook.com/groups/1786007481749596/permalink/2634322520251417/
