Αριστοτέλης Βαλαωρίτης – Ὁ Σαμουήλ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού – ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα-και πολιτικός. Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίστηκε εθνικός ποιητής, καθώς ύμνησε με επικά χαρακτηριστικά των αγώνα τον επαναστατημένων Ελλήνων. Επιπλέον, ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, αφού έγινε βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» και για μια περίοδο επτά ετών πάλεψε για την ελευθερία των Επτανήσων.

Ο Βαλαωρίτης ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα και πέρασε μια ζωή με πολλές περιπέτειες. Στην ελληνική γραμματεία έχει αφήσει το στίγμα του ποιητή που ύμνησε τον αγώνα των αρματωλών και ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές της επτανησιακής σχολής.

Μνημόσυνα (1857) και έτερα ποιήματα

Καλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σοῦ ῾μειναν κ᾿ ἐκεῖνοι λαβωμένοι!
Κι εἶναι χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ ποὺ σ᾿ ἔχουνε ζωσμένον!
Ἔλα νὰ δώσεις τὰ κλειδιά, πέσε νὰ προσκυνήσῃς,
κι ἀφέντης ὁ Βελῆ Πασᾶς δεσπότη θὰ σὲ κάμη!
Ἔτσι ψηλὰ ἀπ᾿ τὸ βουνὸ φωνάζει ὁ Πήλιος Γούσης.
Κλεισμένος μὲς στὴν ἐκκλησιὰ βρίσκετ᾿ ὁ Σαμουήλης,
κι ἀγέρας παίρνει τὴ φωνὴ τοῦ Πήλιου τοῦ προδότη.

Χωρὶς ψαλμοὺς καὶ θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρὸς στὴν Ὡραία Πύλη,
πέντε Σουλιῶτες στέκονται μὲ τὸ κεφάλι κάτου.
Βουβοί, δὲν ἀνασαίνουνε, καὶ βλέπεις κάπου-κάπου
ὅπου ἕνα χέρι σκώνεται καὶ κάνει τὸ σταυρό του.
Ἀκίνητα στὸ μάρμαρο σέρνονται τὰ σπαθιά τους,
σπαθιὰ ποὺ τόσο ἐδούλεψαν γιὰ τὸ γλυκό τους Σούλι!

Δὲ φαίνετ᾿ ὁ καλόγερος, μόνος του στ᾿ ἅγιο Βῆμα
προσεύχετο κ᾿ ἑτοίμαζε τὴ μυστικὴ θυσία.
Σφιχτὰ-σφιχτὰ στὰ χέρια του ἐβάστα τὸ Ποτήρι
καὶ μύρια λόγι᾿ ἀπόκρυφα ἔλεγε τοῦ Θεοῦ του.
Τὰ μάτια κατακόκκινα ἀπ᾿ τὲς πολλὲς ἀγρύπνιες
ἐκοίταζαν ἀκίνητα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα.
Τί θάλασσα, ποὺ κύματα ἔχει κρυφὲς ἐλπίδες!
Σιγᾶτε βρόντοι τουφεκιῶν, πάψτε φωνὲς πολέμου,
Κι ὁ Σαμουὴλ τὴν ὕστερη τὴν κοινωνιὰ θὰ πάρει!
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κοίταζ᾿ ὁ παπὰς τὴ Σάρκα τοῦ Θεοῦ του,
ἐκύλησ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάτια του στοῦ ποτηριοῦ τὰ σπλάγχνα
σὰν τὴ δροσούλα διάφανο κρυφὰ-κρυφὰ ἕνα δάκρυ.

– Θεέ μου καὶ πατέρα μου, θαμμένος ἐδῶ μέσα
ἐδίψασα… Χωρὶς νερὸ ἡ θεία κοινωνιά σου
θὰ ἔμεν᾿ ἀτελείωτη… Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αὐτὸ τὸ μαῦρο δάκρυ μου, μὴ τὸ καταφρονέσης.
ἀμόλυντο καὶ καθαρὸ βγαίν᾿ ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια.
δέξου το, Πλάστη, δέξου το, ἄλλο νερὸ δὲν ἔχω.

Ἤτανε ἥλιος κ᾿ ἔλαμψε τὸ ἱερὸ τὸ σκεῦος.
Τὸ αἷμα ἐζεστάθηκε, ἄχνισε, ζωντανεύει.
Ἀναγαλλιάζει ὁ Σαμουὴλ ποὺ εἶδε τὴ Θεία Χάρη
καὶ τρέμοντας ἀγκάλιασε τὸ θεϊκὸ ποτήρι
καὶ τό ῾σφιξε στὰ χείλη του κι ἄκουσε ποὺ χτυποῦσε
σὰν νἄτανε λαχταριστὴ καρδιά, ζωὴ γιομάτη.

Ἀνοίγ᾿ ἡ Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, σκύφτουν τὰ παλληκάρια.
τ᾿ ἀνδρειωμένα μέτωπα τὸ μάρμαρο χτυπᾶνε
καὶ καρτεροῦν ἀκίνητά τοῦ γέροντα τὰ λόγια.
Ἐπρόβαλ᾿ ὁ καλόγερος. Τὸ πρόσωπό του φέγγει
σὰ χιονισμένη κορυφὴ στοῦ φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.
Στὰ λαβωμένα χέρια του βαστοῦσ᾿ ἕνα βαρέλι
πού ῾κλειε μέσα θάνατο, φωτιὰ κι ἀπελπισία.

Ἐκεῖνο μόνο τό ῾μεινε, ἐκεῖνο μόνο φθάνει!
Ἐμπρὸς στὴν Πύλη τοῦ Ἱεροῦ μονάχος του τὸ στένει
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ βλόγησε καὶ τρεῖς φορὲς τὸ φχέται.
Σὰν νά ῾ταν Ἅγια Τράπεζα, σὰν νά ῾ταν Ἀρτοφόρι
ἐπίθωσ᾿ ὁ καλόγηρος ἐπάνω τὸ ποτήρι,
καὶ σιωπηλὸς κι ἀτάραχος ἄναψε θειαφοκέρι…
Τὰ γόνατά του ἐχτύπησαν ὁρμητικὰ τὴν πλάκα,
ἐσήκωσε τὰ χέρια του, τὸ πρόσωπό του ἀνάφτει
κι οἱ πέντε τὸν ἐκοίταζαν βουβοὶ μέσα στὰ μάτια:

Η ΔΕΗΣΙΣ
– Πατέρα μου, σ᾿ ἐδούλεψα
πιστὰ σαράντα χρόνια,
καὶ τώρα στὰ γεράματα
μοῦ δίνεις κατηφρόνια!
Τὸ θέλημά σου ἂς γενῆ!
Λυπήσου μας, σπλαγχνίσου
καὶ πάψε τὴν ὀργή σου!
Σ᾿ ἐσένα, σὰν ὀρφάνεψα,
ἔδωκα τὴν ψυχή μου,
τὸ Σούλι μου τ᾿ ἀγκάλιασα
στὸν κόσμο γιὰ παιδί μου.
Τώρα τὸ Σούλι τὄχασα…
Ἦλθ᾿ ἡ στερνή μου μέρα,
θἄλθω σ᾿ ἐσέ, Πατέρα…

Μέτρησε πόσοι ἐμείναμε!
Οἱ ἄλλοι πεθαμένοι
μὲς στὰ λαγκάδια σέρνονται
νεκροὶ καὶ λαβωμένοι!
ἂταφ᾿ ἀμοιρολόητα
σέπονται τὰ κουφάρια
στοῦ λόγγου τὰ χορτάρια.
Ὄρνια καὶ λύκοι ἐχόρτασαν
τὰ μαῦρα κρέατά μας.
Συγχώρεσε, συγχώρεσε,
Πλάστη, τὰ κρίματά μας!
Καὶ τώρα ποὺ θὰ νά ῾λθωμε
κ᾿ ἠμεῖς στὴν ἀγκαλιά σου,
δέξου μας σὰν παιδιά σου!

Καὶ κοίταξε τὰ χέρια μας
τώρα σ᾿ ἐσὲ σκωμένα
πῶς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ ἄπιστο
τὸ αἷμα λερωμένα,
κ᾿ εὐχαριστήσου, Πλάστη μου,
καὶ πές: «Εὐλογημένοι,
πιστοί μου ἀνδρειωμένοι!»
Τώρα τὸ Σούλι ἀπέθανε.
δὲν ἔμειν᾿ ἕνα χέρι
ποὺ νὰ μπορῇ στὰ δάχτυλα
νὰ σφίξῃ τὸ μαχαίρι…
Πατέρα παντοδύναμε,
γενοῦ σ᾿ ἐμᾶς πατρίδα,
ἄλλη δὲν ἔχω ἐλπίδα.

Ἐκεῖ ψηλὰ στὸ θρόνο σου,
στὴν τόση βασιλεία,
δῶσε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δύστυχους
μικρὴ μία κατοικία,
νὰ μοιάζη μὲ τὸ Σούλι μας
καὶ δῶσε μου ἕνα βράχο
κ᾿ ἐκεῖ τὸ Κούγκι νά ῾χω.
Χῶμα στὸ Σούλι ἐλεύθερο
γιὰ νὰ ταφῶ δὲ μένει.
ἐλέησόν με, Πλάστη μου,
συγχώρεσε νὰ γένη
τὸ Κούγκι μου ἡ ἐκκλησιά,
τὸ Ἱερό σου Βῆμα
τοῦ Σαμουὴλ τὸ μνῆμα.

Ἐδῶ ποδάρι ἄπιστο
ποτὲ δὲ θὰ τολμήση
(ποτέ! τὸ εἶπα, τ᾿ ὅρκισα)
τὸ Κούγκι νὰ πατήσει.
Μαζί μου παίρνω τὰ κλειδιά,
Πλάστη μου, δὲν τ᾿ ἀφήνω,
οὔτε σ᾿ ἐσὲ τὰ δίνω!
Ἐκεῖ ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
νὰ τὰ φορῆ στὴ μέση
ὁ Σαμουὴλ ὁ δοῦλος σου
θὰ σὲ παρακαλέσει…
Πατέρα μου, μὴ πειραχθῆς,
κάμε μου αὐτὴ τὴ χάρη:
ἄλλος νὰ μὴ τὰ πάρη!

Καὶ τώρα-τώρα π᾿ ἄκουσες
τὸν πόνο, τὸν καημό μας,
δέξου μας καὶ θ᾿ ἀφήσωμε
τὸ Σούλι τὸ γλυκό μας…
Τὸ Σούλι (ἄχ! πὼς τό ῾χασα!)
ψυχή μου, μὴ δακρύσεις,
εἶν᾿ ὥρα νὰ τ᾿ ἀφήσεις!

Κι ἁπλώνοντας τὰ χέρια του
στοὺς πέντε του συντρόφους:
Θεέ μου, πολυέλεε,
τώρα ποὺ θὰ ν᾿ ἀφήσω
τὸν κόσμο καὶ στὸν ἴσκιο σου
θἄλθ᾿ ὁ φτωχὸς νὰ ζήσω,
μία χάρη θέλω, Πλάστη μου:
τὰ πέντε τὰ παιδιά μου
νὰ τάχω συντροφιά μου!
Τ᾿ ἀνάθρεψα στὸν κόρφο μου,
γιὰ εἰδὲ τά, τὰ καημένα,
ἄλλονε δὲν ἀγάπησαν
παρὰ ἐσὲ κ᾿ ἐμένα.
Παιδιά μου, μὴ δειλιάζετε,
νά ῾χετε τὴν εὐχή μου,
Θὰ ζήσετε μαζί μου!

Σταλαματιὰ-σταλαματιὰ τὰ δάκρυά τους πέφτουν
κι ἡ πλάκα ποὺ τὰ δέχεται ραγίζεται καὶ τρίζει.
Παράπονο τοὺς ἔπιασεν, ὄχι θανάτου φόβος,
καὶ κλαίοντας ὁ Σαμουήλ, εἰς τό ῾να του τὸ χέρι
τὸ ἱερὸ ποτήρι του καὶ στ᾿ ἄλλο τὴ λαβίδα,
ἀρχίνησε τὴν κοινωνιὰ τοῦ Πλάστη νὰ μεράζη…
Ὁ πρῶτος ἐμετάλαβε – μεταλαβαίνει κι ἄλλος,
τὴν ἔδωσε στὸν τρίτονε – κι ὁ τέταρτος τὴν παίρνει,
καὶ φθάνει ὡς τὸν ὕστερο καὶ τοῦ τηνε προσφέρει.

Κι ἐκεῖ ποὺ ἔψαλλ᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του
τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ: «σήμερον Υἱὲ Θεοῦ…»
φωνὲς ἀκούονται, χτυπιές, ἀλαλαγμός, ἀντάρα.
Πλακώσανε οἱ ἄπιστοι: «καλόγερε, τί κάνεις;»
Ἐσήκωσε τὰ μάτια τοῦ ὁ Σαμουὴλ στὸν κρότο,
καὶ στάζ᾿ ἀπ᾿ τὴ λαβίδα του ἐπάνω στὸ βαρέλι
μία φλογερὴ σταλαματιὰ ἀπ᾿ τοῦ Θεοῦ τὸ αἷμα…
Ἀστροπελέκια ἐπέσανε, βροντάει ὁ κόσμος ὅλος,
λάμπει στὰ γνέφ᾿ ἡ ἐκκλησιά, λάμπει τὸ μαῦρο Κούγκι!
Τί φοβερὴ κεροδοσὰ πὄλαβε στὴ θανή του
τὸ Σούλι τὸ κακότυχο καὶ τί καπνὸ λιβάνι!

Ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ παπᾶ τὸ ράσο
κι ἁπλώθηκε κι ἁπλώθηκε σὰν τρομερὴ μαυρίλα,
σὰ σύννεφο κατάμαυρο κ᾿ ἐθόλωσε τὸν ἥλιο.
Κι ἐνῷ τ᾿ ἀνέβαζ᾿ ὁ καπνὸς κι ἐνῷ τὸ συνεπαίρνει,
τὸ ράσο παντ᾿ ἀρμένιζε κ᾿ ἐδιάβαινε σὰ Χάρος.
κ᾿ ἐκεῖθεν ὁποὺ διάβηκε ὁ φλογερός του ἴσκιος,
σὰν νά ῾ταν μυστικὴ φωτιὰ ἐρόγισε τὸ λόγγο.
Καὶ μὲ τὲς πρῶτες ἀστραπὲς καὶ μὲ τὰ πρωτοβρόχια
χλωρὸ χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ἐλιές, μυρτοῦλες,
ἐλπίδες, νίκες καὶ σφαγὲς – χαρὲς κ᾿ ἐλευθερία!

ΤΟ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ
Εἰς τὸν βαρὺν τὸν ἴσκιον σου, μαῦρο μου κυπαρίσσι,
ἀπόψε τὰ μεσάνυχτα θὰ νἄλθῃ νὰ καθίσῃ,
ἕνας πατέρας πὤχασεν ὤμορφη θυγατέρα.
Τὴνε γυρεύει ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, τὴ νύχτα, τὴν ἡμέρα,
καὶ δὲν τὴν βρίσκει ὁ δύστυχος. Ὅσους ρωτᾶ τοῦ λένε
πὼς δὲν τὴν εἶδαν νὰ διαβῇ καὶ τὸν θωροῦν καὶ κλαῖνε.

Ἐπῆγε στὴν τριανταφυλλιὰ
ἐψὲς μὲ τὸ φεγγάρι.
Τῆς λέει: ἡ φιλενάδα σου
μὴν ἦλθ’ ἐδῶ νὰ πάρῃ
τὰ ρόδα σου νά στολισθῇ
στὴν ἐκκλησιὰ νὰ πάῃ;…
Κ’ ἐκείνη τ’ ἀπαντάει:

– Κάθε πρωῒ τὴν ἔβλεπα
ὤμορφη σὰν ἐμένα·
μοῦ ἐμέτραε τὰ ρόδα μου,
κ’ ἄν ἔλειπε κανένα,
μ’ ἐμάλλωνε καὶ μὤλεγε
πὼς θὰ μὲ παραιτήσῃ
καὶ δὲ θὰ μ’ ἀγαπήσῃ.

Κ’ ἐν ὧ μ’ ἐμάλλων’ ἔκοβε
τ’ ἄνθη μου τὰ δροσᾶτα
κ’ ἐστόλιζε τὰ στήθια της
τ’ ἄσπρα τὰ μυρωδᾶτα·
ἐκείνη μὤδιν’ ὠμορφιά,
ἐγὼ τὴν ἐντροπή μου,
λὲς κ’ ἦταν ἀδελφή μου.

Πές μου, πατέρα, πές μου το
μὴν εἶναι κακιωμένη
καὶ σ’ ἔστειλε γιὰ νὰ μοῦ πῇς
πὼς τώρα κατεβαίνει;
Τρεῖς μέραις τήνε καρτερῶ
μὲ τὸ φιλὶ στὸ στόμα
καὶ δὲν τὴ βλέπω ἀκόμα.

Πάει στὸ νυχτολούλουδο,
τὸ βλέπει μαραμμένο:
– Γιατί, λουλοῦδι μου, εἶσ’ ἀχνὸ
καὶ παραπονεμένο·
δὲν σὤφερ’ ἡ Μαρία σου
βεράκι ἀπὸ τὴ βρύση
ἐψὲς νὰ σὲ ποτίσῃ;…

– Τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα
ἐκεῖ ποὺ καρτεροῦσα
νἄλθῃ ἡ Μαρία νὰ μ’ εὑρῇ
κ’ ἔστεκα κι’ ἀγρυπνοῦσα,
μέσα στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ
μοῦ φάνη πὼς τὴν εἶδα
πὤφευγε σὰν ἀχτίδα.

Κ’ ἐνῶ κρυφομιλούσανε, ἀκούστηκε ἀπὸ πέρα
φωνὴ ποὺ μοιρολόγαε κ’ ἔλεγε στὸν πατέρα:

Τὴν ἐπεράσαν τέσσαροι
μὲς τ’ ἄνθη ξαπλωμένη·
ποιὸ μάτι δὲν τὴν ἔκλαψε
ἐκεῖθε ποὺ διαβαίνει!
Ἐμπρὸς ἐπήγαιν’ ὁ σταυρὸς
ὀπίσω του οἱ παπάδες,
λιβάνια καὶ λαμπάδες.

Τὴν εἶδα, δύστυχε, κ’ ἐγὼ
τὴν εἶδα τὴ Μαρία
δίπλα στὸ ξυλοκρέββατο.
Δὲν πᾷς στὴν ἐκκλησία
νὰ βρῇς τὸ νεκρολίβανο
ὁποὺ καπνίζει ἀκόμα
στοῦ τάφου της τὸ χῶμα;

Σύρε, πατέρα, νὰ τὴ δῇς
ἀπόψ’ οἱ πεθαμμένοι,
μεγάλη ἔχουνε γιορτή,
καὶ βγαίνουν στολισμένοι
σὰν νιόνυφοι ἀπ’ τὰ μνήματα
μὲ τἄσπρα σάβανά τους
νὰ φᾶν τὰ κόλλυβά τους.

Σὰν ἔλθουν τὰ μεσάνυχτα,
τὀρνιθι σὰν λαλήσῃ,
σύρε καὶ κλάψε μοναχὸς
σιμὰ στὸ κυπαρίσσι.
Σήμερα ψυχοσάββατο
θἀλθῇ στὴν ἀγκαλιά σου
νὰ πάρῃ τὰ φιλιά σου.

Ἐπῆγε κ’ ἐκαρτέρεσε
πίσ’ ἀπὸ τἅγιο Βῆμα
Ἤλθανε τὰ μεσάνυχτα…
Ἐσείστηκε τὸ μνῆμα.
Βγαίν’ ἡ Μαρία ὁλόλευκη,
κ’ ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐφίλει
ἀνάμεσα στὰ χείλη:

– Πατέρα μου, τοῦ λέει, γλυκέ,
γιὰ ἰδὲς πῶς εἶμαι κρύα!
Ἄν εἶν’ ἀλήθεια π’ ἀγαπᾷς
τὴ μαύρη τὴ Μαρία,
ἔλα μ’ ἐμὲ στὸν τάφο μου,
σκιὰζομαι τὸ σκοτάδι
μονάχη μου στὸν ἅδῃ.

Τὸ σάβανό μου εἶναι πλατύ.
Γιὰ ἰδές το… μᾶς σκεπάζει…
Ἔλα νὰ πᾶμε… κύτταξε,
σχεδὸν γλυκοχαράζει…
Τρέμω… κρυώνω… πάρε με…
Εἶμαι μικρὴ ἡ καϋμένη
νὰ μείν’ ὠρφανεμένη.

Ἀγάλια… ἀγάλια… ἀκλούθα με·
πατέρα, μὴ βαρέσῃς…
Εἶναι τὰ μνήματ’ ἀνοιχτά,
βάστα με μὴ μοῦ πέσῃς.
Θυμᾶσαι πῶς μ’ ἑχάϊδευες
καὶ πῶς μοῦ τραγουδοῦσες
ὅταν μ’ ἀποκοιμοῦσες;

Πατέρα μου, πατεῖς βαριά…
Πιάσου ἀπ’ τὸ σάβανό μου…
Τραβήξου ὀλίγο… ἐσκόνταψες
ἐπάνω στὸ σταυρό μου…
Ἐφθάσαμε… καρτέρεσε
νὰ κατεβῶ νὰ στρώσω,
σεντόνι νὰ σ’ ἁπλώσωω.

Δός μου τὸ χέρι σου… Ἔλα δῶ…
Πατέρα μου, ἀχνίζεις!…
Τὰ μάτια σου θολώνουνε…
Γιατὶ νὰ μὲ φοβίζῃς;
Πᾶμε στὸ κρεββατάκι μου
νὰ σὲ γεροκομήσω,
δὲ θέλω νὰ σ’ ἀφήσω.

Γιὰ ἰδὲς κρεββάτι ὤμορφο!
Ἐπῆρ’ ἀπ’ τὰ μαλλιά μου
τὰ ρόδα ποὺ μοῦ βάλανε
ἀπ’ τὴν τριανταφυλλιά μου.
Τά μάδησα, τὰ σκόρπισα
ἐπάνω στὸ σεντόνι,
ποὺ εἶν’ ἄσπρο σὰν τὸ χιόνι.

Πατέρα μου, τὶ καρτερεῖς;
τὶ στέκεσαι στὴν ἄκρη;…
Πατέρα μου, δὲν μ’ ἀγαπᾷς!…
Σφόγγισ’ αὐτὸ τὸ δάκρυ…
Ἄλλοι θὰ κλάψουνε γιὰ μᾶς…
κ’ ἐμεῖς θὰ τούς ἀκοῦμε…
Ἔλα νὰ κοιμηθοῦμε.

– Κ’ ἡ μάνα σου, Μαρία μου,
κ ἡ μάνα σου ἡ καϋμένη!
Χωρὶς ἐμέ, χωρὶς ἐσὲ
ἠ δύστυχη ποῦ μένει;…
Μὴν κλαῖς παιδί μου,… γλήγορα
φεύγει, πετᾷ ἡ ζωή μου…
Σύρε μὲ τὴν εὐχή μου.

Μαρία μου, ἕνα φιλί,
Ἕνα φιλάκι ἀκόμα…
Μοσχοβολάει, ψυχούλα μου,
τ’ ἀθῶο σου τὸ στόμα…
Καρτέρεσε, Μαρία μου,
ἄφες με νὰ χορτάσω,
σέ λίγο θὰ σὲ χάσω.

Κ’ ἐκεῖ ὁποὺ τὴν ἔσφιγγε, κ’ ἐκεῖ ποὺ τὴν ἐφίλει
τὴν ἔχασ’ ἀπ’ τὸν κόρφο του, τὤφυγε ἀπὸ τὰ χείλη.
Λαλεῖ τὠρνίθι τῆς αὐγῆς καὶ θαμοφέγγ’ ἡ μέρα.
Κλάψτε τὴν νειὰ τὴν ὤμορφη, κλάψτε καὶ τὸν πατέρα!

[wikisource.org] ΠρωτοσελιδαΕιδήσεις

Ο Νίκος Μωραϊτης ισοπεδώνει τον Στέφανο Κασσελακη: Βάλτε παραπάνω χρήματα εσείς οι μεροκαματιάρηδες αλλιώς εγώ ο πάμπλουτος κλείνω το κόμμα

Σε παρέμβαση του ο δημοφιλής στιχουργός αναφέρει: Με ρωτάτε «γιατί δε λες για τα χθεσινά;».Τι άλλο να πω; Και για το μομέντουμ (φωτό 1) και...

Δολοφόνησαν τον κορυφαίο σκηνοθέτη, Ρομπ Ράινερ και την σύζυγό του μέσα στο σπίτι τους στο Μπρέντγουντ της Καλιφόρνιας

Ο διάσημος Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός Ρομπ Ράινερ και η σύζυγός του, Μισέλ, βρέθηκαν νεκροί στο σπίτι τους στο Μπρέντγουντ της Καλιφόρνιας, σε περιστατικό...

Άγιος Ελευθέριος: Ο ηρωικός ιερομάρτυς του Χριστού

Οι ιερομάρτυρες αποτελούν μια ειδική τάξη στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας Είναι οι ιερείς, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια και μαρτύρησαν για το Χριστό....

Οι Παραχωρήσεις του Ζελένσκι υπό εγχώρια πίεση

Κορυφαίοι Αμερικανοί και Ουκρανοί αξιωματούχοι πραγματοποίησαν μαραθώνιες συνομιλίες άνω των πέντε ωρών την Κυριακή (14/12) για την επίτευξη διευθέτησης στον πόλεμο της Ουκρανίας Οι διαπραγματεύσεις...

Το απαγορευμένο βίντεο για το Μαξίμου με τον γαλάζιο Μύρωνα Χιλετζάκη

Ο αγροτοσυνδικαλιστής της ΝΔ,Μύρωνας Χιλετζάκης αρχηγός του κυκλώματος που φέρεται να «άρπαξε» 1.700.000€ από τον ΟΠΕΚΕΠΕ,επικεφαλής αγροτών της Κρήτης,την εποχή Τσιπρα,τα σπάνε στην Αθήνα...

Η ιστορία της νηστείας της Σαρακοστής των Χριστουγέννων

H δεύτερη πιο μακρά περίοδος νηστείας μετά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία των Χριστουγέννων, γνωστή στη γλώσσα του ορθοδόξου λαού μας και ως...

Η Διεθνούς φήμης Συγγραφέας κ Αγάθη Δημητρούκα σε μια ξεχωριστή συνέντευξη

Στην τηλεόραση του Αχελώου και στην εκπομπή Ανοιχτές σελίδες με τον Αχιλλέα Παπαδιονυσίου προσκεκλημένη η Διεθνούς φήμης Συγγραφέας κ Αγάθη Δημητρούκα Η κ Δημητρούκα μιλάει...

Αρδίσια: Το μούρο των Χριστουγέννων

Η αρδίσια είναι ένα όμορφο φυτό εσωτερικού χώρου που συγκαταλέγεται στα χριστουγεννιάτικα φυτά για τους μικρούς κόκκινους καρπούς που εμφανίζει την εορταστική περίοδο των...

Λίμνη Πηγών Αώου: Ένας κρυμμένος θησαυρός της Πίνδου

Η Λίμνη Πηγών Αώου είναι ένας από τους πιο μαγευτικούς ορεινούς προορισμούς της Ελλάδας, ιδανικός για όσους αναζητούν φύση, ηρεμία και αυθεντικές εμπειρίες Βρίσκεται στη...

Η σχισμή στην εξώπορτα με την λέξη “Επιστολαί”…

Στην εξώπορτα του σπιτιού μας υπήρχε μια σχισμή, με καπάκι μπρούτζινο και μπορντούρα σιδερένια, με σχέδια Το καλυμμα της σχισμής έγραφε “Επιστολαί”. Από εκεί...

Το ιδανικό παιδικό “μενού” για τα Χριστούγεννα

Η προσμονή των γιορτών συνδέεται με τα γλυκά - Και στην Ελλάδα, όμως, μικροί και μεγάλοι είμαστε… περικυκλωμένοι από διάφορα εορταστικά εδέσματα Μάλλον τώρα καταλαβαίνετε...

Ποδόσφαιρο και μπάσκετ: Συγκριτική ανάλυση των κορυφαίων διαχρονικά ευρωπαϊκών εθνικών ομάδων 

Ποδόσφαιρο και μπάσκετ: Συγκριτική ανάλυση των κορυφαίων διαχρονικά ευρωπαϊκών εθνικών ομάδων            Το παρόν άρθρο συγκρίνει τις επιδόσεις των χωρών που έχουν κατακτήσει...

Κώστας Βαξεβάνης: Κρέμονται από τα φρύδια του «Φραπέ»

Τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει εικόνα που να έχει απαξιώσει τόσο τη θεσµική λειτουργία της Βουλής όσο το ειρωνικό και απειλητικό σήκωµα του φρυδιού...

Ματωμένα Χριστούγεννα: Η άγνωστη ταινία με την Έλλη Λαμπετη και το δυνατό καστ

Το 1951 η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Ουσιαστικά στη χώρα ειχαν σταματήσει να ακούγονται τα κανόνια του πολέμου κάτι λιγότερο από...

Οταν τα πρωινάδικα δεν ασχολιόντουσαν με την κάθε Τουνη και ειχαν καλεσμένους αληθινούς καλλιτέχνες: Μια εξαιρετική εμφάνιση του Χάρρυ Κλυνν στο Mega πριν πολλά...

Υπήρχε κάποια εποχή που τα πρωινάδικα ασχολιόντουσαν με πραγματικούς καλλιτέχνες και όχι με "αστερες" του instagram Μια απολαυστική εμφάνιση του Χάρρυ Κλυνν σε πρωινή εκπομπή...

Μελομακάρονα: Ένας αρχαιοελληνικός άρτος αφιερωμένος στους νεκρούς

Ένας αρχαιοελληνικός άρτος αφιερωμένος στους νεκρούς λούστηκε με μέλι, γέμισε μπαχαρικά και έγινε το σύμβολο των Ελληνικών Χριστουγέννων Τα χριστούγεννα είναι γιορτή που πάτησε σε...

Στα μπλόκα ο πρωθυπουργός αλλά όχι αυτά των αγροτών

Στα μπλόκα βρέθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης αλλά όχι εκείνα των αγροτών Χθες το βράδυ ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε σε μπλόκο της τροχαίας για αλκοτέστ.Σταμάταγε η...

Αποθεώθηκε ο Κωστής Μαραβέγιας στο The Voice στη θέση της Ελενας Παπαρίζου

Την θέση της Ελενας Παπαρίζου στο The voice πήρε ο Κωστής Μαραβέγιας καθώς η Ελενα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας και νοσηλεύεται 

Γεωμυθολογία και μαντική στο Iερό των Δελφών

Η έναρξη της μεγάλης ανασκαφής στους Δελφούς αντιδόνησε τον παλμό μιας αρχαίας κοινωνίας με καταλυτικό ρόλο στην ιστορία του πολιτισμού Συνδυάζοντας τη συγκλονιστική ομορφιά του...

Η πιο συγκινητική στιγμή με τον Γιώργο Μαζωνάκη στο The voice

Απο τις καλύτερες στιγμές του φετινού voice

ΔΗΜΟΦΙΛΗ