Αριστοτέλης Βαλαωρίτης – Το ξεριζωμένο δέντρο

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού – ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα-και πολιτικός. Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίστηκε εθνικός ποιητής, καθώς ύμνησε με επικά χαρακτηριστικά των αγώνα τον επαναστατημένων Ελλήνων. Επιπλέον, ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, αφού έγινε βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» και για μια περίοδο επτά ετών πάλεψε για την ελευθερία των Επτανήσων.

Ο Βαλαωρίτης ήταν μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα και πέρασε μια ζωή με πολλές περιπέτειες. Στην ελληνική γραμματεία έχει αφήσει το στίγμα του ποιητή που ύμνησε τον αγώνα των αρματωλών και ήταν ένας από τους κυριότερους εκφραστές της επτανησιακής σχολής.

Μνημόσυνα (1857) και έτερα ποιήματα

Κατά τον Ιανουάριον του 1866 διαμένων εν Μαδουρή, μια εκ των χαριεστάτων Ταφίων νήσων, παρεστάθην θεατής φοβερωτάτης τρικυμίας. Έβλεπα την απέναντι πεδιάδα του Ελλομένου υποβρύχιον και καταστρεφομένην, τα δε καλλιμέτωπα όρη της Ελάτης και των Κάρων πυρπολούμενα υπό των κεραυνών.
Η θάλασσα βρυχωμένη συνεστρέφετο εντός στενωτάτων πορθμών και εφαίνετο δυσανασχετούσα, ωσεί λέαινα εν κλωβίω, τα δε κύματά της, εν ω εισέβαλλον διά του στομίου της Θηλειάς, κειμένης προς το νοτιοδυτικόν ακρωτήριον του Μεγανησίου, και μεγαλοπρεπώς επορεύοντο προς την παραλίαν της Ζαβέρδας, απήντων κατά μέτωπον τον Σκορπιόν και την Σπάρτην, εκ της χορείας και ταύτας των Ταφίων, και αντικρουόμενα κατέπιπτον αφροστεφή και γιγαντώδη επί της Μαδουρής και της αμμώδους ακτής του Ελλομένου.
Αλλ’ εν μέσω των μυκηθμών του πελάγους διεκρίνετο η βροντώδης φωνή του χειμάρρου, όστις, πηγάζων από των αποτόμων ακρωρειών της Εγκλουβής και κρημνιζόμενος από χαράδρας εις βάραθρον, λάβρος και καταστρεπτικός φθάνει διά των κλεισωρειών και κατακλύζει την πεδιάδα σύρων παμμεγέθεις λίθους και προαιώνια δένδρα. Ο χείμαρρος ούτος καλείται Δημοσάρι.
Εν εκείνη τη ημέρα τοιαύτη υπήρξεν η δύναμις και η ορμή των υδάτων του, ώστε από των εκβολών αυτού το ρεύμα, διασχίζον τα θαλάσσια κύματα, έφθανε μέχρι της Μαδουρής και έρριπτεν επί του αιγιαλού μου τα λάφυρα της αρπαγής και του πολέμου του. Μεταξύ δε τούτων και δένδρον πελώριον εκ του γένους των δρυών, κοινώς καλούμενον ρουπάκι, διακρινόμενον διά τε το αγροίκον και την ρωμαλεότητα της φύσεώς του. Το τυχαίον τούτο συμβάν παρήγαγεν εμοί την ιδέαν του επομένου στιχουργήματος, επομένως δε και της επιγραφής αυτού «Το ξερριζωμένο δέντρο».
Αλλ’ η ποίησις, ήτις εν τη τελετή των μυστηρίων αυτής ευκόλως διαπορθμεύει απεράντους διαστάσεις και έχει θεόθεν την δύναμιν να συναρμολογή και να συζεύγη αντικείμενα εκ πρώτης αφετηρίας όλως αλλότρια και κατά το φαινόμενον μηδεμίαν έχοντα προς άλληλα σχέσιν, ηθέλησεν εν τη περιπτώσει εκείνη να διεγείρη εν εμοί την μνήμην του Αργύρη προ τεσσαράκοντα ήδη ετών προδοτικώς φονευθέντος, αλλά ζώντος εισέτι εν ταις δημοτικαίς παραδόσεσι και εξυμνουμένου παρά του λαού διά τε την ανδρείαν και το ατίθασσον του χαρακτήρος.
Εγγενήθη ούτος κατά το 1799 και μόλις έφηβος ησπάσθη το είδος εκείνο του βίου, όπερ παρά μεν τοις ευνομουμένοις έθνεσιν υποδεικνύει άκρατον τάσιν προς την βιαιοπραγίαν, εθεωρείτο δε παρ’ ημίν ως εξαιρέτως ιδιάζον προς μόνους τους γενναίους και τους τολμητίας. Ουδ’ εβράδυνε να γίνη γνωστός ο Αργύρης διά το ακαταδάμαστον του ήθους, και εν ταις νυκτεριναίς αυτούς εκδρομαίς ενέσπειρε τρόμον παριστάμενος ως νυκτερόβιον φάσμα, επιβάλλων την θέλησίν του και απαιτών σεβασμόν και υπακοήν εις τα ορέξεις του.
Τότε ηράσθη Ελένης τινός, θυγατρός Μιχαήλτου Περδικάρη εκ του χωρίου Καλαμίτσι, καθ’ α δε προκύπτει εκ του παρά πόδας δημοτικού άσματος, ο έρως αυτού δεν απεκρούετο. Αλλ’ οι γεννήτορες της νεανίδος απέρριψαν επιμένων τας περί του γάμου προτάσεις του Αργύρη και η άρνησις αύτη διήγειρεν εν τη αγρία ψυχή του μνηστήρος άσβεστον ζηλοτυπίαν και ακατάσχετον πόθον εκδικήσεως. Εκήρυξεν επομένως πόλεμον κατά της οικογενείας της Ελένης, κατέστρεψε πολλά των κτημάτων αυτής, επλήγωσε καιρίως ένα εκ των συγγενών της και τέλος ενεδρεύσας απήγαγε την κόρην και βιάσας αυτήν την απέπεμψεν, αφού διά του ξίφους κατέκοψεν αυτής τας παρειάς επ’ ελπίδι ότι ούτω πως ηκρωτηριασμένην ουδείς ήθελέ ποτε την ορεχθή.
Μετά το κακούργημα τούτο εκηρύχθη εκτός της προστασίας των νόμων και αδρά ωρίσθη αμοιβή επί τη κεφαλή αυτού. Περιέζωσαν τα όρη τακτικοί και έκτακτοι χωροφύλακες, αποσπάσματα της αγγλικής φρουράς εξήλθον ως εις άγραν θηρίου τινός, και όμως επί δεκαπέντε ολοκλήρους μήνας ο Αργύρης εδυνήθη να παραταχθή μόνο, τυγχάνων πανταχού προστασίας και περιθάλψεως, ίσως διότι πάντες έβλεπον μετά δυσμενείας νεανίαν ομόθρησκον και γενναίον ασπλάχνως ιχνηλατούμενον υπό αλλοφύλων και ετεροδόξων.
Ό,τι όμως αι αγγλικαί λόγχαι δεν ίσχυσαν να κατορθώσωσι, το κατώρθωσεν η διαφθορά, και δύο εκ πνεύματος συγγενείς αυτού και φίλοι, ο Πατράλας και ο Νικόλαος Κούρτης, αφού πρώτον αδελφικώς συνεδείπνησαν μετά του Αργύρη, δολίως τον εφόνευσαν, πυροβολήσαντες κατ’ αυτού εν των νώτων, εν ω προεπορεύετο αμερίμνως, κατά την 22 Αυγούστου τους έτους 1827.
Οι δολοφόνοι, γενόμενοι μισητοί, κατέλυσαν τον βίον εν κατάραις και εν αναθέμασι. Πιστεύεται δε ότι η πέτρα, εφ’ ης έπεσε και ήν έβαψε διά του αίματος του ο Αργύρης, παρασυρθείσα βαθμηδόν υπό των υδάτων, υπάρχει σήμερον μακράν του τόπου, ένθα απ’ αρχής έκειτο, και ότι είναι αυτή εκείνη, ήν προ χρόνων χωρικός τις μοι υπέδειξεν εντός της κοίτης του χειμάρρου και ήτις διεκρίνετο διά της επωνυμίας το κοντρί του Αργύρη, πλησίον του μέρους, όπου εις τον αναβαίνοντα εκ της πεδιάδος παρίσταται αριστερόθεν υψηλός απότομος βράχος, παρά τους πρόποδας του οποίου μεγαλοπρεπής πλάτανος επισκιάζει μικροσκοπικόν και πενιχρόν νερόμυλον.
Ταύτα προς διασάφησιν του πρώτου μέρους του στιχουργήματος. Το δεύτερον αυτού μέρος αποτελεί σύμπλεγμα ατομικών εντυπώσεων, αίτινες επολιόρκουν την φαντασίαν μου, επανελθόντος εξ Αθηνών, όπου επί τέσσαρας μήνας είχα ενδιατρίψει ως πληρεξούσιος της Λευκάδος εν τη δευτέρα εθνική των Ελλήνων συνελεύσει.
Το τραγούδι του Αργύρη

Τρία πουλάκια κάθονται στης Εγκλουβής τα μέρη.
Το ’να τηράει τη Βαφκερή, τ’ άλλο το Καλαμίτσι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
Δε σ’ τοὒπα εγώ, χρυσό πουλί, δε σ’ τοὒπα εγώ η Ελένη
στην Εγκλουβή να μη διαβείς μάδε να μην περάσεις,
με Κούρτη φίλος μην πιαστείς και μπέσα μην του δώσεις,
γιατ’ είν’ ο Κούρτης άπιστος και θε να σε σκοτώσει;
—Να ’θε το ξέρω αποβραδίς, να ’θε το καταλάβω,
να κάμω την Πατράλαινα να κλαίει νύχτα μέρα.

—Δέντρο, πώς κείτεσαι νεκρό στον άμμο του γιαλού μου; Ποιό χέρι σε ξερίζωσε, ποιά δύναμη σ’ επήρε από τη ράχη του βουνού και σ’ έριξε στο κύμα;… Εσένα τα γεράματα δε σ’ είχαν σαρακώσει 5 στα ατάραγα κλωνάρια σου εκατοστάδες χρόνοι χωρίς να τα λυγίσουνε, εστέκαν σωριασμένοι, στη σιδερένια φλούδα σου, χωρίς να τηνε γδάρει, του λόγγου τ’ αγριοδάμαλο τα κέρατα ετροχούσε. Πες μου, πώς κείτεσαι νεκρό, ρουπάκι, στο γιαλό μου;

10 —Κατέβαινε ολοφούσκωτο προχθές το Δημοσάρι, μουγκρίζοντας στο διάβα του, σα να ζητούσε αμάχη. Δεν το βαστούσαν ριζιμιά, δεν το κρατούσαν φράχτες, στο πέρασμά του εγέρνανε σα να το προσκυνούσαν οι σχίνοι, τ’ αγριοπρίναρα. Το κύμα στο θυμό του 15 εροβολούσε πάντα εμπρός, θεότυφλο, οργισμένο, και πέφτει κατακέφαλα μ’ όλη την ανδρειά του για να ρουφήξει ένα κοντρί που τὄφραζε το δρόμο. Έστεκα εγώ κι εκοίταζα, κι απ’ τη βουβή την πέτρα άκουσα τότε μια φωνή σα να ’βγαινε απ’ τον Άδη. 20 «Πέρνα, ποτάμι, μέριασε, σύρε να σκιάζεις άλλους, εμέ μ’ επάτησε βαρύ ποδάρι ανδρειωμένου, μ’ εστοίχειωσε το αίμα του, κι είμαι θεμελιωμένο για να φωνάζω ανάθεμα σ’ εκείνους που προδίνουν. Είμαι τ’ Αργύρη το κοντρί, είμαι τ’ Αργύρη ο τάφος». 25 Το κύμα αναστυλώθηκε, αφρομανάει, θεριεύει. Τότε μεμιάς εψήλωσε κι η πέτρα το κεφάλι και στον πλατύν τον ώμο της τ’ αγιόκλημα ανθισμένο ξαπλώθηκε σα να ’τανε του σκοτωμένου η χήτη. Ολόγυρά της οι μυρτιές γοργά συμπυκνωθήκαν, 30 σφιχτά την επερίπλεξαν κι εφάνηκε ο Αργύρης ολόρθος, τη φλοκάτη του σα να φορούσε ακόμα. Φεύγουν με τρόμο τα νερά. Του πεθαμένου ο ίσκιος τα κυνηγάει και τα πατεί. Το χνότο του τα σχίζει. Αρμένιζε το φάντασμα. Τα νεκρολίβανά του 35 τα ’χει φτερούγια στα πλευρά κι ανεμοδέρνει χάρος. Έτρεμε η γης στη ρίζα μου, μ’ επλάκωσε η θολούρα, μ’ αγκάλιασεν ο χαλασμός, μ’ εσύντριψε, μ’ επήρε, και τώρα σέρνομαι νεκρό… Τήραξε, με γνωρίζεις;… Θυμάσαι που ’λθες μια φορά με τα λαγωνικά σου 40 κι επλάγιασες στον ίσκιο μου; Εγώ με τα κλωνάρια σ’ εσκέπασα στον ύπνο σου και συ με το λεπίδι εχάραξες στη φλούδα μου, πριν φύγεις, τ’ όνομά σου. Η μοίρα μάς αδέρφωσε· ξεριζωμένο τώρα γυρεύω τόπο να ταφώ… Σ’ αγάπησα… με θέλεις;

45 —Μείνε, σε θέλω, δέντρο μου… Σαν έρθει και για μένα η ώρα η αναπόφευχτη οπού σε συνεπήρε, θα πω μες στα σανίδια σου να κλείσουν το κορμί μου και τ’ όνομα που φύλαξες στη φλούδα σου γραμμένο, αν θα το φάγ’ η μαύρη γη, θέλω με σε να λιώσει. 50 Μείνε, σε θέλω, δέντρο μου, στον τάφο συντροφιά μου. Όποιος κι αν σ’ έστειλε σ’ εμέ, ρουπάκι, καλώς ήρθες…

Έστεκ’ ακίνητος εκεί θωρώντας ξαπλωμένο το δέντρο το περήφανο, που μου ’χε στείλ’ η μοίρα, και χίλιοι μύριοι στοχασμοί σκληρά μ’ εμαρτυρεύαν. 55 Θυμήθηκα τη νιότη μου όταν μες στην καρδιά μου εφύτρων’ άδολη η χαρά με φτερωτές ελπίδες…

Ξέγνοιαστη τότε ανέμιζε, σα να ’τανε ξυφτέρι, ακαταδάμαστη η ψυχή, κι έπαιρνε για λημέρι πότε τα πεύκα του βουνού, πότε τα κυπαρίσσια 60 και πότε εφώλιαζε κρυφά μέσα στα ρημοκλήσια, κι εγύρευε φαντάσματα. Μονάχη, αποσταμένη εβρίσκ’ εκεί παρηγοριά. Τη νύχτα οι πεθαμένοι την έπαιρναν πνεματικό, κι εκείνη για λουλούδια τους έριχνε μνημόσυνα, τους έδινε τραγούδια.

65 Πόσες φορές καθήμενος στο βράχο μοναχός μου έβλεπα να ’ρχεται νεκρό το μούγκρισμα του κόσμου να ξεψυχά στα πόδια μου, σαν τον αφρό στ’ αγέρι, και πόσες άμετρες φορές, μ’ αντάρα, μ’ αγριοκαίρι εκρύφτηκα στην λαγκαδιά, και μέσα στα πλατάνια 70 ένιωθα απόκρυφη χαρά, ένιωθα περηφάνια, πιστεύοντας ότ’ ήμουνα θεριό με τα θερία, ανήμερο, ανυπόταχτο κι εγώ σαν τα στοιχεία… Τα δέντρα ετρίζαν καταγής, γειρτά, ξεριζωμένα, τα νυχτοπούλια εσκούζανε τριγύρω μου αγριωμένα 75 κι εγώ μ’ ένα τουφέκι επίστευα πως ήμουνα βροντή κι αστροπελέκι…

Πικρές που ’ν’ οι ενθύμησες!… Τότε το μέτωπό μου, πλατύς, καθάριος ουρανός, δεν του ’χαν αυλακώσει του χρόνου τα ξεσχίσματα, οι πόθοι, τα φαρμάκια. 80 Σαν πύργος έστεκε ψηλό κι επάνω του εφωλιάζαν χιλιάδες όνειρα χρυσά, λες κι ήταν χιλιδόνια κι εφύγαν με την άνοιξη, τα σκόρπισε ο χειμώνας. Τώρα το σκέπασαν μεμιάς οι καταχνιές του κόσμου, συγνέφιασε, σκοτίδιασε και ραγισμένη πλάκα 85 κατάμεσα στου κεφαλιού τ’ άψυχο μοναστήρι, στείρο ξαπλώνεται, βουβό, του λογισμού μου τάφος… Τί κρίμα τόσο γρήγορα να φεύγουνε τα νιότα! Όποιος κι αν σ’ έστειλε σ’ εμέ, ρουπάκι, καλώς ήρθες.

Όταν κι εσύ το δύστυχο, χλωρό και στολισμένο, 90 εσήκωνες μεσουρανίς τ’ αλύγιστα κλωνάρια, βελάζοντας στον ίσκιο σου έτρεχε το κοπάδι, ο πιστικός χαρούμενος σ’ αγάπαε σαν πατέρα. Χήρες γριές, πανόρφανες και ξετραχηλισμένες σου επαίρναν τ’ αντιρίμματα, ωσάν ελεημοσύνη, 95 κι όταν τα ρίχναν στη φωτιά κι ολόγυρα στα θράκια, με το φτωχό προσάναμμα τη νήστεια αποκοιμούσαν, τότε σ’ ευχολογούσανε κι ελέγαν στην Παρθένο να σου στοιχειώνει τα κλαριά, να σου χαρίζει χρόνια… Τώρα, νεκρό στον άμμο μου, θα σε θυμούνται τάχα;…

100 Εμαραθήκανε για μας του κόσμου οι πρασινάδες. Εσένα σ’ εξερίζωσε το κύμα στην οργή του, εμέ μού τρώγουν την καρδιά αχόρταγες ελπίδες. Να ’ξερες πώς τες έτρεφα! Και τώρα μία μία μαραίνονται και πέφτουνε σα φύλλα το χειμώνα. 105 Πλάστη μεγαλοδύναμε, σπλαχνίσου με την ώρα που θά ’ρθει ο Χάρος να με βρει, και πριν σβηστεί το φως μου, στείλε μου πάλε να τα ιδώ μ’ όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα! Άφες τα να φορέσουν τα ροδοκάλια της αυγής και στο προσκέφαλό μου 110 να ’ρθούν να με ραντίσουνε χτυπώντας τα φτερούγια με πάχνη από τον Κίσσαβο… Πατέρα, στείλε μού τα.
[1866]

greek-language.gr ΠρωτοσελιδαΕιδήσεις

Η Σίβυλλα και το Προφητικό Χάρισμα

Στην αρχαιότητα με τη λέξη Σίβυλλα χαρακτηριζόταν η γυναίκα με μαντική ικανότητα που προφήτευε αυθόρμητα χωρίς να ερωτηθεί, όταν περιερχόταν σε έκσταση, μελλοντικά συμβάντα...

Magna Graecia: Η Μεγάλη Ελλάδα που άνθισε στην Ιταλία

Η Magna Graecia ήταν το δίκτυο ελληνικών αποικιών στη Νότια Ιταλία και Σικελία. Ιδρύθηκε από τον 8ο αιώνα π.Χ. για εμπόριο, γεωργία και...

Kουφέα, ένας υπέροχος θάμνος με μικρά μωβ λουλούδια

Η κουφέα είναι ένας πανέμορφος θάμνος χαμηλής ανάπτυξης με καταγωγή από το Μεξικό που εντυπωσιάζει με το πυκνό γυαλιστερό φύλλωμα του και την πλούσια...

Μια μυστική περιήγηση στον Κάτω Κόσμο της ελληνικής μυθολογίας

Ο Κάτω Κόσμος ήταν ο τόπος των ψυχών μετά θάνατον. Περιλάμβανε ποτάμια, τον Κέρβερο, τα Ηλύσια Πεδία και τον Τάρταρο. Οι αμαρτωλοί, όπως ο Σίσυφος και...

Γιώργος Κουγιουμτσίδης: Παγκόσμιος πρωταθλητής στην πάλη στα 23 του

Και οι μεγάλες επιτυχίες των τελευταίων 24ώρων για τον ελληνικό αθλητισμό συνεχίζονται, καθώς, μετά την χθεσινή κατάκτηση του χάλκινου μεταλλίου από την Εθνική μας...

Το Βασιλικό Κουργκάν: Η Αρχαία Ελληνική Κληρονομιά στην Κριμαία

Το μνημειώδες Βασιλικό Κουργκάν ή Tsarskiy Kurgan είναι μια ισχυρή απόδειξη αρχιτεκτονικής από την αρχαία Eλληνική κληρονομιά στην Κριμαία. Αυτός ο εντυπωσιακός ταφικός τύμβος,...

Σάλος με την Γλυκερια στην εκπομπή του Γιώργου Λιάγκα: Μιλαει για πρώτη φορά μετά τις αντιδράσεις για τη συναυλία της στο Ισραήλ

Ποδαρικό στην εκπομπή του Γιώργου Λιαγκα έκανε η Γλυξερια,η οποία κάνει σπάνιες τηλεοπτικές εμφανίσεις. Η τραγουδίστρια μίλησε για πρώτη φορα για τη συναυλία της...

Αρχαία Ελλάδα: Πώς η γεωγραφία, ο ανταγωνισμός και η δημοκρατία έφεραν την άνθηση της σκέψης

Η γεωγραφία της Ελλάδας δημιούργησε ανεξάρτητες πόλεις-κράτη. Ο ανταγωνισμός (αγών) έφερε πρόοδο σε πόλεμο, εμπόριο και τέχνες. Η οικονομική ευημερία και η δουλεία απελευθέρωσαν χρόνο για...

Ροδόδεντρο, ένα λουλούδι από τα Ιμαλάια

Το ροδόδεντρο είναι ένας υπέροχος αειθαλής καλλωπιστικός θάμνος με πυκνό φύλλωμα και εντυπωσιακά άνθη τα οποία ποικίλλουν σε χρώμα (κόκκινο, ροζ, μπλε, μωβ, άσπρο)...

Αριστοτέλης και Ευτυχία

Μια Πρακτική Φιλοσοφία για την Ευτυχία Πολλοί θεωρούν τον Αριστοτέλη τον πρώτο φιλόσοφο που διερεύνησε την υποκειμενική ευτυχία, αναπτύσσοντας ένα σύνθετο, ανθρώπινο πρόγραμμα για να...

Πώς οι Έλληνες απέκτησαν ενιαία ταυτότητα μέσα από μύθους, πόλεις-κράτη και κοινή θρησκεία

Η εθνογένεση των Ελλήνων ξεκίνησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων. Οι πόλεις-κράτη και τα πανελλήνια ιερά διαμόρφωσαν κοινή ταυτότητα. Οι μύθοι και η γλώσσα συνέβαλαν...

Αποικισμός της Σικελίας: Πώς οι Έλληνες και οι Καρχηδόνιοι Εδραιώθηκαν στο Νησί

Η Ελληνική Άφιξη και ΕπέκτασηΟ Αποικισμός της Σικελίας και πώς οι Έλληνες και οι Καρχηδόνιοι εδραιώθηκαν στο νησί ξεκινά το 735 π.Χ. Τότε άποικοι...

Η Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και η Σημασία της

Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία αποτέλεσε θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού. Ο Σωκράτης τόνισε την αξία της αυτογνωσίας και του διαλόγου. Ο Πλάτων μίλησε για τον κόσμο των...

Σάλος με την πρεμιέρα της εκπομπής του Πέτρου Κουσουλού Αποκαλύψεις στον Αντ1 – Δυναμικό ξεκίνημα

Δυναμικά ξεκίνησε η εκπομπή του Πέτρου Κουσουλού στον Αντ1 με τον τίτλο "Αποκαλύψεις".

Μπορόνια, ένας καλλωπιστικός θάμνος με πολλά μικρά λουλούδια

H μπορόνια είναι ένας αειθαλής καλλωπιστικός θάμνος μέτριας ανάπτυξης που κατάγεται από την Αυστραλία.Γνωστή και με την ονομασία βορονία (Boronia), η μπορόνια είναι πολυετές...

Από την Αρχαία Ελλάδα στον Διαφωτισμό: οι ιδέες που καθόρισαν τον πολιτισμό

Σωκράτης: Η μαιευτική μέθοδος και η αρετή ως γνώση. Πλάτων: Η θεωρία των Ιδεών και η Ακαδημία. Αριστοτέλης: Η επιστημονική παρατήρηση και το Λύκειο. Τζορντάνο Μπρούνο: Το...

Ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο: Πώς έγινε «Θαύμα» του αρχαίου κόσμου

Πού & Γιατί: Η Έφεσος σε εμπορικό σταυροδρόμι έκανε τον ναό κέντρο λατρείας και οικονομίας. Προέλευση λατρείας: Σύζευξη ανατολιακών λατρειών γονιμότητας με την ελληνική Άρτεμη. Γιατί...

Χαμός με τον Γιώργο Κύρτσο και όσα είπε για την επαναλαμβανόμενη μπλόφα Μητσοτάκη

Η επαναλαμβανόμενη μπλόφα Μητσοτάκη έχει ως εξής:Αυτά είναι τα δημοσιονομικά περιθώρια με βάση την πολιτική που εφαρμόζω, να δούμε πώς σκέφτονται να τα αξιοποιήσουν τα...

Γιατί κιτρινίζουν τα φύλλα της ορτανσίας

Όσοι έχουμε ορτανσίες, κατά καιρούς έχουμε παρατηρήσει ορισμένα φύλλα να χάνουν το πράσινο χρώμα τους και να κιτρινίζουν.Αρχικά, πρέπει να αναφέρουμε ότι η ορτανσία...

Το περίμεναν μια ολόκληρη ζωή: Ηλικιωμένο ζευγάρι κέρδισε 13 εκατομμύρια δολάρια στο powerball

Για μια εβδομάδα το δελτίο ήταν ξεχασμένο στο ψυγείο, με το ηλικιωμένο ζευγάρι να μην πιστεύει στην τύχη του όταν συνειδητοποιήσαν πως ήταν κάτοχοι...

ΔΗΜΟΦΙΛΗ