Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, κατά τόν Θουκυδίδη, υπηρξε ο μεγαλύτερος καί σημαντικότερος από τους προηγούμενους, αφου τά Τρωικά τά διέκρινε η διάρκεια αλλά καί η χαλαρότητα, καί τά Περσικά ουσιαστικά κρίθηκαν από δύο πεζομαχίες καί δύο ναυμαχίες. Αντίθετα, στόν Πελοποννησιακό πόλεμο καί οι αντίπαλες δυνάμεις διέθεταν τά τελειότερα πολεμικά μέσα πού ειχαν έως τότε χρησιμοποιηθει, αλλά καί πηραν μέρος σ’ αυτόν σχεδόν όλοι οι Έλληνες ως πόλεις-κράτη καθώς καί μεγάλο μέρος των βαρβάρων. Μέ δύο λόγια, γιά τόν Θουκυδίδη καί τήν εποχή του ηταν ένας παγκόσμιος πόλεμος, αφου η αρχαία Ελλάδα παρουσίαζε σέ μικρογραφία ένα κόσμο πολιτικά ανάλογο μέ τή νεότερη Ευρώπη, ένας πόλεμος πού κράτησε 27 ολόκληρα χρόνια καί πρόσφερε ένα ιδεατό πρότυπο πολεμικης δράσης κρατων πού τά συμφέροντά τους αλληλοσυγκρούονταν καί δέχονταν μόνο πρόσκαιρους διπλωματικούς συνδυασμούς.
Όταν ο Θουκυδίδης αποφάσισε νά εξιστορήσει τόν Πελοποννησιακό πόλεμο, πίστευε ακράδαντα στή χρησιμότητα του έργου του γιά τίς επόμενες γενεές. Άλλωστε ο ίδιος τό δηλώνει χαρακτηριστικά: «Και ίσως η έλλειψη του μυθικου στοιχείου από τό έργο μου θά τό κάνει νά φανει στ’ αυτιά λιγότερο ευχάριστο. Όσοι ομως θά θελήσουν νά γνωρίσουν μέ ακρίβεια καί αυτά πού έγιναν καί όσα, σύμφωνα μέ τήν ανθρώπινη φύση, θά γίνουν πάλι στό μέλλον τέτοια ή παραπλήσια, θά μού ειναι αρκετο άν θεωρήσουν ωφέλιμα αυτά πού γράφω. Τό έργο μου ειναι περισσότερο ένα απόχτημα παντοτινό, παρά ένα ευχάριστο ανάγνωσμα της στιγμης».
Η αναφορά, πού κάνει πιό πάνω ο Θουκυδίδης στήν ανθρώπινη φύση, ειναι η πρώτη στή σειρά μέσα στήν ιστορία του, όχι ομως καί η μοναδική. Καί πιό κάτω, στό τρίτο βιβλίο της ιστορίας του, όταν εξιστορειί τά Κερκυραϊκά, μιλώντας γιά τίς συνέπειες του πολέμου, τόν οποιο ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει «βίαιο διδάσκαλο», γράφει μεταξύ άλλων: «Καί επέπεσε πολλά καί χαλεπά κατά στάσιν ταιϊς πόλεσι, γιγνόμενα μέν καί αιεί εσόμενα, έως άν η αυτή φύσις ανθρώπων η···» Μέ άλλα λόγια, αυτό πού βγαίνει ως πίστη του Θουκυδίδη, από τά δυό χωρία του πού αναφέρονται στήν ανθρώπινη φύση, ειναι ότι οι άνθρωποι αντιδρουν παρόμοια κάτω από παρόμοιες συνθηκες καί ότι αυτό συμβαίνει καί θά συμβαίνει όσο η ανθρώπινη φύση παραμένει αμετάβλητη.
Σ’ αυτή τήν πίστη στηρίζεται ο διδακτικός καί προγνωστικός χαρακτήρας της ιστορίας του Θουκυδίδη, ο οποιος φαίνεται πώς θεωρουσε τόν πόλεμο ως αρρώστια του κοινωνικου καί πολιτικου σώματος, επηρεασμένος ίσως καί από τό σύγχρονό του ιατρό Ιπποκράτη καί τίς ιατρικές του προγνώσεις. Όπως δηλαδή ένας γιατρός μέ τή βοήθεια της συσσωρευμένης επιστημονικης γνώσης μπορει όχι μόνο νά βρει τήν αιτία αλλά καί νά προβλέψει τήν πορεία καί τήν εξέλιξη μίας αρρώστιας καί νά ενεργήσει προληπτικά η θεραπευτικά, κατ’ αναλογία καί η ανθρώπινη συμπεριφορά, ατομική ή ομαδική, θά μπορουσε ως ένα σημειο νά προγνωσθει, νά προληφθει η νά καθοδηγηθει, μέ τή βοήθεια των σταθερων καί αμετάβλητων στοιχείων της ανθρώπινης φύσης. Φυσικά, η πρόγνωση αυτή του Θουκυδίδη στηρίζεται αποκλειστικά καί μόνο στήν ανθρώπινη διάνοια καί δέν έχει καμιά σχέση μέ τίς μεθόδους της αρχαίας μαντικης.
(…)
Ο καθηγητής Dodds, παρατηρώντας ότι οι μυαλωμένοι άνθρωποι του 5ου π.Χ. αιώνα γνώριζαν τούς περιορισμούς πού επιβάλλονται στήν πρόοδο από τήν ανθρώπινη φύση, γράφει τά παρακάτω:
«Καθένας από τούς δύο μεγάλους ιστορικούς (εννοει τόν Ηρόδοτο καί τό Θουκυδίδη) εξέφρασε αυτή τή γνώση μέ τόν δικό του τρόπο. Καθένας τους, ειναι αλήθεια, ηταν περήφανος γιά τά επιτεύγματα του λαου του στό παρελθόν: Γιά τόν Ηρόδοτο, οι Έλληνες από παλαιότερα ειχαν απαλλαγει από τίς ανόητες αφέλειες πού ειχαν σχέση μέ τό βαρβαρισμό, καί ο Θουκυδίδης ειδε τήν παλαιότερη ιστορία της Ελλάδας ως επιδίωξη γιά μιά βαθμιαία ανοδική πορεία. Αλλά ο Ηρόδοτος γράφει “όπως κάποιος πού γνωρίζει τήν αστάθεια της ανθρώπινης ευημερίας”, καί αυτή η πεποίθηση στοιχειώνει τή φαντασία του, οπως στοιχείωσε καί τή φαντασία του φίλου του Σοφοκλη. Ο Σοφοκλης τήν εξηγει μέ τόν παλαιό θρησκευτικό τρόπο: ο άνθρωπος βρίσκεται στό έλεος μιας δύναμης, η οποία του απαγορεύει νά υψωθειί πάνω από τά ανθρώπινα. Ο Θουκυδίδης, από τήν άλλη μεριά, βρίσκει αυτό τό όριο στήν ψυχολογική δομή του ίδιου του ανθρώπου. Ορισμένες συμφορές, μας λέει, “συμβαίνουν καί θά συμβαίνουν πάντοτε, όσο η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια”· καί διακινδυνεύει τή γενικότερη δήλωση ότι “σύμφωνα μέ τήν ανθρώπινη φύση παρόμοια γεγονότα (όπως εκειϊνα πού περιγράφει) θά επαναλαμβάνονται στό μέλλον”. Καί ειναι λάθος νά συμπεραίνουμε από αυτά τά κείμενα, όπως ένας νεότερος συγγραφέας τό κάνει, ότι ο Θουκυδίδης “τελικά υιοθέτησε μιά κυκλική αντίληψη της ιστορίας, οπως ο Πλάτων”. Η προσδοκία του Θουκυδίδη γιά επανάληψη των γεγονότων στηρίζεται όχι στήν κυκλική πορεία του κόσμου αλλά στή μονιμότητα των άλογων στοιχείων της ανθρώπινης φύσης, πού δέν επιδέχονται διδαχή».
Ποιά όμως ειναι τά μόνιμα στοιχεια της ανθρώπινης φύσης πού βρίσκονται εκτός λογικου ελέγχου καί δέν επιδέχονται διδαχή; Ο Θουκυδίδης στά Κερκυραϊκά του, όπως είδαμε, αναφέρει ως τέτοια στοιχεια τή δίψα γιά δύναμη, τήν πλεονεξία καί τή φιλοδοξία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ομως παρουσιάζει τό κεφάλαιο 45 του τρίτου βιβλίου της ιστορίας του Θουκυδίδη, πού αναφέρεται στήν αποστασία της Λέσβου. Εκειϊ ο ρήτορας Διόδοτος, προσπαθώντας νά εξηγήσει γιατί οι άνθρωποι παραβαίνουν τό νόμο καί όταν ακόμη αντιμετωπίζουν τήν ποινή του θανάτου, λέγει μεταξύ άλλων καί τά εξης:
Ή, λοιπόν, πρέπει νά βρεθει φόβητρο πιό φοβερό από τό θάνατο ή αυτή η ποινή τουλάχιστον δέν ειναι επαρκής. Γιατί η φτώχια μέ τίς ανάγκες της φέρνει τόλμη, η εξουσία προκαλει πλεονεξία γεμάτη αλαζονεία καί εγωπάθεια καί οι διάφορες συμπτώσεις, ανάλογα μέ τά ακατανίκητα πάθη πού εξουσιάζουν τόν καθένα, παρασύρουν τούς ανθρώπους σέ κινδύνους. Αλλά καί η ελπίδα καί ο πόθος γιά τό κάθε τί, ο πόθος μπροστά, η ελπίδα ακολουθώντας, εκεινος καταστρώνοντας τά σχέδια καί αυτή υποβάλλοντας τήν ιδέα ότι θά βοηθήσει η τύχη, κάνουν τό μεγαλύτερο κακό, καί, ενω δέ φαίνονται, ειναι δυνατότερα από τά φανερά δεινά. Αλλά κοντά σ’ αυτά καί η τύχη δέ συντελει λιγότερο στήν παρεκτροπή, γιατί κάποτε εμφανίζεται απροσδόκητα καί παρασύρει στόν κίνδυνο κάποιον πού δέν έχει μεγάλες δυνατότητες, καί ακόμη περισσότερο τίς πόλεις, αφου άλλωστε πρόκειται γιά πράγματα πολύ σημαντικά, τήν ελευθερία η τήν εξουσία επάνω στούς άλλους, οπότε ο καθένας μέσα στό πληθος των συμπολιτων του ασυλλόγιστα υπερεκτιμα συνήθως τίς δυνάμεις του. Μέ δύο λόγια, ειναι αδύνατον καί ειναι πολύ ανόητος εκεινος πού νομίζει πώς, όταν η ανθρώπινη φύση σπρώχνεται από τό πάθος νά κάνει κάτι, μπορει νά αποτραπει απ’ αυτό, είτε μέ τή δύναμη του νόμου είτε μέ κάποιο άλλο φόβητρο.
Μιά ματιά στό πιό πάνω κείμενο δείχνει ότι αφθονουν οι ψυχολογικοί όροι – δέος, ύβρις, πλεονεξία, οργή, πόθος, ελπίς, έρως – μέ τούς οποιους ο Θουκυδίδης εξηγεί καί αιτιολογει τά ιστορικά γεγονότα, ατομικά καί ομαδικά, παραδεχόμενος στήν ουσία ότι οι άλογες ψυχικές δυνάμεις μπορουν νά θολώσουν καί νά νικήσουν τή δύναμη του νου. Τά παραδείγματα αφθονουν μέσα στήν ίδια τήν ιστορία του Θουκυδίδη. Έτσι, πληροφορούμαστε ότι οι Σπαρτιάτες κήρυξαν τόν πόλεμο εναντίον των Αθηναίων επειδή φοβουνταν τήν αύξηση της αθηναϊκης δύναμης. Επίσης, ότι η Σικελική εκστρατεία πραγματοποιήθηκε από τούς Αθηναίους παρά τήν περί του αντιθέτου εισήγηση του στρατηγου Νικία, γιατί «έρως ενέπεσε τοις πασιν ομοίως εκπλευσαι... πόθω όψεως καί θεωρίας καί ευέλπιδες όντες σωθήσεσθαι... διά τήν άγαν των πλεόνων επιθυμίαν...»
Ιδιαίτερη εντύπωση όμως προκαλουν καί τά επιχειρήματα μέ τά οποια οι Αθηναιοι υπερασπίζονται τήν ηγεμονία τους, επικαλούμενοι τήν ανθρώπινη φύση: Όπως λένε, δέν έκαναν τίποτε παράδοξο ή αντίθετο πρός τήν ανθρώπινη φύση μέ τό νά δεχτουν μιά ηγεμονία πού τούς πρόσφέρθηκε καί πού αρνουνται νά τήν αφήσουν γιά τρεις πολύ σπουδαίους λόγους: τή δόξα, τό φόβο καί τό συμφέρον. Άλλωστε, ειναι καθιερωμένο ο κατώτερος νά υποτάσσεται στόν ανώτερο. Σημειώνουμε ότι ανάλογα επιχειρήματα χρησιμοποιουν οι Αθηναιοι καί στόν περίφημο διάλογο μέ τούς Μηλίους, ισχυριζόμενοι ότι «δίκαια μέν εν τω ανθρωπείω λόγω από της ίσης ανάγκης κρίνεται, δυνατά δέ οι προύχοντες πράσσουσι καί οι ασθενεις ξυγχωρουσι». (= τό δίκαιο στίς ανθρώπινες σχέσεις λαμβάνεται υπόψη όταν οι αντίδικοι ειναι ίσοι, αλλιως οι δυνατοί κάνουν όσα μπορουν καί οι αδύναμοι υποχωρουν).
Κάτι ακόμη πού αξίζει νά επισημανθειί ειναι ότι στήν ιστορία του Θουκυδίδη, εκτός από τους ψυχολογικούς όρους πού προαναφέραμε, χρησιμοποιουνται καί οι λέξεις ανάγκη καί τύχη, γιά νά εκφράσουν επίσης καταστάσεις των οποίων τό περιεχόμενο ειναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον νά ελεγχθει, καθώς ο άνθρωπος πού εμπλέκεται σ’ αυτές δέν οδηγει πλέον τά γεγονότα αλλά οδηγεϊται απ’ αυτά. Έτσι, π.χ., από τή στιγμή πού οι Λακεδαιμόνιοι επέλεξαν νά ειναι επικεφαλης των Ελλήνων, ηταν αναγκασμένοι νά κηρύξουν τόν πόλεμο στούς Αθηναίους. Αλλά καί οι Αθηναιοι, από τή στιγμή πού δέχτηκαν τήν ηγεμονία των Ελλήνων, ηταν αναγκασμένοι νά συνεχίσουν νά τήν έχουν. Τέλος, εντύπωση προκαλουν καί αυτά πού λέγει ο Αλκιβιάδης στούς Αθηναίους: (Καί δέν ειναι στό χέρι μας νά κανονίζουμε έως που θέλουμε νά φτάσει η εξουσία μας, αλλά είμαστε αναγκασμένοι, αφου βέβαια φτάσαμε εδω πού φτάσαμε, γιά άλλους νά καταστρώνουμε εχθρικά σχέδια καί γιά άλλους νά μή χαλαρώνουμε τήν εξουσία μας επάνω τους, γιατί υπάρχει κίνδυνος νά εξουσιάσουν αυτοί εμας, άν δέν εξουσιάσουμε εμεις εκείνους).
Όσο γιά τήν τύχη καί τό ρόλο του τυχαίου στήν ιστορία, μολονότι ο ικανός νους μπορει νά προσαρμοστει ταχύτερα στά τυχαια περιστατικά, ωστόσο ειναι φανερό ότι η έννοια της τύχης αποτελεϊ περιοχή οπου αναγνωρίζεται «η αδυναμία της σκέψης νά εξουσιάσει πλήρως τή ζωή». Έτσι, π.χ., άν στήν Αθήνα δέ συνέβαινε η ξαφνική καί άκαιρη κοπή των Ερμων πρίν από τή Σικελική εκστρατεία καί δέν ανακαλουνταν ο Αλκιβιάδης , όλα θά ηταν διαφορετικά στήν έκβαση του Πελοποννησιακου πολέμου. Επίσης, άν πρίν από τήν αποχώρηση του Νικία από τή Σικελία δέ συνέβαινε έκλειψη σελήνης, ο Αθηναιος στρατηγός δέν θά παρέμενε άπρακτος επί 27 μέρες, μέ αποτέλεσμα οι εχθροί νά τόν περικυκλώσουν καί νά καταστρέψουν τόν αθηναϊκό στόλο.
…
Ενω τά ζωα ειναι ευχαριστημένα καί ευτυχισμένα όταν έχουν ασφάλεια καί αρκετή τροφή, Οι άνθρωποι δέν ειναι. Όπως σημειώνει ο Αριστοτέλης στά «Πολιτικά», “Οι άνθρωποι δέν αδικουν μόνο γιά τά αναγκαία... άλλα καί γιά νά γεύονται απολαύσεις καί νά ικανοποιουν τίς επιθυμίες τους. Γιατί άν επιθυμουν περισσότερα από τά αναγκαία, γιά νά ικανοποιήσουν αύτην τήν επιθυμία θά αδικήσουν, καί όχι μόνο γι’ αύτην, άλλα καί γιά ν’ απολαύσουν ηδονές χωρίς κόπο... γιατί άδικοϋν πρό πάντων λόγω υπερβολικων επιθυμιων καί όχι από έλλειψη των αναγκαίων...”
Άλλα καί πέρα από αυτα, εϊτε τό θέλουμε είτε όχι, ο άνθρωπος ειχε από παλιά καί εξακολουθεί νά έχει στή φύση του δλα τά εϊδη τόσο των δημιουργικων δσό καί των επιθετικων ένστικτων, ικανός γιά κάθε καλό άλλα καί γιά κάθε κακό. Ειναι αυτος πού απέσπασε τά μυστικά της φύσης σέ μεγάλο βαθμό καί τήν υπέταξε, έξασφαλιζο- ντας γιά τόν έαυτό του ένα άνετο τρόπο ζωης. Από τήν άλλη μεριά ομως ειναι ό ϊδιος πού κατέστρεψε τό περιβάλλον του καί σημάδεψε τήν πορεία του μέ πολέμους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς. Καί ενω συνέλαβε, μορφοποίησε καί άξιοποίησε μέ τίς γνώσεις του καί τά τεχνικά του μέσα ο,τι έχει διαστάσεις καί βάρος, αδυνατει νά σταθμίσει καί νά έλεγξει τόν αρχέγονο φόβο, τήν πλανερή ελπίδα, τή ματαιοδοξία, τόν φθόνο, τή φιλοδοξία, τήν πλεονεξία. Καί ολα αυτα θά συμβαίνουν, θά επαναλαμβάνονται καί θά υπάρχουν -μας βεβαιώνει ο Θουκυδίδης- παραπλήσια καί παρόμοια στό μέλλον, οσο η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια...
Στίς μαλλον απαισιόδοξες αυτες διαπιστώσεις, Οι αισιόδοξοι απαντουν πώς παρ’ ολα αυτα η ανθρωπότητα, έστω καί μέ κόπους, θυσίες καί αιμα, πορεύτηκε έως τώρα τό δρόμο του πεπρωμένου της καί έτσι θά συνεχίσει καί στό μέλλον. Πιθανόν νά ειναι κι έτσι, άν καί πρέπει νά επισημάνουμε ότι τώρα οι δυσκολίες προφανως θά ειναι περισσότερες καί οι κίνδυνοι μεγαλύτεροι, καί νά γιατί: Γιατί ηδη γίναμε πολλοί καί σέ λίγο θά γίνουμε πολύ περισσότεροι, μέ άμεσο αποτέλεσμα τή σμίκρυνση της μερίδας πού αναλογει στόν καθένα- γιατί, επίσης, τώρα είμαστε λιγότερο ανεκτικοί καί περισσότερο απαιτητικοί, καί συχνά διεκδικούμε δυναμικά καί επιθετικά «ζωτικό χωρο»· τέλος, γιατί έχουμε τρομερές δυνάμεις καταστροφης στά χέρια μας, ικανές νά καταστρέψουν τόν πλανήτη.
Λέγεται πώς σχεδόν ποτέ τά πράγματα δέν πανε τόσο καλά, οσο ελπίζουμε, αλλά καί ποτέ τόσο άσχημα, οσο φοβόμαστε. Τό δεύτερο τό ευχόμαστε. Καί ευχόμαστε, ακόμη, ο καλός θεός, πού βρέχει επί δικαίων καί άδικων, νά φανει καί πάλι σκανδαλωδως φιλεύσπλαχνος χαρίζο- ντας μας «σώφρονα λογισμόν», καί «καρδίαν νήφου- σάν», «διά τήν λίαν φιλοτητα βροτών », οπως θά έλεγε ο Αισχύλος.
Απόσπασμα από το έργο του Α. Κ. Καραδημητρίου
“Με αφετηρία την «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ» του ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
και τις βασικές της ιδέες”
ΠΗΓΗ : ekivolos.gr
