Μήπως έφθασε η ώρα για το τέλος του ΝΑΤΟ υπό το παρόν σχήμα;

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

«Βίωσα τις πιέσεις των ΗΠΑ το 1996 για μη επέκταση των χωρικών μας υδάτων» – Του Χρήστου Λυμπέρη, επίτιμου αρχηγού ΓΕΕΘΑ – Oι προϋποθέσεις για έναν έντιμο διάλογο

Όταν μια χώρα αυξάνει τη στρατιωτική ισχύ της, απειλεί και εισβάλει σε γειτονικές χώρες, εκβιάζει τους συμμάχους με κινήσεις γεωστρατηγικού προσανατολισμού της, παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, επενδύει στον θρησκευτικό φανατισμό και έχει έλλειμμα δημοκρατικών ελευθεριών στο εσωτερικό της, τότε γίνεται επικίνδυνη για τη σταθερότητα και ασφάλεια. Αυτή είναι η σημερινή Τουρκία.

Διεκδικεί ότι αυτή θεωρεί νόμιμο με απειλή χρήσης βίας ή και χρήση αυτής. Προκειμένου να αλλάξει την ισορροπία όπως αυτή καθιερώθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης 1923. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 προσανατολίζει τη στρατηγική της προς την θάλασσα, αντιλαμβάνεται την ανάγκη ναυτικής ισχύος προκειμένου να ικανοποιήσει το στόχο ανάδειξής της ως Περιφερειακής Δύναμης.

Στο τέλος του ψυχρού πολέμου, αφού ήδη είχε καρπωθεί πολιτική και οικονομική υποστήριξη από το ΝΑΤΟ και συμμαχικές χώρες, έχει έτοιμο, μεγαλόπνοο ναυτικό πρόγραμμα (ναυτικές βάσεις στην Α. Μεσόγειο, πολεμική βιομηχανία, συστήματα C4I, ναυπήγηση πλοίων). Η αποστολή του Τουρκικού Π.Ν έχει προσανατολισθεί στην απόκτηση θαλάσσιου ελέγχου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Ο ελληνικός στόλος αξιοποιώντας στο μέγιστο τα μέσα που του διαθέτει η πατρίδα και στηριζόμενος στην υψηλή επαγγελματικότητα και ηθικό του προσωπικού σήμερα αρνείται με επιτυχία την απόκτηση του θαλάσσιου ελέγχου στο Αιγαίο + Ανατολική Μεσόγειο από το Τουρκικό ναυτικό. Στην αποστολή του αυτή συνεπικουρείται, υποστηρίζεται από την Π. Αεροπορία.

Στην παρούσα συγκυρία είναι παρούσα η αεροναυτική ισχύς της χώρας στην ανατολική Μεσόγειο κάτι που η πολιτική ηγεσία δεν προέκρινε ως στόχο εθνικής στρατηγικής ασφάλειας στο παρελθόν παρά τις εισηγήσεις/προειδοποιήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας. Συγκεκριμένα: Αρχές Ιανουαρίου 1988 έγραφα προς τον Πρωθυπουργό ως Αρχηγός Στόλου: «…Η Τουρκία δείχνει έντονο ενδιαφέρον για ισχυρή ναυτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Μέχρις σήμερα εμείς απουσιάζουμε από την περιοχή. Είμεθα αναγκασμένοι να αναπνέουμε από το Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο».

Σε αναφορά μου προς τον υπουργό άμυνας, 5 ΦΕΒ 1988, σημείωνα: «Η Τουρκία εξελίσσεται προοδευτικά σε μεγάλη ναυτική δύναμη της Μεσογείου. Η Ελλάδα αναγκαστικά μόνο μέσα από αεροναυτική ισορροπία εξασφαλίζει τα συμφέροντά της.»

Τέλος στις 7.11.1994 με γραπτή αναφορά μου προς την πολιτική ηγεσία σημείωνα: «… Η εφαρμογή του Δικαίου θαλάσσης δημιουργεί πρόσθετες ανάγκες εθνικής ασφαλείας. Το ΕΜΠΑΕ πρέπει να βλέπει και σενάρια με κορμό τα ενδεχόμενα εφαρμογής από πλευράς μας του Δικαίου Θαλάσσης καθώς και αποτροπής Τουρκικών αυθαιρεσιών μονομερώς σε βάρος μας».

Στο επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον που ζούμε η απειλή του πολέμου δεν έχει αποκλεισθεί. Ο θεός Άρης έχει πετάξει από τον Όλυμπο στην Α. Μεσόγειο. Απειλούνται ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας και καλούμεθα να επιδείξουμε σοφία, ήτοι σύνεση, σωφροσύνη και τόλμη. Το πέλαγος των διεθνών σχέσεων που έχουμε να διαπλεύσουμε είναι ταραγμένο πλήρες κινδύνων και απροόπτων.

Η πρωτοβουλία της Γερμανίας-αποκλιμάκωση και διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας καλοδεχούμενη αλλά δεν έχει εξασφαλίσει ένα moratorium αυτοσυγκράτησης. Η Άγκυρα συνεχίζει την επιθετική της ρητορική και τις προκλητικές ενέργειες (σεισμογραφικές έρευνες, παραβιάσεις εθνικού χώρου, απειλές).

Με απλά λόγια η γερμανική πρόταση υπολείπεται και της ασπιρίνης.

Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις νοσούν από επιθετική ίωση με αφετηρία την Άγκυρα και η ουσία εντοπίζεται στην θεραπεία της νόσου. Επειδή δε η ίωση αυτή προσβάλει και την Ευρώπη, η όποια προσπάθεια αναχαίτισής της ξεπερνά την Αθήνα και εμπίπτει στον χώρο και της Ευρωπαϊκής ασφαλείας.

Η Δύση μέχρι τώρα ικανοποιείτο από την πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας αποσπώντας ελληνικές παραχωρήσεις. Η Ελλάδα υπήρξε το θύμα της ψυχροπολεμικής λογικής του ΝΑΤΟ.

Η πολιτική κατευνασμού δεν συγκράτησε την Τουρκική επιθετικότητα, την ενεθάρρυνε. Ο Τουρκικός ιμπεριαλισμός έχει ανάψει πολλές φωτιές/εστίες στην περιοχή μας, όπως Αιγαίο-Κύπρος, Συρία, Ιράκ, Λιβύη και πολύ φοβάμαι και στον Λίβανο.

Η ηγεσία της Ε.Ε., κατανοώντας τις διαστάσεις του προβλήματος (γεωπολιτική, γεωοικονομική, γεωπολιτισμική) και το βάθος αυτών, καλείται να διαμορφώσει την αρχιτεκτονική ασφαλείας για την Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής. Η Ελλάδα στον σχεδιασμό αυτό θα πρέπει να είναι παρούσα και να διεκδικήσει την κεντρικότητα του ρόλου της.

Εκτιμάται ότι η Γερμανία μπορεί να προσφέρει σημαντικά στην Ελληνοτουρκική προσέγγιση σκεπτόμενη με την ιδιότητα της Προεδρίας της ΕΕ και όχι ως Βερολίνο. Η γερμανική πρόταση θα πρέπει να αποτυπώνει το ευρωπαϊκό πρότυπο στην επίλυση ζητημάτων οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών, διότι η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της ΕΕ, όχι μια εξωευρωπαϊκή χώρα, η δε Τουρκία επιδιώκει ανάπτυξη ευρωτουρκικών σχέσεων.

Με προβληματίζει η στάση του ΓΓ/ΝΑΤΟ, περιορισμένη η συμμετοχή του στην διαχείριση του προβλήματος.

Γιατί; Η στάση του είναι περίεργη σε μια συγκυρία όπου στον χώρο ευθύνης του ΝΑΤΟ υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις και ενδημεί ο κίνδυνος στρατιωτικής εμπλοκής δύο συμμάχων. Μήπως έφτασε το τέλος του παρόντος σχήματος δόμησης, λειτουργίας και αποστολής του; Νομίζω ότι αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα για περαιτέρω βάσανο.

Διάλογος

Ο διάλογος εφόσον αρχίσει, θα γίνει σε ένα βεβαρημένο περιβάλλον με προκαταλήψεις και καχυποψίες. Θα λειτουργήσει θετικά να προηγηθεί moratorium το οποίο θα επιτρέψει καλύτερη προετοιμασία και θα δοθεί ευκαιρία για αυτοπεριορισμό και των δύο πλευρών. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στα ΜΜΕ.

Είναι αναγκαίο να έχουν συμφωνηθεί πριν την έναρξη του διαλόγου η διάρκειά του και τι κάθε πλευρά θεωρεί αιτία διακοπής του.

Τις τέσσερεις κρίσεις στο Αιγαίο, 1976-1996, ακολούθησαν πολιτικοί διάλογοι και Συμφωνίες. Μελέτη όλων αυτών των διαλόγων θα φώτιζε τα ιδιαίτερα σημεία εστίασης της προσοχής μας.

Η προϊστορία των πολιτικών διαλόγων που ακολούθησαν τις κρίσεις στο Αιγαίο αποκαλύπτει: ενεργό συμμετοχή του τρίτου παράγοντα, ο οποίος εξάσκησε πιέσεις προς την Αθήνα για υποχωρήσεις/συμβιβασμούς. Υποβαθμίστηκε από τον εξωτερικό παράγοντα το νομικό κριτήριο και προβλήθηκε έντονα το επιχείρημα της πολιτικής πραγματικότητας. Η στάση αυτή εζημίωσε την Ελλάδα. Η Ελλάδα υπέκυψε στην πολιτική κατευνασμού έναντι προσδοκιών ανταπόδοσης από την Τουρκία, οι οποίες ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν.

Αυτό που το εβίωσα τόσο τον Νοέμβριο 1994 όσο και τον Ιανουάριο 1996 ήταν η φορτική πίεση εκ μέρους των ΗΠΑ για μη άσκηση του δικαιώματος επέκτασης της αιγειαλίτιδας ζώνης. Έτσι η Αθήνα παραιτείτο της χρήσης ενός στρατηγικού όπλου, τόσο στην ενεργό φάση της κρίσης κατά τη διαμεσολάβηση όσο και στον πολιτικό διάλογο που ακολούθησε την αποκλιμάκωση.

Στον επικείμενο διάλογο, από τις δηλώσεις της Αθήνας καθίσταται σαφές ότι τέρμα ο κατευνασμός, η επέκταση της χωρικής θάλασσας δεν είναι διαπραγμάτευση καθώς και διάλογος υπό απειλή πολέμου δεν γίνεται.

Η επιχειρησιακή εικόνα του στόλου μας και της Πολεμικής αεροπορίας στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως και του στρατού στον Έβρο, σε συνδυασμό και με τη συνέγερση της ΕΕ και διπλωματικές πρωτοβουλίες για στρατηγική εταιρικότητα ενισχύουν την διαπραγματευτική θέση μας. Η διπλωματία και η ισχύς στη συνολική διαχείριση της κρίσης δεν είναι ανεξάρτητες επιλογές αλλά συμπορεύονται.

Ελληνοτουρκική προσέγγιση

Οι απόπειρες προσέγγισης των δύο χωρών μετά το 1974 απέβησαν άγονες. Είναι χαρακτηριστική η διολίσθηση του εθνικού συμφέροντος. Οι προσπάθειες των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ δεν μας βοήθησαν, αντίθετα δημιούργησαν ρήγματα στο καθεστώς του Αιγαίου (ίδε Συμφωνία Davos και Πρωτόκολλο Μαδρίτης).

Η εξωτερική πολιτική μας χειραγωγήθηκε από εξωελληνικά κέντρα.

Προϋποθέσεις που μπορούν να στηρίξουν μια τέτοια προσπάθεια είναι:

-Σεβασμός του ευρωπαϊκού προτύπου στην επίλυση διαφορών για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ
-Ακύρωση του casus belli
-Επίλυση του Κυπριακού. Ενιαία Κύπρος, απομάκρυνση ξένων στρατευμάτων, δίκαιη κατανομή του υποθαλάσσιου πλούτου
-Επιστημονική, οικονομική, τουριστική συνεργασία
-Τερματισμός της διακίνησης παράνομων μεταναστών από την Τουρκική επικράτεια προς την Ελλάδα με ανοχή/ενθάρρυνση του τουρκικού κράτους
-Απενεργοποίηση-ακύρωση των MOUs και MOEs, που έχουν συμφωνηθεί
-Μη παραβιάσεις του ελληνικού εθνικού χώρου στην θάλασσα και τον αέρα
-Απομάκρυνση τουρκικών στρατιωτικών βάσεων στην περιφέρεια της Ελλάδας

Θεωρώ ότι, τα βασικά εμπόδια στην ελληνοτουρκική προσέγγιση είναι: Ο στρατηγικός στόχος της Άγκυρας για επέκταση σε βάρος της Ελλάδας και του Ελληνισμού, η απουσία κοινών συμφερόντων και σκοπών καθώς και η άρνηση της Τουρκίας να αποδεχθεί και σεβαστεί το Δίκαιο θαλάσσης το οποίο είναι επικυρωμένο από όλες τις χώρες της ΕΕ.

Μία πρωτοβουλία της Άγκυρας για ασφαλή επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο, Τένεδο του βιαίως εκδιωχθέντος Ελληνισμού θα είχε προφανώς θετική συμβολή στην Ελληνοτουρκική προσέγγιση.

Πρακτέον

-Ενεργός, και με εθνικό σχέδιο, συμμετοχή στην διαμόρφωση αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Μεσόγειο και τις προεκτάσεις αυτής στην Βόρεια Αφρική και την Μέση Ανατολή.
-Ένταξη εθνικών στόχων στην Ευρωπαϊκή πολιτική ασφαλείας, ροής μεταναστών
-Εμβάθυνση της στρατηγικής εταιρικότητας με Γαλλία, ΗΠΑ, και χώρες της περιοχής
-Προώθηση της αντίληψης για διαρκή ή ON CALL συγκρότηση ναυτικής μοίρας της ΕΕ και ανάπτυξή της στην Α. Μεσόγειο με βάση της την Κρήτη
-Συνεχής αεροναυτική παρουσία της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Περαιτέρω ανάπτυξη της ναυτικής και αεροπορικής βάσης της Σούδας
-Ενίσχυση του στόλου με σύγχρονες μονάδες
-Διεκδίκηση αμυντικής βοήθειας από ΗΠΑ και ΕΕ σε σχήμα δωρεάν δανεισμού μονάδων και συστημάτων ή και χρηματοδότησης νέων αγορών.

πηγή: «ΕΣΤΙΑ»

ΔΗΜΟΦΙΛΗ