Οι τσιμεντοβιομηχανίες και η μείωση των εκπομπών CO2

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι τσιμεντοβιομηχανίες ευθύνονται για το 7% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η πίεση προς τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες του κλάδου αυξάνεται. Πολλές κάνουν ήδη προσπάθειες, όπως η ελληνική ΤΙΤΑΝ.

To τσιμέντο είναι το τρίτο πιο πολυχρησιμοποιημένο υλικό στον κόσμο, μετά τον αέρα και το νερό και αποτελεί «κλειδί» για τον κατασκευαστικό κλάδο. Η ανθεκτικότητα ωστόσο αυτού του υλικού έχει το κόστος της. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας το τσιμέντο είναι υπαίτιο για το 7% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2).

«Ο πολιτισμός μας έχει εξελιχθεί βασιζόμενος στην υπόθεση ότι υπάρχει ενέργεια σε αφθονία χωρίς να λαμβάνει υπόψη την υπερθέρμανση του πλανήτη που προκαλείται και από το διοξείδιο του άνθρακα» ανέφερε στη DW o Σέρτζιο Μποκίνι, ερευνητής στο Ιταλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (IIT) συμπληρώνοντας: «Τα πράγματα αλλάζουν και το ίδιο συμβαίνει και στον κλάδο του τσιμέντου. Περιμένουμε περισσότερες συνεργασίες μεταξύ τσιμεντοβιομηχανιών. Το CO2 δεν αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού, είναι πρόκληση για τον κλάδο».

Η ελληνική βιομηχανία ΤΙΤΑΝ και το πρόγραμμα RECODE

Το Ιταλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας συντονίζει το RECODE, ένα από τα προγράμματα που χρηματοδοτεί η Κομισιόν. «Το RECODE έχει ως στόχο τη μείωση των εκπομπών CO2 με το να τις εγκλωβίζει με τη χρήση μιας επαναστατικής μεθόδου που περιλαμβάνει ιοντικά υγρά. Το CO2 θα χρησιμοποιείται για την παραγωγή χημικών ουσιών» εξηγεί ο Σ. Μποκίνι. Ο ίδιος ανέφερε επίσης ότι το συγκεκριμένο πρότζεκτ θα προωθήσει την εξέλιξη «διάφορων τεχνολογιών», που θα παρουσιαστούν το 2021 από την ελληνική βιομηχανία τσιμέντου ΤΙΤΑΝ. Ειδικοί εκτιμούν ότι η ισχυρή συνεργασία μεταξύ ερευνητικών κέντρων και εταιρειών θα μπορούσε να αλλάξει άρδην την αντίληψη για το CO2 στο μέλλον. «Η συνεχιζόμενη εξέλιξη στο πεδίο της μετατροπής του CO2 δίνει ελπίδες ότι το ανθρωπογενές διοξείδιο του άνθρωπο (δηλαδή αυτό που παράγεται από τον άνθρωπο) θα μπορεί να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα αντί για έλλειμμα στο μέλλον» ανέφερε από την πλευρά του στη DW o Μάριος Κατσιώτης, Διευθυντής Έρευνας και Καινοτομίας του Ομίλου ΤΙΤΑΝ. Ο Μάριος Κατσιώτης πρόσθεσε επίσης ότι οι σημερινές τεχνολογίες μετατροπής του CO2 είναι ακόμη είτε ενεργοβόρες είτε πρέπει να δοκιμαστούν σε βιομηχανική κλίμακα.

«Πράσινο τσιμέντο»

Και άλλες τεχνολογίες παραγωγής «πράσινου» τσιμέντου βρίσκονται ακόμη σε αρχικό στάδιο. Η Σιανμίνγκ Σι, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον σημειώνει: «Χρησιμοποιούμε στάχτη άνθρακα (βιομηχανικό παράγωγο από τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας από άνθρακα) για να αντικαταστήσουμε το τσιμέντο 100%. Με άλλα λόγια αποφεύγουμε με επιτυχία τη χρήση τσιμέντου στο σκυρόδεμα. Αυτό θα μπορούσε να μειώσει τις συνολικές εκπομπές κατά την παραγωγή σκυροδέματος». Η ομάδα της Σι περιμένει ακόμη να πατεντάρει επισήμως το προϊόν σε διεθνές επίπεδο. Βέβαια στην Ευρώπη η διαθεσιμότητα σε στάχτη άνθρακα συνδέεται με ερωτηματικά, δεδομένου ότι τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα σταδιακά κλείνουν.

Πρόσφατα οι εταιρείες LafargeHolcim και η HeidelbergCement, οι δύο κορυφαίες τσιμεντοβιομηχανίες στην Ευρώπη, οι βασικοί ανταγωνιστές των οποίων βρίσκονται στην Κίνα και την ινδία, παρουσίασαν επίσης φιλικά προς το περιβάλλον μέτρα. «Επενδύσαμε 160 εκατομ. ελβετικά φράγκα (147 εκατομ. ευρώ) στην Ευρώπη για να μειώσουμε το CO2 τα επόμενα τρία χρόνια, αλλά έχουμε ευκαιρίες να κάνουμε περισσότερα» δήλωσε στη DW ο Εντέλιο Μπερμέγιο, Διευθυντής Έρευνας και Καινοτομίας της LafargeHolcim από τη Λυόν. Σύμφωνα με τον ίδιο καθοριστικής σημασίας για περισσότερο «πράσινο» τσιμέντο στο μέλλον είναι ο κατασκευαστικός κλάδος, ο οποίος ωστόσο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος με τις τιμές. Έτσι θα πρέπει να προετοιμαστεί κατάλληλα για να πληρώσει πιο ακριβά για τσιμέντο στο μέλλον.

Και η HeidelbergCement με έδρα τη Γερμανία ανακοίνωσε το Σεπτέμβριο τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα Northern Lights, ένα έργο δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (carbon capture and storage ή CCS) με στόχο την έγχυσή του κάτω από τη Βόρεια Θάλασσα. Το έργο αυτό τρέχει σε συνεργασία με την Equinor από τη Νορβηγία, μαζί με άλλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου. «Τα τελευταία χρόνια επενδύσαμε στη Γερμανία περίπου 350 εκατομ. ευρώ σε νέες τεχνολογίες επεξεργασίας, στην ενεργειακή αποδοτικότητα, σε εναλλακτικά καύσιμα και την προστασία του περιβάλλοντος» ανέφερε στη DW o Kρίστοφ Μπόιμελμπουργκ, υπεύθυνος επικοινωνίας της HeidelbergCement, η οποία επιδιώκει να εμπορεύεται σκυρόδεμα με ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα ως το 2050.

Mακροπρόθεσμα πρότζεκτ

Εντούτοις στην πλειοψηφία τους τα ήδη υπάρχοντα προγράμματα CCS έχουν μακροπρόθεσμη προοπτική και δεν αναμένεται να ολοκληρωθούν πριν το 2030, ενώ η οικονομική τους διάσταση μένει ακόμη να διερευνηθεί. Σύμφωνα με ειδικούς η τεχνολογία CCS ενδέχεται να αυξήσει τα κόστη παραγωγής από 25% έως 100%. Σύμφωνα με τον Κοέν Κοπενχόλε εκτελεστικό διευθυντή της European Cement Association ο οδικός χάρτης για τις τσιμεντοβιομηχανίες μέχρι το 2050 προβλέπει 32% μείωση ρύπων με συμβατικές τεχνολογίες και 80% μέσω τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα. Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι οι ευρωπαϊκές τσιμεντοβιομηχανίες συμμετέχουν επίσης στο σύστημα εμπορίας ρύπων ETS, που είναι και το βασικό όργανο της ΕΕ για μείωση των εκπομπών από τη βαριά βιομηχανία.

Σέρτζιο Ματαλούτσι
Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη

dw

ΔΗΜΟΦΙΛΗ