Αντώνης Ναξάκης: Ο πατριώτης αρχιπλοίαρχος που διώχθηκε χωρίς οίκτο από το «καθεστώς» Σημίτη
Ο αρχιπλοίαρχος πατριώτης για την υπόθεση Οτζαλάν διώχθηκε χωρίς οίκτο από το «καθεστώς» Σημίτη
Από τον
Γιώργο Χαρβαλιά
O αρχιπλοίαρχος Αντώνης Ναξάκης είναι ένας από τους τελευταίους ανιδιοτελείς πατριώτες της μεταπολιτευτικής περιόδου που συνέδεσε το όνομά του με εθνική δράση. Γι’ αυτό και κυνηγήθηκε ανηλεώς.
Σήμερα δεν γνωρίζω αν υπάρχουν τόσο παράτολμοι και συνάμα αφοσιωμένοι στην ιδέα της Ελλάδας αξιωματικοί. Γιατί σχετικά με την περίπτωση του Ναξάκη πολλά μπορούν ειπωθούν, κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αγνότητα των κινήτρων και την «περιφρόνηση κινδύνου» που κατηύθυναν τις πρωτοβουλίες του. Οι προθέσεις του ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας πατριωτικές, σε βαθμό που, ξαναλέω, πολύ δύσκολα συναντάται στη συνθηκολογημένη Ελλάδα των Μνημονίων.
Παρότι προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ, ο αρχιπλοίαρχος Ναξάκης διώχθηκε χωρίς οίκτο από το «καθεστώς» Σημίτη, αποδεικνύοντας ότι η αρετή του πατριωτισμού και η παθογένεια του δωσιλογισμού διατρέχουν οριζόντια το πολιτικό φάσμα και δεν εγκλωβίζονται σε κομματικά ή ιδεολογικά σύνορα. Ειδικότερα σήμερα που στην Ελλάδα και γενικότερα την Ευρώπη αυτά έχουν πλήρως καταπέσει…
Ο Ναξάκης, θα έλεγα, μαζί με δυο τρεις άλλες προσωπικότητες, όπως ο Χαραλαμπίδης, ο Μπαντουβάς ή ο Σγουρίδης, ήταν αυτός που θεμελίωσε την έννοια ενός «πατριωτικού στοιχείου» στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο στη δεκαετία του ‘80 ήταν συνδεδεμένο με τις διεθνιστικές εμμονές και τους περίεργους «τρίτους δρόμους» του Ανδρέα, ενώ αργότερα βρέθηκε παγιδευμένο στον εκσυγχρονιστικό «ευρωμονόδρομο» και τον ενδοτισμό των κυβερνήσεων Σημίτη.
Ο Ναξάκης συνέδεσε επίσης το όνομά του με την υπόθεση Οτζαλάν. Αυτός «γνώρισε» τον Κούρδο ηγέτη στον ελληνικό λαό και θεμελίωσε το αφήγημα της ελληνοκουρδικής συμμαχίας. Ταξίδεψε ουκ ολίγες φορές στα αφιλόξενα βουνά του Κουρδιστάν, κατάφερε να δημοσιοποιήσει την υπόθεση και εν τέλει ο ίδιος κατέστησε επίσημη εθνική πολιτική τη σύμπραξη των ελληνικών στρατηγικών επιδιώξεων με τον αυτονομιστικό αγώνα των Κούρδων ηγετών.
Να διευκρινίσουμε ότι τουλάχιστον στην αρχή αυτό συνέβη με την απόλυτα σύμφωνη γνώμη των κυβερνήσεων Σημίτη, με τη σύμφωνη γνώμη της συντριπτικής πλειονότητας των μελών του ελληνικού Κοινοβουλίου που έσπευδαν να φωτογραφηθούν δίπλα στον «Απο» και βέβαια με τη συγκατάθεση της ελληνικής κοινής γνώμης, που έβλεπε με συμπάθεια την αντίσταση των Κούρδων έναντι του κοινού, προαιώνιου εχθρού.
Η φιλοκουρδική εμμονή του Ναξάκη προέκυψε μέσα στην πατριωτική αγωνία του, μετά το τραυματικό σοκ του Αττίλα στην Κύπρο, αλλά και τις συνεχείς αμφισβητήσεις της εδαφικής μας κυριαρχίας στο Αιγαίο, όπως τις έζησε ως κυβερνήτης ελληνικού πολεμικού σκάφους. Ο αρχιπλοίαρχος επέμενε να ανακαλύψει έναν σύμμαχο που θα έδινε συγκριτικό πλεονέκτημα και πολλαπλασιαστή ισχύος στην Ελλάδα έναντι μιας μελλοντικής αναμέτρησης με την Τουρκία.
Προσωπικά θεωρώ ότι μέσα στην αγωνία του αυτή υπερέβαλε στην αποτίμηση της στρατηγικής σημασίας του κουρδικού παράγοντα έναντι της τουρκικής επιβουλής. Πρώτον, γιατί, όσο και να τους ψάχνουμε, δεν υπάρχουν ιστορικοί αδελφικοί δεσμοί μεταξύ των δύο λαών (όπως, για παράδειγμα, με τους Αρμένιους ή με τους Σέρβους) και, δεύτερον, επειδή η πολεμική ισχύς των Κούρδων θα μπορούσε να προκαλέσει μία αιμορραγία στο μαλακό υπογάστριο της γείτονος, αλλά όχι τέτοια που σε περίπτωση μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης θα δημιουργούσε ένα πραγματικό «δεύτερο μέτωπο», αλλάζοντας την έκβαση του πολέμου.
Στην πορεία ο κουρδικός παράγοντας υπερτιμήθηκε και διαφημίστηκε τόσο πολύ ώστε προέκυψαν και επαγγελματίες… κουρδολόγοι. Οταν όμως τα πράγματα αγρίεψαν, ο Οτζαλάν άρχισε να χάνει την εύνοια της Συρίας και στο τέλος βρέθηκε να γυροφέρνει σαν κυνηγημένο αγρίμι από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, οι υποστηρικτές του στην Ελλάδα… λάκισαν. Προπάντων οι παράγοντες που έσπευδαν τα προηγούμενα χρόνια να τον επαινέσουν δημόσια και οι περισσότεροι από τους 177 βουλευτές (!) που υπέγραψαν την πρόσκληση για να έρθει στην Ελλάδα ως τιμώμενο πρόσωπο.
Με την εξαίρεση ελάχιστων τιμητικών περιπτώσεων, όπως του εκδότη της «δημοκρατίας» Γιάννη Φιλιππάκη, μόνον ο Ναξάκης απέμεινε να απεργάζεται τρόπους σωτηρίας του Οτζαλάν, γιατί, για λόγους στρατιωτικής τιμής και πατριωτικής ευσυνειδησίας, δεν θα εγκατέλειπε έναν σύμμαχο αβοήθητο στα δύσκολα. Αυτό ήταν και το «έγκλημά» του. Οτι κάτω από τη μύτη των ελληνικών Αρχών που καιροφυλακτούσαν μην τους προκύψει το… μοιραίο (ενώ άλλα διακήρυσσαν δημοσίως), ο αρχιπλοίαρχος, κυριολεκτικά μόνος του, κατάφερε και τον πέρασε στην Ελλάδα. Με ένα περίστροφο, 15 σφαίρες και ένα παμπάλαιο SEAT Ibiza τον φυγάδευσε στο σπίτι της παιδικής του φίλης και αντάρτισσας του ΕΑΜ Βούλας Δαμιανάκου, μιας ατρόμητης γερόντισσας, που δέχτηκε ασμένως να τον φιλοξενήσει, μη λογαριάζοντας κινδύνους και απειλές.
Το λάθος του Ναξάκη -όπως το εξομολογείται στο βιβλίο του «Η παράδοση ενός συμμάχου»- ήταν ότι χωρίς να εξασφαλίσει εγγυήσεις αποκάλυψε το κρησφύγετο στον ίδιο τον Πάγκαλο, που τον γνώριζε από νεαρό ναύτη! Από κει και πέρα άρχισε το βρόμικο σίριαλ της περιβόητης «υπόθεσης Οτζαλάν», που κατέληξε στην παράδοση του Κούρδου ηγέτη στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες.
Γι’ αυτήν την εθνική προδοσία, η κυβέρνηση Σημίτη προχώρησε σε διώξεις, αποσείοντας τις προφανείς ευθύνες της και ανακαλύπτοντας άλλους «υπαίτιους»: Τον πατριώτη Ναξάκη και την 76χρονη Βούλα Δαμιανάκου! Τους οποίους και έστειλε στα δικαστήρια με κακουργηματικές κατηγορίες και εν ολίγοις ως…προδότες βάσει του άρθρου 140 του Ποινικού Κώδικα «περί έκθεσης της χώρας σε πολεμικό κίνδυνο»!
Μεγαλύτερη αδικία ίσως να μην έχει υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες οραματιστής Ελληνας πατριώτης. Ο Ναξάκης υπηρέτησε την επίσημη πολιτική της χώρας, αυτή που ήθελε βουλευτές και υπουργούς να φωτογραφίζονται με τους Κούρδους αγωνιστές, υπηρέτησε και την τιμή της πατρίδας απέναντι σε έναν σύμμαχο και στο τέλος βρέθηκε διωκόμενος και απολογούμενος.
Ο αρχιπλοίαρχος βεβαίως αθωώθηκε και αποφάσισε να εξιστορήσει την περιπέτειά του στις σελίδες του βιβλίου του «Οτζαλάν – η παράδοση ενός συμμάχου».
Η παρουσίαση της τελευταίας αναθεωρημένης έκδοσής του (εκδόσεις ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ) γίνεται σε ανοιχτή εκδήλωση την Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου στο αμφιθέατρο της Ενωσης Συντακτών και σας συμβουλεύω να πάτε, αν μη τι άλλο για να ακούσετε την αλήθεια από έναν πατριώτη και ένα πάνελ εκλεκτών ομιλητών.
Βεβαίως ο Ναξάκης δεν κατάφερε ποτέ να αποκαταστήσει το όνομά του στον συστημικό περίγυρο της «ευρω-κορεκτίλας» και του διάχυτου ενδοτισμού που κυριαρχεί πλέον στον τόπο. Οποιον «καθεστωτικό» ρωτήσεις, στην καλύτερη περίπτωση θα αναφωνήσει: «Ο Ναξάκης; Μα αυτός είναι μουρλός»! Ε, ένα δράμι από την πατριωτική μούρλα του Ναξάκη να είχαν οι πολιτικοί, η Ελλάδα θα είχε γλιτώσει πολλές από τις ξεφτίλες των τελευταίων ετών, λέω εγώ. Οπως την εθνική ταπείνωση των Ιμίων και τη μετέπειτα αποικιοποίηση της Ελλάδας μέσω της δανειακής ομηρίας μας. Τόσο απλά…