Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Ο ρόγχος της Ελληνικής Δημοκρατίας
Ζούμε, από το 2010, μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε να αγνοούμε -και επομένως αυτό το «δεν μπορούμε», μεταφράζεται ευθέως ως «δήθεν» (καμωνόμαστε ότι την αγνοούμε) : Την κατάρρευση της Έννομης Συνταγματικής Τάξης και επομένως, της ίδιας της Δημοκρατίας (εξόν και αν κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι μπορεί να υπάρχει Δημοκρατία που να στηρίζεται πάνω στα συντρίμμια του Καταστατικού της Χάρτη).
Βεβαίως, υπάρχουν και ορισμένοι, που αμφισβητούν την παραπάνω καθ’ ημάς πραγματικότητα, ή τουλάχιστον, αμφισβητούν την δραματικότητα που της δίνουμε εδώ. Η άποψή τους σεβαστή, αλλά, δεν θα είμαι εγώ που θα επιχειρηματολογήσω υπέρ αυτής, μιας και στερούμαι των αναγκαίων επιχειρημάτων όπως και της αντίληψης των πραγμάτων που θα συνηγορούσαν έστω σε κάποιου είδους κατανόησή τους.
Εθνική κυριαρχία, ανθρώπινα δικαιώματα, κοινωνικό κράτος, εθνική οικονομία, λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, είναι ορισμένα μονάχα από όσα -ως μη όφειλαν πάντως- έχουν πληγεί καίρια και ευτελιστεί όταν -ορισμένα από αυτά- δεν έχουν καταργηθεί έργω (ενίοτε δε, και λόγω -μέσω ψηφισθέντων νόμων).
Το διαφημιζόμενο -κατ’ ορισμένους- τέλος των Μνημονίων, συνέπεσε με την έναρξη ενός άλλου κύκλου εξελίξεων, τούτη τη φορά με επίκεντρο τα εθνικά θέματα, που έχουν τούτο το κοινό χαρακτηριστικό με τα Μνημόνια : κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, οριακές ή μη αδιάφορο, ευρισκόμενες σε καταφανή διάσταση με την συντριπτική πλειοψηφία της λαϊκής βούλησης, δρομολογούν -σταθερά από το 2010- εξελίξεις που προσκρούουν στη θέληση του (συνταγματικά) κυρίαρχου ελληνικού λαού, του οποίου η βούληση κατάφωρα αγνοείται, ενώ, ενίοτε, δεν λείπουν και οι φωνές εκείνες -από το «συνταγματικό τόξο»- που ευθέως λοιδορούν όταν δεν υβρίζουν αυτή τη πλειοψηφία. Μιας και όλοι παροικούμε την Ιερουσαλήμ, δεν θα κουράσω τον αναγνώστη με αναφορές σε παραδείγματα.
Τα όσα διαδραματίστηκαν -αρχής γενομένης από τις διαπραγματεύσεις μας τα Σκόπια- προκειμένου να φτάσουμε στην ψήφιση από την ελληνική Βουλή της Συμφωνίας των Πρεσπών, τα όσα ακούγονται για «κλείσιμο» και άλλων εκκρεμών εθνικών θεμάτων, αθροιζόμενα στα όσα διαδραματίστηκαν την περίοδο της επιβολής των Μνημονίων, όλα διατυμπανίζουν το πώς για μείζονα εθνικά θέματα (σ’ αυτά και τα Μνημόνια, και όχι μόνο), τα οποία πρόκειται να έχουν συνέπειες μακροπρόθεσμες σε βάθος γενεών, οι σχετικές αποφάσεις λήφθηκαν με την γνώμη του ελληνικού λαού προκλητικά αγνοημένη και εναντίον αυτής και με την ψήφο του υφαρπαγμένη αφού άλλα του υπόσχονταν και άλλα του επέβαλαν, ενώ, σε ό,τι αφορά τις πρόσφατες εξελίξεις επί των εθνικών θεμάτων, το κυβερνόν κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, έτυχε της ψήφου του λαού αποκλειστικά για το οικονομικό και κοινωνικό του πρόγραμμα, ουδείς δε αμφιβάλλει, ότι οι απόψεις της Αριστεράς γενικώς επί των εθνικών θεμάτων, όπως το προσφάτως «επιλυθέν», δεν αποτελούν παρά την συντριπτική μειοψηφία στον ελληνικό λαό και τούτο διαχρονικά.
Τελειώνω, επαναλαμβάνοντας για ακόμα μια φορά την θέση μου.
Όλα τα μείζονα θέματα, ενικά, κοινωνικά και οικονομικά, πρέπει να τίθενται στην κρίση του ελληνικού λαού, τον μόνο που νομιμοποιείται να λαμβάνει αποφάσεις που υπερβαίνουν καθοριστικά τον συνταγματικά καθοριζόμενο -κοινοβουλευτικό- βίο μιας κυβέρνησης. Και σε ό,τι αφορά το επιχείρημα (εναντίον των δημοψηφισμάτων), ότι τάχατες ο λαός εγκρίνοντας ένα προεκλογικό πρόγραμμα το εγκρίνει στο σύνολό του, ας επαναλάβω ό,τι έχω ήδη υποστηρίξει σε προηγούμενο άρθρο μου, στο οποίο σχολιάζοντας την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ζητά εκλογές (με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών) σημείωνα ότι «…οι εκλογές με κύριο λόγο προκήρυξής τους ένα σοβαρό εθνικό θέμα, δεν νοούνται, ΕΚΤΟΣ αν θα αποτελεί το ΜΟΝΑΔΙΚΟ περιεχόμενο του προεκλογικού προγράμματος των κομμάτων, πράγμα όχι μόνο απίθανο μα και εντελώς παράλογο. Γιατί να γίνουν εκλογές αν πρόκειται να αποτελεί το μοναδικό περιεχόμενο του προεκλογικού προγράμματος και να μην γίνει Δημοψήφισμα; Κι επειδή δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι προφανές ότι απλά χρησιμοποιείται ως πρόσχημα η θέση πως το εθνικό θέμα επιβάλλει εκλογές, στις οποίες, ασφαλώς, θα διατυπωθούν συνολικά προεκλογικά προγράμματα, και μάλιστα, επειδή όλη η προσοχή θα είναι στραμμένη σε ένα ζήτημα (στο εθνικό θέμα), θα παροραθούν όλες οι άλλες κρίσιμες πτυχές του προεκλογικού προγράμματος, που ενδέχεται όχι μόνο να μην γίνονται αποδεκτές, αλλά, ακόμα και να απορριφθούν οι αποδεκτές θέσεις του κόμματος για το εθνικό θέμα, ακριβώς διότι την ίδια στιγμή, το εκλογικό σώμα διαπιστώνει να προτείνονται πολιτικές εξαιρετικά κρίσιμες για την οικονομία και την κοινωνία, που δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές, έστω και αν η θέση για το εθνικό θέμα γίνεται αποδεκτή. Όλα τα προεκλογικά προγράμματα, είναι του τύπου «take it or leave it». (Σας θυμίζει κάτι αυτό;) Όμως, ένα εθνικό θέμα, δεν μπορεί να τίθεται προς κύρωση από το Λαό σε αυτή τη βάση, που υποκρύπτει κομματική σκοπιμότητα και πολιτικό εκβιασμό. Δηλαδή, είναι σα να λέει ένα κόμμα στο Λαό : «συντάσσομαι με τις απόψεις σου, με την προϋπόθεση ότι κι εσύ θα δεχτείς πολιτικές που δεν αποδέχεσαι»! Δεν μπορεί τα εθνικά θέματα να αποτελούν αντικείμενο τέτοιας μικροπολιτικής και μικροκομματικής συναλλαγής, που ακόμα και αν δεν τίθενται με αυτή τη πρόθεση, εν τούτοις, έτσι ερμηνεύονται».
Κλείνοντας, δεν μπορώ να μην εκφράσω την αγωνία μου για το αν ζούμε ή όχι το τέλος της Δημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε μετά τη δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967. Μιας Δημοκρατίας, που είδε τον βίο της να τερματίζεται απότομα μέσα σε μια οικονομική Κρίση που μετατράπηκε και σε Κρίση των θεσμών και της λειτουργίας της. Μια κρίση, που άφησε αλώβητες τις Δυνάμεις που την οδήγησαν στη Κρίση και που ουσιαστικά σε μεγάλο βαθμό είναι αυτές που έχουν αναλάβει να μας «σώσουν» και να αποκαθάρουν το τοπίο το οποίο οι ίδιες είχαν δημιουργήσει.
Λέγεται ότι η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Συμφωνώ. Μονάχα που αυτό ισχύει για Δημοκρατίες που λειτουργούν πλήρως και αποτελεσματικά. Διερωτώμαι, ποιες από τις συνταγματικές πρόνοιες που τσαλαπατήθηκαν και νομοθετήθηκαν από πάνω, αρχής γενομένης από το 2010, έχουν αποκατασταθεί, όταν -για να μείνω σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις που έχουν αναιρέσει μνημονιακά νομοθετήματα, επιδεικτικά δεν εφαρμόζονται : από ποιον άραγε; Από τη Δημοκρατία, από αυτούς που την εκπροσωπούν σε όλα της τα επίπεδα, ή από άλλους;
Προσωπικά, θαρρώ ότι ακούω καθαρά τον ρόγχο της. Δεν ξέρω αν πρόκειται για βαριά δύσπνοια ή για κάτι σοβαρότερο. Πάντως, όλα δείχνουν ότι σύντομα θα λάβουμε απάντηση και σ’ αυτή την απορία μας.