Από «Το όνομά μας είναι η ψυχή μας» στο «Η ιστορία είναι η ψυχή μας»
Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Ι. «Το όνομά μας είναι η ψυχή μας» vs «Η ιστορία είναι η ψυχή μας»
Ο πρωθυπουργός, αναφερόμενος στη Συμφωνία των Πρεσπών, συχνά έχει υποστηρίξει πως με αυτή, διασώζεται η ελληνικότητα της Μακεδονικής ιστορίας, ενώ το όνομα «Μακεδονία» που αναγνωρίστηκε στα Σκόπια, συνοδεύεται από τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Βόρεια», πράγμα που, κατά τους υποστηρικτές της Συμφωνίας, δεν σημαίνει παρά τους κατοίκους μιας γεωγραφικής περιοχής που ονομάζεται «Μακεδονία» και η οποία ως τέτοια μοιράζεται ανάμεσα σε τρία κράτη : την Ελλάδα (που κατέχει και το μεγαλύτερο τμήμα), τη Βουλγαρία και το κράτος των Σκοπίων (και επίσης, ένα πολύ μικρότερο μέρος, ανήκει στην Αλβανία).
Το ζήτημα της ονοματοδοσίας του κράτους των Σκοπίων υπήρξε από της ιδρύσεως του κράτους αυτού, η σημαντικότερη διένεξή μας μαζί του. Η ιστορία είναι γνωστή όπως και ο τρόπος που «έκλεισε» αυτή η «εκκρεμότητα» με την Συμφωνία των Πρεσπών, με τον πρωθυπουργό να λέει, αναφερόμενος σ’αυτή, «η ιστορία μας είναι η ψυχή μας και την παίρνουμε πίσω» (με τη Συμφωνία).
Από την άλλη, υπάρχουν κι εκείνοι, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, οι οποίοι υποστηρίζουν πως αρκεί και μόνο το όνομα «Μακεδονία» ώστε να δημιουργήσει εκ του μηδενός ένα ιστορικά ανύπαρκτο «μακεδονικό έθνος», όπως κι εκείνοι, που ενδεχόμενα να μην είχαν αντίρρηση για τον γεωγραφικό προσδιορισμό μπροστά από το όνομα «Μακεδονία», όμως, υποστηρίζουν ότι με το να δοθεί με την άνω Συμφωνία γλώσσα «μακεδονική» και «nationality» («εθνότητα», «ιθαγένεια» και όχι «εθνότητα» υποστηρίζουν οι υπερασπιστές της Συμφωνίας) ουσιαστικά αναγνωρίστηκε ένα έθνος «Μακεδόνων», χωρίς το «Βόρεια» μπρος από το όνομα «Μακεδονία» της κρατικής οντότητας να είναι σε θέση να αποτρέψει αυτή τη πραγματικότητα. Εδώ, το βάρος ρίχνεται στο ίδιο το όνομα, καθαυτό. Όπως το είχε θέσει ο Ανδρέας Παπανδρέου σε ανοικτή ομιλία του στη Θεσσαλονίκη στις 18/9/1993, αναφερόμενος στην άρνησή του να δεχτεί το όνομα «Μακεδονία» και όλα τα παράγωγά του στην ονομασία του κράτους των Σκοπίων, «το όνομά μας είναι η ψυχή μας». Την ίδια φράση είχαν διατυπώσει και οι Οδυσσέας Ελύτης, Μελίνα Μερκούρη, Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, Γιάννης Γεωργάκης, Αριστόβουλος Μάνεσης και Δημήτρης Τσάτσος σε ανοικτή επιστολή τους στις 28/3/1992.
Σε πρόσφατα άρθρα μου, έχω εξηγήσει γιατί προσωπικά θεωρώ ότι αρκεί το όνομα «Μακεδονία» ώστε να προσδώσει εθνολογικό περιεχόμενο στους «πολίτες» της «Βόρειας Μακεδονίας», γιατί το κρατικό όνομα «Βόρεια Μακεδονία» δεν είναι σε θέση να αποτρέψει την παραπάνω εξέλιξη και συνεπώς, γιατί θεωρώ κι εγώ ότι «το όνομά μας είναι η ψυχή μας».
Δεν θα επανέλθω εδώ.
Θ’ αρκεστώ να επαναλάβω κάτι που είχα σημειώσει σ’ ένα παλαιότερο άρθρο μου, πριν ένα ακριβώς χρόνο (βλ. άρθρο μου : «Το Όνομα ως Περιέχον και ως Περιεχόμενο – Τι παραχωρείται ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ και πότε με την εκχώρηση ενός Ονόματος -του οποιουδήποτε Ονόματος», εις Olympia.gr, 22/1/2018) : «Το ΟΝΟΜΑ δεν περιέχει μονάχα, μα και περιέχεται. Περιέχει την Ιστορία του, η οποία το περιέχει. Δεν μπορείς να αδειάσεις το περιεχόμενο της Ιστορίας από το Όνομα στο οποίο περιέχεται μα και δεν μπορείς να αδειάσεις από την Ιστορία το Όνομα χωρίς να καταστήσεις την Ιστορία αδιάθετη και ταυτόχρονα διαθέσιμη στον πρώτο που θα την υποβλέψει».
Όμως, αυτό το «η ιστορία μας είναι η ψυχή μας», αξίζει να το προσεγγίσουμε λίγο προσεκτικότερα, για να δούμε τις ενδεχόμενες απολήξεις -και κάποιες από τις συνέπειες- της αντίληψης αυτής. Δεν πρέπει να εκλάβουμε τη φράση ως μια «απλή» λεκτική χωρίς ιδιαίτερη σημασία πολιτική αντιπαράθεση, στα πλαίσια της πλούσιας σε φραστικά και λεκτικά παιχνιδίσματα πολιτικής αντιπαράθεσης που διαπιστώνουμε στη πράξη, τόσο πλούσιας όσο ταυτόχρονα φτωχής είναι στην ουσία της. Εδώ, το πράγμα διαφέρει.
Και διαφέρει, διότι αποτελεί επίσης ισχυρισμό της κυβέρνησης πως με τη Συμφωνία των Πρεσπών, «διασώθηκε» η απειλούμενη ελληνικότητα της Μακεδονίας, αφού σαφώς στη Συμφωνία αυτή, στους κατοίκους της «Βόρειας Μακεδονίας» αναγνωρίζεται η σλαβική καταγωγή τους. Δεν θα μείνω στο ζήτημα της καθόδου του Σλάβων στη Χερσόνησο του Αίμου ούτε του ιστορικού προσδιορισμού της γεωγραφίας της αρχαίας Μακεδονίας και των λοιπών πέριξ αυτής επίσης ελληνικών περιοχών. Δεν θα μείνω ακόμα ούτε στην πολύ σοβαρή προσπάθεια των Σλάβων του Αίμου (και όχι μόνο, το ίδιο ισχύει και για τη Τουρκία στα ανατολικά μας) να αναπτύξουν μια θεωρία περί πρωτο-σλαβικών (πρωτοβούλγαροι κ.λπ.) φύλων που δήθεν ευρίσκονταν πολλούς αιώνες πριν την άφιξη των κυρίως πληθυσμιακών τους όγκων. Μια θεωρία κι αυτή ευρηματική στη προσπάθεια να χτίσουν «γέφυρες» μεταξύ του χρόνου άφιξής τους στη περιοχή και της αρχαίας ιστορίας της ίδιας αυτής περιοχής. Αυτές οι θεωρίες βεβαίως δεν μπορούν να διαγραφούν με νομικά έγγραφα διαφόρων Συνθηκών. Αυτό σημαίνει, στη περίπτωσή μας με τα Σκόπια, πως έστω κι αν συμφωνήθηκε οι γείτονές μας να αποδεχτούν ότι δεν έχουν καμία σχέση με την αρχαία Μακεδονία και τους Μακεδόνες οι οποίοι είναι φύλο ελληνικό, εν τούτοις, δεν γνωρίζω αν αυτό διαγράφει και τις περί πρωτο-σλαβικών φύλων θεωρίες των Σλάβων των Σκοπίων (κι έτσι να ανακτήσουν τον αρχαίο ιστορικό τους χρόνο στα Βαλκάνια και την περιοχή που τους ενδιαφέρει), ενώ την ίδια στιγμή, Σέρβοι, Βούλγαροι, Τούρκοι κ.λπ., οι οποίοι δεν δεσμεύονται από καμία Συνθήκη των Πρεσπών εξακολουθούν να τις αναπτύσσουν και προβάλλουν κατά πώς ο καθείς αντιλαμβάνεται τη χρησιμότητά τους.
Επανερχόμενος στο «η ιστορία μας είναι η ψυχή μας», θεωρώ ότι αυτή η διατύπωση μπορεί να οδηγήσει σε αμφισβήτηση του θεμελιώδους επιχειρήματος -ή, ενός εκ των θεμελιωδών επιχειρημάτων- περί διασφαλίσεως, μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών της ιστορικής αλήθειας περί ελληνικότητας της αρχαίας Μακεδονίας.
Εν προκειμένω, ενδεικτικά και μόνο, αρκούν οι παρακάτω δύο παρατηρήσεις σε σχέση με τον ανωτέρω ισχυρισμό μας, ότι δηλαδή η διατύπωση πως «η ιστορία μας είναι η ψυχή μας», δεν διαφυλάσσει την ελληνικότητα της μακεδονικής ιστορίας άπαξ και δοθεί -όπως και εγένετο- το όνομα έστω στα πλαίσια σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό περιορισμό, αλλά, αντίθετα, μπορεί να την υπονομεύσει.
ΙΙ Δύο Προσεγγίσεις στο Διάβασμα της Συνθήκης των Πρεσπών και της Ιστορίας
Η μία παρατήρηση είναι ότι η Ιστορία ούτε διαβάζεται από όλους το ίδιο, ούτε ερμηνεύεται το ίδιο, ούτε και προκύπτουν τα ίδια συμπεράσματα. Εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο η ιδεολογία όπως και η προσωπική κοσμοθεωρία του καθενός αναφορικά με το πώς συγκροτεί το αξιακό του σύμπαν (και το περιεχόμενό του) για τη Ζωή και τους νόμους που καθορίζουν τη δράση της, και την αντίληψή του (αδιαφόρως πώς διαμορφώνεται -το γεγονός μετρά εδώ) για το πώς συντελείται το ιστορικό γίγνεσθαι, δυνάμει ποιών νόμων.
Η άλλη παρατήρηση έχει να κάνει με τη θέση που έχει η κάθε ιδεολογία μα και κάθε άλλη «θέση» που συγκροτείται εξω-ιδεολογικά (π.χ. επιστημονικά), σε ό,τι αφορά την ιστορική συνέχεια των εθνών (του ελληνικού έθνους εν προκειμένω).
Ια
Αναφορικά με την πρώτη παρατήρηση, η Αριστερά και περισσότερο η κομμουνιστική Αριστερά, ερμηνεύει την ιστορία με βάση την μαρξιστική προσέγγιση της πάλης των τάξεων, (εδώ η επανάσταση εναντίον των δεσμών της συνιστά θεμελιώδες πρόταγμα), της διαλεκτικής διαδικασίας των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων και των αντιφάσεών τους εντός του καπιταλιστικού συστήματος όπου μέσω της θέσης και αντίθεσης προκύπτει μια σύνθεση απλά για να αναιρεθεί κι αυτή στη πορεία ώστε η όλη διαδικασία να ξεκινά πάλι, τούτη τη φόρα από νέες «θέσεις» και «αντιθέσεις». Εδώ, και με βάση τη μαρξιστική παραδοχή ότι η οικονομία και γενικότερα οι υλισμός (δεν είναι το ίδιο αλλά, εντός αυτού εμφιλοχωρεί και το οικονομικό και κοινωνικό στοιχείο), αποτελούν τη «δομή» πάνω στην οποία χτίζεται η «υπερδομή» (εδώ και η ιδεολογία). Αυτή η προσέγγιση μοιραίως οδηγεί όχι «απλώς» σε διαφορετική ερμηνεία της Ιστορίας (τουλάχιστον ως προς το τι είναι ιστορικά σημαντικό και τι όχι), η οποία ερμηνεία συγκρούεται (τουλάχιστον ως προς τη βαρύτητα των καθέκαστα «στοιχείων» που συγκροτούν ένα ιστορικό γεγονός) με εκείνη την ιστορική ερμηνεία που, αντίθετα με τη μαρξιστική, θέτει στη βάση της ιστορικής της θεώρησης των πραγμάτων το εθνικό γίγνεσθαι και τα στοιχεία που το συγκροτούν, ανάμεσα στα οποία το υλικό-οικονομικό στοιχείο κατέχει σημαντική αλλά όχι προνομιακή και πολύ περισσότερο μοναδική θέση, ούτε και κυριαρχεί ως «ειδικό βάρος» ανάμεσα σε άλλα. Αποτέλεσμα αυτών των διαφορετικών ερμηνειών της Ιστορίας, είναι να προκύπτουν όχι τόσο διαφορετικές θεωρήσεις όσο, και κυρίως αυτό, διαφορετικές αντιλήψεις ως προς την βαρύτητα των διάφορων ιστορικών στοιχείων που συνθέτουν το ιστορικό γεγονός και άρα και της βαρύτητας του κάθε «νόμου» που καθορίζει σε ό,τι τον αφορά το ιστορικό γίγνεσθαι και άρα, της ίδιας της συνισταμένης των «νόμων» αυτών (η οποία είναι ο ίδιος ο Άνθρωπος και η Ανθρωπότητα ως σύνολο) που καθορίζει «συνολικά» το ιστορικό γίγνεσθαι. Αυτές οι διαφοροποιήσεις ευλόγως λοιπόν οδηγούν και σε διαφορετικής φύσεως «ανησυχίες» στα πλαίσια της ιστορικής ερμηνείας εκ μέρους των διαφόρων «σχολών» ερμηνείας. Έτσι λοιπόν, αυτό που συχνά διατυπώνεται ως απορία γιατί η Αριστερά (αναφέρομαι πάντα στη μαρξιστική – κομμουνιστική Αριστερά) δεν μπορεί να κατανοήσει τις εθνικές ανησυχίες των μη Αριστερών (που στη περίπτωση του λαού μας συνιστά τη συντριπτική πλειοψηφία), ισχύει και αντιστρόφως, όταν το ερώτημα τίθεται από έναν Αριστερό. Οι απορίες αυτές είναι εύλογες, όμως, έχουν την απαντώνται εύκολα, όταν έχουμε υπόψη μας όσα διατυπώθηκαν παραπάνω. Πολύ απλά, πρόκειται για θέσεις η κάθε μια από τις οποίες εκπροσωπεί και διαφορετική κοσμοθεωρία με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ιβ
Αναφορικά τώρα με τη δεύτερη παρατήρησή μας για το ζήτημα της συνέχειας του έθνους, κι εδώ, ισχύει ό,τι και ανωτέρω : υπάρχουν διαφορετικές επ’ αυτού ερμηνείες (για την απλοποίηση της παρουσίασης θα αντιπαρέλθω και τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στη μαρξιστική και μη μαρξιστική θεώρηση της συγκρότησης του «έθνους», αφού υπάρχουν μαρξιστές οι οποίοι «προάγουν» σε «έθνη» κοινωνικές τάξεις (!), π.χ., το «έθνος των πλουτοκρατών», το «έθνος των προλεταρίων» κ.λπ.) Οι σχετικές επί του θέματος απόψεις κυμαίνονται με διάφορους βαθμούς διαφοροποίησης ανάμεσα σε δύο άκρα : τη θεωρία της «απόλυτης καθαρότητας» και της θεωρία του «εθνομηδενισμού» (της άρνησης ύπαρξης οιουδήποτε βαθμού εθνικής συνέχειας). Και οι δυο τους είναι απολύτως ακραίες θέσεις, όχι απλά εξωπραγματικές αλλά, άκρως ιδεοληπτικές. Δεν πρόκειται εδώ να αναλωθούμε στο θέμα με βάση τις διάφορες θεωρίες αλλά και επιστημονικές προσεγγίσεις του θέματος (όχι μόνο ιστορικές αλλά και των θετικών επιστημών), διότι και μεγάλο είναι και εκτός θέματός μας. Ό,τι έχει σημασία εδώ, είναι ότι αυτές οι αντιλήψεις υπάρχουν. Άλλες δέχονται την ιστορική συνέχεια των εθνών, άλλοι όχι, άλλοι κινούνται προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση με κριτήρια όμως περισσότερο «ανεκτικά» και «ανοικτά» στον ιστορικό εθνολογικό εμπλουτισμό χωρίς πάντως να αλλοιώνεται ο θεμελιώδης χαρακτήρας της πολιτισμικής κληρονομιάς, αντίθετα να ενισχύεται επιλέγοντας και από άλλους πολιτισμούς όσα θετικά και χρήσιμα θεωρεί το κάθε έθνος για το ίδιο. Συνδέοντας λοιπόν το θέμα της συνέχειας του ελληνικού έθνους, για να επανέλθουμε στο υπό συζήτηση θέμα μας, και επομένως των Μακεδόνων (αναφέρομαι στους «ιστορικούς» Μακεδόνες, δηλαδή το ελληνικό φύλο των Μακεδόνων), με τη Συμφωνία των Πρεσπών, έχω την αίσθηση, ότι γίνεται μια έμμεση διαγραφή της ιστορικής συνέχειας των Μακεδόνων από την αρχαιότητα έως σήμερα, και επομένως και του ίδιου του ελληνικού έθνους. Πράγματι, όλη η έγνοια, είναι να αποσυνδεθούν οι Σλάβοι των Σκοπίων από την αρχαία μακεδονική κληρονομιά. Η αναφορά στον Μέγα Αλέξανδρο (ότι δεν είναι απόγονοί του, όπως ισχυρίζονται) είναι συχνή. Όμως, προσωπικά, θα έθετα διαφορετικά το ζήτημα ώστε να μην υπάρχει καμία παρεξήγηση, ούτε σήμερα ούτε και στο μέλλον : δηλαδή, ότι οι Σλάβοι των Σκοπίων, δεν έχουν καμία σχέση όχι μονάχα με τους αρχαίους Μακεδόνες, μα με τους Μακεδόνες όπως αυτοί υπάρχουν από την αρχαιότητα έως σήμερα στα πλαίσια της διαχρονικής παρουσίας του ελληνικού έθνους, έτσι ώστε η εθνική μας ιστορία να μη διασπάται και κυρίως, να μη φαίνεται πως ανάμεσα στην ελληνική αρχαιότητα (πότε σταματά κατά την άποψη των υποστηρικτών της Συνθήκης των Πρεσπών;) και στη σημερινή Ελλάδα ότι υπάρχει ένα «κενό» όπου οι Έλληνες κατά κάποιο τρόπο φαίνονται να βρίσκονται στο περιθώριο του ιστορικού ενδιαφέροντος, ενώ για κάποιους άλλους, ενδεχομένως και να έχουν εξαφανιστεί έχοντας δώσει τη θέση τους σε ένα νέο έθνος που δημιουργημένο αν όχι αποκλειστικά πάντως κατά βάση από προσμίξεις φύλων επήλυδων από τον Βορρά και την Ανατολή ή και άλλων εξίσου αρχαίων με εμάς εθνοτήτων της περιοχής (π.χ. Αλβανοί, κάτι που ορισμένοι εξ αυτών άλλωστε των διαλαλούν). Συνδέοντας τη Συνθήκη των Πρεσπών με το προκείμενο ζήτημα που θίγεται, έχω την εντύπωση, ότι στη άνω Συμφωνία αν δεν υπεισέρχεται αθορύβως η θεωρία της ασυνέχειας του ελληνικού έθνους, πάντως, αφήνονται πολλά περιθώρια για να υποτεθεί. Και τούτο διότι, η εμμονή με την αρχαία ελληνική ιστορία χωρίς να γίνεται πουθενά λόγος για τη διαχρονικότητα του ελληνικού έθνους και επομένως των Μακεδόνων η οποία διαχρονικότητα περνά μέσα από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία συνδέει το σύγχρονο ελληνικό έθνος (και εν προκειμένω : αυτό που κατοικεί στο ελληνικό κράτος) με εκείνο της αρχαιότητας, δημιουργεί, τούτη η εμμονή ένα κενό στην ιστορική αφήγηση και επομένως στην ιστορική ερμηνεία. Εν προκειμένω, η θεωρία που δέχεται ταυτόχρονα τη μη συνέχεια του ελληνικού έθνους και τη διασφάλιση της ελληνικότητας σύγχρονης και αρχαίας ιστορίας της Μακεδονίας μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών, (κάτι που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να διερευνηθεί τουλάχιστον ανάμεσα σε όσους έδωσαν στη Βουλή τη θετική τους ψήφο στη Συμφωνία αυτή, χωρίς πάντως να ισχυριζόμαστε ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον η σχετική διερεύνηση να αφορά και όσους δεν έδωσαν θετική ψήφο), μοιραία περιπίπτει σε λογική τουλάχιστον αντίφαση, διότι πώς είναι δυνατόν να διασφαλίζεται αυτή η συνέχεια όταν ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και στην αρχαιότητα μεσολαβεί μια Ιστορική Μαύρη Τρύπα μέσα στην οποία πολτοποιούνται αρχαία έθνη και από την οποία ταυτόχρονα ξεπηδούν συνθετικές από τα αρχαία υλικά του κάθε εξαφανισθέντος έθνους νέες εθνικές οντότητες. Αν μια τέτοια οντότητα είναι το σύγχρονο ελληνικό έθνος, τότε όχι μόνο δεν έχει κανένα νόημα όσοι αμφισβητούν την εθνική συνέχεια να αγωνίζονται την ίδια στιγμή μέσω νομικών τερτιπιών (όπως η Συνθήκη των Πρεσπών) να την προβάλλουν διότι αυτό απαιτούν άλλοι πολιτικοί στόχοι (σε μεγάλο βαθμό επιβαλλόμενοι έξωθεν), αλλά τίθενται και άλλα ζητήματα, όπως π.χ., δυνάμει τίνος ιστορικού τίτλου κάποιο σύγχρονο έθνος νομιμοποιείται να εμφανίζεται ως ο πολιτιστικός κληρονόμος του ίδιου με αυτό αρχαίου έθνους με το οποίο όμως θεωρείται πως δεν έχει καμία σχέση με το σύγχρονο έθνος δυνάμει της θεωρίας της αδύνατης εθνικής συνέχειας, και πάντως, όχι μεγαλύτερη σχέση από τις λοιπές συνθετικές αρχαίες και ομοίως εξαφανισμένες κι αυτές εθνότητες αλλά οι οποίες συνέβαλαν (πριν; μετά;) στη διαμόρφωση του «σύγχρονου έθνους», του ελληνικού εν προκειμένω. Έτσι, όσοι δέχονται ότι «η ιστορία είναι η ψυχή μας» ασφαλώς, είναι αδύνατο να δέχονται ταυτόχρονα και τη θεωρία της ιστορικής διάσπασης της ενότητας του ελληνικού έθνους, διότι αν αυτό δεν το αποδέχονται, τότε η διατύπωση αυτή που διατυπώνεται σε σχέση με τη Συμφωνία των Πρεσπών, πάσχει τουλάχιστον λογικά και έχει πρόβλημα ερμηνείας.
ΙΙΙ Κλείνοντας…
Επέλεξα το θέμα του παρόντος άρθρου διότι δίνει λαβή να διατυπωθούν ζητήματα από εκείνα που όντως προκαλούν έντονες δημόσιες συζητήσεις και εξίσου έντονες δημόσιες διαμάχες. Επίσης επέλεξα των θέμα του άρθρου για να αναδείξω πως τα θέματα που με μεγάλη πιθανότητα θα αναδυθούν στην πορεία, είναι πολύ περισσότερα και επίσης εξίσου σημαντικά με όσα τρεχόντως προβάλλονται. Πολύ φοβούμαι, πως η διερεύνηση των μελλοντικών συνεπειών (και δεν αναφέρομαι μονάχα σε όσα εδώ θίγονται) δεν έγινε με την απαιτούμενη σοβαρότητα. Το επιχείρημα πως «εξασφαλίστηκε» η «ειρήνη των λαών», η «συνανάπτυξη», το «άρπαγμα της σύγχρονης ωραίας Ελένης (Σκόπια) από την αγκαλιά του Τούρκου», όλα αυτά είναι στη καλύτερη περίπτωση βερμπαλισμοί, χωρίς κανένα επιχειρησιακό στρατηγικό σχεδιασμό για το πώς όλα αυτά θα επιτευχθούν, όχι συγκεκριμένες πολιτικές δράσης, μακροχρόνιες και βραχυχρόνιες, με ποιες στρατηγικές και τακτικές, και πού είναι αυτό το ολοκληρωμένο Στρατηγικό Σχέδιο πάνω στο οποίο υποτίθεται ότι θεμελιώθηκε η Συνθήκη των Πρεσπών. Πολύ απλά ΔΕΝ υπάρχει σε μας. Σημειώστε το «σε μας». Διότι, έχοντας υπόψη το πόσο μεθοδικά και μελετημένα και κυρίως στρατηγικά (όχι στο επίπεδο των διακηρύξεων αλλά στο επίπεδο της καταγεγραμμένης πολιτικής) κινείται η Δύναμη εκείνη (λέγε με : ΗΠΑ) που επέβαλε στη κυβέρνηση την «εδώ και τώρα επίλυση» του Σκοπιανού Ζητήματος, αυτό σημαίνει (κάτι όχι και τόσο σπάνιο στην ελληνική εξωτερική (και όχι μόνο) πολιτική της χώρας μας) ότι θα πρέπει να αναμένουμε (για όσους δεν βλέπουν κατά πού πάει το πράγμα) τις συνέπειες της Εθνικής Στρατηγικής των ΗΠΑ για τα Βαλκάνια και την Ελλάδα (καλώ όποιον θεωρεί ότι οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν τέτοια στρατηγική να βγει μπροστά και να δηλώσει πόσο η φαντασία μου είναι αχαλίνωτη!). Μονάχα που τότε θα είναι (για μια ακόμα φορά) αργά για κλάματα.
Κλείνω το άρθρο μου λοιπόν με την πάγια θέση μου : προσωπικά είμαι εξαιρετικά ανοικτός και ανεκτικός σε όλες τις ιδεολογίες και σε όλες τις απόψεις. Αυτό σε ατομικό επίπεδο είναι κάτι που ασφαλώς δεν βλάπτει την πατρίδα μου. Όμως έχω μηδενική ανοχή και ανεκτικότητα τη βίαιη επιβολή στη κοινωνία ως σύνολο και στη χώρα απόψεων και κυρίως πολιτικών ατομικών ή συλλογικοτήτων κάθε μορφής (εδώ και τα πολιτικά κόμματα), οι οποίες (απόψεις και πολιτικές) βρίσκονται σε προφανή δυσαρμονία προς αντίστοιχες απόψεις της πλειοψηφίας του λαού, πολύ περισσότερο προς απόψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού και ακόμα περισσότερο προς απόψεις που ανάγονται στη σφαίρα του «Εθνικού Ζητήματος», έτσι όπως αυτό εννοιολογείται από την πλειοψηφία του λαού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τέτοιας διάστασης, ακόμα και όταν στη Βουλή συγκροτούνται οι αναγκαίες πλειοψηφίες, με αποστασίες ή όχι, κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες σε προφανή δυσαρμονία προς τη λαϊκή πλειοψηφία, τότε, δυνάμει του Συντάγματός μας, δυνάμεις της ίδιας της πεμπτουσίας της Δημοκρατίας, αυτό που δεν μπορεί παρά να μην παραβιάζεται είναι η συνταγματική διάταξη ότι κυρίαρχος είναι όχι η Βουλή ή η Κυβέρνηση αλλά ο Λαός, και ότι η εξουσία δεν προέρχεται ούτε ασκείται υπέρ ουδενός θεσμού παρά του Λαού. Αυτά επιτάσσει το Σύνταγμα. Συνεπώς, εμμέσως πλην σαφώς, το Σύνταγμα επιβάλλει η Βουλή να μην αποφασίζει εναντίον της βούλησης της λαϊκής πλειοψηφίας, ούτε αναγνωρίζει περιπτώσεις που αυτό μπορεί να το κάνει, ή μάλλον, αναγνωρίζει, αλλά, μονάχα σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης όταν και αναστέλλονται άρθρα του Συντάγματος. Όμως αν φτάσουμε να μιλάμε για «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» η κουβέντα θα πάει αλλού, αν και, εδώ κάποιος (ιδίως όταν έχει παρακολουθήσει την αρθρογραφία μου σε όλη τη Μνημονιακή Περίοδο) μπορεί να με αποστομώσει λέγοντάς μου : «Μα καλά, τώρα περί τίνος πράγματος μιλάς, όταν εσύ ο ίδιος λες από το 2010 ότι το Σύνταγμα έχει γίνει κουρελού, ότι ο ευτελισμός και εξευτελισμός της λειτουργίας των Θεσμών της Δημοκρατίας από την πρώην Τρόικα και μετέπειτα «Θεσμούς» είναι κάτι που μονάχα όσοι εθελοτυφλούν δεν το βλέπουν; Και τώρα τι το διαφορετικό βλέπεις;» Και τώρα εγώ, οφείλω να δώσω κάποια απάντηση σε ένα τέτοιο υποθετικό ερώτημα. Λοιπόν, θα απαντήσω ως πολιτικός : Δεν απαντώ σε υποθετικές ερωτήσεις!