Στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων πραγματοποιήθηκε η δεύτερη συνάντηση της επιτροπής διαλόγου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου διαλόγου για την κατάρτιση συμφωνίας μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.
Στη συνάντηση παραβρέθηκαν ο Υπουργός κ. Κώστας Γαβρόγλου, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου και ο Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων.
Στην επιτροπή διαλόγου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δόθηκε δεκασέλιδο σχέδιο υλοποίησης της Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας.
Με το σχέδιο αυτό αναιρούνται οριστικά όλες οι ανησυχίες που είχαν εκφραστεί, είτε λόγω ελλιπούς ενημέρωσης είτε λόγω παρανόησης, μετά την κοινή ανακοίνωση από τον Πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο του σχεδίου Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας της 6ης Νοεμβρίου 2018.
Στο σχέδιο καταγράφονται οι σημαντικοί λόγοι για τους οποίους αυτή η ιστορικής σημασίας συμφωνία θα είναι αμοιβαία επωφελής και για τα δύο μέρη, καθώς και για τον εφημεριακό κλήρο.
Συγκεκριμένα, το σχέδιο προβλέπει την κατάρτιση νομοσχεδίου, το οποίο θα αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος θα κυρώνεται αυτούσιο το κείμενο της Συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας όπως τελικά θα διαμορφωθεί μετά την ολοκλήρωση του διαλόγου. Τα υπόλοιπα δύο μέρη θα περιέχουν εφαρμοστικές διατάξεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας ως προς τα δύο βασικά σκέλη της, τη μισθοδοσία των κληρικών και λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος και την ίδρυση και λειτουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
Ειδικά ως προς τη μισθοδοσία του κλήρου, η προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση όχι μόνο δεν θίγει το υφιστάμενο καθεστώς, αλλά αντιθέτως το βελτιώνει ουσιωδώς, καθώς η νομική θέση και τα δικαιώματα (υπηρεσιακά, μισθολογικά, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά κ.ά.) των κληρικών για πρώτη φορά κατοχυρώνονται με τις θεσμικές εγγυήσεις που παρέχει η κύρωση διμερούς συμφωνίας.
Έτσι, από τη Συμφωνία και την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση:
Παραμένει αμετάβλητο και δεν θίγεται το υπηρεσιακό καθεστώς και η μονιμότητα, όπως ισχύει σήμερα, των κληρικών ως θρησκευτικών λειτουργών και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Παραμένει αμετάβλητο και δεν θίγεται το ύψος των αποδοχών των κληρικών, το οποίο εξακολουθεί να καθορίζεται από το ενιαίο μισθολόγιο όπως εκάστοτε ισχύει και ακολουθεί τις αυξήσεις των δημοσίων υπαλλήλων.
Παραμένει αμετάβλητος και δεν θίγεται ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής των αποδοχών των κληρικών, η οποία θα εξακολουθήσει να ενεργείται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής.
Επιπροσθέτως, η μισθοδοσία των κληρικών θωρακίζεται ακόμα περισσότερο σε σχέση με το υφιστάμενο καθεστώς, καθότι:
Ιδρύεται Ταμείο Μισθοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο θα καταβάλλεται ετησίως από το κράτος, σε αναγνώριση υποχρέωσης που θα απορρέει από κυρωθείσα με νόμο Συμφωνία, η δαπάνη μισθοδοσίας του αριθμού των σήμερα μισθοδοτούμενων κληρικών. Τα σχετικά ποσά δεσμεύονται, υπό τον αυστηρό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ αποκλειστικότητα για τη μισθοδοσία του κλήρου, η οποία θα ενεργείται δια της Ενιαίας Αρχής Πληρωμής.
Όπως έχει ήδη νομοθετηθεί, συνιστάται Μητρώο Κληρικών και Λαϊκών Υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο εγγράφεται το σύνολο όσων μισθοδοτούνται με πόρους του Ταμείου Μισθοδοσίας και υπέρ των οποίων κατοχυρώνονται όλα τα δικαιώματα που σήμερα απολαμβάνουν οι κληρικοί (υπαγωγή στο ενιαίο μισθολόγιο, καταβολή μισθού από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής κλπ.).
Το σημαντικότερο είναι ότι, για πρώτη φορά, όλα τα παραπάνω κατοχυρώνονται με τρόπο που δεν επιτρέπει τη μονομερή ανατροπή τους από την Πολιτεία. Με το υφιστάμενο καθεστώς, τόσο η μισθοδοσία όσο και το υπηρεσιακό καθεστώς και τα δικαιώματα των κληρικών βρίσκονται σε επισφάλεια, καθόσον έχουν παραχωρηθεί με κοινό νόμο, δηλαδή επαφίενται μονομερώς στη βούληση της Πολιτείας, και ανά πάσα στιγμή μπορούν να μεταβληθούν προς το δυσμενέστερο με νεότερο νόμο. Η ξεχωριστή σημασία του προτεινόμενου σχεδίου έγκειται στο ότι προβλέπει την κύρωση της Συμφωνίας με νόμο, με συνέπεια τα συμφωνηθέντα και κυρωθέντα με νόμο να μην είναι πλέον δυνατόν να τροποποιηθούν στο μέλλον μονομερώς, με νόμο του κράτους. Οποιαδήποτε μεταβολή μόνο με νεότερη τροποποιητική συμφωνία των δύο μερών θα είναι δυνατή.
Τέλος, με το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας προκύπτουν σημαντικά οικονομικά οφέλη, τόσο για το Δημόσιο όσο και για την Εκκλησία της Ελλάδος, από την αξιοποίηση περιουσίας διαμφισβητούμενης και, άρα, μέχρι σήμερα αδρανούς και λιμνάζουσας.