Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής (1744 – 1822) ήταν μουσουλμάνος Αλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου και όχι μόνο, από το 1788 όταν και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης.
Στο απόγειο της δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου και ανήκε στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τον τρόπο με τον οποίο διοίκησε το πασαλίκι των Ιωαννίνων αλλά και για τον χαρακτήρα του, έμεινε γνωστός σαν Ασλάνι (λιοντάρι) των Ιωαννίνων.
Διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου αλλά και ευρύτερα της Ελλάδας και της Αλβανίας στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ου αιώνα και 19ου αιώνα. Οι διπλωματικές και διοικητικές του ικανότητες, το ενδιαφέρον του για νεωτερικές αντιλήψεις, η λαϊκή του θρησκευτικότητα, η θρησκευτική του ουδετερότητα, η πάταξη της ληστοκρατίας, η σκληρότητα και εκδικητικότητα που επιδεικνύει κατά την επιβολή της τάξης και η λεηλατική του συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα και κοινότητες, προκειμένου να αυξήσει τις προσόδους του, προκαλούν τον θαυμασμό και συνάμα τις επικρίσεις των συγχρόνων του, ενώ διχάζουν ακόμη την ιστοριογραφία αναφορικά με την προσωπικότητά του.
Παρά το γεγονός ότι ήταν άθρησκος (ο ίδιος δήλωνε Μπεκτάσης ή Ιακωβίνος) ήταν ταυτόχρονα και δεισιδαίμονας με αποτέλεσμα να δέχεται αδιαμαρτύρητα τους προπηλακισμούς και τον ελέγχο των δερβίσηδων για την άστατη ζωή του, ενώ προσκύνησε με ευλάβεια το λείψανο του Κοσμά του Αιτωλού όταν αυτό μεταφέρθηκε κάποτε στα Ιωάννινα. Ο Αλής έδειξε σχετική εύνοια και ανοχή προς το ελληνικό στοιχείο, σε σημείο που η επικράτειά του να είναι το μοναδικό μέρος όπου οι Έλληνες ήταν σχεδόν ισότιμοι με τους Οθωμανούς. Βέβαια ήταν αμείλικτος με όσους αμφισβητούσαν την εξουσία του.
Στην στη φρουρά του Αλή και στη στρατιωτική σχολή που ο ίδιος ίδρυσε εκπαιδεύτηκαν κάποιοι από τους σημαντικότερους πολεμιστές της Επανάστασης του 1821. Μερικοί από αυτούς ήταν ο Ανδρούτσος, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Γρίβας, ο Λάμπρος Βέικος, ο Πανουργιάς, ο Γεώργιος Bαρνακιώτης. Επίσης άλλοι σπούδασαν στις περίφημες σχολές των Ιωαννίνων με την βοήθειά του (Σαλώνων Ησαΐας).
Είναι άξιο αναφοράς ότι στο παλάτι του Αλή Πασά είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί Έλληνες λόγιοι και επιστήμονες όπως ο προσωπικός του γιατρός Γ. Σακελλάριος, ο Ιωάννης Κωλέττης, ο δάσκαλος Καλογεράς, ο Αθανάσιος Ψαλίδας,τα πειράματα του οποίου παρακολουθούσε με πρόσκαιρο μάλλον ενδιαφέρον αφού μάλλον ενδιαφερόταν γι΄αυτά στο βαθμό που θα ενίσχυαν τη δύναμή του, ο Μπαλάνος Βασιλόπουλος, ο Ιωάννης Βηλαράς κ.α. ενώ τα Ελληνικά ήταν η επίσημη γλώσσα της αυλής του.
Έλληνες ήταν και οι διαχειριστές της περιουσίας και των οικονομικών του κράτους του (Μάνθος Οικονόμου, Αλέξιος Νούτσος, Ιωάννης Σταύρου, Αθανάσιος Λιδωρίκης). Άλλος Έλληνας που λάμβανε τον πλήρη σεβασμό του Αλή Πασά ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός ενώ τα δυο άτομα που βρίσκονταν στο πλευρό του πασά στις τελευταίες του στιγμές ήταν ο Θανάσης Βάγιας, που ήταν το δεξί του χέρι καθώς και η τελευταία του σύζυγος Κυρά Βασιλική.
Όταν υπήρξαν σαφή σημάδια επικείμενης εξέγερσης εναντίον των Τούρκων, ο Αλή Πασάς θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή για να καταστήσει την Ήπειρο ανεξάρτητο κράτος. Το 1820, ζήτησε από τους Σουλιώτες βοήθεια και αυτοί επέστρεψαν στην ηπειρωτική χώρα, για να υποστηρίξουν τον προηγούμενο εχθρό τους ενάντια στο σουλτάνο. Εντούτοις, τα σχέδια του Αλή απέτυχαν και αυτός σκοτώθηκε, ενώ οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Ιωάννινα. Το 1820 όταν ο Αλήπασας επιχείρησε αυτονομία από την πύλη, οι Σουλιώτες βρέθηκαν κοντά και επέστρεψαν στο κατεστραμένο Σούλι και πολεμούσαν τώρα εναντίον της πύλης, της τεράστιας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Νικήθηκε ο Αλήπασας και δολοφονήθηκε, ως γνωστό, από τα στρατεύματα του Χουρσίτ στο νησάκι των Ιωαννίνων το 1822.
Οι Σουλιώτες μετά το θάνατό του, αντιστάθηκαν γενναία κλεισμένοι τώρα στο κάστρο της Κιάφας μαζί με τις γυναίκες και τελικά παρέδωσαν το Σούλι με τον όρο όλοι οι Σουλιώτες να περάσουν στα Εφτάνησα. Από εκεί σκορπίστηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και οι πολεμιστές, όπου είχε ανάγκη το επαναστατημένο Έθνος πολεμούσαν με αυταπάρνηση και γενναιότητα.
Τον Ιανουάριο του 1822, ένα χρόνο μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο Σατράπης των Ιωαννίνων χάνει τη ζωή του. Η αντιφατική αλλά και καταπληκτική σταδιοδρομία του δείχνει το μεγάλο εύρος της προσωπικότητάς του.
Από τον Απρίλη του 1820 άρχισαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στα τουρκικά στρατεύματα και στο εμπειροπόλεμο στρατιωτικό σώμα του Αλή. Τότε προσπάθησε να προσεταιρισθεί τους Σουλιώτες και τους Στερεοελλαδίτες για κοινή αντιμετώπιση των Τούρκων, με το αιτιολογικό: τη δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους. Η αναμέτρηση ανάμεσα στο Σουλτάνο και τον Αλή Πασά υπήρξε ανελέητη. Οι Σουλιώτες στην αρχή έσπευσαν σε βοήθειά του. Αργότερα όμως τον εγκατέλειψαν, γιατί δεν μπορούσαν να λησμονήσουν τη δεσποτική του διοίκηση και την τυραννική του συμπεριφορά. Όμως, με τη σύγκρουση με τα Σουλτανικά στρατεύματα και με τον θάνατό του πρόσφερε ανεκτίμητη υπηρεσία στην Επανάσταση.
Γράφει ο Γεώργιος Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη:
«Περί αυτού του Αληπασά προείπεν ο Άγιος Κοσμάς ότι μέλλει να γένη μέγας ηγεμών και τρομερός και θέλει εξουσιάσει πολλήν γην και ότι η εξουσία του θέλει διαρκέσει εν ακμή και δυνάμει τριάκοντα τρία έτη, όπερ και εγένοντο αληθώς. Επάνω εις το 33ον έτος λοιπόν κηρυχθείς πολέμιος της Τουρκίας κατεστράφη μετά μίαν μακράν πολιορκίαν. Του Αληπασά η ανταρσία ως τόσον ηνάγκασε την Εταιρείαν και τον Υψηλάντην ως αρμοδία περίστασις, να νικήσει την Επανάστασιν πρόωρα… Του Αληπασιά ο πολυχρόνιος πόλεμος και η πολιορκία εκ μέρους της Υψηλής Πόρτας, έγιναν αιτία της των Ελλήνων Παλιγγενεσίας, ο δε θάνατος αυτού ζωή της Ελλάδος!..».
Έπειτα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις στις οποίες ο Αλής αρχικά σημείωσε κάποιες επιτυχίες, τον Οκτώβριο του 1821 υποχρεώθηκε να κλειστεί στο φρούριο των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με έγγραφο (24 Σεπτ. / 5 Οκτ. 1820) του Παπικού Προξένου Κερκύρας προς την Αγία Έδρα «Ο Αλή Πασάς ευρίσκεται από τινος μετά χιλίων περίπου εμπίστων του κλεισμένος εις το φρούριον των Ιωαννίνων, εις το οποίον πολιορκείται στενώς υπό των στρατευμάτων του Σουλτάνου… Ο Θεός δυσαρεστημένος εκ των αμαρτιών του ασεβούς τούτου, τον ετιμώρησε, μωραίνων αυτόν». Γεωργίου Θ. Ζώρα, «Η ανταρσία του Αλή Πασά εις άγνωστα έγγραφα του απορρήτου αρχείου του Βατικανού». Πριν αποσυρθεί στον Άγιο Παντελεήμονα στο νησί, προσπάθησε με γράμματα να προσεταιριστεί τους Έλληνες εναντίον του Σουλτάνου, αλλά οι επικοινωνίες αυτές δεν καρποφόρησαν.
Ο Χουρσίτ Πασάς από τον Δεκέμβρο του 1821 είχε γίνει κύριος του μεγαλύτερου μέρους της πόλης των Ιωαννίνων. Από τους δικούς του ανθρώπους πολλοί είχαν αυτομολήσει στο τουρκικό στρατόπεδο, γιατί έβλεπαν ότι κάθε προσπάθεια άμυνας ήταν μάταιη. Η προσπάθεια του Αλή Πασά, από τη θέλησή του να κρατηθεί στη ζωή, να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τον Σουλτάνο με την προοπτική να παραδοθεί, αλλά με εγγυήσεις για τη ζωή του, δεν έφερε αποτελέσματα. Στις 2 Ιανουαρίου 1822 ο Αλής και η ακολουθία του φεύγουν από το φρούριο και με καΐκια εγκαθίστανται στα κελιά του μοναστηριού. Ο Αλής αισθάνεται αμηχανία και ανησυχία. Ήδη το δράμα έφτασε στην κορύφωσή του.
Τις τελευταίες στιγμές του διασώζει ο Σπ. Π. Αραβαντινός:
«…Την πρωίαν περί την δείλην της 24ης Ιανουαρίου, οι εν τη νήσω σωματοφύλακες του Αλή ανήγγειλαν αυτώ, ότι λέμβοι πολλαί, πλήρεις οπλιτών, εφαίνοντο πλαίουσαι προς την νήσον. Ο Αλής επί τω απροσδοκήτω ακούσμασι κατελήφθη υπό τρόμου και ανέμινε μετ’ αγωνίας την άφιξιν λέμβων».
Μετά από μισή ώρα έφτασαν πολυάριθμοι οπλίτες στην αυλή της Μονής, οι οποίοι συγκρούστηκαν με τους σωματοφύλακες του Αλή. Ο Αλής οχυρώθηκε μέσα στο δωμάτιο, ενώ οι Τούρκοι οπλίτες εισήλθον στο υπόγειο, κάτω από το δωμάτιο και πυροβολούσαν προς τα πάνω. Σε κάποια στιγμή μια σφαίρα που έριχναν από το υπόγειο, τυχαίως διεπέρασε την κοιλιά του. Οι σωματοφύλακές του όταν είδαν τον Αλή ψυχορραγούντα, άνοιξαν τα παράθυρα και δήλωσαν ότι παραδίνονται. Ο επικεφαλής των Τούρκων Μεχμέτ ανέβηκε τα σκαλιά, μπήκε στο κελί και απέκοψε την κεφαλή του Βεζύρη Αλή Πασά. Το πρωί της άλλης ημέρας το ακέφαλο σώμα του Αλή μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα. Η κεφαλή του Αλή παραδόθηκε στους σωματοφύλακες του Αλή, οι οποίοι, αφού την κάλυψαν με πολύτιμο ύφασμα, την περιέφεραν στην πόλη. Μετά την περιφορά την ταρίχευσαν και την απέστειλαν στην Κων/λη. Το ακέφαλο σώμα του ετάφη στο Τζαμί Φετιγιέ στο Φρούριο, όπου παλιότερα υπήρχε ο ναός του Αρχάγγελου Μιχαήλ, κοντά στις επάλξεις, δίπλα στον τάφο της συζύγου του Εμινέ, σε τάφο που ο ίδιος ο Αλής είχε προετοιμάσει για τον εαυτόν του.
Η αντίσταση του Αλή Πασά κατά της Πύλης που κράτησε περίπου δεκαεννιά μήνες βοήθησε τους Έλληνες στην προεπαναστατική προετοιμασία και την πρώτη περίοδο της εθνεγερσίας.
Γράφει σχετικά ο Ντάγκλας Ντέηκιν:
«Η περιπετειώδης σταδιοδρομία του (του Αλή) ανήκει και στην ελληνική και στην τουρκική ιστορία. Τα στελέχη που επάνδρωσαν την αυλή του και την διοίκησή του ήταν ως επί το πλείστον Έλληνες. Τα Γιάννενα, κάτω από την ηγεμονία του, έγιναν ένα από τα κέντρα της ελληνικής αναγέννησης. Εκείνο όμως που είχε τη μεγαλύτερη σημασία ήταν η πολιτική του σταδιοδρομία. Ο Αλής, και όχι ο Σουλτάνος, ήταν εκείνος που οδήγησε τους Έλληνες κλέφτες σε κατάσταση απελπισίας και τους μεταμόρφωσε σε κάτι εντελώς διαφορετικό από απλούς τοπικούς «κλαρίτες» που ήταν πριν… Οι κλέφτες, είτε ως αρματολοί στην υπηρεσία του, είτε ως εχθροί του στις συγκρούσεις που είχαν με τις ένοπλες ομάδες του, έμαθαν στην εντέλεια την τέχνη του κλεφτοπολέμου».
Λίγες μέρες αργότερα αποκεφαλίστηκαν στην Κων/λη και οι τρεις γιοι του: ο Βαλή Πασάς, κυβερνήτης των Τρικάλων, ο Μουχτάρ Πασάς, διοικητής της Αυλώνας και ο Μεχμέτ Πασάς, διοικητής του Δελβίνου, καθώς και ο γιος του Βαλή Πασά των Τρικάλων. Για τους θησαυρούς του Αλή Πασά δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για την τύχη τους. Σύμφωνα με μία μαρτυρία του Άγγλου ιερέα Ρ. Ουώλς, ο οποίος συνάντησε την Κυρά-Βασιλική στην Κων/λη τον Μάρτιο του 1822, όπου βρισκόταν υπό περιορισμό στο Πατριαρχείο, «η γυναίκα του η Βασιλική είπε ότι ένα μεγάλο μέρος από τα πλούτη του στάλθηκαν στους επαναστατημένους Έλληνες για να τους βοηθήσουν».
Ένα μεγάλο μέρος των θησαυρών φαίνεται ότι το σφετερίστηκε ο Χουρσίτ Πασάς γιατί ο Σουλτάνος διέταξε έρευνες εις βάρος του και αποφασίστηκε ο αποκεφαλισμός του. Μόλις πληροφορήθηκε την απόφαση ο Χουρσίτ αυτοκτόνησε. Και ο Περαιβός γράφει για τον Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά: «Ο Μεχμέτ Χουρσίτ Πασάς όστις, ως προείρηται, ήτο ικανός διά τα φυσικά του προτερήματα και φήμην να καθυποτάξη την Ελλάδα, αποθνήσκει με το κώνειον, διότι κατηγορήθη από τον Σουλτάνον, ότι εσφετέρισε πολλών χρημάτων ποσότητα εκ των θησαυρών του Αλή Πασά». Ο Δημήτρης Σταμέλος σε άρθρο του στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», τεύχος 271, Ιανουάριος 1991 γράφει για το τέλος του Αλή Πασά: «Μέσα σε ατμόσφαιρα καχυποψίας και αγωνίας έφυγε από τη ζωή ο Αλής που γνώρισε την ευδαιμονία της στις κορυφώσεις της».
Ο Μεχμέτ Αλή ή Μωχάμετ Αλή Πασάς ή (1770 ή 1771 – 1849) ήταν βαλής της Αιγύπτου. Στην Αίγυπτο ως αρχηγός σώματος τεσσάρων χιλιάδων Αλβανών, διακρίθηκε γρήγορα και αφού προσεταιρίστηκε τους Μαμελούκους Τούρκους, αναδείχθηκε με πραξικόπημα και με απαίτηση των Αλβανών, των Μαμελούκων και του λαού, διοικητής της Αιγύπτου και αναγνωρίσθηκε από την Πύλη το 1805. Αφού στερέωσε τη θέση του, άσκησε δικτατορική εξουσία στην Αίγυπτο, γιατί αφενός απέναντι στο Σουλτάνο έγινε κατ’ ουσίαν ανεξάρτητος, αφετέρου στο εσωτερικό κατόρθωσε να εκμηδενίσει κάθε αντίσταση.
Το 1811 εξόντωσε με δόλο όλους τους αρχηγούς των Μαμελούκων και με τους γιους του νίκησε τους Βαχαβίτες της Αραβίας. Η εσωτερική του διακυβέρνηση ήταν ευεργετική για τη χώρα. Κατασκεύασε αρδευτικά έργα, προστάτευσε και προήγαγε τη γεωργία, διευκόλυνε τις μεταφορές με μεγάλο στόλο ποταμόπλοιων, αναδιοργάνωσε το στρατό και το στόλο της Αιγύπτου με τη βοήθεια Ευρωπαίων. Μετά από πρόσκληση του Σουλτάνου Μαχμούτ, έστειλε τον γιο του Ιμπραήμ με ισχυρό στρατό και στόλο να υποτάξει την επαναστατημένη Ελλάδα. Την περίοδο 1831 με 1833 κατέκτησε τη Συρία και ζήτησε να την κρατήσει αφού νίκησε επανειλημμένως τα στρατεύματα του Σουλτάνου. Επενέβησαν όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις και τον ανάγκασαν να φύγει από την Ασία. Πέτυχε όμως την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος επί της αντιβασιλείας για την οικογένεια του. Συνεχίζοντας την αναδιοργάνωση της Αιγύπτου, ανοικοδόμησε την Αλεξάνδρεια, προήγαγε την καλλιέργεια του βαμβακιού και ίδρυσε διάφορες σχολές. Το 1844 επειδή αρρώστησε, παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Ιμπραήμ, ο οποίος όμως πέθανε μετά από δύο μήνες. Αυτόν διαδέχθηκε ο Αμπάς ο Α’ επί της βασιλείας του οποίου πέθανε ο Μωχάμετ Άλη.
Ήταν μια εποχή πολλών καταστροφών και δοκιμασιών για την Ελλάδα. Ο Μωχάμετ Άλη όμως τους συμπαραστάθηκε σ’ αυτή τη δοκιμασία χάρις ακριβώς στις στενές σχέσεις και τη φιλία που είχε με τον Μιχάλη Τοσίτσα. Έτσι, σ’ όλους τους τομείς, το προσωπικό ήταν Έλληνες τεχνικοί, σχεδιαστές, εργολάβοι, μηχανικοί κ.τ.λ. Σημαντικό ήταν ότι για την κατασκευή του πρώτου εμπορικού του στόλου χρησιμοποίησε Έλληνες ναυπηγούς του Σουέζ. Στα παλάτια του οι κηπουροί ήταν Έλληνες. Στον στρατό του χρησιμοποιούσε Έλληνες εθελοντές. Ακόμα, για την κατασκευή του καναλιού της Μαχμουτίας χρησιμοποίησε προσωπικό Έλληνες.
Έφθαναν οι Έλληνες στην Αίγυπτο, στην αναδημιουργική αυτή περίοδο, γιατί είχαν ακούσει για τα φιλάνθρωπα και φιλελληνικά αισθήματα του Μωχάμετ Άλη. Έτσι, όλοι αυτοί οι Έλληνες, προσκεκλημένοι κατ’ αρχήν φίλοι του Μωχάμετ Άλη και ύστερα άλλοι για ένα καλύτερο μέλλον απετέλεσαν το προζύμι για την ανασύσταση και αναδημιουργία του Αιγυπτιώτικου Ελληνισμού που έμελλε να πλουτίσει και να ζήσει μέρες δόξας και πολιτισμού στις όχθες του Νείλου. «… οι Έλληνες προστρέχουν εις την Αίγυπτον από όλα τα σημεία και ούτω ως διά μαγείας αρχίζει ο διασκεδασμός των ημετέρων ανά τα τέσσερα πέρατα της Νειλώας κοιλάδας μερικοί τολμηρότεροι χωρούν έτσι περαιτέρω εν τοις πρώτοις και αυτοί μεταξύ των Ευρωπαίων εις τα βάθη της μυστηριώδους Μαύρης Ηπείρου.
Ο Μωχάμετ Άλη ακριβως αυτή την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης βρισκότανε σε μεγάλη αναταραχή και φόβο, γιατί είχε την εντύπωση ότι η Αγγλία μπορούσε να εισβάλει στην Αίγυπτο. Ήταν ανήσυχος και ταυτόχρονα φιλοδοξούσε να λάβει μέρος κι αυτός στην Ελληνική Επανάσταση. Στην Αίγυπτο οι Έλληνες οργανώθηκαν σε σώματα και από το 1815, ίσως, ήδη πολλοί απ’ αυτούς είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία αλλά και άλλοι μετά την άφιξη του φιλικού Αντωνίου Πελοπίδα.
Όλα αυτά τα γνώριζε ο Μωχάμετ Άλη, αλλά λόγω της σχέσης του με σημαίνοντα πρόσωπα της Ελληνικής ομογένειας της Αιγύπτου «έκλεισεν εκουσίως τους οφθαλμούς του προ των αναπτυσσομένων ενεργειών υπό των εν Αιγύπτω Ελλήνων …». Από διάφορες ιστορικές μαρτυρίες φαίνεται καθαρά ότι τουλάχιστον ο Μωχάμετ Άλη στην αρχή της Ελληνικής Επανάστασης τήρησε στάση φιλική και ευνόησε την παροχή κάθε βοήθειας από τους εγκαταστημένους στην Αίγυπτο Έλληνες. Υπάρχουν φυσικά αργότερα διάφορες υπόνοιες ότι ο Μωχάμετ Άλη συμπορεύτηκε μαζί με την Πύλη και αγωνίστηκε για την καταστολή της επανάστασης.
Ήταν, όπως είπαμε, άνθρωπος φιλόδοξος και ήθελε να μεγαλουργήσει και να γραφτεί το όνομά του στην ιστορία. Γι’ αυτό δεν το θεωρούσε φρόνιμο να παραμείνει κλειστός στον χώρο της Αιγύπτου μόνο, αναζητούσε διέξοδο προς την Ευρώπη. Έτσι, το 1822 αποδέχεται την διακυβέρνηση της Κρήτης, αποστολή που του ανατέθηκε από την Πύλη, όπου τον Απρίλιο του 1823 καταστέλλει την επανάσταση και η κατάσταση επανέρχεται στην ομαλότητα.
Έμεινε πιστός στον Σουλτάνο και στις 10 Ιανουαρίου 1824 τού ανέθεσε την καταστολή της επανάστασης στην Πελοπόννησο, με ανταμοιβή, εκ των προτέρων, το πασαλίκι του Μοριά. Τότε, η είσοδός του αυτή τού άνοιξε, όπως ο ίδιος τουλάχιστον πίστευε, τον δρόμο, ακόμα μέχρι την Κωνσταντινούπολη και την Ευρώπη! Με τέτοιους στόχους ο Μωχάμετ Άλη επιθυμούσε αληθινά να προσαρτήσει την Ελλάδα στο κράτος του, για να μπορέσει να εκπληρώσει το πρόγραμμά του δηλ. την αναγέννηση και τον εκπολιτισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τους Έλληνες στενούς του συνεργάτες και βοηθούς. Αλλά όμως ένα πράγμα δεν μπόρεσε να καταλάβει παρ’ όλη την εξυπνάδα του. Ότι ο Ελληνικός λαός, καλά προετοιμασμένος και αποφασισμένος, ήθελε να με την αποτίναξη του ξένου ζυγού να ζήσει ελεύθερα και να ανασυγκροτήσει την ένδοξη και ηρωική Ελλάδα κι όχι για να αλλάξει κατακτητή.
Υπάρχουν, ως γνωστόν, πολλές θεωρίες γύρω από το θέμα της καταγωγής του. Βέβαιο πάντως είναι ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα της Μακεδονίας. Από τον καιρό εκείνο συνδέθηκε στενότατα με τους Έλληνες· έτσι εξηγείται το γιατί τους κάλεσε στην Αίγυπτο, τους βοήθησε να ανέλθουν σε όλους τους τομείς της χώρας και τέλος τους χρησιμοποίησε και ο ίδιος ωφεληθείς από τις υπηρεσίες τους. Πολλοί Έλληνες της τότε εποχής τον λάτρεψαν πραγματικά για την υποστήριξή του. Στάθηκε στο πλευρό όλων και ικανοποιείτο για την προσωπική τους άνοδο και επιτυχία στο εμπόριο, τη βιομηχανία, στις διάφορες τέχνες. Μάλιστα λέγεται ότι είχε μέσα στις φλέβες του ελληνικό αίμα. Αυτός λάτρευε τους Έλληνες. Κι εκείνοι το ίδιο.
Όταν ιδρύθηκε το Ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος διορίστηκε πρώτος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην Αίγυπτο ο Μιχαήλ Τοσίτσας, φίλος και συνεργάτης του από τον καιρό που ήταν στην Καβάλα. Του συμπαραστάθηκε και τον βοήθησε στη συνέχεια, όταν ιδρύθηκε η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας και εκλέγηκε πρώτος πρόεδρός της. Με τις μεγάλες του αγαθοεργίες ο Τοσίτσας ανακηρύχθηκε μεγάλος ευεργέτης του Έθνους.Ο Μωχάμετ Άλη ήταν εκείνος που στάθηκε στο πλευρό των Ελλήνων της Αιγύπτου στα πρώτα βήματα της δημιουργίας τους.
Πηγές:
https://www.proinoslogos.gr/αρθρογραφια/44274-το-τραγικό-τέλος-του-αλή-πασά-των-ιωαννίνων
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλή_Πασάς
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σουλιώτες
http://www.epoxi.gr/Scriptum00/scriptum011.htm
https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/23118-i-istoria-tou-moxamet-ali-kai-oi-sxeseis-tou-me-ton-ellinismo-tis-aiguptou
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μεχμέτ_Αλή_Πασάς
greekhistoryandprehistory