Η αίσθηση ότι επικρατεί το Δίκαιο, η εξάλειψη της συγκριτικής φτώχειας, η καταπολέμηση της αλαζονείας και η ισότιμη αντιμετώπιση όλων, απέναντι στους κοινούς κανόνες συμβίωσης, είναι οι βασικότερες προϋποθέσεις δημιουργίας «κοινωνικών» συνειδήσεων
Κατηγορούμαστε από πληθώρα μέσων μαζικής ενημέρωσης του εξωτερικού, από τις κυβερνήσεις μας αλλά και από τους ίδιους τους εαυτούς μας σε σταθερή, σχεδόν μονότονη βάση, ότι «φοροδιαφεύγουμε συστηματικά» – κυρίως από «στρεβλή» ευχαρίστηση, θύματα και θύτες μαζί ενός ιδιόμορφου «αθλητικού ιδεώδους» της φυλής μας, στο οποίο διακρινόμαστε παγκοσμίως, για τις εξαιρετικές επιδόσεις μας. Με περιορισμένες ίσως εξαιρέσεις, ενδεχομένως χωρίς καμία αμφιβολία, οι κατηγορίες αυτές δεν είναι «άνευ αντικειμένου» – είναι σωστές δηλαδή, κρίνοντας από πολλές διαφορετικές διαπιστώσεις.
Πρόκειται όμως για μία «εγγενή ασθένεια» του λαού μας, η οποία δεν μπορεί να αιτιολογηθεί λογικά, ή ίσως οφείλεται σε άλλες, όχι και τόσο «ανεξήγητες» αιτίες; Μήπως είναι ένα «μέσον προστασίας», αναμφίβολα «μη συμβατικό», απέναντι σε δεδομένες, ανεξέλεγκτες συνθήκες, οι οποίες ουσιαστικά «αναγκάζουν», οδηγούν καλύτερα στην «παρανομία», χωρίς απαραίτητα να αντλούν ευχαρίστηση οι «παραβάτες» από τις «στρεβλές» συμπεριφορές τους; Μήπως οφείλεται σε μία γενικώς επικρατούσα «κριτική στάση» των Πολιτών απέναντι στο κράτος τους και στη δημόσια διοίκηση τους – πολλές φορές ακόμη και μηδενιστικά «απορριπτική», η οποία όμως δεν είναι «εξτρεμιστικά» παράλογη, όπως συνήθως παρουσιάζεται;
Δεν είναι αλήθεια ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μας (πολλών άλλων χωρών πλέον αφού, για παράδειγμα, στη Γερμανία 100.000 άτομα προσάγονται κάθε χρόνο στα Δικαστήρια, λόγω ιδιωτικής χρεοκοπίας – μέσο καθαρό ετήσιο εισόδημα ελευθέρων επαγγελματιών, με βάση τις φορολογικές τους δηλώσεις, 14.580 €, έναντι περίπου 12.000 € των Ελλήνων), υποχρεωμένο να επιβιώνει, χρόνια τώρα, στηριζόμενο στις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις, χωρίς την παραμικρή «προστασία» από το κράτος του; Δεν φορολογείται έμμεσα ο Πολίτης, με χίλιους δυο τρόπους, όπως
(α) Από τα φροντιστήρια που πρέπει να στέλνει τα παιδιά του – επειδή το κράτος συνεχίζει να επιμένει στην εισαγωγή στα Πανεπιστήμια μέσω εξετάσεων (με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να οδηγούνται χιλιάδες παιδιά Ελλήνων σε χώρες του εξωτερικού, οι οποίες «εξαργυρώνουν» αδρά τις «συστημικές» αδυναμίες και τις «πολιτικές αγκυλώσεις» μας), ενώ κάποιοι καθηγητές των δημοσίων σχολείων δεν διδάσκουν σωστά, για να κάνουν ιδιωτικά «κατ’ οίκον» μαθήματα;
(β) Από κάποιους γιατρούς που πρέπει να πληρώνει, επειδή ουσιαστικά εξασκούν το επάγγελμα τους στα ιδιωτικά τους ιατρεία – ενώ μέσα από τον «επίσημο» χώρο εργασίας τους (νοσοκομεία, ΙΚΑ κλπ), προσελκύουν απλά και μόνο πελάτες;
(γ) Από πολλούς άλλους οι οποίοι, «προστατευμένοι» από μία «συντεχνιακή νομοθεσία» στα μέτρα τους, τον «απομυζούν» σε σταθερή βάση;
Δεν είναι «φόροι» τα υπερβολικά ποσά που πληρώνονται στους Δήμους, μεταξύ άλλων για την αποκομιδή των σκουπιδιών, όταν υπολογίζονται με το τετραγωνικό του ακινήτου και όχι με το μέγεθος του «κάδου», όπως παντού στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου, ακόμη και όταν δεν είναι νοικιασμένο, όταν δεν έχει δηλαδή σκουπίδια, να πληρώνει το ίδιο ποσόν, σαν να είχε;
Δεν είναι «φόροι» οι συνεχώς αυξανόμενες τιμές πλήθους «αγαθών» και «υπηρεσιών», ακόμη και προϊόντων βασικής διατροφής, επειδή ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί σχεδόν σε κανέναν επιχειρηματικό κλάδο;
Μειώνονται ποτέ οι τιμές «χρέωσης», οι οποίες κάποια στιγμή αυξήθηκαν, έστω αιτιολογημένα; (για παράδειγμα, το ηλεκτρικό ρεύμα λόγω πετρελαίου, το οποίο όμως παρέμεινε ακριβό, παρά την πτώση που ακολούθησε;). Δεν συνιστούν και αυτές οι τιμές με τη σειρά τους «φόρους», αφού μειώνουν (άδικα) το εισόδημα μας;
Εάν όλοι αυτοί οι «φόροι», όπως και πολλοί άλλοι (θα μπορούσαμε να αναφέρουμε χιλιάδες ακόμη, όπως τα νέα τέλη κυκλοφορίας, με το απίστευτο «περιβαλλοντικό» τέλος – που ευχόμαστε όμως να διατεθεί για το περιβάλλον), δεν καταλήγουν στα ταμεία του κράτους (κάποιοι καταλήγουν βέβαια, αλλά κακοδιαχειρίζονται – εάν δεν «μεταναστεύουν» στα ταμεία της διαφθοράς), σημαίνει μήπως ότι δεν μας επιβαρύνουν το ίδιο, χωρίς μάλιστα την παραμικρή «ανταποδοτικότητα»; Εάν τα προσθέσουμε όλα αυτά στο 21% περίπου του ΑΕΠ που πληρώνουμε για φόρους (ίδιο σχεδόν με τη Γερμανία, υψηλότερο από την Ιαπωνία), δεν θα «υπερσκελίσουμε» τις ρεαλιστικές «φοροδοτικές» ικανότητες του πληθυσμού μας; Πόσο μάλλον του έντιμου φορολογικά, εν μέσω παγκόσμιας, ευρωπαϊκής αλλά και αμιγώς Ελληνικής ύφεσης και κρίσης;
Περαιτέρω, εάν ο μέσος Πολίτης δεν έχει τη δυνατότητα της «φοροαποφυγής» των πολυεθνικών (που «επιβάλλεται» ουσιαστικά από αυτές στα κράτη, με τη βοήθεια των πανίσχυρων «λόμπυ» τους), πρέπει να αντιμετωπίζει με απάθεια και με κατανόηση τις νομότυπες «υπεξαιρέσεις» τους; Εάν η «φορολογική βάση», το φορολογητέο δηλαδή εισόδημα που έχει στη διάθεση της η Πολιτεία, μειώνεται αντιστρόφως ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των πολυεθνικών, πρέπει ο Πολίτης να λειτουργεί «εξισορροπητικά», πληρώνοντας ο ίδιος τους φόρους που εκλείπουν; που έχουν «αφαιρέσει» δηλαδή οι πολυεθνικές από τα ταμεία του κράτους;
Δεν πρέπει να υπάρξει κάποτε «συναινετικός» διάλογος των κοινωνικών εταίρων, με τη στενή συνεργασία των κομμάτων, ο οποίος θα επιλύσει πραγματικά τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας, πριν ακόμη «αναζητηθεί» η «συνέπεια» και η «φορολογική συνείδηση»; Δεν πρέπει κάποτε να σταματήσει να «βάλλει» ο ένας εναντίον του άλλου – Πολίτες και Κράτος – σαν να πρόκειται για δύο διαφορετικές, εχθρικά αντιμαχόμενες «φατρίες»; Αν και, κατά την άποψη μας, είναι πλέον πολύ αργά για τέτοιου είδους ερωτήματα, δεν πρέπει να πάψουμε να «εναποθέτουμε» όλες τις προσδοκίες μας στο κράτος, σταματώντας να είμαστε οι ίδιοι τα αναπόσπαστα μέρη εκείνου του «συστήματος εξουσίας» που κατηγορούμε, περιμένοντας ταυτόχρονα την εκπλήρωση των ονείρων μας από το ίδιο;
Όμως, εάν οι φόροι που πληρώνουμε δεν μπορούν να αυξηθούν, παρά το ότι η οικονομική μας κατάσταση (υπερχρέωση, τεράστια ελλείμματα κλπ) το επιβάλλει, πως είναι δυνατόν να επιλυθούν τα προβλήματα μας; Τέλος, εάν η «άλλη λύση», η υγιής οικονομική ανάπτυξη δηλαδή, η οποία προϋποθέτει έναν «λειτουργικό» παραγωγικό μηχανισμό, δεν μπορεί να επιτευχθεί λόγω της σχεδόν πλήρους καταστροφής του, πως είναι δυνατόν να ξεφύγουμε από την υφιστάμενη «παγίδα ρευστότητας» και να αποφύγουμε τη χρεοκοπία;
Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ
Προσπαθώντας να καταλάβουμε, ανεξάρτητα από τα άλυτα προβλήματα που διαπιστώνουμε, γιατί η χώρα μας παρέμεινε, παρά το φυσικό πλούτο και τις μεγάλες δυνατότητες της, συγκριτικά στάσιμη και φτωχή, εντελώς ανίσχυρη και μάλλον «παραμελημένη», συνειδητοποιήσαμε ότι, το σημαντικότερο εμπόδιο στην πρόοδο της ήταν (και είναι), μία παράδοξη εχθρότητα των Ελλήνων απέναντι στο κράτος τους – κατ’ επέκταση, απέναντι στον εαυτό τους, αφού το κράτος είμαστε όλοι εμείς.
Η αιτία αυτής της εχθρότητας, η «πηγή» ουσιαστικά όλων των προβλημάτων και των δυσλειτουργιών της Ελλάδας, η οποία «καταδικάζει» τους Πολίτες της να αντιστέκονται σε κάθε είδους πρωτοβουλία, με στόχο την καλυτέρευση της χώρας τους (διαρθρωτικά μέτρα κλπ), έχουμε την άποψη ότι δεν είναι άλλη από μία απίστευτη «αλαζονεία της εξουσίας», η οποία δηλητηριάζει κυριολεκτικά ολόκληρο τον «κοινωνικό βίο».
Αναφερόμενοι στην έννοια της «εξουσίας», δεν περιοριζόμαστε μόνο στη θεσμική της «έκφραση», στους πολιτικούς δηλαδή, αλλά σε όλες τις υπόλοιπες «μορφές» της: επιχειρηματίες, βιομήχανους, managers, δημοσιογράφους, εκδότες, τραπεζίτες, ανώτερους δημοσίους λειτουργούς, αθλητές, καθηγητές, ηθοποιούς, τηλεοπτικούς «αστέρες», τραγουδιστές και γενικά σε όλα τα, κατά κάποιον τρόπο, «προβεβλημένα» άτομα – ουσιαστικά στα «πρότυπα» της κοινωνίας μας.
Όλοι αυτοί, αλλά και πολλοί άλλοι, χαρακτηρίζονται δυστυχώς από μία υπερβολικά μεγάλη αλαζονεία, η οποία «διεγείρει» τις αντιδράσεις του υπολοίπου πληθυσμού, δημιουργώντας συναισθήματα «συγκριτικής φτώχειας» και αδικίας. Το αποτέλεσμα είναι «ο απλός Πολίτης» να τοποθετείται απόλυτα εχθρικά, απέναντι σε όλους και σε όλα, θεωρώντας τους πάσης φύσεως «προβεβλημένους αστέρες», τους διάφορους «αλαζόνες» δηλαδή, σαν τα επί μέρους «συστατικά» του κράτους: σαν το ίδιο το «μισητό» κράτος.
Εάν δεν επιλυθεί αυτό το πρόβλημα, εάν δεν καταπολεμηθεί δηλαδή η «αλαζονεία της εξουσίας», η οποία δημιουργεί, αυτόματα, συμπλέγματα κατωτερότητας σε όλον τον υπόλοιπο πληθυσμό, δύσκολα θα αλλάξει κάτι στη χώρα μας – υποθέτουμε ότι δεν θα εφαρμοστεί κανένα διαρθρωτικό μέτρο, ακόμη και αν αντιμετωπίσουμε «κατά πρόσωπο» τη χρεοκοπία ή εάν «διοικηθούμε» από την καλύτερη κυβέρνηση του κόσμου.
Η ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Ειδικά σε σχέση με τη φορολογία, διαπιστώνουμε ότι ακόμη και κάποια προηγμένα κράτη (Γερμανία, Γαλλία κ.α.), τα οποία είχαν «ενσωματώσει» πολλά χρόνια πριν τη φορολογική στη λοιπή συνείδηση των Πολιτών τους (ο δικός μας χρόνος προσαρμογής πιθανολογούμε ότι «έληξε» περί το έτος 2000), ευρίσκονται ξανά αντιμέτωπα με το ίδιο πρόβλημα. Τα μέσα δε που αυτή τη φορά επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν για την αντιμετώπιση του προβλήματος, είναι εντελώς διαφορετικά: δεν είναι πλέον «εκπαιδευτικά» και ανασταλτικά, αντίστοιχα με του παρελθόντος, αλλά δυστυχώς «καταναγκαστικά» και κατασταλτικά.
Αναλύοντας το γεγονός, θεωρούμε ότι η δημιουργία συνείδησης γενικότερα, δεν απαιτεί απλά και μόνο θεωρητικές αναφορές σε θέματα που θα επιθυμούσαμε να αντιμετωπίζονται συνειδησιακά από αυτούς που εκπαιδεύουμε – είτε αυτοί είναι τα παιδιά μας, είτε το σύνολο των Πολιτών μίας κοινωνίας. Αυτό που πραγματικά απαιτείται, είναι η έμπρακτη τήρηση των συγκεκριμένων κανόνων, εν πρώτοις από τους διδάσκοντες και στη συνέχεια από τα κάθε είδους προβεβλημένα πρότυπα του στενού περιβάλλοντος μας και της κοινωνίας γενικότερα.
Ειδικά όσον αφορά τη φορολογική συνείδηση και ανεξάρτητα από την εκάστοτε φορολογική νομοθεσία που «επιλέγεται» ή επικρατεί, η βασικότερη προϋπόθεση μίας «εκπαιδευτικής» δημιουργίας της, είναι αναμφίβολα η ορθολογική και απολύτως διάφανη κατανομή των εξ αυτής προερχομένων εσόδων από το Κράτος – η χρηστή διαχείριση δηλαδή.
Όταν οι πολίτες εμπιστευθούν το κράτος τους, αναφορικά τουλάχιστον με τη διαχείριση των φόρων που εισπράττει από αυτούς, έχουν ήδη τοποθετηθεί οι βάσεις της φορολογικής συνείδησης. Όταν δηλαδή είναι απολύτως βέβαιοι ότι τα χρήματα τους, αυτά που με τόσο κόπο και θυσίες κερδίζουν μόνοι τους και χωρίς τη βοήθεια του Κράτους, επιστρέφουν ξανά σε αυτούς με τη δημιουργία σχολείων, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων, γηροκομείων, δρόμων, αεροδρομίων κλπ, τα οποία διευκολύνουν τη ποιότητα της επαγγελματικής και λοιπής ζωής τους, η δημιουργία φορολογικής συνείδησης είναι σχεδόν δεδομένη.
Όταν τώρα υπάρξει φορολογική συνείδηση, η Πολιτεία δεν έχει ανάγκη από το μεγαλύτερο μέρος των αντίστοιχων ελεγκτών της, με αποτέλεσμα να μειώνεται το κόστος λειτουργίας του εξαιρετικά κοστοβόρου και ουσιαστικά «αντιπαραγωγικού» φοροεισπρακτικού μηχανισμού της.
Περαιτέρω, κατά την άποψη μας, η ποιότητα της Δημοκρατίας και η Ελευθερία που χαρακτηρίζει μία κοινωνία, είναι αντιστρόφως ανάλογες των αστυνομικών και λοιπών καταναγκαστικών μέτρων που επιβάλλει η Εξουσία, με στόχο το, κατά την άποψη της, «κοινό όφελος». Όταν επομένως διαπιστώνουμε την αύξηση των μέτρων αναγκαστικής επιβολής των κοινωνικών κανόνων, όπως για παράδειγμα τη δημιουργία ειδικών «κατασταλτικών σωμάτων», μειώνεται (παύει να εξελίσσεται, οπισθοδρομεί) τόσο η Δημοκρατία, όσο και η Ελευθερία.
Δυστυχώς, παρατηρείται ότι τέτοιου είδους ενέργειες προέρχονται κυρίως από την, ανεπαρκή φυσικά, πολιτική εξουσία εκείνων των κρατών (ή διακρατικών ενώσεων), τα οποία έχουν χάσει το δρόμο τους, διαχωρίζοντας τη θέση τους από τους Πολίτες τους. Αυτά τα κράτη μεταβιβάζουν τις υπευθυνότητες τους και ενοχοποιούν τους Πολίτες τους για την κακή λειτουργία των συστημάτων τους – κατ’ αναλογία με τους γονείς, οι οποίοι ενοχοποιούν τα παιδιά τους και όχι τον εαυτό τους, όταν αυτά «παραστρατούν» καθ’ οποιονδήποτε τρόπο.
Δεν καταλαβαίνουν ότι οι κοινωνίες τους έχουν απόλυτη συναίσθηση των εκάστοτε πεπραγμένων τους και δυσανασχετούν, βλέποντας την κατασπατάληση των δικών τους πόρων. Προϊόν αυτής της δυσανασχέτησης τους είναι η αντίδραση απέναντι στους πάσης φύσεως κοινούς κανόνες και η αυξανόμενη διαγραφή υφισταμένων συνειδησιακών λειτουργιών, όπως αυτή της φορολογικής συνείδησης.
ΥΓ: Η «μηδενική άμεση φορολόγηση», με την απ’ ευθείας ενίσχυση των αδύναμων εισοδηματικών τάξεων από το κράτος θα ήταν, κατά την άποψη μας, ιδιαίτερα «ανταγωνιστική» απέναντι σε άλλα κράτη και «κοινωνικά» πιο σωστή – προϋποθέτει όμως διάφορα προπαρασκευαστικά στάδια (μεταξύ άλλων, αύξηση των έμμεσων φόρων) και φυσικά δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμη.
Με τη φράση «μηδενική άμεση φορολόγηση», εννοούμε ουσιαστικά την πλήρη κατάργηση όλων εκείνων των φόρων, οι οποίοι δεν διαπιστώνονται αυτόματα και δεν «εκπίπτουν» στην «πηγή», αλλά είναι το αποτέλεσμα πολύπλοκων «ατομικών δηλώσεων» και κοστοβόρων κρατικών ελέγχων. Αυτές οι λειτουργίες συμβάλλουν στην διαφθορά και ενισχύουν την «κοινωνική εγκληματικότητα» (φοροδιαφυγή κλπ), ενώ δημιουργούν «εξ ορισμού» μεγάλες ανισότητες (όπως, για παράδειγμα, τη συνεχώς μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση της εξαρτημένης εργασίας, σε σχέση με την ανεξάρτητη – αντίθετα, τη μεγαλύτερη «ελεγκτική» επιβάρυνση των ελευθέρων επαγγελματιών), οι οποίες θα ήταν ιδανικό να εξαλειφθούν.
Αθήνα, 25. Δεκεμβρίου 2009
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου