ΥΠΟΘΕΣΗ ΝΟΒΑΡΤΙΣ:ΟΧΙ κύριοι, η δωροδοκία δεν συνιστά Υπουργικό καθήκον!
Η υπόθεση Νοβάρτις «ξαναχτύπησε» την πόρτα της καθημερινότητάς μας επ’ αφορμή την κλήση του Λοβέρδου για εξηγήσεις που προωθήθηκε στην Βουλή. Και βλέπω τόσο τον Αντιπρόεδρο της ΝΔ Αδωνι Γεωργιάδη όσο και στελέχη της, αλλά και συναδέλφους να υποστηρίζουν ότι το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας των εμπλεκομένων Υπουργών έχει παραγραφεί.
Το θέμα δεν είναι νέο, έχει απασχολήσει εδώ και δεκαετίες την Βουλή, την κοινωνία αλλά και τον νομικό κόσμο εξαιτίας προηγούμενων εξεταστικών επιτροπών και εδράζεται στο περίφημο άρθρο 86 του Συντάγματος που προβλέπει ότι, αν η Βουλή δεν ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος Υπουργού για αδικήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων του εντός δύο τακτικών συνόδων μετά την λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου, τότε επέρχεται παραγραφή. Κοντολογίς, καποιοι ισχυρίζονται ότι αν ο Υπουργός διέπρατε αδίκημα εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του, η maximoum περίοδος παραγραφής ήταν (και εξακολουθεί να είναι) περίπου 6 χρόνια, ανεξάρτητα αν αφορά κακούργημα ή πλημμέλημα και αν αφορά στα υπηρεσιακά του καθήκοντα ή τελούνται επ’ αφορμή αυτών. Μια όμως, μικρή ιστορική αναδρομή θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τι ακριβώς πράγματι ισχύει.
Το Σύνταγμα του 1974/1986 ουδεμία βραχύβια παραγραφή καθόριζε στο τότε άρθρο 86, ενώ γινόταν αναφορά στον νόμο περί ευθύνης Υπουργών, ο οποίος όμως εκδόθηκε μόλις το 1997. Ειχε βέβαια προηγηθεί το 1989 το σκάνδαλο Κοσκωτά και η δίωξη εις βάρος του Ανδρέα Παπανδρέου και Υπουργών του, που οδήγησαν στις 16 Ιανουαρίου του 1992 στην αθώωση του πρώτου από το Ειδικό Δικαστήριο και την καταδίκη του Δημήτρη Τσοβόλα και Γιώργου Πέτσου σε φυλάκιση 2,5 ετών και δέκα μηνών αντίστοιχα. Η δίκη αυτή είχε διεξαχθεί επί τη βάσει του ν.δ. 802/1971, ο οποίος προέβλεπε παραγραφή των κατά την υπηρεσία αδικημάτων των Υπουργών στο τέλος της πρώτης τακτικής συνόδου της επομένης κοινοβουλευτικής περιόδου (maximoum περίπου μια πενταετία), εξου και έσπευσε το 1989 η ΝΔ και ο τότε Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου (ΚΚΕ και ΕΑΡ) να συμπράξουν κυβερνητικά (κυβέρνηση ΤζαννήΤζανετάκη) για να αποφύγουν την παραγραφή. Μετά, λοιπόν, την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου, την πτώση της ΝΔ και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, το 1993 ασκήθηκε δίωξη κατά του Μητσοτάκη και υπουργών του για τις υποθέσεις πώλησης της ΑΓΕΤ Ηρακλής και των τηλεφωνικών υποκλοπών, η οποία ανεστάλη το 1995 με πρόταση πάλι του ΠΑΣΟΚ και υπό τις αντιδράσεις των άλλων πολιτικών χώρων. Οι δύο τότε κραταιοί πολιτικοί χώροι συνειδητοποίησαν ορθά (αλλά και για αυτονόητους λόγους αυτοσυντήρησης) ότι δεν είναι δυνατόν να ποινικοποιούνται οι πολιτικές επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης «…για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ή «βεντέτας»…» όπως αναφέρει σε πρόσφατη αρθρογραφία του και ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Οδηγηθήκαμε, συνεπώς, στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, όπου το άρθρο 86 αναθεωρείται, εν πολλοίς προς το ορθόν, για πρώτη όμως φορά περιλαμβάνει την ισχύουσα βραχύβια παραγραφή για αδικήματα Υπουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων, εννοώντας την άσκηση πολιτικής και όχι την διάπραξη ποινικών αδικημάτων, ενώ μετέπειτα εκδίδεται και ο ν. 3126/2003 περί ευθύνης Υπουργών.
Όμως, φευ, έκτοτε η σκοπιμότητα «νίκησε» την λογική και μέχρι σήμερα η συνταγματική αυτή διάταξη ήταν η αιτία της εντός Βουλής πολιτικής συγκάλυψης σε ποινικά αδικήματα, όπως η παθητική δωροδοκία Υπουργού, τα οποία θεωρήθηκαν (με εξαίρεση την περίπτωση Τσοχατζόπουλου) ότι εμπίπτουν στα αδικήματα των Υπουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Πως μπορεί όμως η παθητική δωροδοκία να είναι καθήκον ενός Υπουργού? Πως γίνεται ο δωροδοκηθείς Υπουργός, ο οποίος κατ’ εντολήν της λαϊκής κυριαρχίας ασκεί τηνδιακυβέρνηση της χώρας και διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα,να αντιμετωπίζεται ευνοϊκότερα από τον απλό πολίτη? Σε αυτόν τον νομικό και ηθικό παραλογισμό οφείλουμε να προτάξουμε την λογική και την νομική επιστήμη, έξω και πέρα από πολιτικές αντιλήψεις και «χρωματισμούς», γιατί απλά η Δικαιοσύνη δεν μπορεί και δεν πρέπει να απονέμεται κατά το δοκούν.
Σε αυτήν την λογική βάση ενήργησε και πέρσυ τέτοιο καιρό η πλειοψηφία της εξεταστικής επιτροπής της Νοβάρτις από την τότε συγκυβέρνηση και ακριβώς διαβίβασε την δικογραφία στην Δικαιοσύνη, η οποία είναι και η μόνη αρμόδια για ποινικά αδικήματα όπως η δωροδοκία, η δωροληψία και η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος). Οι περί του αντιθέτου ανόητες και παράλογεςαιτιάσεις της ΝΔ περί τάχα πολιτικής δίωξης και δήθεν συγκάλυψης είναι έωλες γιατί πολύ απλά όλα τα στοιχεία προέκυψαν από δικογραφία σχηματισθείσα στις ΗΠΑ, όπου και οι μάρτυρες έχουν καταθέσει. Ειναι, μάλιστα εντυπωσιακό πως η ΝΔ μεταλλάζει την νομική της τοποθέτηση: στην περίπτωση Τσοχατζόπουλου το 2011 (για την υπόθεση τής απευθείας ανάθεσης ναυπήγησης τεσσάρων υποβρυχίων τύπου 214 σε γερμανικά ναυπηγεία και τη γερμανική εταιρεία HDW/Ferrostaal) υποστήριζε ότι η δωροδοκία και η δωροληψία Υπουργού δεν εμπίπτει στα καθήκοντά του και άρα δεν ισχύει η σύντομη παραγραφή, ενώ σήμερα ισχυρίζεται τα ακριβώς αντίθετα, δηλαδή ακολουθεί την υπερασπιστική γραμμή Τσοχατζόπουλου. Άκουσα, μάλιστα τον τέως Εισαγγελέα και μετέπειτα Υπουργό Δικαιοσύνης Χαράλαμπο Αθανασίου να αναφέρεται δημοσίως σε δικαστικές αποφάσεις που τάχα δικαιώνουν την άποψη αυτή.
Όμως, αποκρύβει σκοπίμως, όπως και σύσσωμη η αξιωματική αντιπολίτευση ότι, αν δεν υφίσταται κατηγορητήριο για δωροδοκία ή δωροληψία, δηλαδή για έγκλημα μέσω του οποίου αποκτάται παράνομα χρήμα, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξεπλύμαβρώμικου χρήματος). Και τούτο η συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα (λ.χ. δωροδοκία, δωροληψία, εμπορία ναρκωτικών, εμπορία όπλων κλπ) μέσω της οποίας αποκτήθηκε το παράνομο χρήμα, αν και είναι αυτοτελές αδίκημα, παράλληλα είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.Αν λοιπόν, η Βουλή το 2018 δεν έθετε τα αδικήματα της δωροδοκίας και δωροληψίας, ενώ υπάρχουν καταγγελίες σε χρηματισμό, τότε η Δικαιοσύνη δεν θα είχε νομιμοποιητική βάση να κάνει έρευνες (πχ. σε τραπεζικούς λογαριασμούς) για να εντοπίσει τυχόν «διαδρομές»ενδεχόμενου «βρώμικου» χρήματος και άρα θα καταλήγαμε σε δικαστικό αδιέξοδο. Ίσως, όμως το πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι προβάλλουν το επιχείρημα της παραγραφής, ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζονται ότι η εν λόγω υπόθεση είναι σκευωρία. Τότε γιατί οι φερόμενοι ως εμπλεκόμενοι Υπουργοί και Πρωθυπουργοί δεν ζητούν εγγράφως προς την Δικαιοσύνη την επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης κατά άρθρο 16Α του ν. 3126/2003, ώστε να αποδειχθεί η αθωότητά τους?
Αυτονόητα, βέβαια, μέχρι εκδόσεως αμετακλήτου καταδικαστικής απόφασης, το ρητό in dubio pro reo ισχύει για όλους όσους φέρονται να εμπλέκονται, όπως και για τον κάθε πολίτη και μόνον τα Δικαστήρια θα αποφανθούν ποιος ή ποιοι είναι ένοχοι ή αθώοι. Και ασφαλώς, λόγω του έντονου δημόσιου χαρακτήρα και της φύσεως τέτοιων υποθέσεων, θα πρέπει οι όποιες αποφάσεις να εκδίδονται το ταχύτερο δυνατόν, τόσο για να τιμωρούνται άμεσα οι πραγματικοί υπαίτιοι, όσο και για να αθωώνονται γρήγορα όσοι είναι μη εμπλεκόμενοι.
Άλλωστε γιατί ο εκάστοτε Υπουργός ή Πρωθυπουργός να εξαιρείται από την βάσανο της Δικαιοσύνης, όταν ο απλός πολίτης ταλαιπωρείται χρόνια καθημερινά στα Δικαστήρια για να βρει το δίκιο του?
Σημείωση: Παρακάτω παραθέτω ολόκληρο το Πόρισμα τη Βουλής, εκ του οποίου το τμήμα που αφορά την πορισματική θέση των Ανεξαρτήτων Ελλήνων είχα την τιμή να συγγράψω ως νομικός σύμβουλος μαζί με τον συνάδελφο Ιωάννη Τσουκαλά, συνεπικουρώντας την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Αικατερίνη (Κάτια) Πουλάκη
Δικηγόρος
Υποψήφια ευρωβουλευτής
των Ανεξαρτήτων Ελλήνων