32 χρόνια πριν. Δύο νεαρά κορίτσια με λευκά φορέματα σε ένα ανοιχτό θέατρο κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην υποκριτική. Η φιλία τους μόλις ξεκινούσε. Και κρατά ακόμα.
Αυτές οι δύο γυναίκες έμελλε να συνεργαστούν σε μια επιτυχία που σφράγισε την μυθοπλασία την χρυσή εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης. Με μια φωτογραφία γυρίσαμε τον χρόνο πίσω: η Μαρία Καβογιάννη και η Καίτη Κωνσταντίνου φωτογραφίζονται μαζί τρεις δεκαετίες πριν, την περίοδο που συμμετείχαν στις Τρωάδες, το 1987 (Σκηνοθέτις: Ασπασία Παπαθανασίου, Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου).
Στο σπάνιο κλικ βλέπουμε (από αριστερά) την Μαρία Καβογιάννη, την Μελίνα Μποτέλλη, την Ζαχαρούλα Οικονόμου και την -μελαχρινή, τότε- Καίτη Κωνσταντίνου. Μαρία Καβογιάννη και Καίτη Κωνσταντίνου βρίσκονταν τότε ακριβώς στο τέλος των 20s τους. Σχεδόν μια δεκαετία μετά, ένας τηλεοπτικός ρόλος, έμελλε να αλλάξει για πάντα την πορεία τους: η σειρά Εγκλήματα (ΑΝΤ1,1998-2000) μπορεί να τις καθιέρωσε στη συνείδηση του τηλεοπτικού κοινού ως την Κορίνα και την Σωσώ, ωστόσο, οι δύο τους ήδη είχαν διανύσει αρκετά βήματα στην καριέρα τους, μέσα από συμμετοχές σε θεατρικές παραστάσεις.
Η Μαρία Καβογιάννη, στη συνέντευξή της στη BOVARY και τη Μυρτώ Λοβέρδου, θυμάται τα πρώτα της βήματα στην υποκριτική και την φιλία που την ένωσε με την Καίτη Κωνσταντίνου όταν ήταν ακόμα μαθήτριες στη σχολή.
«Γνώρισα τον Κουν. Ηταν μια μοναδική εμπειρία. Ο τρόπος που δίδασκε είχε μια μαγεία. Πραγματικά το Υπόγειο είχε ένα φως, και δεν το λέω μελοδραματικά. Ημασταν πρωτοετείς, μας αγαπούσε. Αν και μαθήτρια με είχε βάλει να πω κάποια λόγια στην Επίδαυρο, κι αυτό ήταν πολύ σπουδαίο για μένα. Ηταν πολύ προχωρημένο το θέατρο που έκανε ο Κουν. Στο Τέχνης μου γεννήθηκε η χαρά να είμαι με τους φίλους μου. Η ανάγκη να νοιώθω καλυμμένη, να έχω κάποιον μαζί μου. Στην αρχή δεν μπορούσα να πάω πουθενά, αν δεν ερχόταν η Υρώ (Μανέ) ή η Καίτη (Κωνσταντίνου). Παράλληλα άρχισε να με ενδιαφέρει και σαν έκφραση. Είμαστε από τις τελευταίες παρέες του θεάτρου. Οπως είμαστε και η τελευταία τάξη που έχει την υπογραφή του Κουν, η τάξη του ΄86».
Πηγη: bovary.gr