Από τις σημαντικότερες εορτές της Αρχαίας Αθήνας. Διαρκούσαν τρεις ημέρες, αρχής γενομένης από την 11η του Ανθεστηριώνος (χονδρικά γύρω στις 26 Φεβρουαρίου) και ήταν αφιερωμένες στο θεό του κρασιού, το Διόνυσο. Το όνομα της γιορτής παραπέμπει στα άνθη, που άρχιζαν δειλά δειλά να ξεπροβάλλουν κατά την περίοδο της γιορτής και με τα οποία συνήθιζαν να στεφανώνουν τα μικρά παιδιά.
Πρώτη Ημέρα: Πιθοίγια
Η ημέρα αυτή πήρε το όνομά της από το βασικό έθιμο, που ήταν το άνοιγμα των πίθων με τον οίνο της νέας εσοδείας. Μαζί με το άνοιγμα των πίθων, υπήρχε η πεποίθηση ότι και οι ψυχές των νεκρών ανέβαιναν στον πάνω κόσμο. Μέρος του οίνου συγκεντρωνόταν στο «εν Λίμναις» ιερό του Διονύσου (πιθανόν νότια του διονυσιακού θεάτρου, κοντά στην αρχή της σημερινής Λεωφόρου Συγγρού). Ο οίνος μετατρεπόταν σε κρασί, σύμφωνα με τη διδαχή του θεού, που έμαθε στους ανθρώπους να πίνουν τον οίνο «κεκραμένο» (με την προσθήκη δηλαδή νερού).
Το πρώτο κρασί προσφερόταν στο θεό και κατόπιν οι πιστοί είχαν σειρά στη δοκιμή. Οι μαγικές δυνάμεις που πιστευόταν ότι είχε το κρασί κατευθύνονταν από το Διόνυσο, γι’ αυτό και οι πιστοί υπόσχονταν στο θεό ότι θα χρησιμοποιήσουν αυτές τις δυνάμεις για καλό σκοπό, ευεργετικό για τους ίδιους, χωρίς να βλάψουν κανένα. Την υπόλοιπη ημέρα θα πρέπει να συνέχιζαν την πόση, πιθανόν μέχρι τελικής πτώσεως…
Δεύτερη Ημέρα: Χόες
Η κεντρική ημέρα της γιορτής πήρε αυτό το όνομα από το αγγείο που ονομαζόταν «χους» (πληθ. χόες) και το χρησιμοποιούσαν για να πίνουν το κρασί. Τέτοια αγγεία, σε πολύ μικρότερο όμως μέγεθος, δίνονταν και στα παιδιά, που συμμετείχαν και αυτά στη γιορτή.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός Διόνυσος ήρθε στην πόλη από τη θάλασσα, γι’ αυτό και αυτή την ημέρα αναπαρίσταναν την άφιξή του στην Αθήνα, πάνω σε πλοίο με τροχούς. Τον συνόδευαν οι ακόλουθοί του, Σάτυροι, που έπαιζαν αυλό. Ο ίδιος ο Βασιλεύς (ήταν ο επικεφαλής του ιερατείου και όλων των θρησκευτικών αξιωματούχων της Αθήνας) υποδυόταν το Διόνυσο, φορώντας μάσκα. Το όλο σκηνικό ίσως να θυμίζει λίγο το δικό μας καρναβάλι, που γιορτάζεται κατά σύμπτωση την ίδια περίπου περίοδο.
Η πομπή που σχηματιζόταν ξεκινούσε από τη θάλασσα και κατέληγε στο «εν Λίμναις» ιερό του Διονύσου. Εκεί αποδίδονταν θυσίες στο Διόνυσο από 14 συζύγους διακεκριμένων πολιτών (γεραρές), στους 14 βωμούς του ιερού. Οι γεραρές θα έπρεπε να απείχαν από σεξουαλική συνεύρεση για ένα ορισμένο διάστημα. Μετά την τελετή, η πομπή κατευθυνόταν στο «Βουκολείο», κτίριο της Αγοράς των Αθηνών, έδρα του Βασιλέα. Εκεί μέσα τελούνταν η ιερογαμία, η τελετουργική ένωση δηλαδή της Βασίλιννας (της συζύγου δηλαδή του Βασιλέα) με το θεό Διόνυσο, που, όπως αναφέραμε, τον υποδυόταν ο ίδιος ο Βασιλεύς.
Την ίδια ημέρα διοργανώνονταν συμπόσια σε ιδιωτικούς οίκους, με διαφορετικό χαρακτήρα όμως από ό,τι τα κανονικά. Οι καλεσμένοι έφερναν στο σπίτι του οικοδεσπότη το δικό τους φαγητό, καθώς και τον «χουν» τους, το μεγάλο δηλαδή κανάτι με το κρασί τους. Έτρωγαν και έπιναν χωρίς να μιλούν, μέσα σε σιωπηλή ατμόσφαιρα. Εδώ υπάρχει κάποιος θρύλος, που ήθελε το μητροκτόνο Ορέστη να έχει φτάσει στην Αθήνα, μολυσμένος από το φόνο, κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων και προτού δικαστεί στον Άρειο Πάγο. Ο άρχοντας διέταξε να κλείσουν τα ιερά και να έχει ο κάθε καλεσμένος το δικό του αγγείο με κρασί στη γιορτή, για να μη μολυνθούν οι πολίτες από το άγος του Ορέστη. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος καθιερώθηκε να πίνει ο κάθε καλεσμένος σιωπηλός το κρασί του.
Από κει και πέρα όμως, η ατμόσφαιρα φαιδρυνόταν από τους διαγωνισμούς πόσης κρασιού, που γινόταν τόσο στα σπίτια του συμποσίου όσο και σε δημόσιο χώρο. Γλυκά και στεφάνι ήταν τα έπαθλα για όποιον έπινε γρηγορότερα το κρασί από την κανάτα του (η χωρητικότητα του αγγείου ήταν 12 κύπελλα κρασιού). Ο δημόσιος διαγωνισμός γινόταν στην Αγορά, στο Θεσμοθετείο, με παρουσία του Βασιλέα. Ο νικητής εδώ έπαιρνε ως έπαθλο ένα ασκί με κρασί.
Το βράδυ, οι εορτάζοντες επέστρεφαν στο ιερό του Διονύσου, τρεκλίζοντας πια από το πολύ κρασί που είχαν καταναλώσει. Εκεί παρέδιδαν τα στεφάνια και τα αγγεία τους, ενώ προσέφεραν σπονδές στο θεό με το κρασί που είχε απομείνει στον «χουν» τους.
Τρίτη Ημέρα: Χύτροι
Η τελευταία ημέρα της γιορτής είχε να κάνει με τους νεκρούς, και ιδιαίτερα με τα κακά πνεύματα, τις «κήρες» ή «κάρες», όπως τις ονόμαζαν οι αρχαίοι. Η ονομασία «χύτροι» προήλθε από τις χύτρες, όπου έβραζαν πανσπερμία (σπόρους δηλαδή διαφόρων καρπών), την οποία και προσέφεραν στο χθόνιο Ερμή εκ μέρους των νεκρών. Κάτι ανάλογο γίνεται και σήμερα με τα κόλλυβα που μοιράζονται το Ψυχοσάββατο, για τις ψυχές των πεθαμένων. Θυμίζουμε ότι ο Ερμής, ως ψυχοπομπός, συνόδευε τους νεκρούς στον κάτω κόσμο και η επίκλησή του αυτή την ημέρα γινόταν προκειμένου να οδηγήσει και πάλι τις ψυχές (που είχαν ανέβει στον πάνω κόσμο την πρώτη ημέρα της γιορτής με το άνοιγμα των πίθων) στο βασίλειο του Άδη.
Διάφορα μέτρα λαμβάνονταν για την απομάκρυνση των πνευμάτων: τα ιερά έκλειναν αυτές τις μέρες, οι είσοδοι των σπιτιών επιχρίονταν με πίσσα και κάθε άνθρωπος μασούσε ράμνο, φυτό που υποτίθεται ότι κρατούσε μακριά τα κακά πνεύματα. Όταν βράδιαζε, άρχιζαν να φωνάζουν στα πνεύματα να φύγουν, μια και τα Ανθεστήρια είχαν πλέον τελειώσει («Θύραζε, κάρες, ουκέτ’ Ανθεστήρια»).