Βασίλης Δημ. Χασιώτης : «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος»…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

img 0731 1Στη χθεσινή (9/3) πρωινή εκπομπή του Γιώργου Αυτιά «Καλημέρα», η δημοσιογράφος κ. Λίνα Κλείτου, υπέβαλε κάποια στιγμή στον παρευρισκόμενο στην εκπομπή αντιπρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας κ. Άδωνι Γεωργιάδη, την ερώτηση πώς η Νέα Δημοκρατία ως αυριανή κυβέρνηση θα χειριστεί τις όποιες τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις που ήδη εκδόθηκαν ή βρίσκονται στο στάδιο της τελεσιδικίας και συνεπάγονται ενδεχόμενη δημοσιονομική εκτροπή, για να λάβει την απάντηση : «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», συμπληρώνοντας πως «αν οι αποφάσεις των δικαστηρίων γεννούσαν λεφτά, θα πηγαίναμε στο Συμβούλιο της Επικρατείας να πάρουμε καμιά πεντακοσαριά δισεκατομμύρια να σβήσουμε τα χρέη μας. Δυστυχώς, δεν γεννούν λεφτά οι αποφάσεις των δικαστηρίων», και τόνισε ότι «πρέπει να το καταλάβουμε αυτό στην Ελλάδα κάποτε», ώστε να ζούμε με τα δικά μας λεφτά, να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών, ότι «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δώσουμε την εντύπωση ότι είμαστε έτοιμοι να ξανακάνουμε τα ίδια » κ.λπ.

Ο κ. Γεωργιάδης, ανήκει στην κατηγορία των πολιτικών που προσωπικά θεωρώ (πολιτικά) εντίμους, για το γεγονός ότι έχουν απόψεις τις οποίες δεν αποκρύβουν και έτσι, δεν επιχειρούν δια της παρασιωπήσεώς τους ή πολύ χειρότερο με την προβολή απόψεων που δεν πιστεύουν και δεν πρόκειται να υποστηρίξουν από τη στιγμή που εκλεγούν,  να τις προβάλλουν απλά για να υφαρπάξουν την ψήφο του πολίτη.

Την ίδια στιγμή, ο ίδιος ανωτέρω πολιτικός, ανήκει σε εκείνους με τους οποίους διαφωνώ ριζικά στο ζήτημα των Μνημονίων, όπως και με τις νεοφιλελεύθερες απόψεις του. Όμως, αυτό, δεν είναι κάτι που το θεωρώ τόσο σημαντικό, διότι σε μια Δημοκρατία, η δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης και της ύπαρξης αντιθέτων απόψεων με σεβασμό στις μειοψηφούσες απόψεις αποτελεί και την πεμπτουσία της, ενώ είναι η δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας που επιτρέπει τέτοιου είδους αντιθέσεις να μην οδηγούν σε χαοτικές καταστάσεις, ή, για να το πώς αντίστροφα, είναι ακριβώς η παράβλεψη ή αποδυνάμωση αυτής της αρχής που οδηγεί σε χαοτικές κοινωνικές καταστάσεις.

Πεμπτουσία όμως της Δημοκρατίας, στην δική μου τουλάχιστον αντίληψη των πραγμάτων, αποτελεί και η αποτελεσματική λειτουργία των Θεσμών της, ιδίως εκείνων που θεωρούνται ως οι Πυλώνες της Δημοκρατικής Εξουσίας, η Βουλή, η Κυβέρνηση και η Δικαιοσύνη, οι οποίοι εκτός του ότι πρέπει να λειτουργούν αποτελεσματικά, οφείλουν και να τηρούν το κριτήριο της μεταξύ τους  πλήρους ανεξαρτησίας. Διότι αν αυτή η τελευταία δεν υπάρχει ή υποσκάπτεται η ακεραιότητά της, τότε τίποτα το καλό δεν προμηνύεται.

Απόψεις όμως, όπως οι ανωτέρω, πολύ φοβούμαι πως δεν υποσκάπτουν μονάχα την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, (έστω κι αν αυτό συμβαίνει ακουσίως), μα, κι αυτό είναι το κυριότερο, εισάγουν μια αντίληψη στο ζήτημα της απονομής της Δικαιοσύνης η οποία απάδει του Δυτικού Δημοκρατικού Κεκτημένου. 

Η Δικαιοσύνη, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας μιας πράξης, ιδιωτικού ή δημόσιου ενδιαφέροντος αδιάφορα, εκείνο που ελέγχει, είναι το αν ο νόμος έχει παραβιαστεί, και όχι ποια συνέπεια έχει η αποκατάσταση της νομιμότητας για τα οικονομικά του παρανομήσαντος, διότι αυτό το τελευταίο θα έδει να είχε απασχολήσει τον ίδιο (τον παρανομήσαντα) πριν διαπράξει την παρανομία του. Η άποψη ότι το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη αν ο παρανομήσας έχει την δυνατότητα να αποκαταστήσει την ζημία που προκάλεσε στο θύμα του ή να του επιστρέψει τα οφειλόμενα, είναι πρωτοφανής και αντιλαμβάνεται κανείς πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η άποψη εφόσον κατισχύσει. Ειδικώς δε στην περίπτωση που η υπόθεση έχει ευρύτερο ενδιαφέρον, πόσο μάλλον εθνικής εμβέλειας, τότε, το κριτήριο του «γενικότερου συμφέροντος» βαρύνει σημαντικά στην κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου, όμως, αυτό το «γενικότερο συμφέρον», υπάγεται κι αυτό στους περιορισμούς που θέτει το Σύνταγμα. Ενδεικτικά, δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο να αγνοεί συστηματικά ότι μια πολιτική (π.χ., δημοσιονομικής προσαρμογής), βαρύνει συστηματικά τις ίδιες και ίδιες κοινωνικές τάξεις, απλά επειδή η κυβέρνηση έχει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία πρόσβασης στις τσέπες τους, είναι δηλαδή, τα βολικά διαχρονικά συνήθη υποζύγια, εκτός αν, αξιωθεί αυτή η πραγματικότητα του «διαχρονικού συνήθους» υποζυγίου να θεσμοποιηθεί ως η μόνη «ρεαλιστική» δυνατότητα της κυβερνητικής πολιτικής, με την απλή (όπως συμβαίνει πάντα) «υπόσχεση» ότι «κάποια στιγμή» στο μέλλον, αυτή η λεπτομέρεια θα ρυθμιστεί. Ούτε είναι δυνατόν να ισχύει η εξίσωση Σκληρός Νόμος = Άδικος (παράνομος) Νόμος. Όχι μόνο δεν είναι αυτό υποχρεωτικό να ισχύει, αλλά, όσο πιο (επιβεβλημένος εκ των συνθηκών) σκληρός είναι ένας Νόμος, τόσο πρέπει και να είναι πιο δίκαιος, ακριβώς διότι είναι η αίσθηση της δίκαιης κατανομής των συνεπειών του, που τον κάνει υποφερτό.

Εξάλλου, έτσι όπως προβάλλεται αυτό το «κοφτό» επιχείρημα, «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», (δεν θα επιμείνω καθόλου στην προσωπική μου άποψη η οποία μπορεί να υποδείξει με τον ίδιο «κοφτό» τρόπο αρκετές πηγές (εξ εκείνων που διαχρονικά δεν «ενοχλούνται» σχεδόν καθόλου) άντλησης των αναγκαίων ποσών, θέλω να μείνω στα στενά πολιτικά πλαίσια που τίθενται στο παρόν άρθρο), δίνει το δικαίωμα σε κάποιον (και πάντως σε μένα) να υποστηρίξει (να ισχυριστώ) ότι η Δικαιοσύνη, εφόσον έχει να κρίνει κυβερνητικές πολιτικές που προσβάλλονται ενώπιόν της, και οι οποίες πάντα κατά την κρίση εκείνων που τις παράγουν δεν μπορεί παρά να εξυπηρετούν μείζονα εθνικά συμφέροντα, περίπου δεν θα πρέπει να ελέγχει καν τη νομιμότητά τους, παρά μονάχα, θα πρέπει να απορρίπτει κάθε προσφυγή εναντίον τους τουλάχιστον εφόσον αιτείται η οικονομική αποκατάσταση εκείνων που ζημιώνονται από αυτές παρανόμως (κατά τη κρίση τους). Τώρα, αν αρχίσουν να κατισχύουν τέτοιου είδους ερμηνείες, είναι φανερό το πόσο κοντά βρισκόμαστε μέσω της «κατ’ αναλογίαν ερμηνείας», να επεκταθεί αυτή η αντίληψη σε όλο το φάσμα των περιπτώσεων όπου ο ενάγων έχει να αντιμετωπίσει έναν ισχυρό ιδιώτη εναγόμενο, του οποίου η οικονομική δραστηριότητα μπορεί να ερμηνευθεί ως «εθνικής εμβέλειας», ώστε κι αυτός ο τελευταίος, να υπαχθεί στην κατηγορία των δικαστικώς ανέλεγκτων παραγόντων, ακριβώς διότι κι αυτός εκπροσωπεί «μείζονα συμφέροντα», και επομένως, αν κληθεί να αποκαταστήσει μια παράνομη πράξη του με την καταβολή (υπό οιαδήποτε μορφή, αποζημιώσεως, κ.λπ.) ενός πολύ μεγάλου ποσού, απλώς και μόνο ο φόβος πως θα «σηκωθεί και θα φύγει από τη χώρα» (μαζί βεβαίως με τα εδώ επενδεδυμένα χρήματά του), θα είναι αρκετό ώστε να τεθεί υπό την προστασία των δικαστηρίων και επομένως να καταστεί ουσιαστικά ανέλεγκτος στις δραστηριότητές του. Άλλωστε, σε ποια κανονικώς λειτουργούσα Δυτική Δημοκρατία, μπορεί να υποστηριχτούν τέτοιες αντιλήψεις;

Όμως, μια τέτοια Δικαιοσύνη, αλλά και τέτοιες αντιλήψεις, έχουν, πράγματι, ρόλο στη Δημοκρατία; Εξόν κι αν απαιτηθεί να προσδιορίσουμε εκ νέου το ίδιο το περιεχόμενο της Δημοκρατίας και τον ορισμό της, ώστε, τουλάχιστον στο ζήτημα της Δικαιοσύνης και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως και της Εθνικής Κυριαρχίας, να επέλθουν εκείνες οι αναγκαίες μετατροπές, μεταβολές, καταργήσεις ή και προσθήκες, ώστε, η δημοσιονομική πολιτική να τίθεται εκτός δικαστικού ελέγχου, για να μην εξευτελίζεται (ως παρανομούσα) και η ίδια η Δημοκρατία με το να μην εκτελεί αποφάσεις των Δικαστηρίων. Ή τουλάχιστον, η αναγνώριση των παράνομων πολιτικών της, να αποφασιστεί να έχει ένα καθαρώς ηθικό χαρακτήρα για τον ζημιωθέντα εναγόντα! Βέβαια, μια τέτοια αντίληψη, οδηγεί και στην αυτονόητη θεσμοποίηση της κατάστασης εκείνης στην οποία η όποια Κυβέρνηση μπορεί να νομοθετεί (τουλάχιστον στο δημοσιονομικό πεδίο -και άντε τώρα να το ξεχωρίσεις από τα άλλα οικονομικά και κοινωνικά πεδία που επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα) χωρίς την δυνατότητα δικαστικής προσφυγής εναντίον των  πολιτικών της, όμως, εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί πού θα μπορούσε να οδηγήσει μια τέτοια αντίληψη.

Μια ακόμα γενικότερη παρατήρηση με αφορμή τα ανωτέρω. Άντρες και γυναίκες που εκπροσωπούν είτε την εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση), είτε τη νομοθετική εξουσία (Βουλή), είτε πολιτικά κόμματα που ισχυρίζονται ότι ανήκουν στο «δημοκρατικό» ή «συνταγματικό» τόξο, μου φαίνεται αδιανόητο να μέμφονται τη Δικαιοσύνη επειδή εφαρμόζει το Νόμο! Διότι (αν δεν το αντιλαμβάνονται) ακριβώς αυτό συμβαίνει, διότι Ο ΜΟΝΟΣ λόγος να διαμαρτύρεται κάποιος για μια δικαστική απόφαση είναι αν δεν εφάρμοσε τον Νόμο (ή τον εφάρμοσε πλημμελώς) και όχι διότι η απόφασή της έχει σοβαρές συνέπειες για τον καταδικασθέντα.  Αν οι ανωτέρω πολιτικοί διαφωνούν, ας πιέσουν να αλλάξουν το Σύνταγμα και όσους Νόμους θεωρούν απαραίτητο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τομείς δράσης της κυβέρνησης (π.χ., η δημοσιονομική της πολιτική), ώστε οι δικαστές εφαρμόζοντας αυτούς τους νέους Νόμους να μην δημιουργούν τέτοιου είδους προβλήματα στο Κράτος. Όμως, το να εγκαλούνται οι Δικαστές να μην εφαρμόσουν τους κείμενους Νόμους, υπό οιαδήποτε δικαιολογία, αυτό το θεωρώ (τουλάχιστον) αδιανόητο (για να μη τίποτα άλλο).

Τέλος, κλείνοντας, δεν μπορώ να αφήσω ασχολίαστη την παρατήρηση του αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας, «…αν οι αποφάσεις των δικαστηρίων γεννούσαν λεφτά, θα πηγαίναμε στο Συμβούλιο της Επικρατείας να πάρουμε καμιά πεντακοσαριά δισεκατομμύρια να σβήσουμε τα χρέη μας. Δυστυχώς, δεν γεννούν λεφτά οι αποφάσεις των δικαστηρίων». Διαφωνώ!  Ή μάλλον, θα συμφωνούσα, αφού πρώτα το Ελληνικό Κράτος πήγαινε στα Δικαστήρια, (όχι μόνο στο ΣτΕ μα και τα Διεθνή) και αξίωνε π.χ., οι δανειστές που επέβαλαν ουσιαστικά τις οικονομικές πολιτικές στη χώρα μας μέσω των Μνημονίων να υποχρεωθούν να καταβάλουν στο Ελληνικό Κράτος και του Έλληνες πολίτες τις αποζημιώσεις από τη ζημία που τους προκάλεσαν οι πολιτικές τους, εκείνες που οι ίδιοι παραδέχτηκαν (όχι μία αλλά περισσότερες της μίας φοράς) ως  λάθος, ώστε να βλέπαμε την κατάληξη του εγχειρήματος! Όμως δεν πρόκειται να εξαντλήσω εδώ όλες τις επί του θέματος απόψεις μου, παραμένοντας έτσι στην ανωτέρω αναφορά, ως μια όλως ενδεικτική προσέγγιση του πώς τα δικαστήρια θα μπορούσαν να παράξουν χρήμα!

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ