Παλαιότερα σ’ όλα τα πέλαγα αλώνιζαν κουρσάρικα καράβια. Οι μηχανές ήταν ακόμα άγνωστες και τα πλοία αρμένιζαν με τα πανιά ή με τα κουπιά.
Συνήθως οι περισσότεροι κωπηλάτες, ήταν κατάδικοι (άνθρωποι των κάτεργων – δηλ. πλοίο που δούλευαν οι κατάδικοι), με σκοτεινό παρελθόν, (απ’ εδώ και η λέξη κατεργάρης δηλ. άνθρωπος χωρίς εμπιστοσύνη κλπ.).
Όταν, λοιπόν, ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει τον πλου του, έπρεπε ο κάθε: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους μπάγκους ή πάγκους (από το Ιταλικό ρanco)!
Υπήρχαν, επίσης, πλοία την εποχή εκείνη, που ονομαζόντουσαν «κάτεργα» (πλεούμενες φυλακές). Έτσι, το πλήρωμα αυτών των πλοίων λεγόταν «κατεργάρηδες».