Η Άννα Μελά Παπαδοπούλου (Μασσαλία, 3 Σεπτεμβρίου 1871 – Αθήνα, 12 Μαρτίου 1938), ήταν Ελληνίδα προσωπικότητα των Βαλκανικών Πολέμων, του Μεγάλου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα στα πολεμικά μέτωπα και έμεινε γνωστή ως Μάννα του Στρατιώτου. Στη μνήμη της, ο τίτλος αυτός αποδόθηκε και σε άλλες εξέχουσες νοσοκόμες του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Ήταν το τέταρτο από τα 7 παιδιά του Μιχαήλ Μελά και της Ελένης Βουτσινά. Αφ’ ενός ο φιλότεχνος πατέρας της την ενθάρρυνε να αναπτύξει το ταλέντο της στη ζωγραφική και αφ’ ετέρου από την μητέρα της έμαθε να φροντίζει για τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Αυτά τα δύο χαρακτήρισαν όλη τη ζωή της.
Ο θάνατος του αδελφού της Παύλου Μελά στη Μακεδονία στις 13 Οκτωβρίου 1904 και οι θλιβερές, για την οικογένεια, περιστάσεις στη συνέχεια επηρέασαν την Άννα βαθειά και καθοριστικά.
Άφησε το χωριό στην Εύβοια, όπου ο σύζυγός της Απόστολος Παπαδόπουλος είχε κτήματα και πήγε μόνιμα στην Αθήνα, όπου αφοσιώθηκε στο φιλανθρωπικό της έργο. Οργάνωσε την Πολυκλινική Αθηνών, κοντά στην Ομόνοια και το Σωματείο “Η Πρόοδος”. Για εκείνην και το έργο της έγραψε και η αγγλίδα περιηγήτρια Μέϊμπελ Μουρ.
Όταν κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος στις 11/9/1912 άφησε τα δυο παιδιά της, που ήσαν στην εφηβεία, με τον πατέρα τους και κατάχθηκε στον στρατό ως εθελόντρια νοσοκόμα. Υπηρέτησε καθ’ όλη την δεκαετία 1912-1922, δηλαδή στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους, τον Βορειο-ηπειρωτικό Αγώνα, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1914 το Υπουργείο Στρατιωτικών της κυβέρνησης της Αυτόνομης Ηπείρου της απονέμει «τον Σιδηρούν Πολεμικόν Σταυρόν». Για την δράση της στη Σερβία κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ως επικεφαλής της ελληνικής αποστολής του Ερυθρού Σταυρού, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ της απένειμε τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος, τον Δεκέμβριο του 1914. Την άνοιξη του 1915 έλαβε το Σερβικό Μετάλλιον του Αγίου Ανδρέα και τον Σταυρό της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας για τις υπηρεσίες της προς τους αιχμαλώτους των Σέρβων.
Στην Ελλάδα αλλά και στην Σερβία ήταν η πρώτη γυναίκα που της γινόταν αυτή η τιμή. Τιμήθηκε «δι’ 28 εν όλω παρασήμων». Έλαβε ακόμα και το «Αργυρούν μετάλλιον αρετής και αυτοθυσίας» υπό της Ακαδημίας Αθηνών. Πολλά από αυτά τα παράσημα χάθηκαν σε πυρκαγιά κατά τον Β’ Παγκόσμιο.
Κατά την μεταπολεμική περίοδο ασχολήθηκε με τα τεράστια προβλήματα των προσφύγων από τη Μικρασιατική καταστροφή. Αγωνίστηκε για την αντιμετώπιση της φυματίωσης που μάστιζε τους πρόσφυγες, αλλά και τους απόστρατους μαχητές των Πολέμων.
Συνέβαλε στην επέκταση του Νοσοκομείου Νοσημάτων θώρακος “Σωτηρία”, με τη προσθήκη του περιπτέρου “Πεύκα Ματσούκα” και έκανε εράνους στην ομογένεια της Αμερικής και Αιγύπτου για την ανέγερση σανατορίου στην Κορφοξυλιά, κοντά στα Μαγούλιανα Αρκαδίας .
Η Άννα Μελά Παπαδοπούλου πέθανε στην Αθήνα, υποκύπτοντας και εκείνη στη φυματίωση. Κηδεύτηκε στις Ροβιές, Λίμνης, Ευβοίας.
Η “Μάννα του Στρατιώτου”
Βλ. Μιχαήλ Ροδάς, Η Ελλάδα στη Μικράν Ασίαν 1918-1922, Αθήνα 1950, σελ. 254, ενότ. «Η “Μάννα του στρατιώτου”» (ανακτήθηκε την 1η Οκτ. 2016). Στη σελ. 255, γράφει:
«Το Κράτος δεν κάμνει ακόμη τίποτε, δια ν’ ανακουφίση την ζωήν των. Μοναδική παρηγορία των είναι αι κυρίαι και δεσποινίδες της Μικρασιατικής Ελλάδος, αι οποίαι αποστέλλουν καθ’ εκάστην εις το μέτωπον χιλιάδας επιστολών και δεμάτων με διάφορα πράγματα. Εις τας αρχάς του Μικρασιατικού πολέμου το έργον της παροχής διαφόρων ειδών, εσωρρούχων, κονιάκ, βιβλίων και άλλων χρειωδών είχεν αναλάβει αυτοπροσώπως και αυτοβούλως η Άννα Παπαδοπούλου, η αδελφή του Παύλου Μελά. Η υπηρεσία της προς τον μαχόμενον στρατόν απετέλει συνέχεια των αγώνων της τού 1912-1913 και 1916-1918 εις τα Μακεδονικά μέτωπα».
Και συνεχίζει: «Ακούραστος και ακατάβλητος με μίαν θαυματουργόν αλτρουϊστικήν ψυχήν, έφθασε και εις τας Μικρασιατικάς Μεραρχίας και εξεδήλωσεν όλην την μεγάλην στοργήν αληθούς μητρός προς τα τέκνα της. Δι’ αυτό και από μίαν βαθυτέραν συνείδησιν και ευγνωμοσύνην την ωνόμασαν όλοι “Μάννα του στρατιώτου”. Η Άννα Παπαδοπούλου από τας πόλεις εξεστράτευσε μέχρι των προφυλακών και διένεμε τα δώρα της, συνεμερίζετο όλας τας κακουχίας του στρατιώτου και ήκουε τον πόνον και τας ανάγκας του. Μοναδικόν παράδειγμα αυτοθυσίας, στοργής και πατριωτικής αγάπης προς εκείνους, οι οποίοι, χάριν ενός ανωτέρου ιδεώδους της φυλής, υφίστανται τα πάνδεινα και πίπτουν μακράν των πατέρων και αδελφών των. Το παράδειγμα της Άννας Παπαδοπούλου ηθέλησαν να το μιμιθούν και αι Ελληνίδες της Μικράς Ασίας …»