Μία από τις πιο αινιγματικές περιοχές του πλανήτη είναι η γαλλική Βρετάνη. Ο λόγος βέβαια για αυτή την αξιολόγηση είναι τα περίφημα μενίρ και ντολμέν, ηλικίας πολλών χιλιάδων χρόνων, που βρίσκονται εκεί, αλλά και το ότι παραδοσιακά αποτελεί την κοιτίδα ενός εξίσου αινιγματικού λαού: των Κελτών. Για τα μενίρ, τα ντολμέν αλλά και τους Κέλτες έχουν γραφτεί πολλά. Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε την σύνδεση αυτού του λαού με τους αρχαίους Έλληνες και τη μυθική Υπερβόρεια και θα παραθέσουμε μερικά άγνωστα όσο και εντυπωσιακά στοιχεία για τις μεγαλιθικές κατασκευές της Βρετάνης.
Κάπως έτσι ήταν οι μύθοι με τους οποίους ανατράφηκαν αμέτρητες γενεές αρχαίων Ελλήνων: Η «Γη της Επαγγελίας» για τον ελληνικό πολιτισμό βρισκόταν κάπου στον μακρινό Βορρά, πέρα από τις περιοχές από τις οποίες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τους έρχονταν οι ψυχροί άνεμοι τον χειμώνα και ήταν ε’νας τόπος όπου οι άνθρωποι ζούσαν σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους και με τη φύση, απρόσβλητοι από το γήρας ή τις ασθένειες. Επρόκειτο για τη χώρα όπου ο Απόλλωνας περνούσε τους ψυχρούς χειμερινούς μήνες, απολαμβάνοντας τη λατρεία των σοφών κατοίκων της. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που εί χαν την τιμή να επισκεφτούν την Υπερβόρεια, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τα ονόματα του Περσέα (καθοδηγούμενος από την Αθηνά) και του Ηρακλή (εκεί βρίσκονταν τα Μήλα των Εσπερίδων).
Στη σωζώμενη αρχαιοελληνική βιβλιογρα φία συναντάει κανείς πλήθος αναφορών στη θρυλική χώρα, ο «απόηχος» των οποίων εί ναι αισθητός και στους συγγραφείς των πρώ των μεταχριστιανικών αιώνων, χωρίς όμως ποτέ οι αναφορές αυτές να γίνονται συγκε κριμένες, ενώ δεν λείπουν και οι αντιφάσεις (κυρίως όσον αφορά στην ακριβή της τοπο θεσία). Το γεγονός αυτό ώθησε τους περισσότερους μεταγενέστερους αναλυτές στην εκτίμηση ότι επρόκειτο περισσότερο για μια ουτοπική, ιδανική κοινωνία, ένα κοι νωνικό «παράδειγμα προς μίμηση» για τους Έλληνες, παρά για έναν υπαρκτό τόπο, τον οποίο θα μπορούσε κάποιος να ανα καλύψει και να επισκευτεί.
Ωστόσο, στις συγκεκριμένες προφορικε’ς παραδόσεις που συνοψίζει στο έργο του, βρί σκουμε και την αναφορά των Δηλίων ότι οι Υπερβόρειοι έστελναν κατά το παρελθόν τους πρώτους τους καρπούς στο ιερό νησί του Απόλλωνα, με τη συνοδεία πο μπής δύο νεαρών παρθένων, της Υπέροχης και της Λαοδίκης, και πέντε ανδρών. Μάλι στα, την εποχή, λοιπόν, που ο Ηρόδοτος συνέγραφε τα πολύτιμα ιστορικά και λα ογραφικά του κείμενα, οι προσφορές των Υπερβορείων εξακολουθούσαν να μετα φέρονται από τους Σκύθες έως τη Δωδώ νη και από εκεί κατέληγαν στη Δήλο, με ενδιάμεσους σταθμούς την Εύβοια, την Άνδρο και την Τήνο.
Μία άλλη σημαντική πληροφορία για τη χώρα των Υπερβορείων προέρχεται από τις ωδές του Πινδάρου και συγκεκριμένα από τα Ίσθμια (ωδή 6), προσδιορίζοντας όχι αυτή βρίσκεται στο τέλος του γνωστού κόσμου, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελός (2.47.5) αναφέρει ότι «εχειν δε τους Υπερβορείους ιδίαν τινά διάλεκτον» (έχουν κάποια δική τους διάλε κτο). Στη συνέχεια του κειμένου, ο ίδιος συ γραφέας παραθέτει ότι «προς τους Έλληνας οικειότατα διαχεϊσθαι, καί μάλιστα προς τους Αθηναίους καί τους Δηλίους, εκ παλαιών χρόνων» (αισθάνονται από παλαιότερες επο χές πολύ οικείους τους Έλληνες, ιδίως τους Αθηναίους και τους Δηλίους), για να κατα λήξει στη συνέχεια ότι αφιερώνουν (στον Απόλλωνα;) «αναθήματα πολυτελή, γράμμα-σιν Έλληνικοίς έπιγεγραμμένα».
Ύστερα από τα παραπάνω, είναι δυνατόν να διατυπωθεί με ασφάλεια η υπόθεση ότι οι σοφοί, αλλά και ικανότατοι μάγοι, Υπερ βόρειοι είναι ένα γένος, εάν όχι αμιγώς ελληνικό, σίγουρα συγγενικό προς την Ελλάδα και τους Έλληνες που έκαναν χρήση χου ελληνικού αλφαβήτου στα ιερά τους αναθήματα.
Ενδεικτικός ως προς τα παραπάνω είναι ο διάλογος Φιλοψευδής ή Απιστιών του «παρα μυθά» Λουκιανού (έργο από το οποίο ο Ντίσνεϋ εντέχνως «δανείστηκε» και την υπόθεση της περίφημης Φαντασίας του) σχετικά με έναν Υπερβόρειο, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ελλάδα πετώντας και άφησε τους πάντες άφωνους πραγματοποιώντας διάφορα «θαύ ματα» – στο κείμενο αναφέρεται ότι περπα τούσε στο νερό ή στον αέρα, περνούσε μέσα από τη φω τιά χωρίς να καίγεται, καλούσε δαίμονες και νεκρούς, είχε δημιουργήσει έναν αγγελιοφό ρο από πηλό κ.λπ.
Η ιστορία του Λουκιανού εικάζεται ότι είχε ως αφετηρία ένα μάλλον πραγματικό -κα θώς μνημονεύεται από πληθώρα αρχαίων συγγραφέων- περιστατικό, που δεν είναι άλ λο από την επίσκεψη στην Ελλάδα του θρυλικού Υπερβορείου, Άβαρη (Άβαρις).
0 Αβάρις ήταν ένας ιερέας του Απόλλωνα, για τον οποίο ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι είχε κάνει τον γύρο του κόσμου πετώντας με το βέλος του Απόλλωνα και χωρίς να τρώει (4.36) ενώ, σύμφωνα με τη βιογραφία του Πυθαγόρα από τον Ιάμβλιχο, ήταν δάσκαλος του μεγάλου Έλληνα σοφού, με τον οποίο και εμφανίστηκε στην αυλή του τυράννου της Σικελίας, και είχε «καθαρίσει» τη Σπάρ τη και την Κνωσσό από επιδημίες. Τέλος, σύμφωνα με τον Παυσανία (9.10), σε αυτόν ήταν αφιερωμένος ένας ναός στην Σπάρτη.
Εάν δεχτούμε ως αληθείς τους ισχυρι σμούς του Ιαμβλίχου, του Ηροδότου και του Πινδάρου, οι Υπερβόρειοι, εκτός από ευσε βείς και σεμνοί, θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα εξελιγμένοι και εγκεφαλικά/πνευματικά, σε σημείο ώστε να έχουν υπερβεί την ύλη – αυ τό, τουλάχιστον, καταδεικνύουν οι μαρτυ ρίες ότι ήταν απρόσβλητοι από το γήρας και τις ασθένειες, ότι είχαν σε υψηλή εκτίμηση τις τέχνες και ότι ζούσαν σε απόλυτη κοινω νική αρμονία.
Πού βρισκόταν η Υπερβόρεια;
Οι μάλλον ασαφείς και συχνά αντιφατικές πληροφορίες της αρχαίας ελληνικής βιβλιο γραφίας οδηγούν στο συμπέ ρασμα ότι η άγνωστη χώρα θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στον μακρινά Βορρά, στα «πέρατα της Γης» για τον ελληνικό προκλασικό κόσμο. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση του ζητή ματος των Υπερβορείων θα μας αποκάλυπτε ότι οι αρ χαίοι Έλληνες συγγραφείς δεν αποτελούν τη μοναδι κή διαθέσιμη πηγή πληρο φόρησης αναφορικά με τον εξελιγμένο αυτόν πολιτισμό.
Το 77 π.Χ., ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλί νιος ο πρεσβύτερος συνέγραψε ένα εντυπω σιακό πολύτομο έργο, την περίφημη Naturalis Historia (Φυσική Ιστορία), χρησι μοποιώντας, όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο του έργου, ως πηγές περίπου 20.000 πληροφορίες και ιστορικά γεγονότα, από 2.000 βιβλία 100 επίλεκτων συγγραφέ ων! Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψη φία των πηγών του Ρωμαίου «σοφού» προ έρχεται από Έλληνες συγγραφείς, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι σκοπός του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος ήταν η συ γκέντρωση σε ένα ενιαίο έργο ολόκληρου του σώματος της γνώσης του αρ χαίου ελληνικού κόσμου. Στις συγκεκρι μένες ενότητες βρίσκουμε και τα ακόλουθα (4.26):
«Πέρα από τον Aquilon, μπορεί κανείς να βρει έναν ευλογημένο λαό, τα μέλη του οποίου αποκαλούνται, σύμφωνα με την παράδοση, Υπερβόρειοι. Οι άνθρωποι αυτοί φτάνουν σε απίστευτη ηλικία. Πολλά θαυμαστά αναφέρο νται για αυτό το έθνος. … Η χώρα είναι λου σμένη στο φως του Ηλίου και απολαμβάνει ευχάριστη θερμοκρασία. Η δυσαρμονία εκεί είναι άγνωστη και το ίδιο συμβαίνει με την ασθένεια. Οι άνθρωποι εκεί δεν πεθαίνουν, παρά μόνο από την ‘κόπωση’ της ζωής. Μετά από ένα εορταστικό δείπνο, όποιος επιθυμεί να πεθάνει, χορτασμένος από τις χαρές της ζωής σε μεγάλη ηλικία, πηδάει στη θάλασσα από έναν απόκρυμνο βράχο. Έτσι είναι γι’ αυτούς ο πιο ευτυχισμένος τρόπος να ζει κα νείς. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη αυτής της χώρας, η οποία περι γράφεται από πολλές αυθεντίες».
Εδώ, ωστόσο, υπάρχει μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: Η πληροφορία ότι η επικράτεια των Υπερβορείων περιλαμβάνει τα «όρια της πορείας των άστρων» έρχεται να προστεθεί στο «σχόλιο» του Πινδάρου ότι είναι αδύνα το να επισκεφθεί κανείς τη μυστηριώδη χώ ρα από στεριάς ή θαλάσσης κ.α., θίγοντας και το ενδεχόμενο η μυθική Υπερβόρεια να μη βρίσκεται καν στον πλανήτη μας.
Επιστρέφοντας τώρα στο απόσπασμα του Πλινίου, όσο κι αν ψάξει κανείς στην αρχαία βιβλιογραφία, πολύ δύσκολα θα βρει μία πληρέστερη περιγραφή σχετικά με την αινιγματική χώρα και τους κατοίκους της. Σύμφωνα με την επίσημη βιβλιογραφία, το όνομα Aquilon αναφέρεται στον Βόρειο Άνεμο, ακολουθώντας την ελληνική παράδοση.
===========================================================================
ΟΙ ΚΕΛΤΕΣ
Σε ολόκληρη χη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ., οι πρόγονοι αυτών που σήμερα αποκαλούμε Κέλτες ήταν, σύμφωνα με την επίσημη του λάχιστον εκδοχή, ένα από τα φύλα που κυριαρχούσαν στη μεγαλύτε ρη έκταση της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο, από τον 12ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να συρρέουν στη συγκεκριμένη περιοχή, την οποία η παραδόσεις τους ονόμαζαν γενέτειρα χους. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν ήταν οι ίδιοι οι αρχαίοι Κέλτες ή, έστω, οι μακρινοί τους πρόγονοι που δημιούργησαν τις μεγαλιθικές κατασκευές (καμία ένδειξη δεν καταδεικνύει κάτι τέτοιο), ωστόσο το γεγονός ότι ο συ γκεκριμένος λαός διασώζει κάποιες προφορικές παραδόσεις που ανα φέρονται στην κατασκευή χους, επιχρέπει να εικάσουμε με σχεχική βεβαιόχηχα ότι σε κάποιο σημείο της ιστορικής τους διαδρομής ήρ θαν σε επαφή με εκείνους – όποιοι κι αν ήταν αυτοί- που τα δημι ούργησαν.
Από τον 8ο π.Χ. αιώνα, άρχισε από τους κατοίκους της Βρε-τάνης ο εποικισμός των πλούσιων σε πρώτες ύλες νησιών, που ακόμα και σήμερα αποκαλούμε Μεγάλη Βρετανία. Από ευρήμα τα στη Νότια Αγγλία (διακοσμητικά μοτίβα σε χειροτεχνήματα), οι ιστορικοί συμπεραίνουν ότι αρχικά αποβιβάστηκαν στη Νότια Αγγλία (περιοχή του Κεντ), από όπου σταδιακά μεταφέρθηκαν δυτικά, προς την πλούσια σε κοιτάσματα κασίτερου περιοχή της Κορνου άλης.
Πολύ σύντομα, βρίσκουμε την επίδραση των Κελτών να έχει επε κταθεί και στις υπόλοιπες περιοχές των βρετανικών νήσων, όπως η Ιρλανδία, η Ουαλία και η Σκοτία – χωρίς οι ιστορικοί να αποκλείουν το ενδεχόμενο ο εποικισμός των υπολοίπων περιοχών να έγινε από άλλα, ανεξάρτητα μεταναστευτικά ρεύματα κατά τον 7ο αι. π.Χ. από τη Βρετάνη.
Ο εποικισμός αυτός των δυσπρόσιτων περιοχών των βρετανικών νήσων υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιβίωση και την ιστορική συνέχεια του συγκεκριμένου έθνους καθώς -σε αντίθεση με τους προχριστιανικούς Κέλτες της Βρετάνης που δέχθηκαν στη συνέχεια πλήθος πληθυσμιακών και πολιτισμικών-γλωσσικών επι δράσεων από άλλες εθνότητες (Νορμανδοί, Ρωμαίοι και διάφορα γερ μανικά φύλα)- οι Κέλτες των απόμακρων περιοχών της Μεγάλης Βρετανίας απόλαυσαν για πολλούς ακόμα αιώνες, ακόμα και μετά τις εισβολές των Ρωμαίων και των Αγγλοσαξώνων, ως τη σύγχρονη εποχή, την πολιτισμική ασφάλεια που τους προσέφερε η γεωγραφική απομόνωση.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Leigh T. Denault, οι επιδράσεις της ύπαρξης και της ιστορικής συνέχειας του κελτικού πολιτι σμού στις συγκεκριμένες περιοχές μπορούν να ανιχνευθούν με βεβαιότητα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 25 αιώνων. Στις περιοχές αυτές, οι ζωντανοί φορείς της πολιτισμικής κληρονο μιάς, όπως π.χ. η γλώσσα και οι μυθολογικές παραδόσεις, διασφαλίζο νται από «εξωγενείς επιδράσεις», επιτρέποντας τη μελέτη σε μεγαλύ τερο βάθος, αλλά και την ανεύρεση εντυπωσιακών ομοιοτήτων με τον ελληνικό πολιτισμό.
==============================================================================
Παρόλα αυτά, την ίδια περίπου εποχή που ο Πλίνιος συνέγραφε τα παραπάνω λόγια, Ρωμαίοι στρατιώτες αποκαλούσαν Aquilonia (1ος αι. π.Χ) μία μικρή πόλη στη Βρετάνη, τη βορειοδυτική «γωνία» της σημερινής Γαλλίας, δέκα περίπου χι λιόμετρα από τις εκβολές του ποταμού Odet στον Ατλαντικό.
Η κελτική γλώσσα
Το 1892 κυκλοφόρησε στην Αγγλία μία εξαιρετικής σπουδαιότητας μελέτη, από αυτές που πολύ σπάνια βλέπουν το φως της δημοσιότητας, πάνω στις κέλτικες διαλέκτους. Η μελέτη έφερε τον τίτλο The Kelt or Gael και είχε γραφτεί από τον ερασιτέχνη γλωσσολόγο Τ. De Courcy Atkins, νομικό, πτυχιούχο του πανεπιστημίου του Λονδίνου. Η πρωτοπορειακή αυτή μελέτη κατέληγε στη διαπί στωση ότι η επαφή των δύο πολιτισμών είχε γίνει απευθείας, χωρίς δηλαδή, όπως πιστευόταν, την πολιτισμική διαμεσολάβηση των Ρωμαίων.
Σε υποστήριξη των απόψεων του, παρέθε τε πλήθος ελληνικών λέξεων, που χρησιμοποιούνταν σχεδόν αυτούσιες στις διά φορες τοπικές διαλέκτους των Κελτών της Μεγάλης Βρετανίας, οι οποίες ωστόσο δεν απαντούνταν στα Αγγλικά ή τα Λατινικά. Από όλες τις κελτικές διαλέκτους, η πλησιέστερη στην Ελληνική ήταν η, oυaλική διάλεκτος (σύμφωνα με μία εκδοχή, το μυθικό Άβαλον βρισκόταν στην Ουαλία και συγκεκριμένα στο νησί Anglesey). Ο συγγραφέας παραθέτει μάλιστα έναν εκτενή αλφα βητικό κατάλογο με λέξεις στα Ελληνικά, τα Αγγλικά και τα Ουαλικά (π.χ. το «αγγείον» ονομάζεται «vessel» στα αγγλικά, ωστόσο στην ουαλικη διάλεκτο αποκαλείται «angeian»!).
Αν και όλα χα συμπεράσματα του Atkins δεν είναι βάσιμα, ωστόσο το βιβλίο του παρα μένει εξαιρετικά αξιόλογο, απλά και μόνο γιατί αποτελεί άριστη πηγή πληροφοριών για την σχε’ση της αρχαίας ελληνικής γλωσ σάς και των αρχαίων κελτικών διαλέκτων.
Ο αποκαλυπτικός ερευνητής τονίζει μάλι στα στον επίλογο του έργου του την ανάγκη να γίνουν περαιτέρω συγκριτικές γλωσσολο γικές μελέτες ανάμεσα στην ελληνική γλώσ σα και τις διαλέκτους αυτές. Αν συνδυάσου με τις αρχαίες αναφορές για τους Υπερβόρει ους, τις σκοτικές παραδόσεις για αρχαιοελλη νική καταγωγή των Σκοτσέζων, αλλά και τους κελτικούς μύθους περί καταγωγής των προγόνων του μυθικού βασιλιά Αρθούρου από τους αρχαίους Τρώες, καταλήγουμε ότι όντως η σχέση Ελλήνων και Κελτών είναι πολύ πιο σημαντική απ’ ό,τι πιστεύεται επί σημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Τρωικός Πόλεμος ήταν ουσιαστικά μία εμφύλια σύρ ραξή, καθώς Αχαιοί και Τρώες μοιράζονταν την ίδια γλώσσα, θεούς, παραδόσεις κ.α. Η πληροφορία για την ελληνική καταγωγή του Αρθούρου απαντάται στο ουαλικό ποίημα του του 15ου αιώνα Wedding of Sir Gawain and Dame Ragnelle.
Δυστυχώς, από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, η «πολυπόθητη» συγκριτική με λέτη των κελτικών διαλέκτων με την ελλη νική γλώσσα, η οποία είναι βέβαιο ότι θα έδινε πλήθος αποκαλυπτικών πληροφοριών, όπως π.χ. σε ποια ακριβώς χρονική περίοδο έγινε η πρώτη επαφή των δύο πολιτισμών, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Το παζλ της άγνωστης Ελληνικής Αρχαιότητας
Είναι αλήθεια ότι αυτά που αγνοούμε υπερ βαίνουν κατά πολύ αυτά που γνωρίζουμε (ή νομίζουμε ότι γνωρίζουμε) στο τεράστιο κε φάλαιο που ονομάζεται Απώτερη Ελληνική, Αρχαιότητα. Και πρέπει να θεωρείται βέβαιο οτι μια λεπτομερής εξέταση του ζητήμα τος θα μας αποκάλυπτε και άλλα σημαντικά ευρήματα, τη σπουδαιότητα των οποίων εν δέχεται αυτή τη στιγμή να μη διανοούμαστε.
Ενδεικτικά μόνο, αξίζει να αναφέρουμε ότι σε ιστοσελίδες ερευνητών από την Αγγλία γί νεται λόγος για την ανακάλυψη αγαλμάτων και απεικονίσεων του Απόλλωνα και άλλων ελληνικών θεοτήτων στη Μεγάλη Βρετανία -πληροφορίες που όμως δεν στάθηκε δυνατό να επιβεβαιωθούν- ενώ στον καθεδρικό ναό του Quimper της Βρετάνης (αρχαία Aquilonia) φυλάσσεται αγαλμάτιο της περί φημης Μαύρης Παρθένου, μιας μορφής που πιθανόν να συνδέεται με την παλαιότερη λα τρεία στην περιοχή, της θεάς Κυβέλης (βλ. ΤΜ, τ. 134).
Η σύνδεση των Ελλήνων με τους Κέλτες είναι κατά πολύ βαθύτερη από ό,τι πιστεύου με. Μια επίσκεψη στη Βρετάνη της Γαλλίας αποκαλύπτει ότι οι Κέλτες της Γαλλίας χο ρεύουν πιασμένοι από τα χέρια χορούς κυκλικούς, οχεδόν πανομοιότυπους με τους ελληνικούς, με συγκεκριμένους βημα τισμούς και σε μουσικές φόρμες που είναι πολύ γνώριμες στο αυτί των Ελλήνων, ενώ οι παραδοσιακές τους ενδυμασίες θυμίζουν έντονα αυτές της Μακεδονίας. Τέτοιου εί δους «ομοιότητες» δεν έχουν φυσικά περάσει απαρατήρητες απο τους ίδιους τους σύγχρο νους Κέλτες, κύκλοι των οποίων όμως, επιδί δονται εδώ και χρόνια σε μια ιδιόμορφη «προπαγάνδα», κάνοντας λόγο για μια άγνω στη ενιαία ιστορία στο πολύ μακρινό πα ρελθόν, που έλκει την καταγωγή της από χαμένες ηπείρους…
Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε εξηγούν και την ύπαρξη ελληνικών λέξεων στο λεξιλόγιο τους. Πρόκειται για την γνωστή «ινδοευρω παϊκή» θεωρία; η οποία μιλά για μία αρχαιό τατη κοινή γλώσσα που παρείχε τις κοινές ρίζες για τις λέξεις όλων των μετέπειτα ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
Βιβλιογραφία
• Ηρόδοτος, «Μελπωμένη», τόμος 4, εκδ. Κάκτος, 1992 • Διόδωρος Σικελιώτης, «Βιβλίο Β», εκδ, Κάκτος, 1997 • Λουκιανός, «Φιλοψευ-δής ή Απιστιών», εκδ. Πατάκη, 1998 • Πίνδαρος, Βακχυλίδης, «Λυ¬ρικοί Ποιητε’ς», τόμοι 2, 3, 4, 8, εκδ. Κάκτος, 2001, 2002 • Παυσα¬νίας, Απαντα, εκδ. Κάκτος, 1992 • Trevor Murphy, «Pliny the Elder’s Natural History: The Empire in the Encyclopedia», εκδ, Oxford University Press, 2004 • Πυθαγόρας, «Προσωκρατικοί», τό¬μοι 4, 5, 6, εκδ. Κάκτος, 1999 • Στράβων, «Γεωγραφικά», τόμοι 4, 5, εκδ. Κάκτος, 1994 • Πλάτων, «Τίμαιος, Κριτίας», εκδ. Κάκτος, 1993 • Pierre Roland Giot, «Prehistory in Brittany», Editions d’Art, 1995 • Peter Berresford Ellis, «Celt and Greek: Celts in the Hellenic World», Trans-Atlantic Publications, 1996 • Brian M. Fagan, «The Little Ice Age: How Climate Made History», 1300-1850, εκδ. Basic Books, 2001 • Peter Berresford Ellis, «The Mammoth Book of Celtic Myths and Legends, Constable and Robinson», 2003 • T. De Courcy Atkins, «The Kelt or Gael», εκδ. Τ. Fisher Unwin, 1892 • Laura Knight Jadczyk, «the Grail Quest and the Destiny of Man, Part V», εκδ. Cassiopaea, 2004 • Fred Gettings, «Dictionary of Occult, Hermetic and Alchemical Sigils», εκδ. Viking Pr., 1981 • Umberto Eco, «Fouceault’s Pendulum», εκδ. Ballantine Books, 1990 • Fulcanelli, «Le Mystere des Cathedrales», εκδ. Brotherhood of Life, 1997 • Boris de Zirkoff, «H.P.B. Collected Writings», εκδ. Quest Books, 1995 • Hutton, R., «The Pagan Religions of the Ancient British Isles: Their Nature and Legacy Blackwell», εκδ. Oxford, 1991 • Donald MacAulay, S. R. Anderson, J. Bresnan, and B. Comrie, «The Celtic Languages», εκδ. Cambridge University Press, 1993 • Durdin-Robertson, L., «Juno Covella: Perpetual Calendar of the Fellowship of Isis Cesara», εκδ. Enniscorthy, 1982 • John King, Kingdoms of the Celts: «A History and a Guide», εκδ. Sterling Publishing, 2000 • Ιωάν. Σταματάκου, «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης», εκδ. Βιβλιοπρομηθευ-τικη, 2002.
•http://www.norwichmoot.paganearth.com/celticgods.htm •http://www.ngdc.noaa.gov/paleo/ctl/cliscilOk.html
• http://www.tylwythteg.com/dynionl.html
• http://www.bagadoo.tm.rr/kemper/histoire_E.html
Απο παλαιότερο περιοδικό “Τρίτο Μάτι” και την “Ελεύθερη Επιστήμη“
Κάπως έτσι ήταν οι μύθοι με τους οποίους ανατράφηκαν αμέτρητες γενεές αρχαίων Ελλήνων: Η «Γη της Επαγγελίας» για τον ελληνικό πολιτισμό βρισκόταν κάπου στον μακρινό Βορρά, πέρα από τις περιοχές από τις οποίες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τους έρχονταν οι ψυχροί άνεμοι τον χειμώνα και ήταν ε’νας τόπος όπου οι άνθρωποι ζούσαν σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους και με τη φύση, απρόσβλητοι από το γήρας ή τις ασθένειες. Επρόκειτο για τη χώρα όπου ο Απόλλωνας περνούσε τους ψυχρούς χειμερινούς μήνες, απολαμβάνοντας τη λατρεία των σοφών κατοίκων της. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που εί χαν την τιμή να επισκεφτούν την Υπερβόρεια, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τα ονόματα του Περσέα (καθοδηγούμενος από την Αθηνά) και του Ηρακλή (εκεί βρίσκονταν τα Μήλα των Εσπερίδων).
Στη σωζώμενη αρχαιοελληνική βιβλιογρα φία συναντάει κανείς πλήθος αναφορών στη θρυλική χώρα, ο «απόηχος» των οποίων εί ναι αισθητός και στους συγγραφείς των πρώ των μεταχριστιανικών αιώνων, χωρίς όμως ποτέ οι αναφορές αυτές να γίνονται συγκε κριμένες, ενώ δεν λείπουν και οι αντιφάσεις (κυρίως όσον αφορά στην ακριβή της τοπο θεσία). Το γεγονός αυτό ώθησε τους περισσότερους μεταγενέστερους αναλυτές στην εκτίμηση ότι επρόκειτο περισσότερο για μια ουτοπική, ιδανική κοινωνία, ένα κοι νωνικό «παράδειγμα προς μίμηση» για τους Έλληνες, παρά για έναν υπαρκτό τόπο, τον οποίο θα μπορούσε κάποιος να ανα καλύψει και να επισκευτεί.
Ωστόσο, στις συγκεκριμένες προφορικε’ς παραδόσεις που συνοψίζει στο έργο του, βρί σκουμε και την αναφορά των Δηλίων ότι οι Υπερβόρειοι έστελναν κατά το παρελθόν τους πρώτους τους καρπούς στο ιερό νησί του Απόλλωνα, με τη συνοδεία πο μπής δύο νεαρών παρθένων, της Υπέροχης και της Λαοδίκης, και πέντε ανδρών. Μάλι στα, την εποχή, λοιπόν, που ο Ηρόδοτος συνέγραφε τα πολύτιμα ιστορικά και λα ογραφικά του κείμενα, οι προσφορές των Υπερβορείων εξακολουθούσαν να μετα φέρονται από τους Σκύθες έως τη Δωδώ νη και από εκεί κατέληγαν στη Δήλο, με ενδιάμεσους σταθμούς την Εύβοια, την Άνδρο και την Τήνο.
Μία άλλη σημαντική πληροφορία για τη χώρα των Υπερβορείων προέρχεται από τις ωδές του Πινδάρου και συγκεκριμένα από τα Ίσθμια (ωδή 6), προσδιορίζοντας όχι αυτή βρίσκεται στο τέλος του γνωστού κόσμου, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελός (2.47.5) αναφέρει ότι «εχειν δε τους Υπερβορείους ιδίαν τινά διάλεκτον» (έχουν κάποια δική τους διάλε κτο). Στη συνέχεια του κειμένου, ο ίδιος συ γραφέας παραθέτει ότι «προς τους Έλληνας οικειότατα διαχεϊσθαι, καί μάλιστα προς τους Αθηναίους καί τους Δηλίους, εκ παλαιών χρόνων» (αισθάνονται από παλαιότερες επο χές πολύ οικείους τους Έλληνες, ιδίως τους Αθηναίους και τους Δηλίους), για να κατα λήξει στη συνέχεια ότι αφιερώνουν (στον Απόλλωνα;) «αναθήματα πολυτελή, γράμμα-σιν Έλληνικοίς έπιγεγραμμένα».
Ύστερα από τα παραπάνω, είναι δυνατόν να διατυπωθεί με ασφάλεια η υπόθεση ότι οι σοφοί, αλλά και ικανότατοι μάγοι, Υπερ βόρειοι είναι ένα γένος, εάν όχι αμιγώς ελληνικό, σίγουρα συγγενικό προς την Ελλάδα και τους Έλληνες που έκαναν χρήση χου ελληνικού αλφαβήτου στα ιερά τους αναθήματα.
Ενδεικτικός ως προς τα παραπάνω είναι ο διάλογος Φιλοψευδής ή Απιστιών του «παρα μυθά» Λουκιανού (έργο από το οποίο ο Ντίσνεϋ εντέχνως «δανείστηκε» και την υπόθεση της περίφημης Φαντασίας του) σχετικά με έναν Υπερβόρειο, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ελλάδα πετώντας και άφησε τους πάντες άφωνους πραγματοποιώντας διάφορα «θαύ ματα» – στο κείμενο αναφέρεται ότι περπα τούσε στο νερό ή στον αέρα, περνούσε μέσα από τη φω τιά χωρίς να καίγεται, καλούσε δαίμονες και νεκρούς, είχε δημιουργήσει έναν αγγελιοφό ρο από πηλό κ.λπ.
Η ιστορία του Λουκιανού εικάζεται ότι είχε ως αφετηρία ένα μάλλον πραγματικό -κα θώς μνημονεύεται από πληθώρα αρχαίων συγγραφέων- περιστατικό, που δεν είναι άλ λο από την επίσκεψη στην Ελλάδα του θρυλικού Υπερβορείου, Άβαρη (Άβαρις).
0 Αβάρις ήταν ένας ιερέας του Απόλλωνα, για τον οποίο ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι είχε κάνει τον γύρο του κόσμου πετώντας με το βέλος του Απόλλωνα και χωρίς να τρώει (4.36) ενώ, σύμφωνα με τη βιογραφία του Πυθαγόρα από τον Ιάμβλιχο, ήταν δάσκαλος του μεγάλου Έλληνα σοφού, με τον οποίο και εμφανίστηκε στην αυλή του τυράννου της Σικελίας, και είχε «καθαρίσει» τη Σπάρ τη και την Κνωσσό από επιδημίες. Τέλος, σύμφωνα με τον Παυσανία (9.10), σε αυτόν ήταν αφιερωμένος ένας ναός στην Σπάρτη.
Εάν δεχτούμε ως αληθείς τους ισχυρι σμούς του Ιαμβλίχου, του Ηροδότου και του Πινδάρου, οι Υπερβόρειοι, εκτός από ευσε βείς και σεμνοί, θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα εξελιγμένοι και εγκεφαλικά/πνευματικά, σε σημείο ώστε να έχουν υπερβεί την ύλη – αυ τό, τουλάχιστον, καταδεικνύουν οι μαρτυ ρίες ότι ήταν απρόσβλητοι από το γήρας και τις ασθένειες, ότι είχαν σε υψηλή εκτίμηση τις τέχνες και ότι ζούσαν σε απόλυτη κοινω νική αρμονία.
Πού βρισκόταν η Υπερβόρεια;
Οι μάλλον ασαφείς και συχνά αντιφατικές πληροφορίες της αρχαίας ελληνικής βιβλιο γραφίας οδηγούν στο συμπέ ρασμα ότι η άγνωστη χώρα θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στον μακρινά Βορρά, στα «πέρατα της Γης» για τον ελληνικό προκλασικό κόσμο. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση του ζητή ματος των Υπερβορείων θα μας αποκάλυπτε ότι οι αρ χαίοι Έλληνες συγγραφείς δεν αποτελούν τη μοναδι κή διαθέσιμη πηγή πληρο φόρησης αναφορικά με τον εξελιγμένο αυτόν πολιτισμό.
Το 77 π.Χ., ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλί νιος ο πρεσβύτερος συνέγραψε ένα εντυπω σιακό πολύτομο έργο, την περίφημη Naturalis Historia (Φυσική Ιστορία), χρησι μοποιώντας, όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο του έργου, ως πηγές περίπου 20.000 πληροφορίες και ιστορικά γεγονότα, από 2.000 βιβλία 100 επίλεκτων συγγραφέ ων! Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψη φία των πηγών του Ρωμαίου «σοφού» προ έρχεται από Έλληνες συγγραφείς, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι σκοπός του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος ήταν η συ γκέντρωση σε ένα ενιαίο έργο ολόκληρου του σώματος της γνώσης του αρ χαίου ελληνικού κόσμου. Στις συγκεκρι μένες ενότητες βρίσκουμε και τα ακόλουθα (4.26):
«Πέρα από τον Aquilon, μπορεί κανείς να βρει έναν ευλογημένο λαό, τα μέλη του οποίου αποκαλούνται, σύμφωνα με την παράδοση, Υπερβόρειοι. Οι άνθρωποι αυτοί φτάνουν σε απίστευτη ηλικία. Πολλά θαυμαστά αναφέρο νται για αυτό το έθνος. … Η χώρα είναι λου σμένη στο φως του Ηλίου και απολαμβάνει ευχάριστη θερμοκρασία. Η δυσαρμονία εκεί είναι άγνωστη και το ίδιο συμβαίνει με την ασθένεια. Οι άνθρωποι εκεί δεν πεθαίνουν, παρά μόνο από την ‘κόπωση’ της ζωής. Μετά από ένα εορταστικό δείπνο, όποιος επιθυμεί να πεθάνει, χορτασμένος από τις χαρές της ζωής σε μεγάλη ηλικία, πηδάει στη θάλασσα από έναν απόκρυμνο βράχο. Έτσι είναι γι’ αυτούς ο πιο ευτυχισμένος τρόπος να ζει κα νείς. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη αυτής της χώρας, η οποία περι γράφεται από πολλές αυθεντίες».
Εδώ, ωστόσο, υπάρχει μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: Η πληροφορία ότι η επικράτεια των Υπερβορείων περιλαμβάνει τα «όρια της πορείας των άστρων» έρχεται να προστεθεί στο «σχόλιο» του Πινδάρου ότι είναι αδύνα το να επισκεφθεί κανείς τη μυστηριώδη χώ ρα από στεριάς ή θαλάσσης κ.α., θίγοντας και το ενδεχόμενο η μυθική Υπερβόρεια να μη βρίσκεται καν στον πλανήτη μας.
Επιστρέφοντας τώρα στο απόσπασμα του Πλινίου, όσο κι αν ψάξει κανείς στην αρχαία βιβλιογραφία, πολύ δύσκολα θα βρει μία πληρέστερη περιγραφή σχετικά με την αινιγματική χώρα και τους κατοίκους της. Σύμφωνα με την επίσημη βιβλιογραφία, το όνομα Aquilon αναφέρεται στον Βόρειο Άνεμο, ακολουθώντας την ελληνική παράδοση.
===========================================================================
ΟΙ ΚΕΛΤΕΣ
Σε ολόκληρη χη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ., οι πρόγονοι αυτών που σήμερα αποκαλούμε Κέλτες ήταν, σύμφωνα με την επίσημη του λάχιστον εκδοχή, ένα από τα φύλα που κυριαρχούσαν στη μεγαλύτε ρη έκταση της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο, από τον 12ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να συρρέουν στη συγκεκριμένη περιοχή, την οποία η παραδόσεις τους ονόμαζαν γενέτειρα χους. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν ήταν οι ίδιοι οι αρχαίοι Κέλτες ή, έστω, οι μακρινοί τους πρόγονοι που δημιούργησαν τις μεγαλιθικές κατασκευές (καμία ένδειξη δεν καταδεικνύει κάτι τέτοιο), ωστόσο το γεγονός ότι ο συ γκεκριμένος λαός διασώζει κάποιες προφορικές παραδόσεις που ανα φέρονται στην κατασκευή χους, επιχρέπει να εικάσουμε με σχεχική βεβαιόχηχα ότι σε κάποιο σημείο της ιστορικής τους διαδρομής ήρ θαν σε επαφή με εκείνους – όποιοι κι αν ήταν αυτοί- που τα δημι ούργησαν.
Από τον 8ο π.Χ. αιώνα, άρχισε από τους κατοίκους της Βρε-τάνης ο εποικισμός των πλούσιων σε πρώτες ύλες νησιών, που ακόμα και σήμερα αποκαλούμε Μεγάλη Βρετανία. Από ευρήμα τα στη Νότια Αγγλία (διακοσμητικά μοτίβα σε χειροτεχνήματα), οι ιστορικοί συμπεραίνουν ότι αρχικά αποβιβάστηκαν στη Νότια Αγγλία (περιοχή του Κεντ), από όπου σταδιακά μεταφέρθηκαν δυτικά, προς την πλούσια σε κοιτάσματα κασίτερου περιοχή της Κορνου άλης.
Πολύ σύντομα, βρίσκουμε την επίδραση των Κελτών να έχει επε κταθεί και στις υπόλοιπες περιοχές των βρετανικών νήσων, όπως η Ιρλανδία, η Ουαλία και η Σκοτία – χωρίς οι ιστορικοί να αποκλείουν το ενδεχόμενο ο εποικισμός των υπολοίπων περιοχών να έγινε από άλλα, ανεξάρτητα μεταναστευτικά ρεύματα κατά τον 7ο αι. π.Χ. από τη Βρετάνη.
Ο εποικισμός αυτός των δυσπρόσιτων περιοχών των βρετανικών νήσων υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιβίωση και την ιστορική συνέχεια του συγκεκριμένου έθνους καθώς -σε αντίθεση με τους προχριστιανικούς Κέλτες της Βρετάνης που δέχθηκαν στη συνέχεια πλήθος πληθυσμιακών και πολιτισμικών-γλωσσικών επι δράσεων από άλλες εθνότητες (Νορμανδοί, Ρωμαίοι και διάφορα γερ μανικά φύλα)- οι Κέλτες των απόμακρων περιοχών της Μεγάλης Βρετανίας απόλαυσαν για πολλούς ακόμα αιώνες, ακόμα και μετά τις εισβολές των Ρωμαίων και των Αγγλοσαξώνων, ως τη σύγχρονη εποχή, την πολιτισμική ασφάλεια που τους προσέφερε η γεωγραφική απομόνωση.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Leigh T. Denault, οι επιδράσεις της ύπαρξης και της ιστορικής συνέχειας του κελτικού πολιτι σμού στις συγκεκριμένες περιοχές μπορούν να ανιχνευθούν με βεβαιότητα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 25 αιώνων. Στις περιοχές αυτές, οι ζωντανοί φορείς της πολιτισμικής κληρονο μιάς, όπως π.χ. η γλώσσα και οι μυθολογικές παραδόσεις, διασφαλίζο νται από «εξωγενείς επιδράσεις», επιτρέποντας τη μελέτη σε μεγαλύ τερο βάθος, αλλά και την ανεύρεση εντυπωσιακών ομοιοτήτων με τον ελληνικό πολιτισμό.
==============================================================================
Παρόλα αυτά, την ίδια περίπου εποχή που ο Πλίνιος συνέγραφε τα παραπάνω λόγια, Ρωμαίοι στρατιώτες αποκαλούσαν Aquilonia (1ος αι. π.Χ) μία μικρή πόλη στη Βρετάνη, τη βορειοδυτική «γωνία» της σημερινής Γαλλίας, δέκα περίπου χι λιόμετρα από τις εκβολές του ποταμού Odet στον Ατλαντικό.
Η κελτική γλώσσα
Το 1892 κυκλοφόρησε στην Αγγλία μία εξαιρετικής σπουδαιότητας μελέτη, από αυτές που πολύ σπάνια βλέπουν το φως της δημοσιότητας, πάνω στις κέλτικες διαλέκτους. Η μελέτη έφερε τον τίτλο The Kelt or Gael και είχε γραφτεί από τον ερασιτέχνη γλωσσολόγο Τ. De Courcy Atkins, νομικό, πτυχιούχο του πανεπιστημίου του Λονδίνου. Η πρωτοπορειακή αυτή μελέτη κατέληγε στη διαπί στωση ότι η επαφή των δύο πολιτισμών είχε γίνει απευθείας, χωρίς δηλαδή, όπως πιστευόταν, την πολιτισμική διαμεσολάβηση των Ρωμαίων.
Σε υποστήριξη των απόψεων του, παρέθε τε πλήθος ελληνικών λέξεων, που χρησιμοποιούνταν σχεδόν αυτούσιες στις διά φορες τοπικές διαλέκτους των Κελτών της Μεγάλης Βρετανίας, οι οποίες ωστόσο δεν απαντούνταν στα Αγγλικά ή τα Λατινικά. Από όλες τις κελτικές διαλέκτους, η πλησιέστερη στην Ελληνική ήταν η, oυaλική διάλεκτος (σύμφωνα με μία εκδοχή, το μυθικό Άβαλον βρισκόταν στην Ουαλία και συγκεκριμένα στο νησί Anglesey). Ο συγγραφέας παραθέτει μάλιστα έναν εκτενή αλφα βητικό κατάλογο με λέξεις στα Ελληνικά, τα Αγγλικά και τα Ουαλικά (π.χ. το «αγγείον» ονομάζεται «vessel» στα αγγλικά, ωστόσο στην ουαλικη διάλεκτο αποκαλείται «angeian»!).
Αν και όλα χα συμπεράσματα του Atkins δεν είναι βάσιμα, ωστόσο το βιβλίο του παρα μένει εξαιρετικά αξιόλογο, απλά και μόνο γιατί αποτελεί άριστη πηγή πληροφοριών για την σχε’ση της αρχαίας ελληνικής γλωσ σάς και των αρχαίων κελτικών διαλέκτων.
Ο αποκαλυπτικός ερευνητής τονίζει μάλι στα στον επίλογο του έργου του την ανάγκη να γίνουν περαιτέρω συγκριτικές γλωσσολο γικές μελέτες ανάμεσα στην ελληνική γλώσ σα και τις διαλέκτους αυτές. Αν συνδυάσου με τις αρχαίες αναφορές για τους Υπερβόρει ους, τις σκοτικές παραδόσεις για αρχαιοελλη νική καταγωγή των Σκοτσέζων, αλλά και τους κελτικούς μύθους περί καταγωγής των προγόνων του μυθικού βασιλιά Αρθούρου από τους αρχαίους Τρώες, καταλήγουμε ότι όντως η σχέση Ελλήνων και Κελτών είναι πολύ πιο σημαντική απ’ ό,τι πιστεύεται επί σημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Τρωικός Πόλεμος ήταν ουσιαστικά μία εμφύλια σύρ ραξή, καθώς Αχαιοί και Τρώες μοιράζονταν την ίδια γλώσσα, θεούς, παραδόσεις κ.α. Η πληροφορία για την ελληνική καταγωγή του Αρθούρου απαντάται στο ουαλικό ποίημα του του 15ου αιώνα Wedding of Sir Gawain and Dame Ragnelle.
Δυστυχώς, από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, η «πολυπόθητη» συγκριτική με λέτη των κελτικών διαλέκτων με την ελλη νική γλώσσα, η οποία είναι βέβαιο ότι θα έδινε πλήθος αποκαλυπτικών πληροφοριών, όπως π.χ. σε ποια ακριβώς χρονική περίοδο έγινε η πρώτη επαφή των δύο πολιτισμών, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Το παζλ της άγνωστης Ελληνικής Αρχαιότητας
Είναι αλήθεια ότι αυτά που αγνοούμε υπερ βαίνουν κατά πολύ αυτά που γνωρίζουμε (ή νομίζουμε ότι γνωρίζουμε) στο τεράστιο κε φάλαιο που ονομάζεται Απώτερη Ελληνική, Αρχαιότητα. Και πρέπει να θεωρείται βέβαιο οτι μια λεπτομερής εξέταση του ζητήμα τος θα μας αποκάλυπτε και άλλα σημαντικά ευρήματα, τη σπουδαιότητα των οποίων εν δέχεται αυτή τη στιγμή να μη διανοούμαστε.
Ενδεικτικά μόνο, αξίζει να αναφέρουμε ότι σε ιστοσελίδες ερευνητών από την Αγγλία γί νεται λόγος για την ανακάλυψη αγαλμάτων και απεικονίσεων του Απόλλωνα και άλλων ελληνικών θεοτήτων στη Μεγάλη Βρετανία -πληροφορίες που όμως δεν στάθηκε δυνατό να επιβεβαιωθούν- ενώ στον καθεδρικό ναό του Quimper της Βρετάνης (αρχαία Aquilonia) φυλάσσεται αγαλμάτιο της περί φημης Μαύρης Παρθένου, μιας μορφής που πιθανόν να συνδέεται με την παλαιότερη λα τρεία στην περιοχή, της θεάς Κυβέλης (βλ. ΤΜ, τ. 134).
Η σύνδεση των Ελλήνων με τους Κέλτες είναι κατά πολύ βαθύτερη από ό,τι πιστεύου με. Μια επίσκεψη στη Βρετάνη της Γαλλίας αποκαλύπτει ότι οι Κέλτες της Γαλλίας χο ρεύουν πιασμένοι από τα χέρια χορούς κυκλικούς, οχεδόν πανομοιότυπους με τους ελληνικούς, με συγκεκριμένους βημα τισμούς και σε μουσικές φόρμες που είναι πολύ γνώριμες στο αυτί των Ελλήνων, ενώ οι παραδοσιακές τους ενδυμασίες θυμίζουν έντονα αυτές της Μακεδονίας. Τέτοιου εί δους «ομοιότητες» δεν έχουν φυσικά περάσει απαρατήρητες απο τους ίδιους τους σύγχρο νους Κέλτες, κύκλοι των οποίων όμως, επιδί δονται εδώ και χρόνια σε μια ιδιόμορφη «προπαγάνδα», κάνοντας λόγο για μια άγνω στη ενιαία ιστορία στο πολύ μακρινό πα ρελθόν, που έλκει την καταγωγή της από χαμένες ηπείρους…
Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε εξηγούν και την ύπαρξη ελληνικών λέξεων στο λεξιλόγιο τους. Πρόκειται για την γνωστή «ινδοευρω παϊκή» θεωρία; η οποία μιλά για μία αρχαιό τατη κοινή γλώσσα που παρείχε τις κοινές ρίζες για τις λέξεις όλων των μετέπειτα ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
Βιβλιογραφία
• Ηρόδοτος, «Μελπωμένη», τόμος 4, εκδ. Κάκτος, 1992 • Διόδωρος Σικελιώτης, «Βιβλίο Β», εκδ, Κάκτος, 1997 • Λουκιανός, «Φιλοψευ-δής ή Απιστιών», εκδ. Πατάκη, 1998 • Πίνδαρος, Βακχυλίδης, «Λυ¬ρικοί Ποιητε’ς», τόμοι 2, 3, 4, 8, εκδ. Κάκτος, 2001, 2002 • Παυσα¬νίας, Απαντα, εκδ. Κάκτος, 1992 • Trevor Murphy, «Pliny the Elder’s Natural History: The Empire in the Encyclopedia», εκδ, Oxford University Press, 2004 • Πυθαγόρας, «Προσωκρατικοί», τό¬μοι 4, 5, 6, εκδ. Κάκτος, 1999 • Στράβων, «Γεωγραφικά», τόμοι 4, 5, εκδ. Κάκτος, 1994 • Πλάτων, «Τίμαιος, Κριτίας», εκδ. Κάκτος, 1993 • Pierre Roland Giot, «Prehistory in Brittany», Editions d’Art, 1995 • Peter Berresford Ellis, «Celt and Greek: Celts in the Hellenic World», Trans-Atlantic Publications, 1996 • Brian M. Fagan, «The Little Ice Age: How Climate Made History», 1300-1850, εκδ. Basic Books, 2001 • Peter Berresford Ellis, «The Mammoth Book of Celtic Myths and Legends, Constable and Robinson», 2003 • T. De Courcy Atkins, «The Kelt or Gael», εκδ. Τ. Fisher Unwin, 1892 • Laura Knight Jadczyk, «the Grail Quest and the Destiny of Man, Part V», εκδ. Cassiopaea, 2004 • Fred Gettings, «Dictionary of Occult, Hermetic and Alchemical Sigils», εκδ. Viking Pr., 1981 • Umberto Eco, «Fouceault’s Pendulum», εκδ. Ballantine Books, 1990 • Fulcanelli, «Le Mystere des Cathedrales», εκδ. Brotherhood of Life, 1997 • Boris de Zirkoff, «H.P.B. Collected Writings», εκδ. Quest Books, 1995 • Hutton, R., «The Pagan Religions of the Ancient British Isles: Their Nature and Legacy Blackwell», εκδ. Oxford, 1991 • Donald MacAulay, S. R. Anderson, J. Bresnan, and B. Comrie, «The Celtic Languages», εκδ. Cambridge University Press, 1993 • Durdin-Robertson, L., «Juno Covella: Perpetual Calendar of the Fellowship of Isis Cesara», εκδ. Enniscorthy, 1982 • John King, Kingdoms of the Celts: «A History and a Guide», εκδ. Sterling Publishing, 2000 • Ιωάν. Σταματάκου, «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης», εκδ. Βιβλιοπρομηθευ-τικη, 2002.
•http://www.norwichmoot.paganearth.com/celticgods.htm •http://www.ngdc.noaa.gov/paleo/ctl/cliscilOk.html
• http://www.tylwythteg.com/dynionl.html
• http://www.bagadoo.tm.rr/kemper/histoire_E.html
Απο παλαιότερο περιοδικό “Τρίτο Μάτι”