Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Διάβασα, ως όφειλα από τη θέση του πολίτη, με μεγάλο ενδιαφέρον την πρόσφατη διακαναλική συνέντευξη του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας. (Διάβασα και όχι άκουσα, διότι, όντως δεν την άκουσα, την διάβασα όμως από τον επίσημο ιστόποπο της αξιωματικής αντιπολίτευσης).
Θα μπορούσε κανείς, εστιάζοντας στη κάθε ερώτηση που ετέθη στον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας και στην απάντηση (ή απαντήσεις) που έδινε στη κάθε μία απ’ αυτές, να πει πολλά και να διαφωνήσει ή συμφωνήσει ανάλογα και με την ιδεολογική αλλά και πολιτική τοποθέτηση του καθενός, όχι αναγκαίως εν σχέσει προς τις εκλογικές του προτιμήσεις αλλά και εν σχέσει προς τις δικές του ατομικές αντιλήψεις των πραγμάτων.
Στο παρόν άρθρο εστιάζω σε μια ερώτηση που τέθηκε στον πρόεδρο της ΝΔ και στην απάντηση που έδωσε. Το ερώτημα απευθύνθηκε από τον δημοσιογράφο του STAR TV κ. Πέτρο Μποτσαράκο και είχε ως εξής : «…γίνεται πολύς λόγος τις τελευταίες ημέρες για τους πολλούς και για τις ελίτ. Και τα δύο κόμματά σας με τον κ. Τσίπρα ερίζουν για το ποιος είναι με ποιον. Με το χέρι στην καρδιά, δεν νομίζετε και εσείς ότι είναι λίγο υπερβολικό επειδή ο κ. Τσίπρας έκανε μια φορά διακοπές σε ένα σκάφος να λέτε ότι εκείνος εκπροσωπεί τις ελίτ;». Και η απάντηση του προέδρου της ΝΔ την οποία παραθέτω ολόκληρη, ώστε να μην θεωρηθεί ότι την έκοψα και την έραψα στα μέτρα μου : «Κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Μου θέσατε δύο διαφορετικά ερωτήματα κ. Μποτσαράκο. Καταρχάς θέλω να σας πω ότι αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ των πολλών και των ελίτ είναι ο κατ΄ εξοχήν διαχωρισμός τον οποίο χρησιμοποιεί σήμερα η ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Όταν ακούω τον κ. Τσίπρα να μιλάει για πολλούς και ελίτ είναι σαν να ακούω την κ. Λεπέν, σαν να ακούω τον κ. Όρμπαν. Ακριβώς τα ίδια πράγματα λένε. Εγώ, λοιπόν, δεν είμαι ούτε με τους πολλούς, ούτε με τους λίγους, είμαι με όλους. Και πιστεύω ότι οποιαδήποτε πολιτική σήμερα διχάζει την ελληνική κοινωνία, μας πηγαίνει πίσω και όχι μπροστά. Και τα διλήμματα των επόμενων εκλογών δεν είναι αν κάποιος είναι με τις ελίτ ή αν κάποιος είναι με τους πολλούς. Αλλού είναι τα ρήγματα σήμερα στην ελληνική κοινωνία. Είναι αν κάποιος θέλει να δημιουργεί νέες δουλειές ή να εξαρτάται μόνο από επιδόματα. Είναι αν θέλει πραγματικά υγιή ανάπτυξη, τροφοδοτούμενη από ιδιωτικές επενδύσεις ή ανακύκλωση της κρατικής μιζέριας. Είναι αν θέλει κανείς ασφάλεια ή αν πρέπει να ζει στο φόβο. Αν θέλει την Ελλάδα πραγματικά συμμέτοχο και συνδιαμορφωτή των ευρωπαϊκών εξελίξεων ή μία Ελλάδα ουραγό της Ευρώπης και περιθωριακό παίκτη. Αυτά είναι τα πραγματικά διλήμματα σήμερα. Και επιτέλους: Γιατί η Νέα Δημοκρατία είναι με τις ελίτ και ο κ. Τσίπρας με τους πολλούς; Το πρόγραμμά μας -θα εξακολουθώ να το δείχνω- για μια καλύτερη ζωή, είναι κατ’ εξοχήν ένα πρόγραμμα το οποίο απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες, πρωτίστως στους λιγότερο προνομιούχους. Πείτε μου εσείς κ. Μποτσαράκο αν το να φτιάξουμε ένα πρότυπο σχολείο, δημόσιο σχολείο, σε κάθε ελληνική περιφερειακή ενότητα, ξεκινώντας με τη Δυτική Αθήνα, αν αυτή η πολιτική είναι πολιτική που ευνοεί τους λίγους ή τους πολλούς. Τους πολλούς ευνοεί φυσικά. Όταν εμείς μιλάμε για καλές εργασιακές σχέσεις, έτσι ώστε το όφελος από την επιχειρηματική επιτυχία να το καρπώνονται και οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, για τους πολλούς μιλάμε. Πήγα χθες σε μια επιχείρηση στην Παιανία, συνεχάρην τους ιδιοκτήτες, διότι από μόνοι τους έχουν μια πολιτική, να μοιράζουν ένα μέρος των κερδών τους ως έξτρα μπόνους στους εργαζόμενους. Τους είπα “συγχαρητήρια, την επόμενη μέρα θα σας δώσω και παραπάνω φορολογικά κίνητρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν ακόμα περισσότερο οφέλη από μία τέτοια πολιτική”. Όταν εμείς λέμε, θέλουμε να αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό με ρυθμό διπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ, για τους πολλούς μιλάμε. Δεν μιλάμε για τους λίγους. Όταν μιλάμε για ποιοτική δημόσια υγεία με έμφαση στην πρόληψη, πάλι για τους πολλούς και τους πιο αδύναμους μιλάμε. Τα παιδιά ξέρετε τα οποία δεν τρέφονται καλά σήμερα και τα οποία πάσχουν κατ’ εξοχήν από παιδική παχυσαρκία, επειδή τρώνε τροφές που είναι φτηνές και δεν είναι καλές, αυτά, δεν είναι τα παιδιά των ελίτ, είναι τα παιδιά των πιο φτωχών οικογενειών. Οπότε, ας τελειώνουμε επιτέλους με αυτούς τους διαχωρισμούς. Τώρα, ως προς το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας. Υπάρχει ένα ζήτημα μεγάλης πολιτικής υποκρισίας. Ο κ. Τσίπρας έφτιαξε την καριέρα του καταγγέλλοντας αυτούς που έχουν ιδιαίτερες προνομιακές σχέσεις με επιχειρηματίες. Και από εκεί και πέρα προφανώς είναι υπόλογος για τις δικές του επιλογές. Επέλεξε ο ίδιος 25 μέρες μετά τον Μάτι να πάει να κάνει διακοπές σε ένα πολυτελές κότερο. Ήταν δική του επιλογή. Το έκανε μυστικά, γιατί γνώριζε, προφανώς, ότι εάν το μάθαινε η ελληνική κοινωνία, θα υπήρχε μία κατακραυγή. Αλλά θέλω να θυμίσω ότι ο κ. Τσίπρας ξεκίνησε, ήρθε στην εξουσία πάνω στην καρότσα ενός αγροτικού, φωνάζοντας go back μαντάμ Μέρκελ και φεύγει από την εξουσία καπνίζοντας πούρα και σαλπάροντας με πανάκριβα σκάφη».
Και τώρα, αφού εξέθεσα την απάντηση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας αυτούσια, ας επιλέξω εκείνο το τμήμα της απάντησής του που προσωπικά μου κίνησε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μου (αλλά δεν με εξέπληξε). Το τμήμα αυτό είναι το σχετικό με τις διατυπούμενες από τον πρόεδρο της ΝΔ απόψεις του περί των ελίτ, των «λίγων» και των «πολλών», όχι μονάχα ως αντικείμενο της κυβερνητικής πολιτικής μα και ως μιας κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Όταν επί παραδείγματι λέει πως : «…ο διαχωρισμός μεταξύ των πολλών και των ελίτ είναι ο κατ΄ εξοχήν διαχωρισμός τον οποίο χρησιμοποιεί σήμερα η ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Όταν ακούω τον κ. Τσίπρα να μιλάει για πολλούς και ελίτ είναι σαν να ακούω την κ. Λεπέν, σαν να ακούω τον κ. Όρμπαν. Ακριβώς τα ίδια πράγματα λένε… Και πιστεύω ότι οποιαδήποτε πολιτική σήμερα διχάζει την ελληνική κοινωνία, μας πηγαίνει πίσω και όχι μπροστά», δεν γνωρίζω πώς να την ερμηνεύσω, εκτός από την προφανή ερμηνεία της που αρνείται την αναφορά στο ζήτημα αυτό. Πρόκειται για διάκριση υπαρκτή ή επινοημένη, σημαντική ή ασήμαντη, υπαρκτή και σημαντική ή υπαρκτή και ασήμαντη; Η προσωπική μου ερμηνεία είναι πως ουσιαστικά, απορρίπτεται η διάκριση «πολλών» και «ολίγων», απορρίπτεται η σημαντικότητα της ύπαρξης και λειτουργίας των ελίτ, διότι, λίγο πιο κάτω, υπογραμμίζει ο πρόεδρος τη ΝΔ, πως «…τα διλήμματα των επόμενων εκλογών δεν είναι αν κάποιος είναι με τις ελίτ ή αν κάποιος είναι με τους πολλούς. Αλλού είναι τα ρήγματα σήμερα στην ελληνική κοινωνία…». Και πού βρίσκεται το πραγματικό ζητούμενο; Βρίσκεται, όπως αναλυτικότερα αναφέρει (βλ. παραπάνω), στο μίγμα της πολιτικής του κόμματός του, μερικές πτυχές του οποίου μνημονεύει στην άνω απάντησή του. Δεν θα μείνω στις τελευταίες αυτές τοποθετήσεις του, (ξεφεύγει πράγματι του παρόντος άρθρου η ανάλυση του προεκλογικού προγράμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης), μένω όμως, στο ζήτημα των ελίτ, των «πολλών» και των «λίγων». Βεβαίως και έχει δίκαιο να αναγγέλλει ο πρόεδρος της ΝΔ ότι «Εγώ, λοιπόν, δεν είμαι ούτε με τους πολλούς, ούτε με τους λίγους, είμαι με όλους..», αλλά, αυτή η πολιτική «διαβεβαίωση» είναι κάτι που ουδείς θα μπορούσε να διατυπώσει με αντίθετο (πολιτικό) περιεχόμενο. Όμως, όταν οι Κοινωνίες εξανίστανται κατά των εκάστοτε Κυβερνήσεων για «ταξικές» πολιτικές ή για πολιτικές που ευνοούν τους «λίγους» ή τις «ελίτ», μιλάμε για κάτι που συμβαίνει αραιά και που, για κάτι που συμβαίνει ενίοτε ή για κάτι που συμβαίνει συχνά, ή μήπως, περιγράφεται με τη εικόνα αυτή μια φουτουριστική κατάσταση πραγμάτων, κάτι που κάποτε μπορεί να συνέβαινε αλλά πλέον δεν συμβαίνει ή κάτι που συμβαίνει μόνο όταν δεν βρίσκονται στην εξουσία όσοι επικαλούνται την ανωτέρω «διχαστική εικόνα», ακριβώς ως μια εκτροπή από την «κανονικότητα» που εκφράζεται από τους ίδιους που την καταγγέλλουν εξαιτίας ακριβώς της μη άσκησης της εξουσίας από αυτούς τους ίδιους; Τι διχάζει; Η πραγματικότητα ή η καταγγελία της; Ιδού ένα κουίζ χιλιοδιατυπωμένο.
Το ζήτημα της Καμίνευσης των Κοινωνικών και Ταξικών Αντιθέσεων εκ μέρους μιας Ιδεολογίας, όποια κι αν είναι αυτή, είναι ένα ζήτημα απαντημένο από την Ιστορία. Τέτοια Ιδεολογία και πολύ περισσότερο πολιτικές στη πράξη προς τη κατεύθυνση αυτή, ΔΕΝ υπάρχουν ως ιστορικό προηγούμενο.
Άλλωστε, η (σημερινή) Νεοφιλελεύθερη ΝΔ, ασφαλώς δε όχι μόνο αυτή, το να επιχειρεί να εμφανιστεί ως το πολιτικό κόμμα που θα ωφελήσει τους πάντες, σε ένα παίγνιο που θα είναι, για όλους τους κοινωνικούς εταίρους, παίγνιο win–win, είναι μια τετριμμένη προεκλογική συνθηματολογία, την οποία τη ζούμε τακτικώς και αδιαλείπτως : ουδείς (αναφέρομαι στα κόμματα εξουσίας ή που έχουν κάποια ελπίδα συμμετοχής σ’ αυτή) έχει ποτέ προαναγγείλει πως θα καταργήσει τις κοινωνικές τάξεις -έχω την αίσθηση πως ακόμα και τα κομμουνιστικά κόμματα συμβιβάστηκαν με την ύπαρξη των ελίτ- και επομένως τις ταξικές αντιθέσεις τους, το πολύ – πολύ, υπόσχονται να τους αφαιρέσουν προνόμια που κατέχουν χωρίς να επιτρέπεται από το Νόμο, αλλά αυτό είναι άλλης τάξης ζήτημα και είναι, επίσης, της ίδιας τάξης ζήτημα με το ζήτημα ότι αυτή η υπόσχεση ποτέ δεν υλοποιείται.
Η ΝΔ υπό τη σημερινή ιδίως ηγεσία, ας παραβλέψουμε χάριν της οικονομίας του άρθρου, ότι εκπροσωπεί το κόμμα αυτό το έτερον ήμισυ του μεταδικτατορικού κυρίαρχου δικομματικού συστήματος που μας οδήγησε στο 2010, είναι όχι απλά ένα πολιτικό κόμμα που ταυτίζεται και ιδεολογικά με τον Νεοφιλελευθερισμό και με τα Μνημόνια, αλλά, ΤΟ Νεοφιλελεύθερο πολιτικό κόμμα – εκπρόσωπός του στη χώρα μας -επαναλαμβάνω : υπό την νυν ηγεσία του.
Δεν είναι η ακροδεξιά η αιτία της Ευρώπης εκείνης στην οπαία εναντιώνεται η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών Λαών και η οποία υπερβαίνει σημαντικά την εκλογική επιρροή των Ευρωσκεπτικιστών, είναι ο Νεοφιλελευθερισμός, και η πρώτη (η ακροδεξιά) είναι απλά το αποτέλεσμά της. Τα Νεοφιλελεύθερα πολιτικά κόμματα όταν φτύνουν τους άλλους για τις συνέπειες των δικών τους επιλογών, το φτύσιμο αυτό επιστρέφει στο πρόσωπό τους.
Τώρα, σε ό,τι αφορά τις ανακουφιστικές για τους πολλούς πολιτικές ΟΛΩΝ των Νεοφιλελεύθερων κομμάτων, εντάσσονται πλήρως στη λογική των Νεοφιλελεύθερων πολιτικών όπου γης, όπως αυτές απορρέουν από τη Νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που εκφράζεται θαυμάσια από τους Φρίντριχ φον Χάγιεκ και (σε ένα πολύ πιο πρακτικό επίπεδο) από τον Μίλτον Φρίντμαν. Ο Νεοφιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία του 19ου αιώνα και πριν, (μη βιαστείτε να με χαρακτηρίσετε υπερβολικό, διαβάστε μονάχα προσεκτικά τους παραπάνω ιδεολογικούς πατριάρχες του Νεοφιλελευθερισμού) με πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης την κοινωνία της σχεδόν μηδενικής πρόνοιας και ως εκ τούτου και μιας αντίστοιχης σχεδόν κρατικής παρέμβασης πέραν εκείνης που θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς μια ιδιωτική πρωτοβουλία σε ένα Λαό ισοπεδωμένο προς τα κάτω και μια ευάριθμή ελίτ που θα έχει στα χέρια της τον πλούτο (και άρα, την πολιτική εξουσία που όταν δεν θα την ασκεί άμεσα η ίδια θα την ασκεί μέσω του πολιτικού της προσωπικού) στη λογική της φιλανθρωπίας. Αυτό αν είναι «διχαστικό» και «ακροδεξιό», τότε, κανείς δεν μπορεί να μεμφθεί άλλους απλά επειδή υπενθυμίζουν τι λέει κάποιος άλλος.
Νεοφιλελευθερισμός σημαίνει εξαθλίωση της μεσαίας τάξης και επομένως εξαθλίωση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Λαού, σημαίνει καλή ιδιωτική υγεία και μια υποχρηματοδοτούμενη και ως εκ τούτου κακή δημόσια υγεία, σημαίνει καλή ιδιωτική εκπαίδευση και μια υποχρηματοδούμενη και ως εκ τούτου κακή δημόσια εκπαίδευση, σημαίνει τη δυνατότητα να απολαμβάνει κανείς καλή ιδιωτική προστασία μέσω των εταιρειών securitiesκαι ως εκ τούτου μια υποχρηματοδοτούμενη κρατική αστυνομία και πάει λέγοντας. Όταν ανωτέρω ο πρόεδρος της ΝΔ λέει : «…Πήγα χθες σε μια επιχείρηση στην Παιανία, συνεχάρην τους ιδιοκτήτες, διότι από μόνοι τους έχουν μια πολιτική, να μοιράζουν ένα μέρος των κερδών τους ως έξτρα μπόνους στους εργαζόμενους. Τους είπα “συγχαρητήρια, την επόμενη μέρα θα σας δώσω και παραπάνω φορολογικά κίνητρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν ακόμα περισσότερο οφέλη από μία τέτοια πολιτική”. Όταν εμείς λέμε, θέλουμε να αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό με ρυθμό διπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ, για τους πολλούς μιλάμε. Δεν μιλάμε για τους λίγους…», ναι για τους λίγους μιλάει, διότι οι νεοφιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές, όχι αυτές της «πρώτης φορά αριστεράς» αλλά εκείνες της περιόδου 2010-2014 οι οποίες αφορούν και το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συνέτριψαν την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και το να καλεί κανείς κατεστραμμένους ή στα όρια της καταστροφής επιχειρηματίες να πληρώνουν «καλά» τους εργαζόμενούς τους αποτελεί, για να το πω όσο πιο κόσμια μπορώ, απλή προεκλογική κενολογία, ή, όταν χάριζαν, (ναι : χάριζαν!) δισεκατομμύρια στη Ζήμενς την ίδια στιγμή που περιέκοπταν μισθούς και συντάξεις, ναι, οι «ελίτ» είναι παρούσες και τέτοιες πολιτικές ασφαλώς δεν είναι υπέρ το συμφέρον όλων, απλά, αφορούν όλους και οι πρωθυπουργοί, υπουργοί και βουλευτές που ψήφιζαν και εφάρμοζαν εκείνες τις πολιτικές, ασφαλώς και εκπροσωπούσαν ΟΛΟΥΣ, όμως, νομοθετούσαν υπέρ των ΛΙΓΩΝ! Έτερον εκάτερον!
Από την άλλη, μιλώντας γενικότερα για το ίδιο παραπάνω ζήτημα, αλλά πιο διευρυμένα σε επίπεδο Ευρώπης, μιας και διανύουμε προεκλογική περίοδο και για τις ευρωεκλογές, αποτελεί Στόχο της Νεοφιλελεύθερης Ευρώπης, και επομένως των «κατά τόπους» εκπροσώπων τους, η απάλειψη όλων εκείνων των «πραγμάτων» που θεωρούνται «εμπόδια» ή και απλώς «βαρίδια» στο νεοφιλελεύθερο γίγνεσθαι. Τέτοια «πράγματα», λ.χ., μπορεί να είναι, ενδεικτικά, το Κοινωνικό Κράτος και τα παντοία Ανθρώπινα και Δημοκρατικά Δικαιώματα που δεν υποστηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες αγοραίες αξιώσεις, η υπόθαλψη των εξελίξεων εκείνων που ενισχύουν τα νεοφιλελεύθερα προτάγματα, όπως π.χ., την κατάργηση των «εθνικών» (δηλαδή κρατικών) συνόρων μέσω της ίδιας της κατάργησης των εθνικών κρατών (δεν είναι το «εθνικό» που τους ενοχλεί αλλά το ίδιο το «Κράτος» που δεν ελέγχεται από τα υπερεθνικά νεοφιλελεύθερα αγοραία και οικονομικά κέντρα) ή της εγκαθίδρυσης σ’ αυτά κυβερνήσεων που εμφορούνται από τα νεοφιλελεύθερα νάματα, η εγκαθίδρυση και μεταβίβαση εξουσίας και πόρων σε εξωθεσμικά ευρωπαϊκά ή εθνικά όργανα και οργανισμούς (π.χ., το Eurogroup, οι ΜΚΟ), ή ακόμα και θεσμικά, αλλά χωρίς την υποχρέωση λογοδοσίας σε έναν κυρίαρχο λαό, (π.χ., η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) με τρόπο ώστε να παρακάμπτονται τα εμπόδια που ακόμα βρίσκονται σε ισχύ και προέρχονται από τα διάφορα «Κεκτημένα» που συνεχίσουν την ύπαρξή τους από το «παλαιό καθεστώς» (όπως τα παραπάνω Δικαιώματα, όπως το Δικαιικό και Νομικό Κεκτημένο, όπως το Κοινωνικό Κεκτημένο, όπως το Δημοκρατικό Κεκτημένο κ.λπ.) και που δεν είναι ακόμα δυνατόν να υποκατασταθούν από ρυθμίσεις που θα αποτελέσουν τα αυριανά «Κεκτημένα», τούτη όμως τη φορά, πλήρως ευθυγραμμισμένα στην υπόθεση της υποστήριξης της Νέας Φιλελεύθερης ΚΑΙ Γερμανικής Ευρωπαϊκής Τάξης Πραγμάτων.
Συμπερασματικά, κανείς δεν πρέπει να αναμένει ότι στην Ελλάδα, κι εδώ πρέπει να είμαστε δίκαιοι : όχι μόνο η Νεοφιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία μα και η οποιαδήποτε Κυβέρνηση που δεν ελέγχει την εθνική ανεξαρτησία της Χώρας η οποία έχει εκχωρηθεί πέραν και των ίδιων ακόμα των συμβατικών δεσμεύσεων που απορρέουν από τις Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Συνθήκες στις οποίες έχει προχωρήσει, θα μπορέσει να εφαρμόσει κάτι λιγότερο από ό,τι τούτη τη στιγμή εξελίσσεται ως γίγνεσθαι στην Ευρώπη, δηλαδή, λέγοντας Ευρώπη εννοούμε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τη γερμανική Κυβέρνηση, με την τελευταία στο ρόλο του primusinter pares, τόσο όμως primus, ώστε να μην έχει μονάχα τον πρώτο μα και τον τελευταίο λόγο σε όλα τα -τουλάχιστον σημαντικά- ζητήματα. Η διαφορά είναι πως η (Νεοφιλελεύθερη) Νέα Δημοκρατία θα εφαρμόσει κάτι στο οποίο βρίσκεται κοντά και ιδεολογικά, ενώ οι άλλοι διεκδικητές της εξουσίας, δεν μπορούν να μην εφαρμόσουν τις νεοφιλελεύθερες επιταγές του Ευρωπαϊκού Νεοφιλελεύθερου Ιερατείου, ακόμα και αν ήθελαν. Γόρδιος Δεσμός; Ναι! Και πώς λύνεται; Με τον γνωστό τρόπο, όταν κάθε άλλος τρόπος αποδεικνύεται ατελέσφορος. Δηλαδή, με τον Λαό να αποφασίζει δημοψηφισματικά επί προτεινομένων λύσεων.