Το άγνωστο επεισόδιο του 1954 – Οι σχέσεις της Ελλάδας και Αλβανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 – Ποιος ήταν ο Νίκος Ακριβογιάννης – Η αποστολή αυτοκτονίας στην Αλβανία – Η σύλληψη, η φυλάκιση και τα φριχτά βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε – Η εκτέλεση του και τα νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας
Μια τραγική και άγνωστη στους περισσότερους ιστορία που διαδραματίστηκε στα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η υπόθεση του Νίκου Ακριβογιάννη. Ενός φιλόδοξου νεαρού, που πιστεύοντας ότι εκτελεί εθνικό καθήκον, ανέλαβε μια πραγματικά αποστολή αυτοκτονίας στην Αλβανία το 1952. Η συνέχεια ήταν δραματική: σύλληψη, φυλάκιση, βασανιστήρια και τελικά εκτέλεση δύο χρόνια αργότερα.
Η υπόθεσή του συνδέεται άμεσα και σε μια άλλη, σκοτεινή ιστορία της εποχής εκείνης, τη «Δίκη των Αεροπόρων» .
Οι περιπέτειες του Νίκου Ακριβογιάννη στην Αλβανία, ήταν άγνωστες για περισσότερα από 50 χρόνια, όχι μόνο στο κοινό, αλλά και στις ίδιες τις ελληνικές κυβερνήσεις. Υπήρχε πλήρης σύγχυση για το αν ζει ή αν έχει πεθάνει. Τα τελευταία χρόνια, ο Σταύρος Γ. Ντάγιος, Διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., έφερε στο προσκήνιο συγκλονιστικά στοιχεία, κυρίως μέσα από αναζητήσεις στα αλβανικά αρχεία. Όλα αυτά τα παρουσιάζει στο βιβλίο του «Ο Νίκος Ακριβογιάννης και η Δίκη των Αεροπόρων», που αποτελεί τη βασική πηγή του σημερινού μας άρθρου.
Οι Ελληνοαλβανικές σχέσεις στις αρχές της δεκαετίας του ‘50
Από την εποχή του ελληνικού εμφύλιου, στην Αλβανία υπήρχαν πολλοί πράκτορες στην υπηρεσία του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας (ΔΣΕ), της αλβανικής ασφάλειας και της Κομινφόρμ που είχε διαδεχθεί την Κομιντέρν από το 1947.
Ανάμεσα στις αποστολές τους, ήταν οι πληροφορίες για την παρουσία Βρετανών, Αμερικανών και άλλων νατοϊκών δυνάμεων στην Ελλάδα, ο ρόλος των Αλβανών φυγάδων στη χώρα μας και ο τρόπος οργάνωσής τους, οχυρωματικά έργα και στρατιωτικοί στόχοι.
Από την άλλη πλευρά, βορειοηπειρωτικοί σύλλογοι από την Ελλάδα, σε συνεργασία με ελληνικές και αμερικανικές υπηρεσίες, έστελναν συχνά στην Αλβανία κατασκόπους και πράκτορες, κυρίως με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών για τις κινήσεις των μαχητών του ΔΣΕ, το στρατιωτικό δυναμικό των Αλβανών και τις σοβιετικές βάσεις, αλλά και για τη διενέργεια δολιοφθορών.
Στα τέλη του Αυγούστου 1949 αξιωματούχοι της αμερικανικής, βρετανικής και γαλλικής πρεσβείας επισκέφθηκαν τον υπηρεσιακό Υπουργό Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη και του ανακοίνωσαν την σύσταση της αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Ελεύθερη Αλβανία» στο Παρίσι υπό τον Mit’ hat Frasheri, η οποία συνεπικουρούμενη από αμερικανικές και βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, είχε σαν σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα.
Η επιχείρηση αυτή, είχε ξεκινήσει να σχεδιάζεται από τον Φεβρουάριο του 1949, στο πλαίσιο του γενικότερου σχεδίου Rollback του Αμερικανικού διπλωμάτη George Kennan. Όπως γράφει ο Σταύρος Ντάγιος; «η Αλβανία χαρακτηριζόταν ως ο κύριος κακοποιός της περιοχής και από τον Ο.Η.Ε.».
Τελικά, η όλη αυτή προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος Χότζα απέτυχε. Ουσιαστικά, το 1953 με την υπαναχώρηση των Αμερικανών, έστω κι αν οι ενέργειες συνεχίστηκαν ως το 1956.
Η Ελλάδα που είχε εμπλακεί στην υπόθεση, έγινε στόχος επιθέσεων από τον αλβανικό Τύπο. Η εφημερίδα «Zeri i Popullit» στα τέλη Μαρτίου 1951, ανέφερε ότι στην Ελλάδα γίνονταν στρατιωτικές προετοιμασίες για την κατάληψη της Αλβανίας και ισχυριζόταν ότι ο σιδηρόδρομος Μοναστήρι – Φλώρινα – Θεσσαλονίκη, για τον οποίο υπήρχε η προοπτική να φτάσει ως την Κωνσταντινούπολη, κατασκευαζόταν γι’ αυτό τον σκοπό.
Οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί της χώρας είχαν αυξηθεί κατά 35%, μόνο και μόνο για να αντιμετωπίσουν πιθανή επίθεση.
Ο Αλβανός ηγέτης Ενβέρ Χότζα, εξέφρασε στους Σοβιετικούς τους Μάρτιο του 1951 ανησυχίες για την κλιμάκωση της κατασκοπευτικής προσπάθειες της Ελλάδας, θεωρώντας την πρελούδιο στρατιωτικής εισβολής, όμως το Κρεμλίνο τον καθησύχασε.
Τον Νοέμβριο του 1951, συνελήφθησαν στην Αλβανία και δικάστηκαν, οι Έλληνες πράκτορες Βαγγέλης Δήμου και Στέφος Πέτρου.
Τα Τίρανα, βρήκαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν την ελληνική κυβέρνηση για υπονόμευση της εδαφικής τους ακεραιότητας. Σχετική είναι η επιστολή του αναπληρωτή Αλβανού ΥΠΕΞ Μιχάλη Πρίφτη προς τον Ο.Η.Ε. στις 19/11/1951. Μετά από βασανιστήρια οι δύο κατηγορούμενοι ομολόγησαν ψευδώς ότι είχαν σκοπό να κάνουν δολιοφθορές στην Αλβανία, όπως την ανατίναξη της γέφυρας του Λόγγου (χωριού της Β. Ηπείρου κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα). Η πραγματική τους όμως αποστολή, ήταν η συλλογή πληροφοριών στο πλαίσιο του σχεδίου που αναφέραμε παραπάνω και είχε σχεδιαστεί από τις αμερικανικές και τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.
Ποιος ήταν ο Νίκος Ακριβογιάννης
Ο Νίκος Ακριβογιάννης, γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1929 στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρετούσε ως αξιωματικός του Στρατού ο πατέρας του Δημήτρης (είχε γεννηθεί το 1889). Η μητέρα του Νεοκλεία, είχε γεννηθεί το 1900. Και οι δύο γονείς του, κατάγονταν από τον Άγιο Βλάσιο Μαγνησίας. Ωστόσο, ο Ακριβογιάννης θεωρούσε πατρίδα του τη Θεσσαλονίκη. Χαρακτηριστικά είναι όσα είπε ενώπιον των Αλβανών ανακριτών στο Μπεράτι, στις 16/12/1953:
«Ξέρω καλά ότι η Μακεδονία και η ιδιαίτερη πατρίδα μου, η Θεσσαλονίκη είναι Ελληνικές, ανήκαν και θα ανήκουν για πάντα στην Ελλάδα».
Είχε και μία αδελφή, την Ελένη, δύο χρόνια μεγαλύτερη από εκείνον.
Ο Ακριβογιάννης φοίτησε σε σχολεία της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και του Αγίου Βλασίου. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο το 1947-1948, με γενικό βαθμό 14 4/11 (καλώς) και διαγωγή κοσμιοτάτη.
Όταν ήταν μαθητής της Α’ Γυμνασίου, υπήρξε Γενικός Γραμματέας της ΕΠΟΝ ως «Σκαπανεύς» και στη συνέχεια Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Αναπήρων, Τραυματιών και Φυματικών Εθνικής Αντίστασης του ΕΛΑΣ του νομού Μαγνησίας, ως αγωνιστής του 54ου Συντάγματος. Μάλιστα, σε μάχες με τους Γερμανούς στο Πήλιο, πληγώθηκε στο πόδι και το σαγόνι.
Ο Ακριβογιάννης ήταν γοητευτικός, αθλητικός, με μεγάλα φωτεινά μάτια. Δεινός κολυμβητής, άλλοτε ειρωνικός και άλλοτε εσωστρεφής. Ατίθασος και ριψοκίνδυνος, ήταν στοχαστικός άνθρωπος. Το 1949, πρωταγωνίστησε στην ταινία «Δύο Κόσμοι», ερμηνεύοντας τον ρόλο ενός γυναικά.
Στην ταινία, πρωταγωνιστούσαν οι Αλέκος Αλεξανδράκης, Νίκος Τζόγιας, Δήμος Σταρένιος, Μαλαίνα Ανουσάκη, Ίντα Χριστινάκη, Γιάννης Νταλ (Δαλιανίδης) κ.ά. Τη μουσική της είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Οι «Δύο Κόσμοι», σημείωσαν ιδιαίτερη επιτυχία για τα δεδομένα της εποχής, κόβοντας 50.154 εισιτήρια (5η στον σχετικό κατάλογο, της σεζόν 1949-1950, με πρώτη τον θρυλικό «Μεθύστακα»).
Ο Ακριβογιάννης έγραφε επίσης σενάρια και ποιήματα, για ορισμένα από τα οποία μάλιστα, είχε εκφραστεί διθυραμβικά ο Ηλίας Βενέζης.
Τον Γενάρη του 1948 έδωσε για πρώτη φορά εξετάσεις για εισαγωγή στην Αεροπορία, αλλά απέτυχε. Το 1949, έμαθε για τον νέο διαγωνισμό που είχε προκηρύξει για 70 νεοσύλλεκτους η Σχολή Αεροπορίας και φρόντισε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
Η στρατολόγησή του από τη CIA – Ο Ακριβογιάννης «Ίκαρος»
Τον Μάιο του 1950 κι ενώ διέμενε στη Θεσσαλονίκη, ο Ακριβογιάννης γνώρισε τυχαία (;) τον νεαρό Σαλονικιό Ευλάμπιο Κωστίδη, ο οποίος τον μύησε στον χώρο της κατασκοπείας. Εκείνη την εποχή, ο Τομ Καραμεσίνης, σταθμάρχης της CIA στην Ελλάδα , αναζητούσε θαρραλέους νεαρούς στον αγώνα κατά της «κομμουνιστικής απειλής». Βάση στρατολόγησης και συγκέντρωσης πρακτόρων, ήταν η Αμερικανική Γεωργική Σχολή στη Θεσσαλονίκη, ενώ η σχολή εκπαίδευσης λειτουργούσε στο Καραμπουρνάκι, σε ειδικά διαμορφωμένο διαμέρισμα.
Εκεί εκπαιδεύτηκε κι ο Νίκος Ακριβογιάννης από Αμερικανούς πράκτορες. Συχνά επισκεπτόταν τη σχολή ο Τομ Καραμεσίνης και ο βοηθός του Μπομπ Ντρίσκολ.
Ο νεαρός Νίκος, γοητευόταν από τον κόσμο των κατασκόπων, όπως βέβαια τον είχε στο μυαλό του: ριψοκίνδυνες αποστολές, ταξίδια, ωραίες γυναίκες. Παράλληλα, πίστευε ότι έτσι θα βοηθούσε και στην Ελλάδα. Αμείβεται με 1.000.000. δραχμές τον μήνα, αλλά οι Αμερικανοί τον ενημερώνουν για τους κινδύνους που ελλοχεύον.
Πριν τη λήξη των μαθημάτων στη σχολή, οι Αμερικανοί τον συμβούλευσαν να υποβάλλει αίτηση εισαγωγής στην Αεροπορία, ενώ παράλληλα του ανακοίνωσαν ότι σύντομα θα μετέβαινε στην Αλβανία, για τον λόγο δε αυτό, θα λάμβανε ειδική εκπαίδευση στη Σχολή Αεροπορίας. Του έδωσαν το ψευδώνυμο G. 1. και τον ενημέρωσαν, ότι μετά την Αλβανία θα έπρεπε να κάνει ό, τι ήταν δυνατό για να πάει σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης όπου βρισκόταν η ηγεσία του Κ.Κ.Ε.
Σε περίπτωση περιορισμού σε στρατόπεδα της Αλβανίας, θα συγκροτούσε μια ομάδα δολιοφθορών, που θα την αποτελούσαν οι πιο σκληροί από τους Έλληνες πρόσφυγες που είχαν απομείνει στην Αλβανία, την οποία Σκοπός της οργάνωσης θα ήταν η καλλιέργεια του πόθου της παλιννόστησης στους πρόσφυγες, η πρόκληση δολιοφθορών και η ενθάρρυνση μαζικών αποδράσεων από τα στρατόπεδα. Τον συμβούλευσαν να προσέχει κυρίως τους Αρσένιο Κουλούρη, Χριστόφορο Κυρομύτη (ή Κερομύτη) και Κώστα Προσωπάρη με τους οποίους δεν έπρεπε να έχει καμία επαφή. Ο Ακριβογιάννης υπέθετε ότι κι αυτοί ήταν Έλληνες πράκτορες σταλμένοι στην Αλβανία. Επίσης, οι Αμερικανοί διαβεβαίωσαν τον Ακριβογιάννη, ότι σε περίπτωση δυσκολιών θα πήγαιναν στην Αλβανία ο σμηναγός Εμμανουήλ ή ο υποσμηναγός Ευσταθίου και θα τον έσωζαν παίρνοντας τον με αεροπλάνο.
Ή μπορεί να του έστελναν υποβρύχιο για να τον παραλάβει από κάποια ακτή ή ακόμα κι από τη θάλασσα.
Τα μαθήματα στη Θεσσαλονίκη ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 1951. Στη συνέχεια ο Νίκος κατατάχθηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις (Κόρινθο).
Από εκεί, μεταπήδησε στη σχολή Αεροπορίας στο Τατόι, όπου θα υπηρετούσε τη θητεία του με την αρωγή των Αμερικανών.
Εκεί, οι αξιωματικοί του Α2 του έδωσαν το πρακτορικό ψευδώνυμο «Λοκρίς», ενώ οι Αμερικανοί ενημέρωσαν για την προκαταρκτική του εκπαίδευση. Έτσι έτυχε ιδιαίτερης «προσοχής και μεταχείρισης» από τον υποδιοικητή Πέτρο Μητσάκο.
Οι ίδιοι αξιωματικοί, παρακινούσαν τον Ακριβογιάννη να εκπαιδευτεί γρήγορα και να αποκτήσει πτητική επάρκεια καθώς θα μετέβαινε για εθνική αποστολή στην Αλβανία.
Η «επίσημη» ανάθεση της αποστολής, έγινε από τον Διοικητή της Σχολής, Σμήναρχο Αναστάσιο Βλαντούση, ο οποίος ένα περίπου μήνα μετά την κατάταξη του Ακριβογιάννη κι ενώ αυτός είχε ελάχιστες ώρες πτήσης, σε συνάντησή τους σε ξενοδοχείο στην Ομόνοια, του είπε επιτακτικά:
«Δόκιμε Ακριβογιάννη. Εν ονόματι της πατρίδας σε διατάσσω να μεταβείς εις εχθρικόν κράτος δι’ εκτέλεσιν ειδικής αποστολής».
Έπειτα, του εξήγησε ότι θα «απήγαγε» ένα αεροπλάνο, θα προσγειωνόταν στους Αγίους Σαράντα και θα ζητούσε από τις αλβανικές αρχές να έρθει σε επαφή με την προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελλάδας που είχε έδρα στην τέως ΕΣΣΔ. Εκεί, θα εμφανιζόταν ως φανατικός κομμουνιστής και θα ανέλυε κάποια παράτολμα σχέδια που είχε συλλάβει.
Ο Βλαντούσης, του παρουσίασε και εναλλακτικές λύσεις, στην περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά, ενώ του παρουσίασε και σενάρια διάσωσής του, αν το αλβανικό καθεστώς δεν του έδινε άδεια να μεταβεί στην ΕΣΣΔ και τον φυλάκιζε.
Σύντομα, ο Ακριβογιάννης κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί την εκτέλεση της αποστολής. Προσποιούμενος τον αφηρημένο, τον ανεπίδεκτο μαθήσεως και τον απείθαρχο, πίστευε όμως ότι ίσως προβληματίσει τους ανωτέρους του και δεν σταλεί στην Αλβανία, καθώς ήξερε ότι εκεί τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα.
Την ίδια περίοδο στο μεταξύ στη Σχολή της Αεροπορίας, συνέβαιναν σοβαρά ατυχήματα με αεροπλάνα, με αποτέλεσμα κάποιοι νεαροί πιλότοι να σκοτωθούν ή να τραυματιστούν. Αυτά και διάφορα άλλα (κατηγορίες περί κατασκοπείας, προπαγάνδα υπέρ του Κ.Κ.Ε. κλπ), οδήγησαν αξιωματικούς και υπαξιωματικούς της Αεροπορίας, καθώς και μερικούς ιδιώτες στο εδώλιο, στην περίφημη «Δίκη των Αεροπόρων», με την οποία θα ασχοληθούμε σε μελλοντικό μας άρθρο.
Ο Ακριβογιάννης, τελικά δεν κατάφερε να αποφύγει τη μοιραία, όπως αποδείχθηκε, αποστολή. Ο Βλαντούσης κάποια στιγμή, εμμέσως πλην σαφώς, τον απείλησε ότι η οικογένειά του θα κινδυνεύσει αν δεν πάει στην Αλβανία. Οι γονείς του δεν γνώριζαν τίποτα και ο ίδιος δεν πήγε ούτε στον γάμο της αδελφής του που έγινε την άνοιξη του 1952.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, πριν την φυγή του στην Αλβανία, την εκπαίδευση του ως πράκτορα και κατασκόπου ανέλαβε ο Θεόδωρος Μπουκουβάλας, ο οποίος αργότερα, στη διάρκεια της χούντας διετέλεσε νομάρχης Αργολίδας. Βοηθός του Μπουκουβάλα, ήταν ο Παπαγεωργίου, ένας άλλος αξιωματικός του Α2. Όλα γίνονταν βέβαια με καθοδήγηση και ενημέρωση των Αμερικανών. Στις 5 Απριλίου, ο Μπουκουβάλας έκανε τα τελευταία «ιδιαίτερα» στον Ακριβογιάννη. Ανάμεσα στα άλλα, του είπε και ποιες «απόρρητες» πληροφορίες θα έδινε στους Αλβανούς αν χρειαζόταν.
Γιατί επιλέχθηκε ο Νίκος Ακριβογιάννης
Για τη στρατολόγηση ατόμων που θα κάλυπταν διάφορες πληροφοριακές ανάγκες, οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, διαχρονικά, αναζητούν άτομα που θεωρούν ότι έχουν ικανότητες για συλλογή πληροφοριών αλλά και που για τα ίδια αυτά άτομα μπορούν εύκολα να σταχυολογηθούν πληροφορίες και να καταγραφούν τυχόν αδυναμίες τους.
Ο Ακριβογιάννης είχε τυχοδιωκτικό χαρακτήρα, πάθη (ποτό, χαρτοπαιξία, γυναίκες), «ένοχο» παρελθόν με τη συμμετοχή του στην ΕΠΟΝ την οποία γνώριζαν οι Αμερικανοί και οι εκπαιδευτές του και υπέρμετρες φιλοδοξίες (όπως το να παίξει σε ταινίες του Χόλιγουντ).
Ωστόσο είχε μεγάλη αγάπη για την οικογένειά του και την Ελλάδα. Πίστευε ότι αναλαμβάνοντας μια τόσο δύσκολη αποστολή, θα πρόσφερε ,εφόσον βέβαια την έφερνε εις πέρας, μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα του, θα του απονέμονταν παράσημα και κάποιοι βαθμοί στην Αεροπορία.
Στις 6 Απριλίου, ο Ακριβογιάννης είπε στον παιδικό του φίλο Φάνη Τσώκο να μεταφέρει στους γονείς του ότι θα έφευγε για την Αλβανία.
Η πτήση από το Τατόι στην Αλβανία
Η Δευτέρα 7 Απριλίου 1952 ήταν μια ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη μέρα, χωρίς σύννεφα και ομίχλες στη Δ-ΒΔ Ελλάδα.
Ο Νίκος Ακριβογιάννης, πιλοτάροντας ένα μονοκινητήριο διθέσιο εκπαιδευτικό αεροσκάφος (διπλάνο) τύπου «Harvard» Ε.Χ. 647, ξεκίνησε από το Τατόι, μέσω του αεροδιαδρόμου Ναυπάκτου – Πρέβεζας έφτασε αριστερά της Κέρκυρας και πέταξε ψηλά, περίπου στα 10.000 πόδια για να αποφύγει άλλα καταδιωκτικά αεροσκάφη αλλά και τα αλβανικά αντιαεροπορικά συστήματα.
Αρχικά σκέφτηκε να προσγειωθεί στο Αργυρόκαστρο, όπου υπήρχε και αεροδρόμιο, τελικά άλλαξε γνώμη και προσγειώθηκε χωρίς τροχούς στον κάμπο της Τσούκας. Πρόκειται για ένα κεφαλοχώρι με κατοίκους ελληνικής καταγωγής, στην περιοχή του Βούρκου της Βορείου Ηπείρου. Προηγουμένως, πέταξε πάνω από τα χώρια Τσαούσι, Αλίκο, Κρανιά και Μετόχι, εκεί όπου το 1949 είχε προσγειωθεί ο συνάδελφός του Παναγιώτης Μπαλάφας, που το 1952 ήταν έγκλειστος στις διαβόητες φυλακές των εχθρών του λαού της Κρούγια, με την κατηγορία της κατασκοπείας σε βάρος της Αλβανίας.
Ο Ακριβογιάννης δεν αναφέρει πουθενά, ούτε στις καταθέσεις, ούτε στις σημειώσεις του και τις ομολογίες του, ότι συνοδευόταν από άλλους. Μέχρι πρόσφατα, υπήρχαν πολλά δημοσιεύματα στη χώρα μας, που ανέφεραν ότι τον Ακριβογιάννη συνόδευε αεροσκάφος της CIA με χειριστές τους Καραμεσίνη και τον βοηθό του Ντόσλεϊ Κλαρκ και άλλα που ανέφεραν ότι το συνοδευτικό αεροσκάφος, που ακολούθησε τον Ακριβογιάννη ως το ύφος της Κέρκυρας, πιλοτάριζε ένας από τους εκπαιδευτές του στη Σχολή.
Η προσγείωση στην πραγματικότητα – Η αρχή της περιπέτειας του Ακριβογιάννη στην Αλβανία
Στον τόπο της προσγείωσης, έφτασε αμέσως ο διοικητής του οικείου Τμήματος Ασφαλείας των Αγίων Σαράντα Quatip Dervishi και ο ελληνόφωνος υπάλληλος ασφαλείας της περιοχής. Αυτοί μετέφεραν τον Ακριβογιάννη στον αστυνομικό σταθμό των Αγίων Σαράντα. Εκεί του ζητήθηκε εξηγήσει για ποιο λόγο ήρθε με αεροπλάνο στην Αλβανία.
Ο Ακριβογιάννης δήλωσε φίλος της Αλβανίας και πολέμιος της μοναρχοφασιστικής Ελλάδας. Στη συνέχεια ζήτησε να τον στείλουν στην ηγεσία της Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελλάδας στη Σοβιετική Ένωση, να ανακοινώσουν μέσω του Τύπου ότι ένα ελληνικό αεροπλάνο αφού έκανε κύκλους πάνω από τον αλβανικό εναέριο χώρο έφυγε προς την Ιταλία και να ανακοινώσουν συνθηματικά μέσω του Ρ/Σ ‘’Ελεύθερη Ελλάδα’’ ότι ο ‘’Κώστας θα παντρευτεί με τη Μάρθα’’, μήνυμα που σήμαινε ότι έφτασε καλά στην Αλβανία. Αυτό θα το άκουγε ο Φ. Τσώκος και θα μετέφερε το νέο στους γονείς του. Όλα αυτά γίνονταν με την καθοδήγηση των Αμερικανών πρακτόρων. Ο Ακριβογιάννης με δική του πρωτοβουλία ζήτησε να επικοινωνήσει με τον Ενβέρ Χότζα για να του μεταφέρει τα αιτήματά του προσωπικά.
Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης ο Ακριβογιάννης οδηγήθηκε στα Τίρανα σιδηροδέσμιος. Στα κρατητήρια της αντικατασκοπείας, στο Τμήμα 3011, ανακρίθηκε και βασανίστηκε. Οι Αλβανοί δεν πίστεψαν κανέναν από τους ισχυρισμούς του και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι πραγματικά συνέβαινε. Ο Ακριβογιάννης έστειλε μία επιστολή στον Χότζα, με την οποία του ζητούσε να τον βοηθήσει να μεταβεί στην ΕΣΣΔ.
Το επόμενο διάστημα κρατήθηκε στις μεταγωγικές φυλακές Τιράνων. Εκεί ένας κρατούμενος ο Gani Petrela, εγκάθετος των Αλβανών, του είπε ότι ο πατέρας του εκτελέστηκε. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είχε συμβεί.
Οι ανακοινώσεις για τον Ακριβογιάννη στην Ελλάδα
Τη μέρα της φυγής του Ακριβογιάννη το Υπουργείο Αεροπορίας ζητούσε πληροφορίες για την τύχη του αεροπλάνου τύπου ‘’Harvard’’ που είχε αναχωρήσει για εκπαιδευτική πτήση στη Νότια Πελοπόννησο και δεν επέστρεψε. Οι Αρχές δεν ανακοίνωσαν το όνομα του αεροπόρου παρά μόνο την εξαφάνιση του αεροπλάνου. Λίγες μέρες μετά η ηγεσία του Υπουργείου θεωρούσε το αεροπλάνο ως ‘’οριστικώς εξαφανισθέν’’ και ίσως ‘’βυθισθέν στη θάλασσα’’ λόγω μηχανικής βλάβης.
Οι εφημερίδες όμως επέμεναν: ‘’Είναι τόσο ύποπτα όλα αυτά ώστε οφείλει το Υπουργείο να ανακοινώσει σαφώς τι συμβαίνει”, έγραφε χαρακτηριστικά η “Εστία’’.
Ο Βλαντούσης διέταξε ΕΔΕ, την οποία ανέθεσε στον Επισμηναγό Χατζηλάκo, ο οποίος αφού πήγε και βρήκε τον πατέρα του Ακριβογιάννη επέστρεψε στο Τατόι. Ακολούθησε η σύλληψη του Φ. Τσώκου και τελικά ανακοινώθηκε ότι ο Ακριβογιάννης, ο οποίος διακατεχόταν από κομμουνιστικά φρονήματα, έφυγε με το αεροπλάνο ‘’Harvard’’ και προσγειώθηκε κοντά τους Αγίους Σαράντα. Στον Τύπο γράφονται πολλά και διάφορα, όπως ότι μεταφέρει πολύτιμα έγγραφα στην ηγεσία του Κ.Κ.Ε. και ότι στο αεροδρόμιο Τσούκα τον περίμεναν Έλληνες, Αλβανοί και Ρώσοι κομμουνιστές.
Παράλληλα ζητείται από την κυβέρνηση να απαιτήσει από την Αλβανία την επιστροφή του αεροπλάνου και να κάνει διάβημα στη γειτονική χώρα για τη ‘’φιλοξενία’’ που παρείχε στον Ακριβογιάννη.
Η Αλβανία δεν έδωσε καμία απάντηση ούτε επέστρεψε ποτέ το αεροπλάνο.
Οι απάνθρωπες ανακρίσεις του Νίκου Ακριβογιάννη
Οι Αλβανοί βέβαια μάθαιναν όσα γίνονταν στην Ελλάδα. Μετά τις 22 Απριλίου οι ανακρίσεις του Ακριβογιάννη γίνονται πιο σκληρές. Στις 5 Μαΐου 1952 κάνει μία απόπειρα αυτοκτονίας, η οποία αποτυγχάνει. Στις 28 Μαΐου γράφει στον Χότζα ξανά. Φυσικά ο Αλβανός ηγέτης δεν παίρνει καμία από τις επιστολές του.
Τον Αύγουστο του 1952, ξεκίνησε η Δίκη των Αεροπόρων, στην οποία αναφερθήκαμε και νωρίτερα. Ο Ακριβογιάννης ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που κατηγορούνταν, αλλά βέβαια δεν μπορούσε να δικαστεί, αφού βρισκόταν στην Αλβανία. Σκοπός όσων οργάνωσαν τη σκευωρία, ήταν να δείξουν ότι το ΚΚΕ ήθελε να διαβρώσει και να διαλύσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, ξεκινώντας από την Αεροπορία.
Στο μεταξύ, ο Ακριβογιάννης μετά τα σκληρά βασανιστήρια, διακομίζεται αναίσθητος στο Δημόσιο Νοσοκομείο Τιράνων (6/4/1953). Εκεί, τον ερωτεύονται δύο νεαρές νοσηλεύτριες, η Ιλιρία από την Κορυτσά και η Καντίφε. Για έναν φυλακισμένο στην Αλβανία όμως, όπως ο Ακριβογιάννης, ο έρωτας είναι χίμαιρα…
Τα βασανιστήρια του αλβανικού καθεστώτος, ήταν: ξυλοδαρμοί με ρόπαλο, ξύσιμο των τραυμάτων με ξύλο, διάτρηση του κρέατος με καυτό σύρμα, χρήση ηλεκτρικού ρεύματος στα αφτιά, ρίξιμο αλατιού στις ανοιχτές πληγές, ρίξιμο κρύου νερού τον χειμώνα, εξαγωγή νυχιών, σφίξιμο των κόρφων με τανάλια, εισαγωγή κοπράνων και ούρων στο στόμα, παρατεταμένη αϋπνία,πολυήμερη ορθοστασία κ.α.
Μετά την επιστροφή του στη φυλακή κι ένα νέο γύρο ανακρίσεων, στις αρχές Αυγούστου 1953 μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των μαχητών του ΔΣΕ στη Λούσνια, όπου ήταν περιορισμένοι 230 μαχητές.
Εκεί οι συνθήκες ήταν καλύτερες. Υπήρχε ένα καθεστώς ημιελευθερίας. Και πάλι όμως ο Ακριβογιάννης αναζητούσε τρόπους διαφυγής.
Η προσπάθεια απόδρασης
Έτσι, αποφάσισε να ιδρύσει μια συνωμοτική οργάνωση, την ΜΕΔΕΒΑ 134 και αναζητούσε μέλη. Απευθύνθηκε πρώτα στον «Μήτσο», Πελοποννήσιο καθηγητή, αιχμάλωτο του ΔΣΕ και πολυμήχανο. Αυτός εξέφραζε δυσαρέσκεια για το καθεστώς και νοσταλγία για την Ελλάδα. Ο Ακριβογιάννης, δεν ήξερε όμως ότι ο «Μήτσος», ήταν χαφιές των Αλβανών… Ένας ακόμα που προσεταιρίστηκε, ήταν ο Κερκυραίος Σπύρος Παγιατάκης. Το 1949, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 18 μηνών για ληστεία τράπεζας. Μετά την αποφυλάκισή του, έφυγε για την Αλβανία.
Τη νύχτα της Κυριακής 13 Δεκεμβρίου 1954, οι τρεις τους έφυγαν από το στρατόπεδο και κατευθύνθηκαν προς τον βορρά. Το ξημέρωμα, τους βρήκε στο Ρογκοζίνε, μια μικρή κωμόπολη νότια του Δυρραχίου, 15 χλμ. βόρεια της Λούσνια.
Το μεσημέρι της επόμενης μέρας, οι τρεις τους συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον αστυνομικό σταθμό Μπερατίου.
Το βράδυ της 14/12/1953, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης κατά του Ν. Ακριβογιάνννη και του απαγγέλθηκε κατηγορία για διενέργεια κατασκοπείας κατά της ΛΔ της Αλβανίας, κατά την έννοια του άρθρου 61-65 του Ποινικού Κώδικα. Η κατηγορία επέσυρε την ποινή του θανάτου. Οι ίδιες κατηγορίες, απαγγέλλονται και στον Παγιατάκη, ενώ ο «Μήτσος», που «κάρφωσε» τα σχέδια του Ακριβογιάννη, αφέθηκε ελεύθερος!
Ο Ακριβογιάννης οδηγήθηκε στα κρατητήρια της αντικατασκοπίας στα Τίρανα. Κλείστηκε σ’ ένα κελί, όπου υπήρχαν ένα σιδερένιο κρεβάτι κι ένας κουβάς, για τις σωματικές του ανάγκες!
Στις 9 Μαρτίου 1954, οι ανακρίσεις σε βάρος του Σ. Παγιατάκη ολοκληρώθηκαν. Το ίδιο έγινε και με τον Ν. Ακριβογιάννη στις 14 Απριλίου 1954.
Η δίκη Ακριβογιάννη – Παγιατάκη και η καταδίκη τους
Στις 24 Ιουνίου 1954, άρχισε στο Στρατοδικείο της Κορυτσάς υπό τον πρόεδρο της έδρας Prenjo Myftari και με στρατιωτικό εισαγγελέα τον Shaban Skenderi η δίκη.
Η απόφαση, γεμάτη λάθη και ανακρίβειες, που σε οποιαδήποτε δημοκρατική χώρα θα «έπεφτε» στο Εφετείο, ήταν σκληρή. Θάνατος δια τουφεκισμού στον Ακριβογιάννη και δήμευση του αεροπλάνου και εικοσαετής ειρκτή για τον Παγιατάκη. Ωστόσο, στις 28 Ιουνίου 1954, η Στρατιωτική Εισαγγελία άσκησε έφεση κατά της απόφασης για τον Παγιατάκη και ζήτησε τη θανατική καταδίκη του.
Οι δύο κατηγορούμενοι, στις 25 Ιουνίου 1954, δια των συνηγόρων τους Asllan Mlloya και Thoma Jani άσκησε έφεση, στο Ανώτατο Δικαστήριο των Τιράνων, η οποία εξετάστηκε στις 8 Ιουλίου 1954. Το Δικαστήριο, επικύρωσε την ποινή του Ακριβογιάννη, ενώ μείωσε την ποινή του Παγιατάκη σε 15 χρόνια ειρκτή, την οποία εξέτισε στις φυλακές Αυλώνας. Αργότερα, η ποινή του μειώθηκε κατά 5 έτη και στις 13/12/1961, του δόθηκε χάρη. Έτσι, στις 27/12/1961, αποφυλακίστηκε οριστικά.
Η εκτέλεση του Νίκου Ακριβογιάννη
Τη Δευτέρα 16 Αυγούστου 1954, στο Μπεράτι, στις 24.00, ο Νίκος Ακριβογιάννης εκτελέστηκε. Είχε φορέσει για τελευταία φορά τη στολή του δόκιμου Ίκαρου και είχε χτενιστεί με μια τσατσάρα που είχε μαζί του κατά την απόδρασή του από τη Λούσνια. Το προεδρείο της Αλβανικής Βουλής, αρνήθηκε να του δώσει χάρη. Του ζητήθηκε να δηλώσει ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία – Ζήτω η Ελλάδα, βροντοφώναξε.
Επίλογος: η συνέχεια εδώ