Το λεγόμενο Χαλύβδινο Σύμφωνο (γερμανικά: Stahlpakt, Ιταλικά: Patto d’Acciaio) και κατά το επισημότερο «Γερμανο-Ιταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συμμαχίας» ήταν ένα διμερές σύμφωνο που συνομολογήθηκε στο Βερολίνο, μεταξύ της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας και της Φασιστικής Ιταλίας στις 22 Μαΐου του 1939.
Φωτογραφία: By Bundesarchiv, Bild 183-H12940 / CC-BY-SA 3.0, CC BY-SA 3.0 de, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=5433956
Το Σύμφωνο αυτό υπέγραψαν οι τότε υπουργοί εξωτερικών των παραπάνω χωρών φον Ρίμπεντροπ και Τσιάνο, πληρεξούσιοι του Χίτλερ και Μουσολίνι αντίστοιχα, παρουσία του Χίτλερ. Το Σύμφωνο περιελάμβανε στην αρχή μία κοινή δήλωση περί φιλίας, συμμαχίας και στρατιωτικής και οικονομικής συνεργασίας με διάρκεια ισχύος μιας δεκαετίας (μέχρι το 1949).
Βασική πολιτική φιλοσοφία αυτού ήταν μέσα από τις πολιτικές επιδιώξεις των χωρών αυτών η «εγγύηση των βάσεων της ευρωπαϊκής παιδείας». Στην πραγματικότητα όμως ήταν μια γενική προετοιμασία αλληλοϋποστήριξης σε επικείμενο πόλεμο με σύσφιξη των σχέσεων σε κοινή πολεμική δράση.
Της δήλωσης αυτής ακολουθούσαν τα επιλεγόμενα εκ του αριθμού τους «επτά άρθρα του Χαλύβδινου Συμφώνου»:
– Άρθρο 1ο Τα συμβαλλόμενα μέρη Γερμανία και Ιταλία συμφωνούν να τηρούν συνεχή επικοινωνία επί των κοινών συμφερόντων τους επί των πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη.
– Άρθρο 2ο Τα συμβαλλόμενα μέρη υπόσχονται σε ότι έχουν συμφωνήσει να ακολουθήσουν κοινή εξωτερική πολιτική και αμοιβαία συνεννόηση επί οποιονδήποτε γεγονότων.
– Άρθρο 3ο Τα συμβαλλόμενα μέρη υπόσχονται την πλήρη στρατιωτική υποστήριξη μεταξύ τους σε περίπτωση που εμπλακεί κάποιος εκ των δύο σε πόλεμο.
– Άρθρο 4ο Τα συμβαλλόμενα μέρη, ενισχύοντας τις προθέσεις του προηγουμένου άρθρου υπόσχονται μεγαλύτερη μεταξύ τους συνεργασία “στον στρατιωτικό τομέα και τον τομέα της οικονομίας επί επικειμένου πολέμου».
– Άρθρο 5ο Ιταλία και Γερμανία συμφωνούν για μελλοντικούς εξοπλισμούς με περαιτέρω αύξηση των στρατιωτικών σχεδιασμών μεταξύ τους.
– Άρθρο 6ο Επισημαίνεται η σημασία της διατήρησης των σχέσεων με τις χώρες φιλικά προσκείμενες προς τη Γερμανία και την Ιταλία.
– Άρθρο 7ο Το παρόν Σύμφωνο Φιλίας και Συμμαχίας μεταξύ της Γερμανίας και της Ιταλίας τίθεται σε ισχύ από της υπογραφής του με διάρκεια δέκα ετών, μέχρι το 1949.
Σημειώσεις
Όταν συνομολογήθηκε το παραπάνω Χαλύβδινο Σύμφωνο η μεν Γερμανία που είχε ξεκινήσει τον επανεξοπλισμό της από το 1933 είχε ήδη ανακαταλάβει την αποστρατικοποιημένη ζώνη της αριστερής όχθης του Ρήνου (Σάαρλαντ, 1936), είχε εισβάλει στην Αυστρία (τον Μάρτιο του 1938), είχε καταλάβει τα σουδητικά εδάφη της Τσεχοσλοβακίας (Σεπτέμβριος του 1938) και τελευταία τον Μάρτιο του 1939 (δύο μήνες πριν τη συνομολόγηση του παρόντος) είχε εισέλθει στη Πράγα.
Η δε Ιταλία του Μουσολίνι που από το 1935 μαχόταν στην Αιθιοπία, τον επόμενο χρόνο την είχε καταλάβει, ενώ τον Απρίλιο του 1939, ένα μήνα πριν της συνομολόγησης του συμφώνου, είχε καταλάβει την Αλβανία.
Παράλληλα και οι δύο χώρες από το 1936 μέχρι και το 1939 είχαν επέμβει απροκάλυπτα στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας προς ενίσχυση του Φράνκο, ο οποίος ενάμιση μήνα πριν, στις 7 Απριλίου, του 1939 προσχώρησε στο Σύμφωνο Αντικομιντέρν.
Την επομένη της υπογραφής του συμφώνου ο Χίτλερ ανακοίνωσε στην στρατιωτική ηγεσία του Γ’ Ράιχ την πρόθεσή να εισβάλει στην Πολωνία.
Τρεις μήνες μετά, στις 23 Αυγούστου συνομολογείται το Σοβιετοναζιστικό Σύμφωνο ή Σοβιετογερμανική Συνθήκη του 1939, που κατέπληξε τους πάντες και που περιελάμβανε επίσης επτά άρθρα κατ΄ ακολουθία του Χαλύβδινου Συμφώνου.
Ένα χρόνο μετά, το Χαλύβδινο Σύμφωνο προσυπέγραψε και η Ρουμανία, ενώ παράλληλα συνομολογήθηκε το Τριμερές Σύμφωνο του Άξονα, ή “Τριμερές Σύμφωνο Βερολίνου” (Tripartite Pact) με τη συμμετοχή και της Ιαπωνίας.
Παρατηρήσεις
Μελετώντας όμως τις εξελίξεις που ακολούθησαν μετά τη συνομολόγηση του συμφώνου αυτού και της συμβολής του σ΄ αυτές, με την άνεση βέβαια που μας παρέχει σήμερα η ιστορία, διαπιστώνονται τα ακόλουθα:
Αναμφίβολα στόχος του Χίτλερ δια του συμφώνου αυτού ήταν να εξαναγκάσει την Ιταλία τουλάχιστον να ενστερνιστεί τις πολεμικές φιλοδοξίες του και να τον ακολουθήσει στην εισβολή που επιχείρησε στην Πολωνία (Οκτώβριος 1939) που σήμανε την έναρξη του Β’ ΠΠ. Στην πραγματικότητα όμως την ίδια εποχή η Ιταλία δεν ήταν ούτε οικονομικά αλλά ούτε και στρατιωτικά σε θέση να εμπλακεί σε ευρωπαϊκό πόλεμο, υστερούσε κατά πολύ τόσο σε εξοπλισμούς όσο και σε αξιόμαχο στρατό που ίσως ο Μουσολίνι τυφλωμένος από ματαιοδοξία δεν το αντιλαμβανόταν, αλλά και ποιος θα τολμούσε να του το επισημάνει με την αδιαλλαξία που τον χαρακτήριζε. Προσπάθησε βέβαια με ταχύτατους ρυθμούς να μπορέσει να ανταποκριθεί στο αξιόμαχο πλην όμως δεν το κατάφερε.
Η Ιταλία του Μουσολίνι εισήλθε στον πόλεμο οκτώ μήνες μετά, στις 10 Ιουνίου του 1940 εισβάλλοντας στη Γαλλία πιστεύοντας σε μια μεγαλειώδη νίκη. Πολύ γρήγορα όμως άρχισαν οι στρατιωτικές αποτυχίες όπως σημειώθηκαν ιδιαίτερα στα μέτωπα της Λιβύης και της Ελλάδας που ανέτρεψαν όλες τις προσδοκίες. Δεν είναι υπερβολή να σημειωθεί ότι με την υπογραφή του Χαλύβδινου Συμφώνου η μεγάλη άνοδος του Χίτλερ ταυτίστηκε με την πτώση του φασισμού του Μουσολίνι. Βέβαια το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να γίνει τότε αντιληπτό από τις λαϊκές μάζες και των δύο χωρών όπου τα καθεστώτα τους εμφανίζονταν «ενωμένα – δυνατά».
Ειδικότερα ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 η εξέλιξη του οποίου επέφερε με την εμπλοκή γερμανικών δυνάμεων σ΄ αυτόν τεράστια ζημία στο χρονοδιάγραμμα της στρατηγικής του Χίτλερ, εξαπολύοντας επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης με μεγάλη καθυστέρηση υπήρξε καταστροφική. Η αποτυχία των γερμανικών δυνάμεων μόλις μπροστά στη Μόσχα, που συνέπεσε με την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, απογοήτευσε την ιταλική κοινή γνώμη και ταπείνωσε τους επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων. Καταφανής ήταν και η αντίδραση του Βασιλέως Βίκτορα Εμμανουήλ της Ιταλίας, των πολιτικών αλλά και του Φασιστικού Συμβουλίου όταν στις 24 Ιουλίου του 1943 εξηγέρθη κατά του Μουσολίνι, για να ακολουθήσει δύο μήνες μετά, (9 Σεπτεμβρίου 1943), η άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ιταλίας.
wikipedia