Η δικαίωση του Προκόπη Παυλόπουλου για τον διαβόητο «Μινώταυρο του νεοφιλελευθερισμού», που απειλεί τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και είχε αναφέρει πριν από μερικά χρόνια ο Έλληνας Πρόεδρος, έρχεται από την επίκληση των θέσεων του, όπως έκανε πρόσφατα ο Εμανουέλ Μακρόν.
Ο Έλληνας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, να θυμίσουμε, ότι ήταν ο πρώτος δυτικός ηγέτης ο οποίος στηλίτευσε ανοιχτά την επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού, εντοπίζοντας και καταγράφοντας την μετάλλαξη που επιφέρει ο νεοφιλελευθερισμός στις δημοκρατικές δομές.
Θέση, που έγινε αντικείμενο κακόπιστης κριτικής, σε σημείο, που άγγιζε απαράδεκτες προσωπικές επιθέσεις. Από πολλές κατευθύνσεις, δυστυχώς ακόμα και από τη ΝΔ. Ποιός θα λησμονήσει τις απαράδεκτες αντιδράσεις ειδικά μετά από την ιστορική ομιλία του Προέδρου στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο Ιεροσολυμων;
Και όμως αυτή η ομιλία έχει γίνει πόλος αντίστασης και επαναδημιουργίας της Ευρώπης των λαών απέναντι στην Ευρώπη της οικονομίας.
Ισχυρές προσωπικότητες όπως ο Γερμανός Πρόεδρος Σταϊνμάγερ δεν έχουν διστάσει να αναφερθούν ονομαστικά στις θέσεις του Έλληνα Προέδρου υιοθετώντας πλήρως και απαιτώντας την εφαρμογή τους ως απάντηση για την δόμηση μίας βιώσιμης Ευρώπης την ώρα που αυτή κινδυνεύει να καταστραφεί εκ των έσω.
Ας την διαβάσουμε πάλι λοιπόν, για να καταλάβουμε ότι η Ελλάδα παραμένει Κοιτίδα δημοκρατιας και πολιτισμού, όσο υπάρχουν Έλληνες σαν τον Προκόπη Παυλόπουλο.
Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.ΠροκοπίουΠαυλοπούλου κατά την τελετή αναγόρευσής του ως επίτιμου διδάκτορα Δικαίου στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο Ιεροσολύμων, στις 30 Μαρτίου του 2016
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
ΣΤΟΝ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η ευρωπαϊκή έννομη τάξη, συνακόλουθα δε και οι έννομες τάξεις των επιμέρους κρατών-μελών της, βρίσκονται εδώ και δέκα περίπου χρόνια στην επικίνδυνη δίνη μιας πρωτόγνωρης κοινωνικοοικονομικής κρίσης. Κρίσης, η οποία οφείλεται στην επικυριαρχία της πλήρως παγκοσμιοποιημένης πλέον οικονομίας ως προς την παραγωγή αλλά και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, κυρίως δε εκείνων που διαμορφώνουν τις βάσεις του σύγχρονου κράτους δικαίου μέσα στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Όλο αυτό το οικονομικοθεσμικό τοπίο, μέσα στο οποίο το άκρως επιθετικό οικονομικό στοιχείο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης και κοπής κυριαρχεί επί του θεσμικού, ανατρέποντας κάθε ισορροπία μεταξύ κοινωνικοοικονομικής υποδομής και κανονιστικού εποικοδομήματος, παραπέμπει σε συμβολισμούς που δεν απέχουν -φυσικά τηρουμένων των αναλογιών- πολύ από τις ρίζες του μύθου γύρω από τον Λαβύρινθο, τον Μινώταυρο και τον Θησέα: Ολοένα και περισσότερο η οικονομία, κατά την φρενήρη παγκοσμιοποίησή της και τις αναρίθμητες «σκοτεινές» ατραπούς που δημιουργεί αενάως το σύγχρονο χρηματοπιστωτικό σύστημα, θυμίζει το μυθικό Λαβύρινθο. Ιδίως μάλιστα με την έννοια ότι η είσοδος είναι ορατή, αλλά η έξοδος μακρινή, δαιδαλώδης και τελικώς αδιευκρίνιστη.
Αυτός ο οικονομικός «Λαβύρινθος» έχει το δικό του «Μινώταυρο», ως αρχιτέκτονα αλλά και ως αμείλικτο φύλακα της εφιαλτικής χαοτικότητάς του. Πρόκειται για το «γνήσιο τέκνο» της νεοφιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης, ήτοι για τις βουλιμικές «αγορές», που γίνονται πολύ περισσότερο επικίνδυνες όταν δρουν υπό καθεστώς απειλής της υπόστασής τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, όταν δηλαδή οι «αγορές» ενεργούν υπό το κράτος του πανικού κατάρρευσης του οικοδομήματος που, «ακάθεκτες», δημιούργησαν. Σ’ αυτόν τον «Λαβύρινθο» κι απέναντι σ’ αυτόν τον «Μινώταυρο» ο κανόνας δικαίου, η έννομη τάξη και οι θεσμοί παίρνουν τη μορφή ενός άλλου «Θησέα». Ο οποίος, με «ασπίδα» την παραδοσιακή του δημοκρατική νομιμοποίηση και «δόρυ» την πλήρη αίσθηση της θεσμικής του αποστολής, οφείλει ν’ αγωνισθεί για να εντοπίσει το «Μινώταυρο» και να τον εξοντώσει. «Μίτο της Αριάδνης» έχει τα ίχνη της διαχρονικής εμπέδωσης των δημοκρατικών θεσμών, από την γέννησή τους ως την καταξίωσή τους. Βεβαίως εφόσον θελήσει να τους υπηρετήσει με αυταπάρνηση και με την ιστορική γνώση που αποδεικνύει ότι, όταν οι δημοκρατικοί θεσμοί συνδυάσθηκαν με την συνεπή υπεράσπισή τους, πάντοτε στο τέλος κατάφεραν να σώσουν το «οχυρό» του Ανθρώπου και των δικαιωμάτων του. Το κορυφαίο λοιπόν διακύβευμα του άμεσου μέλλοντος συμπυκνώνεται, περίπου, όχι στο αν ο θεσμικός «Θησέας» θα τα καταφέρει. Αλλά πολύ περισσότερο στο αν ο συγκεκριμένος «ήρωας» θα θελήσει ν’ αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Ο ρόλος του θεσμικού «Θησέα» μέσα στον οικονομικό «Λαβύρινθο» κι απέναντι στο νεοφιλελεύθερο «Μινώταυρο», είναι ήδη αρκετά ευδιάκριτος. Και ως προς την ουσία του και ως προς τη σημειολογία του. Με την έννοια ότι ο ρόλος αυτός από τη μια πλευρά έχει συγκεκριμένη δομή, προσδιορισμένη -τουλάχιστον κατά βάση- από την ιδιομορφία αλλά και την ένταση της οικονομικής κρίσης, μ’ έμφαση στο βάθος της αλλά και στην διάρκειά της, που δεν φαίνεται να έχει ορατό οριστικό τέλος. Και, από την άλλη πλευρά, η δομή αυτή προσδίδει στο ρόλο του «Θησέα» θεσμικές προεκτάσεις οι οποίες υπερβαίνουν, κατά πολύ, τις κείμενες κανονιστικές ρυθμίσεις και αφήνουν να φανεί η σημερινή αλλά και η μελλοντική «αγωνία» σχετικά με τη γενικότερη προοπτική του κανόνα δικαίου, της έννομης τάξης και του κράτους δικαίου. Κατά βάθος δε η «αγωνία» αυτή αγγίζει τον ίδιο τον Άνθρωπο, αφού «κακοποιώντας» τα δικαιώματά του υπονομεύει, εντέλει, και την αξία του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Ι. Ο χαοτικός «Λαβύρινθος».
Τα ίδια τα βασικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ενός είδους λαβύρινθου, του οποίου η είσοδος είναι ορατή, όχι όμως οι διαδρομές του και το πέρας του. Ένα πέρας μάλιστα το οποίο ίσως δεν υπάρχει καν, εξαιτίας της «κυκλικής» μορφής που εμφανίζει ο «Λαβύρινθος» αυτός λόγω της δομικής πλέον παγκοσμιοποίησης του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Τούτο σημαίνει, περαιτέρω, ότι η μόνη έξοδός του είναι η ίδια η πύλη εισόδου του. Αρκεί βεβαίως να την βρει ο «Θησέας» και πάλι, μετά την αρχική είσοδό του. Κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ειδικότερα:
Α. Πριν απ’ όλα, η σύγχρονη παγκόσμια οικονομία συνιστά ένα οικονομικό σύστημα χωρίς σύνορα. Και τούτο διότι η υφή της, κυρίως μέσω των μεθόδων που έχουν επικρατήσει ως προς την εξέλιξη των εν γένει οικονομικών συναλλαγών, δεν ανέχεται σύνορα. Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα είναι ένα μόρφωμα, το οποίο μόνο χωρίς σύνορα -πρωτίστως δε εθνικά- μπορεί να υπάρξει, αφού κάθε φραγμός στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία καταλήγει σε contradictio in adjecto. Την έλλειψη συνόρων στις παγκοσμιοποιημένες οικονομικές σχέσεις επιτείνει και το ότι:
1. Πρώτον, οι ως άνω σχέσεις δεν υπακούουν στοιχειωδώς, λόγω της ιδιοσυστασίας τους, σ’ ένα οργανωμένο σύστημα κανόνων δικαίου που θεσμοθετούν οι εθνικές έννομες τάξεις, ούτε καν η ευρωπαϊκή και η διεθνής έννομη τάξη. Και όσοι κανόνες δικαίου έχουν θεσμοθετηθεί προς αυτή την κατεύθυνση είναι, κατά βάση, leges imperfectae λόγω έλλειψης επαρκών κυρωτικών μηχανισμών κατά την εφαρμογή τους στην πράξη.
2. Δεύτερον, οι ίδιες σχέσεις δεν διέπονται έστω και από -τουλάχιστον πλήρεις- κανόνες προερχόμενους από τους θεσμούς της παγκόσμιας οικονομίας. Και διότι δεν υπάρχουν εξουσιοδοτημένοι θεσμοί προς μια τέτοια κατεύθυνση αλλά και γιατί, όπου υπάρχουν τέτοιοι διάσπαρτοι κανόνες δικαίου, δεν συνοδεύονται από στοιχειώδεις κυρωτικούς μηχανισμούς σε περίπτωση παραβίασής τους. Δεδομένου ότι, φυσικά, δεν μπορούν να νοηθούν ως «κυρωτικοί μηχανισμοί» οι κατά καιρούς αυθαίρετες κρίσεις των «Οίκων Αξιολόγησης».
Β. Κατά δεύτερο λόγο οι μέθοδοι στις οποίες κατά κανόνα προσφεύγει, λόγω της ιδιοσυστασίας του, το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, επιτείνουν το χαοτικό περιβάλλον του «Λαβύρινθου». Δεδομένου ότι οι μέθοδοι αυτές όχι μόνο δεν συμβιβάζονται με τις οικονομικές αρχές του γνήσιου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος αλλά, όλως αντιθέτως, είναι προϊόν της βίαιης μετάλλαξής του από την επέλαση των νεοφιλελεύθερων οικονομικών «δογμάτων». Τα οποία βασίζονται όχι βεβαίως στους κλασικούς κανόνες -π.χ. της προσφοράς και ζήτησης ή της καταλυτικής σημασίας της αντιστοιχίας των οικονομικών μεγεθών με τα μέσα παραγωγής- του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος αλλά σε «στοιχηματικού» τύπου μεθοδεύσεις. Μεθοδεύσεις που παράγουν, δήθεν, χρήμα δίχως ίχνος αντιστοίχισης προς τη δυναμική των μέσων παραγωγής και, συνακόλουθα, των πηγών πραγματικού πλούτου. Άρα οι κατά τ’ ανωτέρω μέθοδοι και μεθοδεύσεις πολλαπλασιάζουν, με μιαν ανεξέλεγκτη δυναμική, τις διόδους του «Λαβύρινθου», μεσ’ από τις οποίες είναι δύσκολο να βρει ο «Θησέας» τόσο τον προσανατολισμό του όσο και την πορεία του προς τη μια και μόνη διέξοδο και έξοδο απ’ αυτόν.
Γ. Τέλος, ακριβώς επειδή οι μέθοδοι και μεθοδεύσεις που διαμορφώνουν το χαοτικό περιβάλλον του «Λαβύρινθου» πορεύονται ανεξέλεγκτες, μετά την αρχική δρομολόγησή τους εντός του οικονομικού συστήματος, η μελλοντική διαμόρφωσή του δεν εξαρτάται ούτε καν από τις δυνάμεις που επιχειρούν να καθορίσουν την δομή του επειδή διεκδικούν την «πατρότητά» του. Μ’ άλλες λέξεις οι «αγορές» έχουν απλώς τη ψευδαίσθηση ότι χτίζουν ένα οικοδόμημα για να στεγάσει τις επιδιώξεις τους. Στο τέλος όμως θ’ αντιληφθούν ότι, απλώς, έχουν αυτοπαγιδευθεί σ’ αυτό, μ’ απώτερη κατάληξη να μετατραπούν σε άθυρμα και θύμα του «Μινώταυρου», στον οποίο εμπιστεύθηκαν την φύλαξή του.
ΙΙ. Η «αυτονόμηση» του νεοφιλελεύθερου «Μινώταυρου».
Σε τελική ανάλυση, ο «Μινώταυρος» που περιφέρεται στις σκοτεινές ατραπούς του «Λαβύρινθου» της παγκόσμιας και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας είναι προϊόν της τερατογένεσης από τον βιασμό του γνήσιου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Και μάλιστα με την ειδικότερη «όψη» της, νεοφιλελεύθερης «νομιμοποίησης», «εξουσίας» η οποία έρχεται ν’ αντικαταστήσει τους κρατικούς θεσμούς, σ’ εθνικό και διεθνές επίπεδο, μετά την εκδήλωση της επιχείρησης, σε παγκόσμια κλίμακα, «αποκρατικοποίηση» και, κυρίως, «απορρύθμιση». Η συνακόλουθη επιθετικότητα και η επικινδυνότητα αυτής της οικονομικής εξουσιαστικής οντότητας προκύπτει λοιπόν από τα εξής χαρακτηριστικά της που, όπως αναπτύχθηκε αμέσως προηγουμένως, έχουν τις ρίζες τους στην ίδια τη χαοτική δομή του «Λαβύρινθου».
Α. Ο «Μινώταυρος» δεν υπακούει σε κανόνες όταν ενεργεί. Και τούτο διότι η «απορρύθμιση», αφού προηγουμένως εξουδετερώνει το ρυθμιστικό πεδίο, το οποίο οριοθετούσαν οι κρατικοί κανόνες δικαίου συνήθως δημοκρατικής καταγωγής και νομιμοποίησης, απαξιώνει ν’ ασχοληθεί με το θεσμικό κενό που δημιουργείται αναποφεύκτως. Κατά τούτο ο «Μινώταυρος» εμφανίζεται ως «νεοφιλελεύθερος» «princepslegibus solutus», για να θυμηθούμε την διατύπωση του ρωμαϊκού δημόσιου δικαίου ως προς τους πολιτειακούς άρχοντες που δρούσαν πέρα κι έξω από νομικά και νόμιμα όρια. Γι’ αυτό και η αυθαιρεσία είναι σύμφυτη με τη γέννησή του αλλά και την εντεύθεν συμπεριφορά του έναντι των στόχων και των «θυμάτων» του.
Β. Και όταν η κανονιστική «απορρύθμιση» συνοδεύεται -σπάνια είναι η αλήθεια- από την θέσπιση νέων κανόνων ρύθμισης της οικονομικής δραστηριότητας, πάντα απρόσωπης προέλευσης και μηδενικής δημοκρατικής νομιμοποίησης, η απουσία κυρωτικών μηχανισμών τους καθιστά ανενεργούς στην πράξη. Κι αυτή η έλλειψη προσθέτει στην αυθαιρεσία του «Μινώταυρου» την αμετροέπεια, η οποία σε πλείστες όσες περιπτώσεις αγγίζει -ή ακόμη και ξεπερνά- τον κυνισμό, συνθέτοντας έτσι το αμάλγαμα του γενικού του χαρακτηριστικού, που είναι η οικονομική «θηριωδία». Μερικά παραδείγματα αρκούν για να τεκμηριώσουν την ανταπόκριση των ως άνω παρατηρήσεων προς την σύγχρονη δεινή οικονομική πραγματικότητα.
1. Λίγους μήνες πριν από τη κατάρρευση της Lehman Brothers, οι «αρμόδιοι» Οίκοι Αξιολόγησης την βαθμολογούσαν με τον ανώτατο δυνατό βαθμό οικονομικής αξιοπιστίας και φερεγγυότητας, γνωρίζοντας -ή οφείλοντας να γνωρίζουν- ότι ήταν ο ορισμός της «φούσκας» των ακινήτων και των αντίστοιχων ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, και όχι μόνο. Όταν στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2008 η «φούσκα» «έσκασε» με πάταγο, σαν οικονομική βόμβα μεγατόνων σπέρνοντας τον «πυρηνικό» της όλεθρο σχεδόν στην παγκόσμια οικονομία, ουδείς ασχολήθηκε με την ευθύνη και τις συνακόλουθες κυρώσεις σε βάρος των υπαίτιων Οίκων Αξιολόγησης. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά είναι οι ίδιοι που με απύθμενο «επιστημονικό» θράσος παραμένουν «αξιόπιστοι» κήνσορες της πορείας εθνικών οικονομιών, συμπεριλαμβανομένης κι εκείνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαμορφώνοντας μάλιστα, εμμέσως πλην σαφώς, συγκεκριμένες πολιτικές με τεράστιες επιπτώσεις για τα επιμέρους κοινωνικά σύνολα.
2. Τον Αύγουστο του 2011, ο Οίκος Standard and Poor’s υποβάθμισε ακόμη και την πιστοληπτική ικανότητα της οικονομίας των ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό δεν θα δημιουργούσε ίσως ιδιαίτερη εντύπωση, αν λίγο μετά δεν αποκαλυπτόταν ότι ο ως άνω Οίκος Αξιολόγησης συνήγαγε τα συμπεράσματα που οδήγησαν στην υποβάθμιση αυτή μεσ’ από εσφαλμένες εκτιμήσεις ύψους κάποιων τρισ. δολαρίων! Ακόμη και μετά την αποκάλυψη ο Οίκος επέμεινε στα συμπεράσματά του περί υποβάθμισης, ισχυριζόμενος ότι το λάθος του δεν ήταν «κρίσιμο» για την τελική του «απόφαση»…
Γ. Τα «θηριώδη» αυτά οικονομικά ένστικτα γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνα και διαλυτικά για την έννομη τάξη και τα δικαιώματα του ανθρώπου επειδή ο «Μινώταυρος», εξαιτίας της ανεξέλεγκτης πλέον πορείας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος:
1. Πρώτον, δρα αυτονομημένος ακόμη και έναντι των «δημιουργών» του σύμφωνα με τις δομικές του ιδιομορφίες που, όπως τονίσθηκε, δεν ανέχονται προκαθορισμένους κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας του. Με την έννοια ότι:
α) Από τη μια πλευρά ο «Μινώταυρος» δημιουργήθηκε μέσα στο «νεοφιλελεύθερο» περιβάλλον του χωρίς στοιχειώδεις κανόνες, έστω και οικονομικούς, ως προς την οριοθέτηση του πεδίου δράσης του.
β) Και, από την άλλη πλευρά -αλλά και συνακόλουθα-έτσι «ολοκληρώνεται» η φυσιογνωμία του ως οικονομικού μορφώματος που δεν μπορεί να υπακούσει σε «άνωθεν» εντολές.
2. Δεύτερον δρα, ολοένα και συχνότερα, υπό το κράτος ενός ιδιότυπου πανικού. Διότι η ίδια η σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα αποδεικνύει ότι πολλές από τις αντιδράσεις των «αγορών» πρέπει να τις αποδώσει κανείς στον αντίστοιχο πανικό τους, μπροστά στην ραγδαία αποδόμηση του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν και την επίσης ραγδαίως επιδεινούμενη προοπτική και των κεφαλαίων τους αλλά και της αποδοτικότητας των μεθόδων, με τις οποίες «έχτισαν» την οικονομική «αυτοκρατορία» τους. Αυτός δε ο πανικός είναι εκείνος ο οποίος, σε μεγάλο τουλάχιστον βαθμό, είναι η αιτία της, με γεωμετρική πρόοδο ενισχυόμενης, «επιθετικότητας» του «Μινώταυρου».
ΙΙΙ. Η αποστολή του θεσμικού «Θησέα».
Μέσα σ’ αυτόν τον οικονομικό «Λαβύρινθο» κι αντιμέτωπος με το «νεοφιλελεύθερο» «Μινώταυρο», ο θεσμικός «Θησέας» καλείται, θάλεγε κανείς υπό όρους που παραπέμπουν στην ιστορία του Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ, να φέρει σε πέρας τη δική του αποστολή: Την επανίδρυση ενός κανονιστικού εποικοδομήματος, το οποίο θα μπορέσει να υπερασπισθεί τον Άνθρωπο και το κοινωνικό σύνολο κυρίως δια της αποκατάστασης του κανόνα δικαίου και της έννομης τάξης στον θεσμικό τους «θρόνο», που πρέπει επιπλέον να στηρίζεται πάνω σε δημοκρατικό βάθρο. Τελικώς δε δια της αποκατάστασης του κράτους δικαίου μ’ έμφαση στον ανθρωπιστικό πυρήνα του, το κοινωνικό κράτος δικαίου. Το μεγάλο πρόβλημα για τον «Θησέα» -και τ’ αντίστοιχα διλήμματα που καλείται να τάμει κατά την επιτέλεση της αποστολής του- έχει δύο, συμπληρωματικές μεταξύ τους σε σημαντικό βαθμό, όψεις:
Α. Η πρώτη αφορά τον «Μίτο της Αριάδνης», ο οποίος και αν υπάρχει είναι και αποσπασματικός και δυσδιάκριτος ανάμεσα στους «παραμορφωτικούς» οικονομικούς καθρέφτες του «Λαβύρινθου».
1. Μ’ άλλες λέξεις ο οδηγός -και, ταυτοχρόνως, οικονομικός θώρακας- της μακράς παράδοσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης του κανόνα δικαίου και της έννομης τάξης σ’ ένα σχεδόν καθολικώς καθιερωμένο κράτος δικαίου έχει αποδυναμωθεί, αγγίζοντας τα όρια της ανυπαρξίας στον αστερισμό της νεοφιλελεύθερης επιδρομής κι επικυριαρχίας.
2. Πέραν τούτου, η κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα αλλάζει με υδραργυρικές ανατροπές, καθιστώντας έτσι ακόμη πιο δυσχερή τη «συνέχεια» του «Μίτου της Αριάδνης». Ιδίως εξαιτίας του ότι τον αποκόβει και τον απομακρύνει από τις θεσμικές του καταβολές, που ήταν διαμορφωμένες μέσα σε μιαν εντελώς διαφορετική υποδομή.
Β. Η δεύτερη όψη αφορά τους «συμμάχους», με τους οποίους ο «Θησέας» θα ήταν εφικτό να συμπορευθεί προκειμένου να φέρει σε πέρας την κατά τ’ ανωτέρω αποστολή του και, εντέλει, να «εξοντώσει» το νεοφιλελεύθερο «Μινώταυρο», αποτρέποντας τον κίνδυνο της καθολικής κυριαρχίας της οικονομικής «θηριωδίας» του. Οι εν δυνάμει σύμμαχοι δεν είναι πολλοί. Στην πραγματικότητα δεν ξεπερνούν τους δύο. Κι απ’ αυτούς μόνον ο ένας φαίνεται να διαθέτει την θεσμική «πανοπλία» και το κανονιστικό «δόρυ» που θα μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν το νεοφιλελεύθερο «οπλισμό» του «Μινώταυρου», κυρίως δε το βαρύ «ρόπαλο» της «απορρύθμισης».
1. Ένας πρώτος σύμμαχος θα ήταν, και μάλιστα με πολλές δυνατότητες κι αντίστοιχες προσδοκίες ο, latosensu, νομοθέτης. Ξεκινώντας από τον εθνικό νομοθέτη, που διαθέτει την δύναμη παραγωγής δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων δικαίου, με θεσμικό «εγχειρίδιο» τον τυπικό νόμο και την κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενη από την εκτελεστική εξουσία κανονιστική διοικητική πράξη. Και φθάνοντας ως την διεθνή, υπό την ευρεία του όρου έννοια, νομοθετική εξουσία, εντός της οποίας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως ο «Θησέας» μάλλον δεν μπορεί να περιμένει πολλά από την παρουσία του κατά τ’ ανωτέρω νομοθέτη στην κρίσιμη συνάντησή του με τον «Μινώταυρο».
Ειδικότερα:
α) Ο εθνικός νομοθέτης, μολονότι διαθέτει την μεγαλύτερη δυνατή δημοκρατική νομιμοποίηση μεσ’ από την πηγή της λαϊκής κυριαρχίας και την δομή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κάθε άλλο παρά δείχνει διατεθειμένος ν’ αντισταθεί στην «extra muros» ισχυρή πίεση της «απορρύθμισης». Αντιθέτως μάλιστα, ακόμη και τα σύγχρονα δεδομένα του κοινού εθνικού νομοθέτη -ιδίως μέσα στην άκρως κρίσιμη συγκυρία της βαθειάς οικονομικής κρίσης που φέρνει στην επιφάνεια όλους τους κινδύνους πλήρους αποδυνάμωσης του κανόνα δικαίου και της έννομης τάξης- οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εξακολουθεί να υποχωρεί υπό τις πιέσεις αυτές. Και να παραχωρεί, έτσι, περισσότερο έδαφος στις δυνάμεις της «απορρύθμισης», χωρίς σοβαρές προθέσεις υπεράσπισης των «τειχών» του οχυρού του παραδοσιακού κράτους δικαίου. Τούτο αποδεικνύεται κυρίως από το ότι ο εθνικός νομοθέτης περισσότερο παράγει κανονιστικώς συμβιβαζόμενος με τις απαιτήσεις του εσωτερικού και του διεθνούς οικονομικού συστήματος, το οποίο πορεύεται πάντα με βάση τα κελεύσματα του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Και, αντιστρόφως, λιγότερο ανθίσταται μέσω των κανόνων δικαίου εθνικής προέλευσης στα ως άνω έξωθεν κελεύσματα, προκειμένου να θωρακίσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, στους οποίους μάλιστα οφείλει και την γέννησή του και τη νομιμοποίησή του κατά την αποστολή του.
β) Δυστυχώς, προς την ίδια κατεύθυνση, κυρίως μεσ’ από μια πρωτόγνωρη θεσμική «απάθεια» ή και «μοιρολατρία», κινείται και ο νομοθέτης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και μάλιστα είτε πρόκειται για το πρωτογενές είτε πρόκειται για το παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο. Συγκεκριμένα -με κορύφωση την πορεία παραγωγής κανόνων δικαίου μετά τη δημιουργία του ευρώ και της Ευρωζώνης -ο ευρωπαίος νομοθέτης βαδίζει με γνώμονα την οικονομική, ορθότερα δε την αμιγώς νομισματική, ενοποίηση, δίχως να νοιάζεται για την θεσμική ενοποίηση του όλου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ιδίως μετά τη σταδιακή διεύρυνσή του. Κι αυτή η «αβδηριτική» του νοοτροπία οδηγεί την ενοποίηση σε βήματα προς τα πίσω, δηλαδή σ’ ένα είδος θεσμικής πορείας με αρνητικό πρόσημο. Αναπότρεπτη συνέπεια είναι η περαιτέρω διεύρυνση του ήδη μεγάλου δημοκρατικού ελλείμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ως προς τη νομιμοποίηση των οργάνων παραγωγής κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου αλλά και, συνακόλουθα, ως προς τη νομιμοποίηση αυτών τούτων των κανόνων δικαίου που παράγουν. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον είναι προφανές ότι οι κανόνες δικαίου που θεσπίζει ο -ελλειμματικής δημοκρατικής νομιμοποίησης- ευρωπαίος νομοθέτης υποκύπτουν πρωτίστως στις απαιτήσεις της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και της πορείας του ευρώ στον ταραγμένο ωκεανό της παγκόσμιας οικονομικής και νομισματικής κρίσης. Μιας κρίσης που έχει τις ρίζες της στην κυριαρχία των «δογμάτων» του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Και πολύ λιγότερο -ή σχεδόν καθόλου- υπακούουν στις επιταγές θεσμικής ανάταξης της ευρωπαϊκής έννομης τάξης και του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου σύμφωνα με τον προορισμό τους και τον παραδοσιακό πολιτισμικό τους προσανατολισμό, ο οποίος «δείχνει» πάντα προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής οργάνωσης και της θωράκισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Διόλου παράδοξο, λοιπόν, πως σ’ αυτό το παρακμιακό τοπίο των ευρωπαϊκών θεσμών χάνουν ολοένα και περισσότερο την κανονιστική «λάμψη» τους -αντί να ενισχύουν τη κανονιστική δύναμη του «ευρωπαϊκού κεκτημένου»- «προβολείς» μεγάλου βεληνεκούς που συνδέονται με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ το «θνησιγενές» -και μελαγχολικά «βαρύγδουπο» από πλευράς ορολογίας- «Ευρωσύνταγμα» υψώνεται στη μέση αυτού του τοπίου ως «επιτύμβια στήλη» στη μνήμη της «πάλαι ποτέ διαλάμψασας» Ευρώπης των θεσμών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
γ) Όσο για τον stricto sensu διεθνή νομοθέτη, ούτε λόγος για ουσιαστική συμπαράσταση στο «Θησέα» απέναντι στο «Μινώταυρο». Και τούτο για δύο, κυρίως, λόγους. Ο πρώτος -και σπουδαιότερος- συνίσταται στο ότι δεν μπορεί να περιμένει κανείς τίποτα προς την κατεύθυνση αυτή από μια νομοθεσία, η οποία ευθύνεται σε μέγιστο βαθμό για το νοσηρό «μπόλιασμα» της εθνικής και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας με τον, καταστροφικό για τον κανόνα δικαίου και την έννομη τάξη, «νεοφιλελεύθερο ιό». Και ο δεύτερος αφορά την εκ γενετής θεσμική «αναπηρία» της διεθνούς έννομης τάξης, της οποίας οι κανόνες είναι σχεδόν leges imperfectae και επειδή δεν βρίσκουν πραγματικό κανονιστικό έρεισμα σε οργανωμένους και αποτελεσματικούς κυρωτικούς μηχανισμούς.
2. Πραγματικός θεσμικός σύμμαχος του «Θησέα» απέναντι στο «Μινώταυρο» είναι εκείνος, στον οποίο μπορεί -και πρέπει-να επενδυθούν οι βάσιμες προσδοκίες ουσιαστικής και αποτελεσματικής συμπαράστασης. Πρόκειται για τον δικαστή, μεσ’ από την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ίσως το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται, prima faciae, αντιφατικό, αν αναλογισθεί κανείς αφενός ότι η ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση του δικαστή υπολείπεται σαφώς εκείνης του νομοθέτη. Και, αφετέρου, η δικαστική εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σ’ αυτή την «σκοτεινή» οικονομική και κοινωνική συγκυρία, μεγάλες δυνάμεις αντίστασης έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο κανόνας δικαίου, η έννομη τάξη και το κράτος δικαίου. Αν όμως εμβαθύνει κανείς και στην παράδοση και στα θεσμικά αποθέματα που διαθέτει η Δικαιοσύνη και με τα οποία «οπλίζεται» ο δικαστής κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, θ’ αντιληφθεί ότι η «αφύπνισή» της, ώστε να δώσει στον «Θησέα» το κανονιστικό «ξίφος» άμυνας κι επίθεσης κατά του «Μινώταυρου», είναι περισσότερο πιθανή ή και αναμενόμενη σε σχέση με την προσδοκία να «ξυπνήσει» κάποτε ο νομοθέτης από τη «χειμέρια νάρκη» του στη μέση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού «παγετώνα». Αρκεί να το θελήσει, βεβαίως με την ώθηση της επιστήμης και της ίδιας της κοινωνίας, σε μια κοινή πορεία υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών.
α) Ο εθνικός δικαστής, πρώτος αυτός, έστω και αν σήμερα εμφανίζεται διστακτικός είναι σε θέση ν’ αποκαταστήσει την κανονιστική ισχύ του κανόνα δικαίου, της έννομης τάξης και του κράτους δικαίου. Καταλυτικό συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι του νομοθέτη είναι η δικαιοδοσία του να ελέγχει την, latosensu, αντισυνταγματικότητα των κάθε είδους υποδεέστερης τυπικής ισχύος κανόνων δικαίου και ν’ αποτρέπει έτσι την εφαρμογή τους. Με τον τρόπο αυτόν έχει την αρμοδιότητα, επιπλέον, να εμπλουτίζει υποστηρικτικώς το συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο και με τους κανόνες δικαίου του διεθνούς κανονιστικού περιγύρου. Πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης αυτών των πτυχών της δικαιοδοτικής λειτουργίας διαθέτουν οι εθνικές έννομες τάξεις που έχουν υιοθετήσει το πρότυπο του, υπό την ευρεία του όρου έννοια, «Συνταγματικού Δικαστηρίου». Οι έννομες τάξεις της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πορτογαλίας το αποδεικνύουν.
β) Με τη σειρά του, ο ευρωπαίος δικαστής -στην ουσία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)- μπορεί να συμβάλει καθοριστικώς τόσο στην υπεράσπιση του ευρωπαϊκού θεσμικού κεκτημένου όσο ακόμη και στην κάλυψη του υφιστάμενου δημοκρατικού -οργανωτικού και κανονιστικού- ελλείμματος μέσα στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Ακόμη κι αν η ως σήμερα στάση του μάλλον φαίνεται να συμβαδίζει με την «παθητικότητα» του ευρωπαίου νομοθέτη ως προς την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών δημοκρατικών θεσμών. Ποτέ δεν είναι αργά. Και για την ακρίβεια, οφείλει να μην οδηγηθεί σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις ως προς το δικαιοδοτικό του κύρος. Μόνο που αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, κυρίως:
β1) Πρώτον, την σύμπλευση του ΔΕΕ με τον εθνικό δικαστή στην επιχείρηση προάσπισης των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Με την έννοια ότι θα ήταν εντελώς ανεδαφική -ίσως και, τελικώς, καταστροφική- κάθε αντιπαράθεσή τους σ’ έναν στείρο αγώνα επικράτησης του ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δικαίου. Πολλώ μάλλον όταν αυτό είναι κανονιστικώς αδύνατο όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί τη σημερινή της δομή. Όλως αντιθέτως, η αρμονική ερμηνευτική συνύπαρξη των εθνικών έννομων τάξεων με την ευρωπαϊκή, δια των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας του κανόνα δικαίου, θα μπορούσε ν’ αντλήσει απ’ όλο το, lato sensu, ευρωπαϊκό κανονιστικό πεδίο ως και το τελευταίο επιχείρημα υπεράσπισης της, τόσο απαραίτητης όπως καταδείχθηκε, ρυθμιστικής δύναμης του κανόνα δικαίου.
β2) Δεύτερον, την ενεργοποίηση του ΔΕΕ προς την κατεύθυνση της συναγωγής συμπληρωματικών γενικών αρχών, οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό στόχο την κάλυψη των κενών του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου στο πλαίσιο της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πρόκειται βεβαίως για γενικές αρχές «θεσμικού χαρακτήρα» που το ΔΕΕ μπορεί να συναγάγει απ’ αυτό τούτο το εν γένει ευρωπαϊκό δίκαιο. Ιδίως όμως τέτοιες γενικές αρχές είναι περισσότερο χρήσιμες, όταν συνάγονται εκ μέρους του ΔΕΕ από το διεθνές δίκαιο και, πρωτίστως, από το «ευρωπαϊκό κοινοδίκαιο». Δηλαδή από την κοινή κανονιστική συνισταμένη, η οποία έχει ως ρυθμιστική πηγή το σύστημα όλων των έννομων τάξεων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μ’ επίκεντρο τους κανόνες της συνταγματικής παράδοσης των κρατών-μελών.
β3) Τρίτον, την εκ μέρους του ΔΕΕ πλήρη αξιοποίηση της κανονιστικής δύναμης της ΕΣΔΑ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια τέτοια αξιοποίηση πρέπει να τείνει προς δύο, κατά βάση, ερμηνευτικές κατευθύνσεις: Η πρώτη αφορά την ερμηνευτική επιλογή, κατά την οποία τα δύο ως άνω προστατευτικά των δικαιωμάτων του ανθρώπου κείμενα, φυσικά καθένα με τη νομική του ιδιοσυστασία, ερμηνεύονται ως κατευθυντήριες γραμμές για την όλη εφαρμογή του πρωτογενούς και παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου. Άρα, in dubio, το δίκαιο αυτό ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΣΔΑ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και η δεύτερη αφορά την ερμηνευτική επιταγή ότι τα όσα κανονιστικά κενά εμφανίζουν, ενδεχομένως, τα ως άνω κείμενα καλύπτονται με την, και πάλι in dubio, ερμηνεία υπέρ της πληρότητας και της αποτελεσματικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
γ) Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλει, σύμφωνα με τον προορισμό του, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει την ΕΣΔΑ όχι μόνο σύμφωνα με τον αρχικό κανονιστικό προορισμό της, δηλαδή ως αυτοτελές πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αλλά και ως σύστημα κανόνων δικαίου που επηρεάζει, έστω και εμμέσως ακόμη, την ευρωπαϊκή έννομη τάξη ώστε να διασφαλίζει πλήρως τα κάθε είδους δικαιώματα του ανθρώπου, συμπεριλαμβα–νομένων των κοινωνικών. Τούτο σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τη μια πλευρά πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις της ΕΣΔΑ με τρόπο που, in dubio, αποβαίνει υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις αυτού τούτου του ευρωπαϊκού δικαίου, πρωτογενούς και παράγωγου -βεβαίως όταν και στο μέτρο που έχει σχετική δικαιοδοσία- έτσι ώστε να εφαρμόζονται υπό το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Και όχι υπό την επιρροή των αμιγώς οικονομικής και νομισματικής λογικής κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου.
Ευτυχώς, τα «σημεία των καιρών» δείχνουν πως ο Δικαστής μπορεί ν’ αντέξει. Και να κρίνει έτσι πως οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν επιτρέπεται να θυσιασθούν στον βωμό οιασδήποτε σκοπιμότητας, οικονομικής ή άλλης. Αφού η Δημοκρατία και η πεμπτουσία της, ο Άνθρωπος, υπάρχουν αυτοτελώς. Δηλαδή καθορίζουν -ή πρέπει να καθορίζουν- κυριάρχως και τον προσανατολισμό της οικονομίας. Άρα δεν υποκύπτουν στις ακόρεστες ορέξεις των «Αγορών», υπό την σημερινή μάλιστα μορφή και «λογική» τους. Εν κατακλείδι: Ο Δικαστής έχει χρέος να κρίνει –και μάλλον θα κρίνει- ότι το Σύνταγμα, ως αυτονόητη κι αδιαμφισβήτητη βάση της έννομης τάξης και των θεσμών της, δεν υπακούει στην αγοραία διεκδίκηση της οικονομίας αλλά μόνο στην κανονιστική θαλπωρή των θεσμών. Οι οποίοι παροτρύνουν τον Άνθρωπο στην συνεπή αναζήτηση του κατά την φύση του προορισμού του. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η θεώρηση της αποστολής του δικαστή και της Δικαιοσύνης είναι η μόνη, η οποία ανταποκρίνεται πλήρως στις, παγκοσμίως καταξιωμένες, θεμελιώδεις ρήτρες που εγγυώνται την αξία του Ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.