Η πτώση του Sebastian Kurz;
Η υιοθέτηση του λαϊκισμού από τον Kurz ήταν πιο στρατηγική από όσο του χρεώνουν οι επικριτές του. Η συμμαχία με το FPÖ είχε ως στόχο να σταματήσει την παρακμή του ÖVP, το οποίο κυβέρνησε την Αυστρία σε ένα μεγάλο συνασπισμό με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPÖ) για μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας.
Τον Ιούλιο του 2017, ο ηγέτης του δεξιού λαϊκιστικού Κόμματος Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ) και μελλοντικός αναπληρωτής καγκελάριος, ο Heinz-Christian Strache, πέρασε μια νύχτα με βότκα και Red Bull στην ισπανική νήσο Ίμπιζα με έναν από τους πλησιέστερους πολιτικούς συμμάχους του, τον Johann Gudenus, τον πρώην αντιδήμαρχο της Βιέννης. Στην διάρκεια της κατανάλωσης των ποτών σε μια πολυτελή βίλα, οι δύο άνδρες προσπάθησαν να συνωμοτήσουν με μια γυναίκα που πίστευαν ότι ήταν η ανιψιά ενός Ρώσου ολιγάρχη. Στόχος τους ήταν να χρησιμοποιήσουν ρωσικά χρήματα για να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των επερχόμενων κοινοβουλευτικών εκλογών της Αυστρίας. Δυστυχώς για τον Strache και τον Gudenus, το όλο θέμα καταγράφηκε μυστικά σε βίντεο.
Οι επιπτώσεις από το IbizaGate, όπως έγινε γρήγορα γνωστό το σκάνδαλο, έριξε την Αυστρία στη μεγαλύτερη πολιτική κρίση της από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 17 Μαΐου, δύο γερμανικές εφημερίδες, η Süddeutsche Zeitung και η Der Spiegel, δημοσίευσαν [1] αποσπάσματα από το 6ωρο βίντεο. Έδειξαν τον Strache να προσφέρει στην Ρωσίδα κρατικά συμβόλαια και μερίδιο μετοχών στην σημαντικότερη [εφημερίδα] ταμπλόιντ της Αυστρίας, την Kronen Zeitung, σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή της στην εκστρατεία.
Παρόλο που είναι ακόμη ασαφές [2] ποιός ήταν πίσω από την περίπλοκη επιχείρηση παγίδευσης, οι πολιτικές συνέπειές της ήταν άμεσες. Την στιγμή που δημοσιοποιήθηκαν τα βίντεο, το κόμμα του Strache, το FPÖ, ήταν ο δευτερεύων συνεργάτης στην κυβέρνηση συνασπισμού με το κεντροδεξιό Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα (ÖVP). Μέσα σε 24 ώρες από το IbizaGate, [ο Strache] παραιτήθηκε από αρχηγός του κόμματος και αναπληρωτής αρχηγός της κυβέρνησης. Την ίδια ημέρα, ο καγκελάριος Sebastian Kurz του ÖVP ζήτησε εκλογές και αντικατέστησε όλους τους υπουργούς του FPÖ με τεχνοκράτες επιμελητές. Μόλις εννέα ημέρες αργότερα, μια κοινοβουλευτική ψήφος άρσης εμπιστοσύνης [3] ανάγκασε τον Kurz και ολόκληρη την κυβέρνησή του να πέσουν. Μια νέα προσωρινή κυβέρνηση, με επικεφαλής την πρώτη γυναίκα καγκελάριο της Αυστρίας [4], την Brigitte Bierlein, θα είναι στην εξουσία μέχρι να δημιουργηθεί μια νέα κυβέρνηση συνασπισμού μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Έχοντας υπηρετήσει μόλις 525 ημέρες στο αξίωμα, ο 32χρονος Kurz, εισήλθε στα χρονικά της αυστριακής ιστορίας ως ο πλέον βραχύβιος καγκελάριος της μεταπολεμικής εποχής και ο μόνος επικεφαλής κυβέρνησης που αποπέμφθηκε ποτέ από μια ψηφοφορία άρσης εμπιστοσύνης. Η αποπομπή του ήταν μια εκπληκτική ανατροπή για έναν πολιτικό τον οποίο ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Γερμανία, Richard Grenell, είχε επαινέσει μόλις πριν από έναν χρόνο ως «ροκ σταρ». Τελικά, το μυστικό της επιτυχίας του Kurz -η θέλησή του να μετακινήσει το ÖVP προς τα δεξιά και το να φέρει το FPÖ στην κυβέρνηση- αποδείχτηκε επίσης ότι ήταν και η καταστροφή του.
Για πολλούς, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, η πτώση του Kurz προσφέρει ένα απλό μάθημα [5]: Η διακυβέρνηση με την άκρα δεξιά δεν είναι μόνο ηθικά απεχθής, αλλά το αποκορύφωμα της πολιτικής ανευθυνότητας. Ωστόσο, αυτή η άποψη υποτιμά την πολυπλοκότητα της πολιτικής κατάστασης της Αυστρίας και των συνεπειών της για την Ευρώπη. Παράλληλα, δεν προσφέρει καμία ιδέα για το πώς τα κόμματα του κατεστημένου πρέπει να αντιμετωπίσουν τα ακροδεξιά λαϊκίστικα κινήματα. Γιατί όσο ενοχλητικό ήταν προσωρινά το IbizaGate για τον Kurz και την Αυστρία, είναι επίσης καθησυχαστικό.
Το σκάνδαλο έδειξε ότι μια ώριμη δημοκρατία, όπως η Αυστρία, με ισχυρά πολιτικά θεσμικά όργανα, έναν ελεύθερο Τύπο και ένα κεντρώο πολιτικό κατεστημένο, είναι σε θέση να υπερασπιστεί τους καθιερωμένους πολιτικούς κανόνες ενάντια σε μια ακροδεξιά επίθεση. Έχει επίσης τονίσει την ικανότητα της κεντροδεξιάς να περιορίζει και ακόμη και να αναστρέφει την ανάπτυξη της επιρροής της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση και –το πιο σημαντικό- στους ίδιους τους ψηφοφόρους.
ΑΥΤΑΡΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ;
Η προσπάθεια του Kurz να σχηματίσει συνασπισμό με το FPÖ μετά τις εκλογές της Αυστρίας το 2017 ήταν αμφιλεγόμενη από την αρχή. Ο καγκελάριος επέτρεψε στην άκρα δεξιά να εξαπλώσει την ξενοφοβική [6], ακροδεξιά λαϊκίστικη ατζέντα της στα ανώτερα κλιμάκια της κυβέρνησης. Και φέρνοντας το FPÖ στην κυβέρνηση, ο Kurz προσήλκυσε επίσης επικρίσεις ότι άνοιξε [7] την χώρα σε αυξημένη ρωσική επιρροή. (Το θέαμα της υπουργού Εξωτερικών Karin Kneissl -μιας ανεξάρτητης υποστηριζόμενης από το FPÖ να γονατίζει μπροστά στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στον γάμο της τον Αύγουστο του 2018, δεν βοήθησε). Ο Κούρτς αντιμετώπισε κριτική ακόμη και μέσα από το κόμμα του. Σε μια περιοδεία για την προώθηση του βιβλίου του με τα πρόσφατα δημοσιευμένα απομνημονεύματά του [8], ο πρώην αντιπρόεδρος και ηγέτης του ÖVP, Reinhold Mitterlehner, αποκάλεσε τον Kurz «δεξιό λαϊκιστή» και προειδοποίησε ότι μετατρέπει την Αυστρία σε «αυταρχική δημοκρατία».
Ωστόσο, η υιοθέτηση του λαϊκισμού από τον Kurz ήταν πιο στρατηγική από όσο του χρεώνουν οι επικριτές του. Η συμμαχία με το FPÖ είχε ως στόχο να σταματήσει την παρακμή του ÖVP, το οποίο κυβέρνησε την Αυστρία σε ένα μεγάλο συνασπισμό με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPÖ) για μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας. Αυτός ο συνασπισμός υποστηρίχθηκε από ένα σύστημα κατανομής εξουσίας, το οποίο είναι γνωστό ως Proporz, όπου τα δύο κυρίαρχα κόμματα μοίραζαν όλες τις θέσεις των μεσαίων και ανώτερων στελεχών στην κυβέρνηση, την δημόσια διοίκηση και τον κρατικό τομέα. Αυτό το σύστημα μπορεί να περιγραφεί καλύτερα ως η «συναίνεση Portisch», που ονομάστηκε έτσι από τον δημοσιογράφο Hugo Portisch, ο οποίος παρουσίασε δύο ιστορικά τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ [9], που παρήχθησαν από το 1981 έως το 1995 και άσκησαν ισχυρή επιρροή στην μεταπολεμική ταυτότητα της Αυστρίας. Ο Portisch ύφανε ένα αφήγημα στο οποίο, μετά τον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1930 και την εμπειρία της ναζιστικής διακυβέρνησης από το 1939 έως το 1945, τα επόμενα κόμματα SPÖ και ÖVP συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να συνεργαστούν για να διαφυλάξουν το αυστριακό κράτος. Όπως τονίζει η συναίνεση του Portisch, ο μεγάλος συνασπισμός και το σύστημα Proporz ήταν οι πυλώνες της αυστριακής εθνικής ενότητας και ευημερίας. Το FPÖ, του οποίου ο πρώτος ηγέτης ήταν υποστράτηγος των SS, δεν είχε θέση στην αυστριακή δημοκρατία.
Μέχρι την στιγμή που ο Kurz έγινε ο ηγέτης του ÖVP το 2017, τόσο η Proporz όσο και ο μεγάλος συνασπισμός πέθαιναν. Οι συγκρούσεις μεταξύ του SPÖ και του ÖVP και η ανικανότητά τους να συνεργαστούν για να περάσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην φορολογία και την κοινωνική πρόνοια, είχαν καταστήσει τον συνασπισμό εντελώς αντιδημοφιλή στους Αυστριακούς ψηφοφόρους. Την άνοιξη του 2017, το FPÖ ξεπερνούσε σταθερά [10] τόσο το SPÖ όσο και το ÖVP στις δημοσκοπήσεις. Και παρόλο που το FPÖ είχε διασυρθεί από σκάνδαλα και εσωτερικές διαμάχες κάθε φορά που είχε πλησιάσει την εξουσία, ο Kurz και οι στρατηγιστές του έκριναν ότι το να αγνοήσουν το λαϊκιστικό ακροδεξιό κόμμα μόνο θα το ενίσχυε μακροπρόθεσμα. Όσο το FPÖ έμενε εκτός κυβέρνησης, θα μπορούσε να προσελκύει ψήφους από Αυστριακούς που είχαν μπουχτίσει από αυτό που όλο και περισσότεροι θεωρούσαν ως διεφθαρμένο και αρτηριοσκληρωτικό κατεστημένο.
Με το FPÖ να απειλεί να κερδίσει την πλειοψηφία στο όχι και τόσο απομακρυσμένο μέλλον, ο Kurz αποφάσισε να δράσει. Μεταμόρφωσε το ÖVP σε αυτό που ονομάζει πολιτικό «κίνημα» και αναμόρφωσε την δομή του κόμματος για να ενισχύσει την ηγετική θέση του. Ο Kurz άρχισε επίσης να διεισδύει στους λαϊκιστές ψηφοφόρους μετακινώντας το ÖVP προς τα δεξιά και υιοθετώντας θέσεις του FPÖ σε θέματα όπως η μετανάστευση και το Ισλάμ. Συγκεκριμένα, αμφισβήτησε ανοιχτά την απόφαση της Μέρκελ για υποδοχή μεταναστών στην Ευρώπη το φθινόπωρο του 2015 και υποστήριξε το κλείσιμο του λεγόμενου βαλκανικού διαδρόμου [11] το 2016. Ωστόσο, ο Kurz δεν ήταν ούτε κατά του κατεστημένου ούτε αντι-ευρωπαϊστής˙ στον πυρήνα του, παρέμενε κεντροδεξιός πολιτικός, αν και αντικομφορμιστής που προέβαινε περιστασιακά σε λαϊκιστική ρητορική.
Η στρατηγική λειτούργησε: Μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2017 [12], το ÖVP ήταν και πάλι η πιο ισχυρή πολιτική ομάδα στην Αυστρία. Υπό την ηγεσία του Strache, εν τω μεταξύ, το FPÖ προσπάθησε να γίνει ένας πιο ελκυστικός εταίρος του συνασπισμού εκκαθαρίζοντας μερικά από τα πιο ακραία [13] ακροδεξιά στοιχεία του. Αφότου το FPÖ εισήλθε στην κυβέρνηση τον Δεκέμβριο του 2017, εκτοπίζοντας το SPÖ από τον συνασπισμό, ο Strache επιτάχυνε [14] αυτή την διαδικασία, προχωρώντας σε επίσημη καταδίκη του αντισημιτισμού και της άρνησης του Ολοκαυτώματος και κάνοντας πιο ήπια την στάση του κόμματος για τη μετανάστευση. Ο Strache υιοθέτησε επίσης την φιλελεύθερη οικονομική ατζέντα του Kurz και εγκατέλειψε τα σχέδια για την εισαγωγή πιο άμεσων δημοκρατικών μηχανισμών, όπως τα νομικά δεσμευτικά δημοψηφίσματα χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου.
Συνδυάζοντας τις δυνάμεις του με το FPÖ, ο Kurz μπόρεσε να μετακινήσει το ακροδεξιό κόμμα [15] πιο κοντά στις παραδοσιακές κεντροδεξιές θέσεις σε επιλεγμένους τομείς όπως η απελευθέρωση της οικονομίας, η απορύθμιση και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Άσκησε επίσης διακριτική παρασκηνιακή πίεση για να χαλιναγωγήσει την ρητορική της άκρας δεξιάς για μια σειρά από ό, τι εκείνος και ο Strache αναφέρονται ως «μεμονωμένες περιπτώσεις» [6] ή Einzelfälle -τον ευφημισμό τους για ξενοφοβικά, αντισημιτικά και αντι-ισλαμικά σχόλια από μεμονωμένα μέλη του κόμματος FPÖ.
Η επακόλουθη πτώση του νέου συνασπισμού του Kurz -που παρέμεινε ευρέως δημοφιλής [16] καθ’ όλη την διάρκεια της θητείας του στην κυβέρνηση- αναμφισβήτητα είχε λιγότερη σχέση με την ακροδεξιά ρητορική του FPÖ παρά με τη μακρά ιστορία του [κόμματος αυτού] να εξοστρακίζεται υπό το σύστημα Proporz. Επειδή το FPÖ είχε αποκλειστεί από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για τα περισσότερα από τα μεταπολεμικά χρόνια, δεν υπήρχαν τα ισχυρά κέντρα υποστήριξης της κυβέρνησης, των δημοσίων υπηρεσιών και των κρατικών επιχειρήσεων που απολάμβαναν το ÖVP και το SPÖ. Αυτά τα δίκτυα έχουν καθορίσει ιστορικά ποιος παίρνει προσοδοφόρα κυβερνητικά συμβόλαια και τις καλές θέσεις τόσο σε κρατικό όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Η δεκαετιών δεσπόζουσα θέση του μεγάλου συνασπισμού εγγυάτο μια ισορροπία δυνάμεων βασισμένη σε επιχειρηματικές ομάδες συμφερόντων που συνδέονταν με τα δύο μεγάλα κόμματα -μια συμφωνία γνωστή ως κοινωνική συνεργασία [17], η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί το επίκεντρο του συστήματος Proporz. Αν και προωθούσε την κοινωνική συνοχή, το σύστημα αυτό απέκλειε όλους τους άλλους από το να επηρεάσουν την πολιτική διαδικασία σε κρατικό και ομοσπονδιακό επίπεδο εκτός από τις ομάδες συμφερόντων που είχαν σχέση με το ÖVP και το SPÖ. Αυτό άνοιγε την πόρτα της διαφθοράς [18] όποτε το FPÖ ερχόταν στην εξουσία, καθώς το κόμμα δεν ένιωθε δεσμευμένο από τους ισχύοντες κανόνες του μεγάλου συνασπισμού. Και παρόλο που τα κατεστημένα κόμματα είχαν το μερίδιό τους σε σκάνδαλα διαφθοράς, αυτές οι περιπτώσεις ήταν η εξαίρεση παρά ο κανόνας, ενώ το αντίστροφο ίσχυε για το FPÖ.
Το IbizaGate ήταν ιδιαίτερα εξοργιστικό για το κοινό χάρη σε μια πρόσφατη μετατόπιση των κανόνων της κατάλληλης συμπεριφοράς στο πλαίσιο του συστήματος Proporz. Κατά την τελευταία δεκαετία, τα αυστριακά μέσα ενημέρωσης και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ηγήθηκαν μιας γενικής ώθησης για περισσότερη διαφάνεια στην πολιτική και στον δημόσιο τομέα. Μια απεικόνιση αυτής της μετατόπισης ήταν η εκτεταμένη κριτική [19] κατά του πρώην διοικητή του ÖVP της Κάτω Αυστρίας, Erwin Pröll, για την διοχέτευση 1,35 εκατομμυρίων ευρώ δημόσιου χρήματος στο ιδιωτικό του ίδρυμα το 2017. Μόνο μερικά χρόνια πίσω, μια τέτοια κριτική θα ήταν αδιανόητη –ο Pröll είχε κυβερνήσει την σημαντικότερη περιφέρεια του ÖVP για δεκαετίες, και αυτές οι πληρωμές θα θεωρούνταν ένα από τα λάφυρα της θέσης του.
– Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ.
Ο FRANZ-STEFAN GADY είναι ανώτερος συντάκτης στο The Diplomat, ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου EastWest και ανταποκριτής στις ΗΠΑ για το Kleine Zeitung.
foreignaffairs