Όπου κι αν πας καλοκαίρι όπως στο χωριό σου δε θα ζήσεις πουθενά

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Όταν πρωτοείδα την αυγουστιάτικη Αθήνα έμεινα έκθαμβος, γιατί είναι ΠΟΛΥ πιο κουκλάρα απ’ όσο φανταζόμουν… Είναι ίσως η μοναδική περίοδος που η πόλη παίρνει μια ανάσα ηρεμίας, αφού η ηχορύπανση (που κάθε χρόνο προκαλεί χιλιάδες θανάτους, αλλά στο Ελλαδιστάν δε φαίνεται να νοιάζεται κανείς) παίρνει πόδι μαζί με τους κατοίκους που φεύγουν διακοπές.
Έπρεπε να ενηλικιωθώ για να ζήσω αυτήν την τόσο υποτιμημένη ομορφιά. Να περπατάς την Πανεπιστημίου σε ώρα αιχμής και να μην κινείται ούτε μύγα, είναι μια αίσθηση σαν ναρκωτικό, τη ζητά ο οργανισμός σου. Και ξέρω ότι θα την ξαναζήσω, αλλά εξακολουθεί να μου φαίνεται παράξενο να περνάω τα πανέμορφα καλοκαιρινά απογεύματα μου εδώ.
Γιατί σαν παιδί, αυτήν την εποχή δεν ήμουν στην πρωτεύουσα να βράζω. Ήμουν χωριό. Κι αυτές τις ώρες με τον απαλό ήλιο πριν πέσει η νύχτα, ήμουν στα καταπράσινα μέρη του και έπαιζα, μέχρι να μαζευτούμε για βραδινό και μετά πάλι έξω! Μπορεί να μην είχε κάτι ιδιαίτερο, να ήταν πολύ φτωχικό και να μη συμπαθούσα πολλούς από τους βλάχο-κουτσομπόληδες που το κατοικούσαν.
Αλλά ήταν ο τόπος που δεν έβλεπα την ώρα κάθε χρόνο να βρεθώ.
Έγινε συνώνυμο του καλοκαιριού μου και από κάποια στιγμή κι έπειτα, το σπίτι μου. Γιατί «σπίτι» ονομάζεται το μέρος όπου βρίσκεται η καρδιά σου. Η δική μου ήταν στα παιδικά μου χρόνια, που στο χωριό τα απολάμβανα όσο πουθενά, τότε που τα πνευμόνια μου δεν είχαν σταφιδιάσει από το κάπνισμα και μπορούσα να τρέχω όλη μέρα…
Όσο καταφέρνω να με θυμηθώ μικρό, ήταν συνώνυμο της απόδρασης: η ευκαιρία να παίξω όσο αντέχω σαν παιδί και να βρω τον εαυτό μου. Μεγαλώνοντας, απέκτησε πιο… ιερό χαρακτήρα: δε βιαζόμασταν να πάμε, αλλά το είχαμε στη λίστα με τα στανταράκια, σα μια τελετουργία που αν δεν την κάναμε, δεν ζούσαμε καλοκαίρι.
«Έλα ρε, τι λέει, καλά; Που είσαι; Τέλεια! Θα πάμε καθόλου χωριό; Πότε; Ξέρεις ποιοι και ποιοι θα έρθουν; Θα είναι κι εκείνη; Οκ, θα είμαι εκεί!»
Έβλεπες κάθε χρόνο τους φίλους (και τις καψούρες) που δεν έβλεπες όλη τη χρονιά. Κι εδώ έγκειται το μεγάλο πλεονέκτημα να βρίσκεσαι σε απομονωμένο χωριό: η συντροφικότητα! Θυμίζω ότι ανήκω στην προνομιούχο γενιά που πρόλαβε νεανικά χρόνια χωρίς fb, Twitter ή Insta (για την ακρίβεια, χωρίς καν ίντερνετ, υπολογιστές ή κινητά)! Τότε, είχαμε ο ένας τον άλλο!
Μικρά, παίζαμε ασταμάτητα μπάλα, κρυφτό, κεραμιδάκια (το ΜΙΣΟΥΣΑ αυτό το παιχνίδι) και φυσικά, πολύ μπουγέλο! Σαν έφηβοι, ήρθαν τα χαρτιά και το παλέρμο. Πολύ παλέρμο.
Σαν ενήλικες, απλά γουστάραμε την κουβέντα. Τι κάνει ο καθένας στη ζωή και πώς βλέπει τα πράγματα, για να καταλήξουμε στο «τι μαλακίες κάναμε εδώ πιτσιρίκια, τι μουσική παίζαμε σ’ εκείνο το πάρτι, πού πρωτοφίλησα την Ιωάννα, ή τι βρισίδια μας έριχνε ο γέρος όταν μας έπεφτε η μπάλα μες το λιβάδι του με τ’ αγγούρια»!
Γιατί στο χωριό, τα καλοκαίρια ήταν δικά μας. Και μπορεί εμείς να μεγαλώσαμε, αλλά οι αναμνήσεις που αποκτήσαμε, όχι.
Τώρα μπορεί να μη βλεπόμαστε τόσο συχνά όσο τότε, ή να έχουμε αμάξια και να πεταγόμαστε κάπου κοντά για ποτό, αλλά αρκεί να κάτσουμε στο στέκι που είχαμε από μικροί, για να επανέλθει αυτή η αίσθηση της …συμμορίας (διότι ό,τι γίνεται στο χωριό, μένει στο χωριό)!
Πόσο τυχερός είσαι να μεγαλώνεις μαζί με κάποιον, έστω με διαλείμματα; Να τον βλέπεις να αλλάζει, να διαμορφώνεται και να σου δίνει συνέχεια κάτι νέο να ανακαλύψεις;
Ένα εξοχικό δεν είναι δεδομένο. Άλλοι δεν είχαν ποτέ κάποιο τέτοιο μέρος για να αποδράσουν και έψαχναν κάθε χρόνο τι θα κάνουν. Το καταλαβαίνω τώρα, όταν μιλάω για διακοπές και αντικρίζω το βλέμμα των άλλων με το που μάθουν ότι εγώ είχα δύο χωριά κι όχι ένα! Γι’ αυτό να εκτιμάς το χωριό σου κι όσα έζησες σ’ αυτό!
Ακόμα κι αν θυμάσαι εκείνο το ρεζιλίκι όταν είχες γίνει μπαούλο απ’ τα ξίδια, ή το πόσο τρόμαξες που ο Γιάννης κρύφτηκε στο νεκροταφείο όταν φύλαγες, ή όταν άναβες φιδάκι για τα κουνούπια κι οι γριές διέδιδαν ότι κάπνιζες! Ακόμα και οι πιο χαζές στιγμές, ήταν κάτι που στο μέλλον θα θυμάσαι νοσταλγικά!
Χάρης Κυριακόπουλοςneopolis

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ