Η πολιορκία της Καστανίτσας υπήρξε μάχη πριν από την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 με σκοπό την εξόντωση του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και του Παναγιώταρου (Παναγιώτης Βενετσανάκης) από τους Τούρκους.
Μετά το μακελειό της Αρβανιτιάς ο Γαζή-Χασάν Τσεζάερλης έστρωσε σχέδιο να καταστρέψει τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη, και μαζί με τον Μαυρογένη επέστρεψαν τον Ιούνιο του 1780 με 14.000 στρατό και καράβια. Βγήκαν στο Γύθειο και διάταξαν τον Αλήμπεη να τραβήξει από την ξηρά για τον πύργο της Καστάνιτσας (Καστάνια μπαρδουνοχώρια Λακωνίας), όπου ήταν ο Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του. Ο Παναγιώταρος ζήτησε την βοήθεια των Μανιατών, αλλά παρενέβη ο Μαυρογέννης και έτσι οι Μανιάτες δεν κινήθηκαν.
Οι Τούρκοι πολιόρκησαν τον Πύργο και πυρπολήσαν τα κοντινά χωριά Άγιος Νικόλαος και Σελεγούδι. Έστησαν κανόνια και βομβοβόλα και ο πεζικός στρατός των Τούρκων σταμάτησε μια ώρα έξω από τους Πύργους της Καστάνιτσας. Το τουρκικό στράτευμα έγινε αντιληπτό από τον Παναγιώταρο στην θέση Άβορνα, τοποθεσία κοντα στο Σελεγούδι το οποίο απέχει 5 χλμ. απο την Καστάνιτσα. Ο Αλήμπεης ζήτησε από τον Κολοκοτρώνη και τον Παναγιώταρο να του δώσουν ένα παιδί τους για όμηρο και έτσι να λήσει την πολιορκία. Ο Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος αρνήθηκαν, και οι Τούρκοι άρχισαν την πολιορκία.
Επί 10 ημέρες τα κανόνια και τα βομβοβόλα, μαζί με 20 χιλιάδες ντουφέκια έριχναν ασταμάτητα. Ωστόσο οι πύργοι βαστούσαν γερά. Οι τοίχοι άνοιξαν από τις ακατάπαυστες βολές, αλλά οι υπερασπιστές τους αμύνονταν γεναία και οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να κάνουν έφοδο. Από τους Έλληνες όμως δεν έφτανε καμιά βοήθεια.
Στις 10 ημέρες, ο Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος υπολόγισαν ότι είχαν πολεμοφόδια για 2 ημέρες ακόμα και τότε πήραν τη μεγάλη απόφαση να κάνουν έξοδο 2 ημέρες μετά, τη νύχτα της 19ης Ιουλίου 1780.
Η έξοδος πραγματοποιήθηκε μόλις έδυσε το φεγγάρι. Με τα γυναικόπεδα στη μέση και το γιαταγάνι στο χέρι όρμησαν μέσα στους Τούρκους και σκόρπισαν τον όλεθρο. Ο γέρος πατέρας του Παναγιώταρου έμεινε μέσα στον πύργο να κρατάει τον πόλεμο. Ο Παναγιώταρος που έμεινε πιο πίσω για να ασφαλίζει το πέρασμα των πρώτων έπεσε στα χέρια των Μπαρδουνιωτών και βρήκε φρικτό θάνατο. Τον έσφαξαν και τον έκοψαν κομματάκια. Ο πατέρας του και αυτός έπεσε και θανατώθηκε φρικτά. Του έκοψαν το χέρι και τα δύο του πόδια και τον κρέμασαν στο Γύθειο σε ένα κατάρτι πλοίου.
Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης πληγώθηκε θανάσιμα κατά την ηρωϊκή έξοδο από ένα σπαθί και ετοιμοθάνατος κρύφτηκε στον λόγγο. Αναγκάστηκε από τον πυρετό και τη δίψα να βγει και έπεσε στα χέρια εφτά Μπαρδουνιωτών που τον έσφαξαν. Μετά πέταξαν το κεφάλι του σε μια τρύπα και το σώμα του στον γκρεμό ανάμεσα στα χωριά Άρνα και Κοτσατίνα (Σπαρτιά Λακωνίας).
Το σώμα του διατηρήθηκε λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών, εντοπίστηκε και ενταφιάστηκε στη Μηλιά της Μάνης, στο συνοικισμό Κυβέλεια, όπου σώζεται ο τάφος του.
Μετά την μάχη
Ο Χασάν με τον Μαυρογέννη επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη με νέους θριάμβους. Η πολιορκία της Καστανίτσας έγινε δημοτικό τραγούδι.
wikipedia
Η περιγραφή των γεγονότων της Καστάνιτσας στα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη:
Ήσύχασεν η Πελοπόννησος. Το 80 εκατέβη ο ίδιος ο Καπετάμπεης και χάλασε τον πατέρα μου και τον Παναγιώταρον Βενετσανάκην. Ήλθεν η αρμάδα εις το Μαραθονήσι τα στρατεύματα στερεάς και θαλάσσης. Η Καστάνιτσα αποικία, όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης κι ο Παναγιώταρος, έξι ώρας μακράν από το Μαραθονήσι.
Έρχοντας η αρμάδα, ο Παναγιώταρος, ως Μανιάτης, επροσκάλεσε βοήθεια από τους Μανιάτας, και οι Μανιάτες υποσχέθηκαν ότι πάνε βοήθεια και ο δραγουμάνος ο Μαυρογένης ως Έλλην και τεχνίτης έκαμε τον Μιχάλη Τρουπάκη Μπέη και για να τον κάμη Μπέη αλικώτησε την βοήθεια και επήρε το κάστρο. Επήγε το ασκέρι 14.000, και τους επολιόρκησε.
Μία ώρα στράτα αλάργα έστησε το ορδί. Έστειλεν ο Σερασκέρης Αλήμπεης ένα γράμμα για να προσκυνήσουν και να του δώσουν ενέχυρα ένα παιδί ο ένας και ένα ο άλλος, και να τραβήξη χέρι από δαύτους, αυτοί απεκρίθηκαν: ‘’Δεν προσκυνούμε, θέλομε πόλεμο και οποίος μείνη νικημένος ας προσκύνηση’’. Αυτός ήλπιζε από την Μάνην βοήθεια. Τους πολιόρκησαν τα Τούρκικα στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια και βόμβαις, τους πολεμούσαν ήμερα καί νύκτα ούτε οι βόμβαις τους έκαναν φόβον ούτε τα κανόνια, όμως επολέμησαν δώδεκα ημέραις και δώδεκα νύκτες με ανδρεία και γενναιότητα.
Όταν είδαν ότι βοήθεια δεν έρχεται, απεφάσισαν να φύγουν από τους πύργους. Οι πύργοι ήτον δύο, και ο ένας ήταν του πατέρα του Παναγιώταρου και ο άλλος του πατέρα μου και του Παναγιώταρου· ο πατέρας του Παναγιώ-ταρου ήτον 80 .ετών, ως και η μητέρα του, και μην ημπορώντας να φύγουν εις το γιουρούσι, με τα άλλα γυναικόπαιδα, είπε του Παναγιώταρου και πατέρα μου· «βάλτε φωτιά στους άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ, έμεινε μ’ ένα δούλο και με την γυναίκα του και μία δούλα με σκοπόν να πολεμήση ελπίζοντας να έλθη βοήθεια από τα παιδιά του έπειτα. Ο πόλεμος του ήτον με τον δούλον, η τέχνη του μεγάλη·είχε φυτίλι να γυρίση μαζί με τους Τούρκους.
Αυτοί πού επολεμούσαν μέσα έπεσαν εις το ορδί του Σερασκέρη, με τα σπαθιά εις το χέρι, μόνον τρεις εσκοτώθησαν άνδρες, και μέρος γυναίκες, και έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι·και έτσι έμειναν δύο αδέλφια μου σκλάβοι, το ένα τριών χρόνων και το άλλο ενός, άλλα δύο εσκλαβώθηκαν, και έπειτα ελευθερώθηκαν. Όταν έκαμαν το γιουρούσι, έπιασαν τα βουνά οι Τούρκοι δια νυκτός εβασίλευε το φεγγάρι εις την μέσην νύκτα, και βασιλεύοντας το φεγγάρι εβγήκαν νύκτα μικρή και δεν έλαβαν καιρόν να φύγουν κατά την Μάνη·επήγαν εις τους λόγκους κ’ επήρε ημέρα. Τον Παναγιώταρον ζωντανόν τον έπιασαν και έπειτα τον εσκότωσαν οι Μπαρδουνιώταις.
Ο πατέρας μου εσκοτώθηκε με δύο του αδέλφια, Αποστόλη και Γεώργη, ο ένας εις τον λόγκον, ο άλλος μοναχός του, διατί ελαβώθηκε’ εγλύτωσεν ένας μπάρμπας μου, Αναγνώστης, ο από τους κλεισμένους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. Εγώ, η μάννα μου, η αδελφή μου εγλύτωσαν με τα παλληκάρια του πατέρα μου. Εις το γιουρούσι ελαβώθηκε με σπαθί ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης, και με προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε, δεν εφάνη το κεφάλι του, οι φονείς του τον εσκότωσαν και τον έκρυψαν δια το βίο του.
Όσα είχεν απάνω του, σε τρία χρόνια τον ξέθαψαν τον Κολοκοτρώνη Κωσταντή, από το μικρό δάκτυλο τον γνώρισαν οπού είχε γυρισμένο από μία σπαθιά τουρκική·τον είχαν κρύψει εις μία τρούπα της “Αρνης καί Κοτζατίνας’’ τον έθαψαν έπειτα εις την Μηλιά.
Ήτον μελαψώτερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλήγορος, με ένα καθάριο άτι δεν τον έπιανες, 33 χρόνων, μέτριος, μαυρομμάτης, λιγνός·οι Αρβανίται τον είχαν τόσο τρομάξει που έκαμναν όρκον: να μην γλυτώσω από του Κολοκοτρώνη το σπαθί. 700 μπουλουκτζίδαις εσκότωσε πριν.
Ο Παναγιώταρος ήτον γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά, «σόι άνθρωπος» άσπρος, 37-38 χρόνων. Εις την Ανδρούσαν εσκοτώθη ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, έπειτα τον εκδίκησε ο υιός του. Ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, του έκοψαν χέρι και πόδια και τον εκρέμασαν.
Ο γέρων πατέρας του Παναγιώταρου επολέμαε από τον πύργον και εμαρτύρησε το φυτίλι ο δούλος που επροσκύνησε, και τον γέροντα τον έπιασαν ζωντανό. Ο Καπετάμπεης ερώταε: διατί δεν προσκυνάει: ‘’Τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται’’. Του έκοψαν χέρι και πόδια, τον κατράμισαν
kastra.eu