Μετά από αιώνες, είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα κινείται μεθοδικά και με βάση το διεθνές δίκαιο για να ανακτήσει τα κλεμμένα αριστουργήματα της. Και αυτό φυσικά οφείλεται στην προσωπικότητα του προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου.
Την σημαντική συνεισφορά του καθηγητή Δημήτρη Παντερμαλή στον αγώνα υπέρ του «επαναπατρισμού» και της συνένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα, υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος, κατά τον χαιρετισμό του, που ανεγνώσθη από τον Δήμαρχο Ερμιονίδας κ. Δημήτρη Σφυρή κατά την τελετή απονομής των Βραβείων Πολιτισμού «Μαριάννα Β.Βαρδινογιάννη» και την βράβευση του καταξιωμένου καθηγητή και προέδρου του Μουσείου της Ακρόπολης.
Υπενθυμίζεται ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ματαίωσε την προγραμματισμένη επίσκεψή του εξαιτίας του σεισμού στην Αττική.
Στον χαιρετισμό του ο κ. Παυλόπουλος υποστήριξε ότι ο δήμος Ερμιονίδας και η κ. Μαριάννα Βαρδινογιάννη δεν θα μπορούσαν να κάνουν καλύτερη επιλογή βραβευομένου, επισημαίνοντας ότι με την εμβληματική, διαχρονική, πνευματική του συνεισφορά ο Δημήτρης Παντερμαλής αποτελεί έναν αυθεντικό εκπρόσωπο του Ελληνικού και, γενικότερα, του Ευρωπαϊκού Πνεύματος και Πολιτισμού. «Και τούτο διότι η συνεισφορά του αυτή έχει ξεπεράσει, εδώ και δεκαετίες, τα σύνορα της Ελλάδας και έχει αναγνωρισθεί, με ποικίλους τρόπους, σ’ Ευρωπαϊκό αλλά και σε Παγκόσμιο επίπεδο» πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στην προσωπικότητα και το έργο του κ. Παντερμαλή έκανε λόγο για εξαίρετο επιστημονικό ήθος, χάρη στο οποίο ο πρόεδρος του Μουσείου της Ακρόπολης υπηρέτησε και υπηρετεί με συνέπεια το Πνεύμα και τον Πολιτισμό, δίχως να θυσιάσει, ουδέποτε και κατ’ ουδένα τρόπο, την μεγάλη προσφορά του στον βωμό της ανώφελης και άγονης δημοσιότητας.
Επισήμανε, επίσης, ότι η πορεία του κ. Δημητρίου Παντερμαλή έχει συμβάλει, όπως είναι φυσικό, τα μέγιστα στο να εκπληρώσει το Μουσείο της Ακρόπολης την όλη αποστολή του. «Μια αποστολή που, όπως ο καθένας γνωρίζει, αφορά όχι μόνο την Ελλάδα και τον Ελληνικό Πολιτισμό, αλλ’ αποτελεί πνευματική παρακαταθήκη του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά την ανάδειξη της ιστορικής και πολιτισμικής μοναδικότητας του Παρθενώνα και την ευόδωση του αγώνα επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην κοιτίδα τους» σημείωσε.
Ακολούθως, αναφέρθηκε στην ίδρυση πριν από δέκα χρόνια του Μουσείου της Ακρόπολης και στην συνεισφορά του Καθηγητή Παντερμαλή σε αυτή την εμβληματική προσπάθεια, προσθέτοντας ότι συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία ενός κοσμήματος του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού.
«Ένα Μουσείο το οποίο, όπως όλη η Διεθνής Κοινότητα γνωρίζει, ανεγέρθηκε με κύριο προορισμό την φιλοξενία των Γλυπτών του Παρθενώνα μετά τον «επαναπατρισμό» τους, αναιρώντας και το τελευταίο, έστω και καταφανώς προσχηματικό, «επιχείρημα» αυτών που επιμένουν να συγκαλύπτουν το ιερόσυλο έγκλημα του Έλγιν ότι, δήθεν, η Ελλάδα δεν διέθετε κατάλληλο χώρο στέγασης των Γλυπτών του Παρθενώνα, αντίστοιχο μ’ εκείνον του Βρετανικού Μουσείου, δηλαδή αντίστοιχο με τον χώρο όπου «κρατούνται» τα Γλυπτά ως «λάφυρα» της κλοπής του Έλγιν!» συμπλήρωσε ο Πρόεδρος.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι σε κοινή Παγκόσμια θέα πλέον, εδώ και 10 χρόνια, αυτό το υπέροχο Μουσείο της Ακρόπολης δίνει αποστομωτικές απαντήσεις «στις ως άνω «εν αμαρτίαις προφάσεις» των, ακόμη, αμετανόητων υπευθύνων του Βρετανικού Μουσείου και προκαλεί, με όρους Πολιτισμού και μόνον, την Παγκόσμια Κοινή Γνώμη να κάνει την σύγκριση: Την σύγκριση ανάμεσα στην φωτεινή «κοιτίδα» των Γλυπτών του Παρθενώνα και στο θολό «δεσμωτήριο» του Βρετανικού Μουσείου, όπου «κρατούνται» κατά παράβαση κάθε θεσμικής και πολιτισμικής δεοντολογίας, και μάλιστα υπό συνθήκες συντήρησης που απειλούν την υπόστασή τους και την υπεράσπιση των ιστορικών τους καταβολών και συμβολισμών».
Κλείνοντας, τόνισε ότι «αυτόν τον, πολιτισμικώς Ιερό, Αγώνα συνεχίζουμε αδιαλείπτως, καθώς συνδέεται, αρρήκτως, με την ικανοποίηση ενός καθ’ όλα δίκαιου αιτήματος, το οποίο οφείλουμε να υπηρετούμε όλοι μας, ανεξαρτήτως εθνικότητας, δοθέντος ότι, κατ’ ουσίαν, πρόκειται για αίτημα της Ανθρωπότητας επειδή αφορά τον πυρήνα της Πολιτιστικής της Κληρονομιάς».
Υπενθύμισε, ακόμη, πως είναι παγκοσμίως αποδεκτό ότι τα Γλυπτά αυτά ανήκουν, δικαιωματικώς και πολιτισμικώς, στον Παρθενώνα και στα Μνημεία του και κατέληξε υποστηρίζοντας «Χωρίς τα Γλυπτά αυτά ο Παρθενώνας, βαριά λαβωμένος από μιάν ιερόσυλη πράξη βανδαλισμού και λεηλασίας που καλύπτεται εδώ και πάνω από δύο αιώνες από τη λεοντή μιας δήθεν «αρχαιολατρίας», η οποία πλήττει ευθέως την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά, δεν μπορεί να συμβολίσει και, επέκεινα, να εκπέμψει προς την Ανθρωπότητα το αιώνιο, αειθαλές και μοναδικό πολιτισμικό μήνυμα που του αναλογεί».