Η γενική πολιτισμική κατηγορία του «χαλιφάτου» είναι ακόμη «ζωντανή» ως ιδεατό σχέδιο στις καρδιές και τους εγκεφάλους πολλών Τούρκων πολιτών, αν και στην πράξη ζουν σε ένα κοσμικό κράτος, δεσμευμένο σε διεθνείς ιδεολογικούς περιορισμούς με σημείο αναφοράς το φορτίο νοημάτων, θεσμών και πρακτικών που εν συντομία αποκαλείται Δυτικός πολιτισμός.
Οι επίκαιρες συζητήσεις για την επεκτατικότητα της σύγχρονης Τουρκίας ή τον εθνικιστικό φανατισμό στην Βόρεια Μακεδονία αναδεικνύουν την ευρύτητα χρήσης και κατάχρησης της έννοιας των συνόρων. Τα τελευταία δύνανται να αποτελέσουν συγχρόνως όχι μόνο εγγυήσεις του διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο της νομιμότητας και αλληλο-αναγνώρισης των εθνών-κρατών ή διαύλους εμπορίου και οικονομικής μεγέθυνσης υπό την οπτική των διεθνών επενδύσεων και της παγκόσμιας ανάπτυξης, αλλά και εργαλεία προπαγάνδας, διεκδίκησης και σύγκρουσης των λαών. Η διαχείρισή τους μπορεί ακόμη να λάβει γραφικές έως και χιουμοριστικές διαστάσεις.
Υπάρχει για παράδειγμα μια χαρακτηριστική αλλά γενικότερα άγνωστη συνοριογραμμή μεταξύ της Ολλανδίας και της Γαλλίας στο νησί του Αγίου Μαρτίνου στην Καραϊβική. Κατά ειρωνικό τρόπο, η γραμμή αυτή χαράχθηκε το 1648, οπότε υπογράφηκε και η Συνθήκη της Βεστφαλίας, αποτέλεσμα της οποίας θεωρείται η καθιέρωση των εθνών-κρατών μαζί με επακόλουθα θεσμικά μέσα για την εδραίωση της παγκόσμια τάξης και ασφάλειας.
Η παράδοση, λοιπόν, περιγράφει ότι Γάλλοι και Ολλανδοί, αποφεύγοντας τις αψιμαχίες, διέταξαν έναν στρατιώτη από κάθε στρατόπεδο να τρέξει προς την ενδοχώρα, ο Γάλλος ξεκινώντας από βόρεια και ο Ολλανδός από νότια. Κάπου συναντήθηκαν κι εκεί συνέπηξαν τα σύνορά τους. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Ολλανδός αργοπόρησε, καθώς πραγματοποίησε μερικές στάσεις περισσότερες για να δοκιμάσει το ρούμι που οι ντόπιοι του προσέφεραν, κι ως εκ τούτου η Γαλλία κατέχει σήμερα περισσότερη έκταση από εκείνη της Ολλανδίας [1]. Στην αντίπερα όχθη αυτής της λογικής, αναδεικνύοντας το πολυδιάστατο των συνόρων και της αντίληψής τους, ο νομπελίστας Carlos Fuentes [2] απέδωσε στην αμερικανο-μεξικανική συνοριογραμμή μια από τις πιο συγκινητικές περιγραφές στο πλαίσιο της σχετικής φιλολογίας. Την αποκάλεσε «ουλή» στο πρόσωπο της Αμερικής, που πρέπει να πασχίζουμε να γιάνει και να μην ξανα-αιμορραγήσει …
ΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΩΝ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ
Το παρόν δοκίμιο διερευνά τις πρόσφατες εξελίξεις στις διεθνείς σχέσεις και την σημασία τους για την έννοια και τη χάραξη των συνόρων στον οικείο επιστημονικό χώρο. Από τη μια πλευρά, η περίφημη προσέγγιση περί «σύγκρουσης των πολιτισμών» προϋποθέτει «νοητές» γραμμές συνόρων που ενώνουν/χωρίζουν τους εκπορευόμενους κυρίως από διαφορετικούς λαούς και θρησκείες πολιτισμούς, συχνά αμφισβητώντας τα επίσημα επί χάρτου εδαφικά όρια. Από την άλλη, η αύξηση του εθνικισμού και, ενδεχομένως, η ολική επαναφορά ενός ιδιότυπου προστατευτικού συντηρητισμού στην ενδοχώρα της άλλοτε απεριόριστα φιλελεύθερης Δύσης, επιβεβαιώνουν την αδήριτη υπεροχή των εδαφικών συνόρων ως πρώτης ύλης για την κατανόηση των ιδεών που κινητοποιούν τόσο τους διεθνολόγους όσο και τους στρατηγούς ή τους διπλωμάτες.
Επιχειρώντας μια σχηματική απεικόνιση των εν λόγω εξελίξεων που διατρέχουν τις τελευταίες δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, θα μπορούσαμε συνοπτικά να διακρίνουμε έναν άξονα γεω-στρατηγικών αλλαγών ο οποίος περιστρέφεται γύρω από το σενάριο της παγκοσμιοποίησης και των «ανοικτών συνόρων», άλλον ένα άξονα που προτάσσει προστατευτικά τα δικαιώματα των εθνών-κρατών, «κλείνοντας» ποικιλότροπα τα σύνορα, συντηρώντας ιστορικά και νομικά κεκτημένα, καθώς κι έναν τρίτο που δυναμικά «ανοίγει» συνοριακά θέματα, μαζί και αντίστοιχους ασκούς του Αιόλου, συνήθως επιδιώκοντας, με βάση τις πολιτισμικές διαφορές των κρατών, τη χωρική επέκτασή τους. Στο πλαίσιο ανάλυσης του τελευταίου, αναζητούμε προεκτάσεις όχι μόνο σε παγκόσμιο, αλλά και σε περιφερειακό και σε διακρατικό επίπεδο, τις οποίες μάλιστα ανιχνεύουμε ως εφαρμοσμένες σε περιπτώσεις στενού ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία και περί τη νεόκοπη ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας. Οι τρεις ετούτοι άξονες αλληλεπιδρούν ή/και αντιδρούν ο ένας απέναντι στον άλλο, χωρίς, ωστόσο, να διακρίνεται προς το παρόν η έκβαση της πράγματι δυναμικής και διαλεκτικής αλληλοπεριχώρησής τους.
«ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ»: Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΖΙΚΟΣ ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το κύριο μέλημα των Δυτικών κυβερνήσεων αλλά και εν γένει των θεωρητικών στις Διεθνείς Σχέσεις ήταν να αποτρέψουν έναν πυρηνικό πόλεμο και οποιαδήποτε συμβατική σύγκρουση που θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε πυρηνικό επίπεδο. Υπήρξαν πολλές διαφωνίες, αλλά προσαρμόσθηκαν στο ολοκληρωμένο πλαίσιο που βασίσθηκε κυρίως στο διεθνές σύστημα ενός διπολικού κόσμου. Σύμφωνα με τον S.M. Walt, ο ρεαλισμός και ο νεορεαλισμός κυριαρχούσαν στην θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, καθόσον υφίστατο η ανάγκη να ερμηνευθούν τα χαρακτηριστικά της σύγκρουσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων [3].
Στα χρόνια, ωστόσο, που ακολούθησαν τον ψυχρό πόλεμο, στην συζήτηση για την παγκόσμια πολιτική κυριάρχησε μια μεταβολή υποδειγμάτων. Τα υποδείγματα παρέχουν την απαραίτητη βάση για την θεωρία, ένα ολοκληρωμένο δηλαδή πλαίσιο για τον προσδιορισμό των μεταβλητών γύρω από τις οποίες θα αναπτυχθούν αναλύσεις και πολιτικές. Σε αυτήν την γραμμή θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να θεωρήσουμε ως μεταβολή του υποδείγματος τον μετασχηματισμό, όπως περιγράφει ο J. Mearsheimer, ενός πρώην διπολικού συστήματος, δύο υπερδυνάμεων μαζί με τους εκατέρωθεν συμμάχους και τους «ουδέτερους», σε έναν κόσμο μονοπολικό ή, κατά μια άλλη ερμηνεία, σε πολλαπλότητα ή πολύ-πολικότητα ισχυρών δυνάμεων και παραγόντων [4].
Ο θρίαμβος της λεγόμενης Δυτικού τύπου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ενθάρρυνε μια φιλελεύθερη οικονομική τάξη υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ), η οποία χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση στην ροή των διεθνών κεφαλαίων. Στο επίκεντρο αυτής της τάξης βρέθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), η οποία το 1995 μετονομάσθηκε σε Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Το κίνητρο για την ίδρυση τέτοιων θεσμών ήταν η φιλοδοξία ότι οι «ανοικτές» αγορές θα οδηγούσαν σε «ανοικτές» κοινωνίες, ενώ η μείωση της κυβερνητικής παρέμβασης θα ενίσχυε την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του ΄90, έντονα κυριάρχησε η πεποίθηση ότι μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ένας μαζικός εκδημοκρατισμός του κόσμου δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά εύλογος και κατά κάποιον τρόπο αναπόφευκτος.
Αργότερα, οι φιλελεύθερες ιδέες αναπτύχθηκαν περαιτέρω, συμπεριλαμβανομένης της ιδέας ότι οι κυβερνήσεις που καταπιέζουν τους λαούς τους ή/και προκαλούν με επιθετικότητα τους γείτονές τους δεν πρέπει να απολαμβάνουν ανεξέλεγκτη κυριαρχία και κυβερνητική αυτοδιάθεση. Μια αντανάκλαση αυτής της νεογέννητης έννοιας, γνωστής διεθνώς ως «Washington Consensus», ήταν το ίδιο το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ, International Criminal Court – ICC), του οποίου ο ρόλος από το 1998 είναι να εκτιμήσει σε ποιο βαθμό επικρατούν οι λεγόμενες ανθρωπιστικές αρχές και αξίες, αλλά και να εξετάσει την ανάγκη για δικαιοσύνη σε βάρος μέρους της κρατικής αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας. Είναι αξιοσημείωτο, εντούτοις, ότι δύο δεκαετίες αργότερα, η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ επικρίνει σοβαρά τον ρόλο του ΔΠΔ, ιδιαίτερα αφότου το τελευταίο εκκίνησε πρόσφατα έρευνες εναντίον Αμερικανών πολιτών.
Ιδιαίτερα κατά την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, το δόγμα του «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» εδραιώθηκε ευρύτερα. Δεδομένου πια του «φαινομένου της πεταλούδας» κατά πλάτος ενός κόσμου κατακερματισμένου σε αλληλεξαρτώμενα κομμάτια, «όπου ένα φτάρνισμα στην Κίνα μπορεί να προκαλέσει σεισμό στη Νότια Αμερική…», η «αρχή της μη παρεμβατικότητας» περιορίστηκε, ενάντια στο πάλαι ποτέ Δόγμα Μονρόε, και δη στο όνομα του ανθρωπισμού. Το 2005, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών δήλωσε πως έχει «ευθύνη να προστατεύσει» την αντίληψη ότι, όταν συμβαίνουν φρικαλεότητες, δεν δύναται αυτές να αγνοηθούν από πολίτες, οργανώσεις ή κυβερνήσεις ανά τον κόσμο. Σε αντίθετη περίπτωση, όλοι οι αποστασιοποιημένοι και μη παρεμβαίνοντες διεθνείς παράγοντες και γείτονες μοιράζονται την ευθύνη για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και για τα θύματα που αντίστοιχα υποφέρουν.
Η φιλελεύθερη διεθνής τάξη περιορίζει τις ελευθερίες που απολαμβάνουν οι θεμελιώδεις αρχές της κυριαρχίας εθνών-κρατών, κατά την Συνθήκη της Βεστφαλίας, οι εθνικές υποθέσεις διέρχονται μια περίοδο εξωτερίκευσης και διεξοδικής εξέτασης, το διεθνές δίκαιο προηγείται του εθνικού, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Δύση διαθέτει την «τεχνογνωσία» για την εφαρμογή των ανθρώπινων δικαιωμάτων και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξαπλώσει με ιεραποστολικό τρόπο τον λόγο της ειρήνης και της σταθερότητας σε σχέση με τις οικουμενικές αξίες που τηρούν τα Δυτικά πρότυπα σκέψης και πράξης.
Οι μεταψυχροπολεμικές εξελίξεις στην θεώρηση των διεθνών σχέσεων εκφράστηκαν και περαιτέρω καλλιεργήθηκαν από την ευρεία αποδοχή που έλαβε η κονστρουκτιβιστική ανάλυση, προβάλλοντας μια εναλλακτική, κριτική όσο και ολιστική ανάγνωση των διεθνών δρώμενων, στον αντίποδα του ρεαλισμού και των εκδοχών του. Ο κονστρουκτιβισμός, για παράδειγμα, προσέφερε απαντήσεις, συμβάλλοντας σημαντικά στην ερμηνεία περί τις πολυεπίπεδες συνέπειες της διεθνούς τρομοκρατίας σε βάρος της Δύσης, καθώς σαρώνει βαθιά τις υποκείμενες ιδεολογίες, τις ταυτότητες, τα μέσα με τα οποία που οι άνθρωποι πείθονται και παρακινούνται να αναλάβουν δράση με τον τρόπο που υποκειμενικά θεωρούν νομιμοποιημένο.
Η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα άλλο δημοφιλές θέμα στις μελέτες του κονστρουκτιβισμού, υποδεικνύοντας πώς οι πολιτισμικές κοινότητες διευκολύνουν την διέλευση των συνόρων, τις αμοιβαίες δεσμεύσεις και ανταλλαγές μεταξύ των κυρίαρχων κρατών, τα οποία είναι πρόθυμα να παραιτηθούν από ένα ποσοστό αυτονομίας, προκειμένου να ακολουθήσουν ένα πολιτικό όραμα βασισμένο στην πολλαπλασιαστική ισχύ μιας προοπτικής ενοποίησης. Με έναν τόνο δραματοποίησης, η κεντρική ιδέα είναι ότι ο πόλεμος ανάμεσα στην αρετή και τις δυνάμεις του κακού, μαζί με την αφοσίωση των σοφών λογίων αλλά και των δημιουργικών επιχειρηματιών, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο προς μια κατεύθυνση ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας [5]. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο κονστρουκτιβισμός θεωρήθηκε ως «επικαιροποίηση» του ιδεαλισμού, όντας συμβατός με θεσμούς, ακτιβιστές και κοινωνικά κινήματα, όπως η Διεθνής Αμνηστία, το Human Rights Watch, η Διεθνής Εκστρατεία για την απαγόρευση των ναρκοπεδίων και πολλές άλλες συναφείς μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), μη εξαιρούμενης της συμβολής της ΕΕ σε συνεργασίες με τα Ηνωμένα Έθνη για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
«ΚΛΕΙΣΤΕ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ»: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ, ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ ΤΗΣ
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εντούτοις, πρόσφερε όχι μόνον πολλές προοπτικές αλλά και δοκιμασίες για το πολλά υποσχόμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Εκ του αποτελέσματος καταδείχθηκε ότι ο Francis Fukuyama «βιάστηκε» να διακηρύξει «το τέλος της ιστορίας» ως θρίαμβο του δημοκρατικού συστήματος και της ελεύθερης αγοράς. Κατά την διάρκεια του πολέμου του Περσικού Κόλπου 1990-1991, ο πρόεδρος Μπους αναφέρθηκε ρητά σε «μια νέα παγκόσμια τάξη» συνεργασίας μεταξύ των εθνών, η οποία θα οδηγούσε σε μια ειρηνική διευθέτηση πολλών διαφορών, παρόλο που επικρίθηκε, και πολύ περισσότερο αργότερα ο γιος του, ότι κρυφά ακολούθησε ισορροπίες ισχύος, ενώ δημοσίως χρησιμοποίησε την ρητορική για ενδυνάμωση της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου. Ο Z. Brzezinski [6] έγραψε τότε ότι «ο πόλεμος έχει εξελιχθεί σε μια πολυτέλεια την οποία μόνο τα φτωχά έθνη μπορούν να αντέξουν οικονομικά».
Άλλες προκλήσεις περί την «ιερότητα» των κρατικών συνόρων προήλθαν από την σύμπηξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως σημειώσαμε ακροθιγώς νωρίτερα, και την υπέρβαση της κυριαρχίας των κρατών μελών εκ μέρους των συλλογικών της θεσμών, με την συνεκτικότητα της Ένωσης να τίθεται συνεχώς υπό εξέταση για την αυθεντικότητά και την πληρότητά της. Επιπλέον, η τεχνολογική πρόοδος στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου θέτει ενός άλλου τύπου προκλήσεις απέναντι στις κρατικές κυριαρχίες και οδηγεί κατά κάποιο τρόπο σε κίνδυνο τα σύνορά τους. Σύμφωνα με τον A. Judge [7] είναι σαφές ότι «όσον αφορά στην ασφάλεια, η εποχή της Βεστφαλίας έρχεται στο τέλος της», ενώ ο J. Lapid [8] προσθέτει ότι «τα σύνορα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού επανακαθορίζονται …». Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί αμφιβολίες στις θεωρίες που υιοθετούν τα εδαφικά κράτη ως κύριους παράγοντες της διεθνούς πολιτικής (βλέπε το Σχήμα 2, παρακάτω). Ο κονστρουκτιβισμός, άσχετα από την ακρίβεια των απαντήσεων που προσφέρει, υπογράμμισε με ευκρινή τρόπο την αλλαγή στην ισορροπία εδαφικών και μη εδαφικών προσδιορισμών που διαμορφώνουν τη σύγχρονη παγκόσμια πολιτική.
Η ΜΕΤΑΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ «ΘΕΡΜΗ» ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ
Η μεταψυχροπολεμική φιλελεύθερη τάξη, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό και δυναμισμό της, δείχνει να αντιμετωπίζει ερμηνευτικές δυσκολίες. Αποτελεί σημαντική απειλή για την υπόσταση κάθε θεωρίας η αδυναμία της να επαληθευτεί ως προς τις υποθέσεις της, να δικαιωθεί ως προς τις εξηγήσεις της ή να διαψευσθεί στις προβλέψεις της. Πιο πρακτικά κι επίκαιρα, τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα εν μέσω απανωτών οικονομικο-κοινωνικών κρίσεων ανά τον κόσμο, αλλά και η επέκταση του λαϊκισμού μαζί με την επικράτηση αυταρχικών καθεστώτων σε πολλές χώρες έχουν ανακόψει τον προαναφερθέντα «θρίαμβο της δημοκρατίας». Οι ηγεσίες των πολιτικών συστημάτων αντιμετωπίζουν πολυδιάστατες επικρίσεις σε ένα δυναμικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, χωρίς έλεγχο και βεβαιότητα λόγω των ιδιαιτεροτήτων της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της μειωμένης αξιοπιστίας και ελκυστικότητας των πολιτικών.
Οι προαναφερθείσες οικονομικές κρίσεις έχουν καλλιεργήσει μια δυσπιστία εναντίον της κυριαρχούσας ελίτ, των διεθνών θεσμών και των κεφαλαιαγορών, οι οποίες ιδιαίτερα αμφισβητούνται για τα αποκλειστικά προνόμια που ευνοούν τον επιχειρηματικό κόσμο σε συνδυασμό με πολιτικές λιτότητας για τη μεσαία τάξη και τις μάζες. Οι πολίτες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να παρακολουθήσουν τις τάσεις της παγκοσμιοποίησης, και για αυτόν τον λόγο αναζητούν εναλλακτικές διεξόδους και αποφασίζουν να στραφούν προς υποστήριξη πολιτικών προσωπικοτήτων που στέκονται ριζοσπαστικά, όπως ο πρόεδρος Τραμπ, απέναντι στο παρελθόν κατεστημένο, να ψηφίσουν εναντίον των διεθνών συμβάσεων και συμμαχιών, όπως οι οπαδοί του Brexit, ή να νιώσουν άνετα μέσα σε αγανακτισμένα λαϊκίστικα ρεύματα, εκφραζόμενα τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά κόμματα, όπως συνέβη στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα, κ.λπ.
Πολυπληθή πλέον τμήματα των Δυτικών κοινωνιών, όπως αυτές ορίζονται στο ευρω-ατλαντικό γεωπολιτικό πλαίσιο αναφοράς, αντιστέκονται σθεναρά στα πολιτικά σχέδια που οδηγούν σε πιο προηγμένες μορφές περιφερειακής ή/και παγκόσμιας «ολοκλήρωσης». Αν και οι λοιπές ευρωπαϊκές χώρες κατά το πιθανότερο δεν θα ακολουθήσουν την Βρετανία εκτός της ΕΕ, υπάρχει πληθώρα πολιτικών κομμάτων που διαμαρτύρονται για κάθε πρόοδο στην ομοσπονδοποίηση της ΕΕ ή για περαιτέρω σύγκλιση προς κοινά θεσμικά όργανα, τα οποία θα περιορίζουν την κυριαρχία των κρατών μελών. Σε παρόμοια γραμμή, η απαίτηση της ΕΕ να μοιραστεί, σύμφωνα με συγκεκριμένες ποσοστώσεις, η φιλοξενία μεταναστών, ακόμη και των Σύρων προσφύγων, ανάμεσα στα μέλη της ΕΕ, επίσης απορρίφθηκε από πολλές χώρες της. Οι διοικητικές διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο όλο και συχνότερα καθυστερούν ή/και αμφισβητούν την εφαρμογή των κοινών πολιτικών, κανονισμών και οδηγιών, στην επικράτεια της ΕΕ.
Η Κίνα και η Ρωσία εν τω μεταξύ έχουν εκσυγχρονίσει και αναβαθμίσει τις ένοπλες δυνάμεις τους, ενισχύουν την στρατιωτική τους ικανότητα και επιβεβαιώνουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα και τις αντίστοιχες προσδοκίες. Ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν ζητεί επανεξέταση της «Ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων», υπογραμμίζοντας την ρητορική και την κινητοποίηση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, συνήθως των εθνικιστικών κομμάτων από το Βρετανικό Κόμμα Ανεξαρτησίας έως το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας και το Ουγγρικό Fidesz, των οποίων το κοινό έδαφος τονίζει ιδιαίτερα τις εθνικές και πολιτισμικές διαφορές και όχι, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο S. Huntington [10], τις ομοιότητες μεταξύ των Ευρωπαίων. Τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία προσπαθούν συχνά και προοδευτικά να δημιουργήσουν μια νέα πολιτική τάξη ικανή να αμφισβητήσει τις εξέχουσες Δυτικές αξίες και τον αντίστοιχο τρόπο ζωής, αντιμαχόμενες με έμφαση το παραδοσιακό προνόμιο της Δύσης, το αποκαλούμενο «ηθικό πλεονέκτημά» της όσον αφορά στον εκδημοκρατισμό και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Χωρίς κάποια δόση υπερβολής και λαμβανομένων υπόψη των πολυάριθμων υποθέσεων που διερευνώνται σχετικά με παρεμβάσεις της Ρωσίας στα εκλογικά των ΗΠΑ ή μυστικές παρακολουθήσεις ηγετών, κ.λπ., θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι πάλαι ποτέ κατάσκοποι επέστρεψαν, οι Υπηρεσίες πληροφοριών επίσης επανέρχονται στο προσκήνιο, αναζητώντας τεχνογνωσία και πληροφορίες που θα προσφέρουν κυρίως εθνικά οφέλη και πλεονεκτήματα.
Οι ΗΠΑ διανύουν μια περίοδο αναπροσδιορισμού των στρατηγικών προτεραιοτήτων τους ανά τον κόσμο, επιδεικνύουν χαρακτηριστικά εσωστρέφειας στις διεθνείς σχέσεις, σε μια διαδικασία που είχε ήδη εκκινήσει ο πρόεδρος Ομπάμα όταν ανακάλεσε ευάριθμα τμήματα από τα αμερικανικά στρατεύματα στη Μέση Ανατολή και ενθάρρυνε τους Ευρωπαίους και τους συμμάχους σε αυτή την ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή να αναπτύξουν ανεξάρτητα πολιτικές που να ενισχύουν την ασφάλειά τους. Ο πρόεδρος Τραμπ στην συνέχεια τάχθηκε υπέρ της πολιτικής «πρώτα, αμέσως και άμεσα η Αμερική», επαναδιαπραγματεύεται τις εμπορικές συμφωνίες των ΗΠΑ, δηλώνει εκτίμηση για τον πρόεδρο Πούτιν και ασκεί περαιτέρω πίεση προς τους Ευρωπαίους συμμάχους του, αμφισβητώντας ή διαπραγματευόμενος πιο δυναμικά τις δεσμεύσεις και τις εγγυήσεις της χώρας του απέναντι στο ΝΑΤΟ.
Ατενίζοντας ένα μέλλον που φαίνεται μακρινό αλλά δεν είναι, εάν οι αμερικανικοί «πισσούχοι σχιστόλιθοι», τα λεγόμενα «oil shales» παράσχουν στην κορυφαία υπερδύναμη του πλανήτη τα υποσχόμενα σε ποσότητα και ποιότητα μεγέθη ενέργειας, με βάση την εκπληκτική επιστημονική εξέλιξη της υδραυλικής ρηγμάτωσης («fracking») και άλλων παρόμοιων τεχνικών [11], οι επόμενες γενιές θα είναι ιδιαίτερα «τυχερές ή άτυχες» ώστε να συνειδητοποιήσουν μια μελλοντική προοπτική χωρίς αμερικανικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή ή οπουδήποτε αλλού καταγράφονται ανταγωνισμοί για γεω-ενεργειακά συμφέροντα [12], αλλά και δίχως το αμερικανικό δίκτυο ενεργειακής ασφάλειας που επί δεκαετίες εγγυάται την βιωσιμότητα των συστημάτων διοίκησης, διαχείρισης και διακίνησης του ενεργειακού πλούτου σε όλες τις ηπείρους, τους ωκεανούς και τις θάλασσες.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ
*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 57 (Απριλίου – Μαΐου 2019) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.
Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Χ. ΜΠΑΛΤΟΣ είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ο Dr. JOSEPH N. BAYEH είναι πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων στο Balamand University, Βηρυτός, Λίβανος.
foreignaffairs