Σβιατοσλάβ Ρίχτερ -Από τους μεγαλύτερους πιανίστες του 20ου αιώνα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Σβιατοσλάβ Τεοφίλοβιτς Ρίχτερ (20 Μαρτίου 1915 – 1 Αυγούστου 1997) ήταν Σοβιετικός πιανίστας, ευρέως αναγνωρισμένος ως ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες του 20ού αιώνα. Ήταν γνωστός για το βάθος της ερμηνείας του, τη βιρτουόζικη τεχνική του και το τεράστιο ρεπερτόριό του.

Ο Ρίχτερ γεννήθηκε στο Ζίτομιρ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (σήμερα στην Ουκρανία) από Γερμανό πατέρα και Ρωσίδα μητέρα. Μεγάλωσε στην Οδησσό, και παρόλο που ο πατέρας του, που ήταν πιανίστας και οργανίστας, και ένας Τσέχος αρπίστας μαθητής του, τού παρείχαν τη βασική του εκπαίδευση, ήταν εν γένει αυτοδίδακτος.
Ακόμα και σε πρόωρη ηλικία ήταν εξαιρετικός στο παίξιμο πρίμα βίστα και συχνά εξασκούνταν με τοπικούς θιάσους όπερας και μπαλέτου. Σε ηλικία 15 ετών ξεκίνησε να δουλεύει στο Θέατρο Όπερας και Μπαλέτου της Οδησσού συνοδεύοντας στο πιάνο τις πρόβες.
Τα πρώτα χρόνια
Στις 19 Μαρτίου 1934 ο Ρίχτερ έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ στη Λέσχη Μηχανικών της Οδησσού. Τρία χρόνια αργότερα αποφάσισε να ξεκινήσει κανονικές σπουδές στο πιάνο στον διάσημο πιανίστα και δάσκαλο πιάνου, Χάινριχ Νόιχαους, στο Ωδείο της Μόσχας. Κατά την διάρκεια της ακρόασης του Ρίχτερ από τον Νόιχαους, ο τελευταίος φέρεται να ψιθύρισε σε ένα μαθητή του: «ο άνθρωπος είναι ιδιοφυΐα». Παρόλο που ο Νόιχαους δίδαξε πολλούς μεγάλους πιανίστες, όπως ο Εμίλ Γκίλελς και ο Ράντου Λούπου, λέγεται ότι θεωρούσε τον Ρίχτερ ως «τον ιδιοφυή μαθητή, τον οποίο περίμενε όλη του την ζωή», ενώ παράλληλα παραδεχόταν ότι δεν του δίδαξε σχεδόν «τίποτα».
Νωρίς στην καριέρα του, ο Ρίχτερ, προσπάθησε να επιδοθεί στη σύνθεση, και φαίνεται ότι έπαιξε και μερικές συνθέσεις του στην ακρόαση για τον Νόιχαους. Τα παράτησε όμως λίγο μετά την άφιξή του στη Μόσχα. Αρκετά χρόνια αργότερα, εξήγησε αυτή του την απόφαση λέγοντας ότι «ίσως ο καλύτερος τρόπος που μπορώ να το εξηγήσω είναι ότι δεν έβλεπα κάποιο σκοπό στο να προσθέσω όλη αυτή την κακή μουσική στον κόσμο».
Στη Σοβιετική Ένωση
Ο Ρίχτερ ήταν ομοφυλόφιλος και, ενώ ο σεξουαλικός του προσανατολισμός ήταν κοινό μυστικό στον σοβιετικό μουσικό κόσμο, αυτή του η συμπεριφορά ήταν παράνομη και ποινικά κολάσιμη βάσει του σοβιετικού νόμου. Αυτό συνετέλεσε στην τάση του Ρίχτερ για απομόνωση. Δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις και ποτέ δεν συζητούσε δημοσίως την προσωπική του ζωή.
Το 1945, ο Ρίχτερ γνώρισε και συνόδευσε σε ένα ρεσιτάλ τη σοπράνο Νίνα Ντόρλιακ, η οποία ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή του. Από τότε παρέμειναν ζευγάρι μέχρι τον θάνατο, παρόλο που δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Το 1949 έλαβε το Βραβείο Στάλιν, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα εκτεταμένες περιοδείες στη Ρωσία, την Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα. Οι πρώτες συναυλίες του Ρίχτερ εκτός Σοβιετικής Ένωσης έγιναν στην Τσεχοσλοβακία το 1950. Το 1952 προσκλήθηκε να υποδυθεί τον Φραντς Λιστ στο ριμέικ της ταινίας για την ζωή του Μιχαήλ Γκλίνκα Композитор Глинка («Ο συνθέτης Γκλίνκα», τον ομώνυμο ρόλο έπαιξε ο Μπορίς Σμιρνόφ.
Το 1960, παρόλο που είχε την φήμη ότι ήταν αδιάφορος για τα πολιτικά, αψήφισε τις αρχές και έπαιξε στην κηδεία του Μπορίς Παστερνάκ. (Είχε παίξει την πρώτη σονάτα για βιολί του Σεργκέι Προκόφιεφ μαζί με τον Νταβίντ Όιστραχ στην κηδεία του Στάλιν το 1953). Ο Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ (ο οποίος είχε λάβει βραβεία Στάλιν και Λένιν και ήταν Καλλιτέχνης του Λαού της ΡΣΟΣΔ), έκανε την πρώτη του περιοδεία στις ΗΠΑ το 1960 και στην Αγγλία και την Γαλλία το 1961.
Περιοδεία στη Δύση
Ο Ρίχτερ έγινε αρχικά γνωστός στη Δύση από ηχογραφήσεις της δεκαετίας του 1950. Ένας από τους πρώτους υποστηρικτές του Ρίχτερ στη Δύση ήταν ο Εμίλ Γκιλέλς, ο οποίος κατά την πρώτη του περιοδεία στις ΗΠΑ, όπου έλαβε πολύ εγκωμιαστικές κριτικές, δήλωσε: «περιμένετε μέχρι να ακούσετε και τον Ρίχτερ».
Οι πρώτες συναυλίες του Ρίχτερ στη Δύση έγινα τον Μάιο του 1960, που του επιτράπηκε να παίξει στη Φινλανδία, και στις 15 Οκτωβρίου του 1960, που έπαιξε το δεύτερο κονσέρτο για πιάνο του Γιοχάνες Μπραμς συνοδευόμενος από την Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο υπό την διεύθυνση του Έριχ Λάινσντορφ με μεγάλη επιτυχία.
Στην κριτική της, η διάσημη μουσικοκριτικός της Chicago Tribune, Κλώντια Κάσιντι (Claudia Cassidy), η οποία ήταν γνωστή για τις σκληρές κριτικές σε καθιερωμένους καλλιτέχνες, θυμόταν ότι ο Ρίχτερ ανέβηκε στη σκηνή διστακτικός, φαινόμενος ευάλωτος (σαν να επρόκειτο να τον καταβροχθίσουν), αλλά μετά κάθισε στο πιάνο εκτελώντας την «παράσταση της ζωής του». Η περιοδεία του στις Ηνωμένες Πολιτείες τέλειωσε με μία σειρά συναυλιών στο Κάρνεγκι Χωλ.
Εντούτοις ο Ρίχτερ ισχυρίστηκε ότι δεν του άρεσε να παίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά από ένα περιστατικό το 1970 στο Alice Tully Hall της Νέας Υόρκης, όπου η συναυλία του με τον Νταβίντ Όιστραχ διακόπηκε από αντισοβιετικές διαμαρτυρίες ορκίστηκε να μην επιστρέψει στις ΗΠΑ ξανά. Εμφανίστηκαν φήμες για σχεδιαζόμενη εμφάνισή του στο Κάρνεγκι Χωλ προς το τέλος της ζωής του, αλλά δεν είναι σίγουρο αν είχαν κάποια βάση.
Το 1961 ο Ρίχτερ έπαιξε για πρώτη φορά στο Λονδίνο. Το πρώτο του ρεσιτάλ με έργα του Χάυντν και του Προκόφιεφ δέχτηκε εχθρικές κριτικές από τους Βρετανούς κριτικούς. Αξιοσημείωτη είναι η κριτική του Νέβιλ Κάρντους, ο οποίος έκρινε ότι το παίξιμο του Ρίχτερ ήταν επαρχιακό, και απόρησε για ποιον λόγο τον είχαν καλέσει στο Λονδίνο, καθώς το Λονδίνο διέθετε αρκετούς πιανίστες δεύτερης κλάσης. Μετά τη συναυλία του στις 18 Ιουλίου 1961, όπου έπαιξε και τα δύο κονσέρτα για πιάνο του Φραντς Λιστ, οι κριτικές αντιστράφηκαν.
Τα τελευταία χρόνια
Παρόλο που στον Ρίχτερ άρεσε να παίζει για το κοινό, απεχθανόταν να προγραμματίζει τις συναυλίες της χρονιάς εξαρχής, και έτσι τα τελευταία χρόνια του έπαιζε σε μικρές, συχνά σκοτεινές αίθουσες, με μόνο μία μικρή λάμπα για να φωτίζεται η παρτιτούρα, ενώ η εμφάνιση ανακοινωνόταν λίγο διάστημα πριν. Ισχυριζόταν ότι αυτός ο τρόπος βοηθούσε το κοινό να επικεντρωθεί στη μουσική και όχι σε άσχετα θέματα όπως οι γκριμάτσες και οι χειρονομίες του πιανίστα.
Το 1986 ξεκίνησε μια εξάμηνη περιοδεία στη Σιβηρία, δίνοντας πιθανώς πάνω από 150 συναυλίες, ακόμα και σε μικρές πόλεις που δεν είχαν αίθουσα συναυλιών. Λέγεται ότι μετά από μια τέτοια συναυλία, μέρος του κοινού που δεν είχε ξανακούσει ποτέ κλασσική μουσική μαζεύτηκαν στο κέντρο της αίθουσας και άρχισαν να λικνίζονται για να τον τιμήσουν.
Ένα ανέκδοτο δείχνει τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε ο Ρίχτερ τις εμφανίσεις του την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Αφού διάβασε μια βιογραφία του Καρλομάγνου, (ο Ρίχτερ ήταν μανιώδης αναγνώστης), έβαλε τη γραμματέα του στείλει τηλεγράφημα στο διευθυντή του θεάτρου του Άαχεν, που θεωρείται η γενέτειρα του Καρλομάγνου, δηλώνοντας «ο Μαέστρος διάβασε μια βιογραφία του Καρλομάγνου και θα επιθυμούσε να παίξει στο Ακυίσγρανο». Λίγο μετά, έπαιξε στην πόλη.
Ακόμα και το 1995, ο Ρίχτερ εξακολουθούσε να παίζει κάποια από τα πιο απαιτητικά κομμάτια του πιανιστικού ρεπερτορίου, όπως τον κύκλο Miroirs του Μωρίς Ραβέλ, την δεύτερη σονάτα για πιάνο του Σεργκέι Προκόφιεφ καθώς και τις σπουδές και την τέταρτη μπαλάντα του Σοπέν.
Το τελευταίο ρεσιτάλ του Ρίχτερ έγινε σε μία ιδιωτική συγκέντρωση στο Λύμπεκ της Γερμανίας στις 30 Μαρτίου 1995. Το πρόγραμμα αποτελούνταν από δύο σονάτες του Γιόζεφ Χάυντν και τις Παραλλαγές και φούγκα σε ένα θέμα του Μπετόβεν του Μαξ Ρέγκερ, κομμάτι για δύο πιάνα, που το έπαιξε μαζί με τον Αντρέας Λούτσεβιτς (Andreas Lucewicz).
Ο Ρίχτερ πέθανε στο Κεντρικό Κλινικό Νοσοκομείο της Μόσχας από ανακοπή καρδιάς, μετά από κατάθλιψη λόγω του ότι δεν μπορούσε να παίξει πλέον δημοσίως. Το καιρό που πέθανε μελετούσε το Σονάτα για πιάνο σε Μι μείζονα (Fünf Klavierstucke D. 459) του Σούμπερτ.
Ρεπερτόριο
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ρίχτερ το ρεπερτόριο του μπορούσε να συμπληρώσει ογδόντα διαφορετικά προγράμματα, χωρίς να υπολογίζεται η μουσική δωματίου. Και όντως το ρεπερτόριό του είχε εύρος από τον Μπαχ και τον Χαίντελ έως τους Κάρολ Σιμανόβσκι, Άλμπαν Μπεργκ, Άντον Βέμπερν, Ίγκορ Στραβίνσκι, Μπέλα Μπάρτοκ, Πάουλ Χίντεμιτ, Μπέντζαμιν Μπρίτεν και Τζορτζ Γκέρσουιν, παρόλο που παρέλειπε αρκετά έργα όπως τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ, τις σονάτες Νο.21 και Νο.14 καθώς και το τέταρτο και πέμπτο κονσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν, τη Σονάτα για πιάνο σε λα μείζονα D. 959 του Σούμπερτ, το τρίτο κονσέρτο για πιάνο του Προκόφιεφ και το τρίτο κονσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ.
Ο Ρίχτερ δούλευε ακούραστα σε νέα κομμάτια. Για παράδειγμα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έμαθε τις παραλλαγές Παγκανίνι και Χαίντελ του Μπραμς και τη δεκαετία του 1990 έμαθε μερικές από τις σπουδές του Κλωντ Ντεμπυσσύ, κάποια από τα κονσέρτα για πιάνο του Καμίγ Σαιν-Σανς, Τζορτζ Γκέρσουιν, καθώς και σονάτες του Μπαχ και του Μότσαρτ που προηγουμένως δεν συμπεριελάμβανε στο πρόγραμμά του.
Κεντρική θέση στο ρεπερτόριο του είχαν τα έργα του Σούμπερτ, του Ρόμπερτ Σούμαν, του Μπετόβεν, του Μπαχ, του Σοπέν, του Λιστ, του Προκόφιεφ, του Ντεμπυσσύ και πολλών άλλων. Λέγεται ότι είχε αποστηθήσει το δεύτερο βιβλίο του Καλώς συγκερασμένου κλειδοκύμβαλου του Μπαχ σε ένα μήνα.
Έπαιξε την πρεμιέρα της έβδομης σονάτας για πιάνο του Προκόφιεφ, την οποία έμαθε σε τέσσερεις μέρες, όπως και της ένατης του ιδίου, η οποία ήταν αφιερωμένη στον Ρίχτερ. Εκτός από τη σόλο καριέρα του, έπαιζε και μουσική δωματίου μαζί με μουσικούς όπως ο Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, ο Ρούντολφ Μπαρσάι, ο Νταβίντ Όιστραχ, ο Ολέγκ Κόγκαν, η Ναταλία Γκούτμαν, ο Ζόλταν Κόκσιτς, η Ελίζαμπεθ Λεόνσκαγια, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν και μέλη του Κουαρτέτου Εγχόρδων Μποροντίν. Συνόδευε ακόμα στο πιάνο τραγουδιστές όπως ο Ντίντριχ Φίσερ-Ντισκάου, ο Πέτερ Σράιερ, η Γκαλίνα Πισαρένκο και η σύντροφός του Νίνα Ντόρλιακ.
Ο Ρίχτερ διηύθυνε την πρεμιέρα της Συμφωνίας-Κονσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα του Σεργκέι Προκόφιεφ. Αυτή ήταν και η μοναδική του εμφάνιση ως διευθυντής ορχήστρας. Σολίστ ήταν ο Ροστροπόβιτς, στον οποίο ήταν αφιερωμένο το έργο. Ο Προκόφιεφ αφιέρωσε και τη Σονάτα για τσέλο σε ντο μείζονα που έγραψε το 1949 στο Ροστροπόβιτς, η πρεμιέρα της οποίας έγινε μαζί με τον Ρίχτερ το 1950. Ο Ρίχτερ ήταν υποφερτός τσελίστας και ο Ροστροπόβιτς καλός πιανίστας και έτσι σε μία συναυλία στη Μόσχα, στην οποία ο Ρίχτερ στο πιάνο συνόδευε τον Ροστροπόβιτς, ανταλλάξανε όργανα για ένα μέρος του προγράμματος.
Προσέγγιση στην ερμηνεία
Ο Ρίχτερ εξηγούσε τον τρόπο παιξίματός του ως εξής: «Ο ερμηνευτής στην πραγματικότητα είναι απλώς εκτελεστής, μεταφέρει κατά γράμμα τις προθέσεις του συνθέτη. Δεν προσθέτει κάτι που δεν υπάρχει ήδη στο έργο. Αν είναι ταλαντούχος, μας επιτρέπει να ρίξουμε μια φευγαλέα ματιά στην αλήθεια του έργου, το οποίο είναι από μόνο του κάτι ιδιοφυές που αντανακλάται πάνω του. Δεν θα έπρεπε να κυριαρχεί στη μουσική αλλά να χάνεται μέσα σε αυτή.»
Ή παρομοίως: «Δεν είμαι εντελώς ηλίθιος, αλλά είτε από αδυναμία είτε από τεμπελιά δεν έχω ταλέντο στη σκέψη. Ξέρω μόνο πως να αντικατοπτρίζω, είμαι καθρέφτης… η λογική δεν υπάρχει για μένα. Αιωρούμαι στα κύματα της τέχνης και της ζωής και ποτέ δεν ξέρω πως ακριβώς να διαχωρίσω τι ανήκει στο καθένα και τι είναι κοινό και στα δύο. Η ζωή ξετυλίγεται μπροστά μου σαν ένα θέατρο που παρουσιάζει μια σειρά κάπως εξωπραγματικών συναισθημάτων, ενώ τα αντικείμενα της τέχνης είναι πραγματικά για μένα και πάνε κατευθείαν στην καρδιά μου.»
Η θέση του Ρίχτερ ότι οι μουσικοί θα έπρεπε να «αποδίδουν τις προθέσεις του συνθέτη κατά γράμμα», τον οδήγησε στο να είναι κριτικός απέναντι στους άλλους και ιδίως στον εαυτό του. Μετά από ένα ρεσιτάλ του Murray Perahia, όπου ο Perahia ερμήνευσε την τρίτη σονάτα για πιάνο του Σοπέν χωρίς να τηρήσει την επανάληψη του πρώτου μέρους, ο Ρίχτερ του ζήτησε στα παρασκήνια να του εξηγήσει αυτή την παράλειψη.
Παρομοίως, όταν συνειδητοποίησε ότι έπαιζε μία νότα λάθος στο Ιταλικό Κονσέρτο του Μπαχ για δεκαετίες, επέμεινε ώστε η ακόλουθη αποποίηση/απολογία να τυπώνεται έκτοτε στο CD που περιείχε την ερμηνεία: «Μόλις τώρα, και με μεγάλη λύπη, ο Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ συνειδητοποίησε, ότι πάντα έκανε λάθος στο τρίτο μέτρο από το τέλος του δευτέρου μέρους του Ιταλικού Κονσέρτου. Στην πραγματικότητα και για σαράντα χρόνια — και κανείς μουσικός ή τεχνικός δεν του το υπέδειξε ποτέ — έπαιζε Φα δίεση αντί για Φα. Το ίδιο λάθος υπάρχει και σε προηγούμενη ηχογράφηση του Μαέστρο Ρίχτερ της δεκαετίας του 1950.»
Ηχογραφήσεις
Παρά το μεγάλο εύρος της δισκογραφίας του, ο Ρίχτερ απεχθανόταν τη διαδικασία της ηχογράφησης και έτσι το μεγαλύτερο μέρος της προέρχεται από ζωντανές ηχογραφήσεις. Έτσι οι ηχογραφήσεις από τα ρεσιτάλ του της Μόσχας (1948), της Βαρσοβίας (1954), της Σόφιας (1958), της Νέας Υόρκης (1960), της Λειψίας (1963), του Άλντεμπουρ (διάφορες χρονιές), της Πράγας (διάφορες χρονιές), του Σάλτσμπουργκ (1977) και του Άμστερνταμ (1986), θεωρούνται μερικά από τα καλύτερα τεκμήρια του παιξίματός του, καθώς και πολλές άλλες ζωντανές ηχογραφήσεις που εκδόθηκαν πριν και μετά τον θάνατό του σε εταιρείες όπως η Music & Arts, η BBC Legends, η Philips, η Russian Revelation, και πιο πρόσφατα η Ankh productions.
Εντούτοις, παρά την απέχθειά του για το στούντιο, ο Ρίχτερ έπαιρνε τη διαδικασία της ηχογράφησης αρκετά σοβαρά. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας ηχογράφησης της Φαντασίας σε Ντο μείζονα opus 15 του Σούμπερτ, για την οποία χρησιμοποιούσε ένα πιάνο Bösendorfer, αφού άκουσε τις ταινίες, μη όντας ικανοποιημένος από την εκτέλεσή του, είπε «Νομίζω ότι θα το ξανακάνουμε σε Steinway».
Σύμφωνα με το άρθρο «Sviatoslav Richter – A Discography» του 1983 των Falk Schwartz και John Berrie, ο Ρίχτερ είχε ανακοινώσει το 1970 την πρόθεσή του να ηχογραφήσει το σύνολο του ρεπερτορίου του σε «περίπου 50 δίσκους». Αυτό το εγχείρημα των «απάντων» του Ρίχτερ δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, εντούτοις κυκλοφόρησαν δώδεκα LP μεταξύ 1970 και 1973 τα οποία εν συνεχεία επανακυκλοφόρησαν σε CE από την Olympia (10 CD, διάφοροι συνθέτες) και την RCA (Καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο του Μπαχ).
Το 1961, η ηχογράφηση του δεύτερου κονσέρτου για πιάνο του Μπραμς με σολίστ τον Ρίχτερ, και την Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο υπό τη διεύθυνση του Έριχ Λάινσντορφ κέρδισε το Βραβείο Γράμι για την Καλύτερη Κλασσική Ερμηνεία – Κονσέρτο ή σόλο. Αυτή η εκτέλεση θεωρείται ακόμα ορόσημο (παρόλο που ο ίδιος ο Ρίχτερ ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν ικανοποιημένος) όπως άλλωστε και οι ηχογραφήσεις (σε στούντιο) της Φαντασίας σε ντο μείζονα opus 15 του Σούμπερτ, των δύο κονσέρτων για πιάνο του Φραντς Λιστ, του δεύτερου κονσέρτου για πιάνο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ και της Τοκάτας του Ρόμπερτ Σούμαν, ανάμεσα σε πολλά άλλα.
wikipedia
Ο αυτοδίδακτος Σοβιετικός πιανίστας Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ
Το θαύμα της φύσης Ρίχτερ (1915-1997) σε ένα έργο του Σοπέν. Απόσπασμα από βιογραφικό ντοκιμαντέρ για τον μεγάλο μουσικό.
.
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=m_kQ9Z_paO0&w=711&h=400]
.
Βίντεο από: Δημητρης Φιλος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ