Του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου (*)
Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή, ανταποκρινόμενος ασμένως στην πρόσκλησή σας προκειμένου να μιλήσω στο, παγκόσμιας εμβέλειας, Πανεπιστήμιό σας, αφού αποτελεί κοινό τόπο ότι το κύρος του έχει ήδη ξεπεράσει, και μάλιστα κατά πολύ, τα σύνορα της Κίνας.
Και αυτή η τιμή γίνεται ακόμη πιο μεγάλη και άκρως συμβολική -κατά κυριολεξία- όταν η ομιλία μου εντάσσεται στο πλαίσιο λειτουργίας της Έδρας Κλασικών και Νεοελληνικών Σπουδών, η οποία φέρει το όνομα της αείμνηστης Μαριλένας Λασκαρίδη και στηρίζεται στην ευγενική χορηγία του «Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη» και στην άοκνη προσπάθεια ενός Έλληνα Ευπατρίδη, του μεγάλου Φίλου κ. Πάνου Λασκαρίδη.
Πιο συγκεκριμένα, η σύνδεση της ομιλίας μου με την προμνημονευόμενη Έδρα Κλασικών και Νεοελληνικών Σπουδών μου παρέχει την ευκαιρία να σας εκθέσω ορισμένες επιμέρους σκέψεις για την Ελληνική Γλώσσα, η οποία διδάσκεται, κατ’ εξοχήν μέσω της Έδρας αυτής, στο Πανεπιστήμιό σας.
Σκέψεις, οι οποίες αναδεικνύουν από την μια πλευρά την επικοινωνιακή και, ιδίως, την πολιτισμική πεμπτουσία της. Και, από την άλλη πλευρά, τον ακαταμάχητο δυναμισμό της ως κινητήριας δύναμης που επιτυγχάνει, ανά τους αιώνες, να ωθεί -φυσικά στο μέτρο που της αναλογεί- την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά στον εκ καταγωγής προορισμό της, δηλαδή στην τελική καταξίωση του Ανθρώπου κατά την αποστολή του ως έλλογου Όντος.
Θα ξεκινήσω διαβεβαιώνοντάς σας ότι, όπως διδάσκεται η Ελληνική Γλώσσα στο Πανεπιστήμιο Tsinghua, μέσω της Έδρας Κλασικών και Νεοελληνικών Σπουδών καθώς διευκρίνισα, δεν έχει ως μόνο στόχο το να παράσχει την δυνατότητα σε Κινέζους -και όχι μόνο- φοιτητές να μάθουν την Γλώσσα μας.
Α. Ακόμη πιο σημαντικός είναι ένας άλλος στόχος, ο οποίος αφορά τον πυρήνα και την ουσία του συνόλου του Ελληνικού Πολιτισμού. Και αναφέρομαι στον στόχο της, μέσω της διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας, ανάδειξης των δεδομένων του Ελληνικού Πολιτισμού, σε όλη την αδιάλειπτη διαχρονία του και την ανεκτίμητη και αναντικατάστατη συνεισφορά του στην Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά. Ταυτοχρόνως, και λόγω της ιδιοσυστασίας του Ελληνικού Πολιτισμού εκ καταγωγής, η υπό τις ανωτέρω συνθήκες διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας αποκτά διαστάσεις ενός άκρως αποτελεσματικού μέσου, που επιτρέπει στον Ελληνικό Πολιτισμό να διαλέγεται με άλλους Πολιτισμούς. Στην προκειμένη δε περίπτωση να διαλέγεται, πρωτίστως, με τον δικό σας πανάρχαιο, υπέροχο και αενάως δυναμικό και δημιουργικό Πολιτισμό, τον Κινεζικό Πολιτισμό, επίσης σε όλη την αδιάλειπτη διαχρονία του.
Β. Προς αυτή, και μόνο, την κατεύθυνση θέλω να προσανατολίσω εφεξής την ομιλία μου, καταδεικνύοντας, παραλλήλως, πόσο αυτονόητη εμφανίζεται η διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας στην Κίνα και, άρα, πόσο «οικεία» αισθάνεται η Ελληνική Γλώσσα στο «συγγενικό» και «υπήνεμο» λιμάνι του Κινεζικού Πολιτισμού.
Την αποστολή μου αυτή διευκολύνει το παρελθόν, και ιδίως μια λαμπρή ψηφίδα της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Και για να γίνω σαφέστερος:
Α. Περίπου έναν αιώνα πριν, το 1926, ο μεγάλος Γάλλος διανοούμενος και εξέχων εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Πνεύματος André Malraux, δημοσίευσε το, κλασικό πια, δοκίμιό του με τίτλο «La tentation de ľ Occident» («Ο πειρασμός της Δύσης»). Αξιοποιώντας την εμπειρία του από τα νεανικά ταξίδια του στην Ανατολή, ο Malraux δημιούργησε με το δοκίμιό του αυτό έναν διάλογο ανάμεσα σ’ έναν Ευρωπαίο, που ταξιδεύει στην Άπω Ανατολή και σ’ έναν Κινέζο, που ταξιδεύει στην Ευρώπη, επέκεινα δε έναν διάλογο ανάμεσα στον Ευρωπαϊκό και τον Κινεζικό Πολιτισμό. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για ένα δοκίμιο – πρότυπο ως προς το τι σημαίνει διάλογος των Πολιτισμών, μέσ’ από την πλήρη και ειλικρινή κατανόηση του βαθύτερου περιεχομένου του και νοήματός του, επέκεινα δε μέσ’ από την αντιστοίχως ειλικρινή αναγνώριση της δυνατότητας καθενός να συνεισφέρει στην διαλεκτική σύνθεση των Πολιτισμών και στην αξιοποίηση της προσφοράς καθενός για την δημιουργία της, εν διαρκή κινήσει και δημιουργία, Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Β. Στην προκείμενη περίπτωση ο André Malraux φιλοδόξησε -άκρως επιτυχώς κατά γενική ομολογία- να δείξει ποια είναι η κυριότερη ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον Πολιτισμό της Δύσης και στους Πολιτισμούς της Ανατολής. Μια διαφορά που, όμως, μέσ’ από την διαλεκτική της προσέγγιση και κατανόηση, καταλήγει στον κοινό στόχο της αντίστοιχης προσέγγισης και κατανόησης του Κόσμου, ο οποίος μας περιβάλλει. Και αυτή η ειδοποιός διαφορά, κατά Malraux, συνίσταται στο ότι:
1. Ο Άνθρωπος της Δύσης, με την δύναμη της Παιδείας του, δηλαδή την σύνθεση των δημιουργημάτων του Πνεύματος και της Τέχνης, προσπαθεί να καταλάβει και να εξηγήσει τον πολύπλοκο και, εν μέρει, «εχθρικό» Κόσμο μας, για να τον οδηγήσει κοντά του σ’ ένα είδος αν όχι «κατάκτησης», τουλάχιστον «εξημέρωσης».
2. Αντιθέτως, ο Άνθρωπος της Ανατολής, μέσ’ από τις πολιτιστικές του καταβολές, οι οποίες συνιστούν «σπονδή» σεβασμού στο μεγαλείο ενός Κόσμου που είναι αδύνατο να «κατακτηθεί» από την ανθρώπινη δύναμη, προσπαθεί, μέσω του Πολιτισμού του, ένα είδος «εξαγνιστικού συμβιβασμού» με τον Κόσμο, επιχειρώντας να φέρει τον Άνθρωπο προς αυτόν. Κάπως έτσι, πάντα κατά τον André Malraux, ο Πολιτισμός της Ανατολής προετοιμάζει, ακατάπαυστα, τα «εισόδια» του Ανθρώπου στο «ναό» και στα «μυστήρια» του Κόσμου.
Γ. Πόσο, άραγε, θυμίζει σ’ εμάς, τους Έλληνες, εδώ ο André Malraux το πώς ο Ελληνικός Πολιτισμός, με τα Ελευσίνια Μυστήρια, είχε από τότε τάσεις προσέγγισης με την Ανατολή και τον Πολιτισμό της και πόσο ο Ελληνικός Πολιτισμός είναι, εκ γενετής, ο πιο κατάλληλος και διαθέσιμος για ένα γόνιμο διάλογο μεταξύ Πολιτισμών!
Επιτρέψατέ μου, ιδίως στο πλαίσιο αυτής της ομιλίας μου, να θεωρήσω τον εαυτό μου, ως Έλληνα και ως Ευρωπαίο, συνεχιστή της κατά τ’ ανωτέρω πνευματικής διαδρομής του Malraux.
Α. Θυμίζω ότι οι Έλληνες και οι Κινέζοι είναι κληρονόμοι δύο εμβληματικών Πολιτισμών, οι οποίοι ανατρέχουν στα βάθη των αιώνων, διεκδικώντας, δικαίως, το αντίστοιχο μερίδιο «αιωνιότητας» που τους αναλογεί. Διότι όπως συμβαίνει με όλα τα δημιουργήματα του Ανθρώπου, το αυτό συμβαίνει και με τους Πολιτισμούς. Εξελίσσονται, αλλά οι μεγάλοι Πολιτισμοί έχουν το προνόμιο να στηρίζονται σε στιβαρές ρίζες, οι οποίες αντέχουν στο διάβα του χρόνου. Τούτο ισχύει και για τους δικούς μας δύο Πολιτισμούς.
Β. Βρίσκομαι εδώ, όπως ήδη εξέθεσα, για να σας μιλήσω για τον Ελληνικό Πολιτισμό και την κυριότερη ρίζα του, που είναι η Ελληνική Γλώσσα.Εμείς, οι Έλληνες, είμαστε υπερήφανοι για τον Πολιτισμό μας. Ταυτοχρόνως όμως αισθανόμαστε και το βάρος και το χρέος ως προς την υπεράσπισή του αλλά και ως προς την συνέχιση της εκπλήρωσης της αποστολής του. Τούτο οφείλεται στο ότι, επιπλέον, ο Ελληνικός Πολιτισμός είναι κοιτίδα και λίκνο του Ευρωπαϊκού αλλά και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού, μ’ έμβλημα τον Παρθενώνα. Γι’ αυτό ζητούμε και την επιστροφή των, κλεμμένων από τον Έλγιν, γλυπτών του από το Βρετανικό Μουσείο. Ως προς την παγκόσμιας πολιτισμικής εμβέλειας μοναδικότητα του Παρθενώνα και των Μνημείων του δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς επί μακρόν. Πρόκειται για αυταπόδεικτη αλήθεια, η οποία εδράζεται σε ακλόνητα τεκμήρια.
1. Γι’ αυτό μένω μόνο στην πιο απτή αλλά και πιο ηχηρή μαρτυρία, που συμπυκνώνει με απαράμιλλο τρόπο όλη αυτή την επιχειρηματολογία, ήτοι στην μαρτυρία του André Malraux, η οποία εμπεριέχεται στην μνημειώδη ομιλία του της 28ης Μαΐου 1959, όταν εκπροσώπησε τη Γαλλική Κυβέρνηση κατά την πρώτη φωταγώγηση της Ακρόπολης. Ξεκινώντας την ομιλία του, ο André Malraux είχε επισημάνει, βασιζόμενος στην Παγκόσμια πολιτισμική εμβέλεια του Παρθενώνα και στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα με τα οποία πλέον το μήνυμα – έκκληση του Περικλέους μπορεί να εκπέμπεται σε ολόκληρη την Ανθρωπότητα: «Ο πρώτος παγκόσμιος πολιτισμός άρχισε».
2. Και αμέσως στην συνέχεια ο André Malraux, με την imperatoria brevitas που χαρακτηρίζει τον λόγο του, αποθεώνει την μοναδικότητα του αναλλοίωτου στους αιώνες και πανανθρώπινου μηνύματος του Παρθενώνα με τις εξής φράσεις:
α) «Μέσω αυτού του πολιτισμού και προς δόξαν του φωταγωγείται η Ακρόπολη, η οποία καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα που κανείς άλλος πολιτισμός δεν έθεσε. Το πνεύμα της Ελλάδας εμφανίστηκε αρκετές φορές στον κόσμο, δεν ήταν όμως πάντοτε το ίδιο. Ήταν λαμπρό στην Αναγέννηση, πόσο μάλλον που η Αναγέννηση πολύ λίγο γνώριζε την Ασία· είναι εξίσου λαμπρό και συνταρακτικό σήμερα, που γνωρίζουμε την Ασία. Σε λίγο καιρό, θεάματα όπως αυτό θα ζωντανέψουν τα μνημεία της Αιγύπτου και της Ινδίας, θα δώσουν φωνή στα φαντάσματα όλων των στοιχειωμένων τόπων. Η Ακρόπολη όμως είναι ο μοναδικός τόπος του κόσμου που κατοικείται ταυτόχρονα από το πνεύμα και από το θάρρος».
β) Τέλος, λίγο πιο κάτω ο André Malraux συμπυκνώνει, μέσω του μηνύματος του Παρθενώνα, την ουσία του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού ως συστατικού στοιχείου του διαχρονικού Παγκόσμιου Πολιτισμού: «Δεν θα πάψουμε ποτέ να το διακηρύσσουμε: Ό,τι σημαίνει για μας η τόσο συγκεχυμένη λέξη παιδεία –το σύνολο των έργων της τέχνης και του πνεύματος- η Ελλάδα το μετέτρεψε, προς δόξαν της, σε μείζον μέσον διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου. Είναι ο πρώτος πολιτισμός χωρίς ιερό βιβλίο, όπου η λέξη ευφυΐα σήμαινε να θέτεις ερωτήματα. Ερωτήματα που έμελλε να γεννήσουν την κατάκτηση του κόσμου από το πνεύμα, της μοίρας από την τραγωδία, του θείου από την τέχνη και τον άνθρωπο».
Όπως είπα πριν, ο Ελληνικός Πολιτισμός έχει ως ρίζα αλλά και καταλυτικό μέσο για την εκπλήρωση αυτής της αποστολής του την Γλώσσα μας.
Α. Η άρρηκτη σύνδεση του Ελληνικού Πολιτισμού με την Ελληνική Γλώσσα προκύπτει από το ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός υπήρξε, εξ’ υπαρχής, Πολιτισμός του γραπτού λόγου. Με την έννοια ότι είναι το αποτέλεσμα της γραπτής διατύπωσης και αποτύπωσης των κάθε είδους -και ιδίως των μεγάλων- πνευματικών δημιουργημάτων και κατακτήσεων. Ο γραπτός λόγος όμως είναι το μέσο, με το οποίο η γλώσσα πορεύεται στην αιωνιότητα. Άρα στη βάση του γραπτού λόγου είναι η γλώσσα. Έτσι η Ελληνική Γλώσσα υπήρξε όχι μόνο το μέσο επικοινωνίας ενός Λαού ή και ενός Έθνους γενικότερα, αλλά το όργανο διαμόρφωσης της Παιδείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού, από την γέννησή του ως την μέχρι σήμερα εξέλιξή του.
Β. Και όλα αυτά έχουν ως αφετηρία το επιστημονικώς ακραδάντως τεκμηριωμένο γεγονός ότι η δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, ως μέσου επικοινωνίας των συμβιούντων σε οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων, είναι τέτοια μέσα στο χρόνο, ώστε βασίμως μπορούμε να δεχθούμε πως δεν είναι τόσο το σύνολο των επιμέρους Λαών στην αρχαιότητα, οι οποίοι συνδέθηκαν ιστορικώς μεταξύ τους ως Έλληνες, που δημιούργησε την Ελληνική Γλώσσα. Πολύ περισσότερο ήταν η Ελληνική Γλώσσα, όπως προέκυψε από την σύνθεση των επιμέρους διαλέκτων της -αφού από την ιστορική εποχή δεν υπάρχει, αποδεδειγμένα, Ελληνική Διάλεκτος αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις άλλες- εκείνη η οποία συνέδεσε, στενά και σε βάθος, μεταξύ τους τους Έλληνες και οδήγησε στην μετέπειτα ενότητα του Λαού και των Ελλήνων.
Γ. Θεωρώ τον μέγιστο Ιστορικό Θουκυδίδη ως τον πιο κατάλληλο για ν’ αποδείξει αυτή την μεγάλη αλήθεια. Πραγματικά ο Θουκυδίδης, στην εισαγωγή της «Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου» (Α΄, 2-5), καταγράφει το γεγονός ότι για πρώτη φορά ενώθηκαν οι Έλληνες κατά την προετοιμασία και την διεξαγωγή του Τρωϊκού Πολέμου. Καθώς και ότι τα Ομηρικά Έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, μάλλον είναι το κυριότερο πρώτο παράδειγμα της γλωσσικής και πολιτισμικής ενότητας του τότε Ελληνικού Κόσμου, γραμμένα σε μιαν ιδιαίτερη Ελληνική Γλώσσα, προϊόν σύνθεσης διαφόρων, συγγενών μεταξύ τους, διαλέκτων πάνω σε ιωνική βάση. Στο ίδιο, κατά βάση, συμπέρασμα καταλήγει στις μέρες μας ο μεγάλος νομπελίστας Έλληνας Ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, με τους εξής στίχους από το ποίημά του «Άξιον Εστί» (Ενότητα «Τα Πάθη»): «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».
Μέσ’ απ’ αυτήν την μακραίωνη εξέλιξή της η Ελληνική Γλώσσα υπήρξε δημιουργός της Ελληνικής Παιδείας, ήτοι του συνόλου των έργων του Πνεύματος και της Τέχνης, και συνιστά πάντα την βάση του Ελληνικού Πολιτισμού.
Α. Επιπλέον, αποτελεί αδιαμφισβήτητο ιστορικό κεκτημένο ότι η Ελληνική Παιδεία και ο Ελληνικός Πολιτισμός έχουν ως κορωνίδα την Ελευθερία της Σκέψης και Διανόησης. Κατά τον André Malraux, στην ήδη παρατεθείσα ομιλία του για την φωταγώγηση της Ακρόπολης, ο Ελληνικός Πολιτισμός ήταν ο πρώτος Πολιτισμός χωρίς «ιερό βιβλίο», όπου η λέξη ευφυΐα σημαίνει να θέτεις ερωτήματα. Και ήταν, πρωτίστως, αυτή η Ελευθερία της Σκέψης και της Διανόησης που επέτρεψε στο Ελληνικό Πνεύμα να μετατρέψει την πληροφορία και την εμπειρία σε Γνώση και την Γνώση σε Σοφία, ήτοι Επιστήμη, γεγονός το οποίο του άνοιξε το δρόμο να κυριαρχήσει πολύ ενωρίς στις Επιστήμες, από τις Θετικές ως τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, με κολοφώνα την Φιλοσοφία, ιδίως κατά την Κλασική και την Ελληνιστική εποχή. Γι’ αυτό η Ελληνική Γλώσσα είναι και θα είναι πανταχού παρούσα στις Επιστήμες, από τα Μαθηματικά, την Φυσική, την Ιατρική, την Οικονομία ως την Φιλοσοφία σε όλο τον Κόσμο, ακόμη δε και στην Λογοτεχνία και την Τέχνη.
Β. Βεβαίως στην εξάπλωση αυτή έχουν συμβάλει οι ινδοευρωπαϊκές ρίζες της Ελληνικής Γλώσσας, κυρίως όμως έχει συμβάλει η ουσία του Ελληνικού Πολιτισμού, με βάση την Γλώσσα μας. Γι’ αυτό και ο Ελληνικός Πολιτισμός, ως δημιουργός Επιστήμης και Σοφίας, είναι κραταιός πυλώνας του Ευρωπαϊκού και του Δυτικού Πολιτισμού, εξ ού και η προαναφερόμενη απαστράπτουσα, μέσω των λαμπρών ψηφίδων της, παρουσία της Ελληνικής Γλώσσας σε όλες τις Γλώσσες της Δύσης και της Ευρώπης, και όχι μόνο.
Η ιστορική εξέλιξη της Ελληνικής Γλώσσας αποδεικνύει, επιπλέον, ότι η σχέση της με τον Ελληνικό Πολιτισμό ήταν και παραμένει διαλεκτική.
Α. Με την έννοια ότι βεβαίως όσο μια γλώσσα είναι σε θέση να εκφράσει και να διατυπώσει -άρα ν’ αποτυπώσει- μεγάλα νοήματα και να συμβάλει στην αναζήτηση της Επιστημονικής Αλήθειας και την στερέωση της «Σοφίας» -φυσικά πρωτίστως ως Φιλοσοφίας- τόσο πιο σημαντικός είναι ο Πολιτισμός που στηρίζεται σε αυτή. Και, e contrario αλλά συνακόλουθα, όσο πιο σημαντικός, προς την ως άνω κατεύθυνση, γίνεται ένας Πολιτισμός τόσο περισσότερο και η γλώσσα καταξιώνεται ως μέσο διαμόρφωσης και μέσο έκφρασής του.
Β. Επέκεινα, η Γλώσσα αυτή επιτρέπει τον διάλογο των Πολιτισμών. To συμπέρασμα αυτό εδράζεται και στο ότι ο πραγματικός Πολιτισμός, ο οποίος από την φύση του έχει στο επίκεντρό του τον Άνθρωπο, σέβεται, δίχως εκπτώσεις και συμβιβασμούς, την διαφορετικότητα του Ανθρώπου. Και τούτο διότι ως ύψιστο δείγμα στοιχειώδους Ανθρωπισμού, ο σεβασμός της διαφορετικότητας ισοδυναμεί με τον σεβασμό της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού. Υπό τα δεδομένα αυτά, σε θεσμικό και αξιακό γενικότερα επίπεδο, ο σεβασμός της διαφορετικότητας του Ανθρώπου καθίσταται θεμελιώδες πρόταγμα Δημοκρατίας και Πολιτισμού.
Γ. Μια τέτοια θεώρηση της Γλώσσας και του Πολιτισμού, με αφετηρία την Ελληνική Γλώσσα και τον Ελληνικό Πολιτισμό, αποδεικνύει, πρωτίστως εδώ στην Κίνα με την πανάρχαια και ανεκτίμητη Πολιτιστική της Κληρονομιά, ότι είναι ακριβώς αυτός το Διάλογος των Πολιτισμών που δίνει ηχηρή απάντηση στους ανιστόρητους εκείνους, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει σήμερα δήθεν «σύγκρουση» μεταξύ Πολιτισμών. Ισχυρισμός που οδήγησε ως και σε καταστροφικές επιλογές εξωτερικής πολιτικής από πλευράς Πολιτικών της Δύσης και της Ευρώπης. Ας γίνει κατανοητό τούτο: Στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε δεν υπάρχει σύγκρουση Πολιτισμών, αφού κανένας πραγματικός Πολιτισμός δεν μπορεί, από την φύση του, να συγκρούεται με άλλους, εξίσου πραγματικούς, Πολιτισμούς. Η αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι πολλές φορές, δυστυχώς -όπως συμβαίνει στην εποχή μας- υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης μεταξύ Πολιτισμών, γεγονός που δυσκολεύει επικίνδυνα την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών. Απέναντι σε αυτή την έλλειψη επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης αντιστέκονται, με γενναιότητα και αποφασιστικότητα, οι Χώρες μας και οι Λαοί μας, με «ασπίδα» και «δόρυ» τον ειλικρινή και ουσιαστικό διάλογο των Πολιτισμών μας.
Δ. Σε αυτό τον διάλογο μεταξύ των Πολιτισμών συμβάλλει, με καθοριστικό τρόπο, ο Κινεζικός Πολιτισμός, μεταξύ άλλων και μέσω μιας κορυφαίας έννοιας της κινέζικης σκέψης: της έννοιας του τάο, της «οδού». Και τούτο διότι, όπως τονίζει ο François Jullien στην μελέτη του «Conférence surl‘efficacité» (P.U.F., Paris, 2005, βλ. και «Εγκώμιο της Απραξίας», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012, σελ. 89-90), «αυτή η έννοια της οδού ή του δρόμου μοιάζει σαν ένα κοινό στοιχείο που συνδέει διαφορετικές κουλτούρες». Και μάλιστα το επεξηγεί, επισημαίνοντας τα ακόλουθα: «Γιατί η κινέζικη οδός δεν είναι μια οδός που «οδηγεί προς», όπως συμβαίνει με την ευρωπαϊκή οδό της φιλοσοφίας η οποία, π.χ. στην αρχή του ποιήματος του Παρμενίδη, οδηγεί προς την Αλήθεια ή με την ευρωπαϊκή θρησκευτική οδό που, στο πλαίσιο του Χριστιανισμού, οδηγεί προς τον Πατέρα (ή προς τη Σωτηρία ή προς την αιώνιο ζωή). Όταν οι Ευρωπαίοι στοχάζονται την έννοια της οδού, τη συνδέουν πάντοτε με την ιδέα μιας κατάληξης, με ένα τέλος. Αντίθετα, το κινεζικό τάο δεν είναι μια οδός που οδηγεί προς, αλλά μια οδός μέσα από την οποία περνούν οι εξελίξεις, μέσα από την οποία τα πράγματα καθίστανται δυνατά και «βιώσιμα». Είναι η οδός της ρύθμισης, η οδός της αρμονίας διαμέσου της οποίας η διαδικασία, επειδή ακριβώς δεν ξεστρατίζει, ανανεώνεται αδιάκοπα». Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς πόσο κρίσιμης χρησιμότητας είναι η έννοια του τάο, που ο Jullien την μετέφρασε –επιδιώκοντας ν’ αποδώσει με μία λέξη το βαθύτερο νόημά της- και ως «βιωσιμότητα», για τον ειλικρινή και ουσιαστικό διάλογο του Κινεζικού Πολιτισμού με όλους τους άλλους Πολιτισμούς της Υφηλίου και, εν προκειμένω, με τον Ελληνικό και τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό.
Καταλήγω, διαβεβαιώνοντάς σας ότι η Μεγάλη Χώρα σας, η Κίνα, με την μακραίωνη Πολιτιστική Κληρονομιά της που ως άλλος «Ιανός» κοιτάζει κατά την Ανατολή αφήνοντας πάντα το «βλέμμα» της ν’ αντικρύζει την Δύση, με εμπνέει στο μέγιστο βαθμό για να μπορώ να ισχυρισθώ και ν’ αποδείξω ότι η Ελληνική Γλώσσα και ο Ελληνικός Πολιτισμός ευνοούν, εκ φύσεως, την επικοινωνία και τον Διάλογο μεταξύ των Πολιτισμών. Θα δανεισθώ, και πάλι, ορισμένες από τις σκέψεις του André Malraux, στην προμνημονευόμενη ομιλία του του 1959 για την πρώτη φωταγώγηση της Ακρόπολης, προκειμένου ν’ αναδείξω την διαχρονική αξία της κορυφαίας διαπίστωσης ότι το Πνεύμα, η Παιδεία και ο Πολιτισμός δεν γνωρίζουν μικρά ή μεγάλα Έθνη, γνωρίζουν μόνον αδελφά Έθνη. Με βασική αντηρίδα αυτής της αδελφοσύνης και της συνακόλουθης συνάφειας και επικοινωνίας τον Διάλογο μεταξύ διαφορετικών Πολιτισμών. Να γιατί, όπως είπα στην αρχή της ομιλίας μου, η διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας στην Κίνα, την οποία με τόσο σοφία και «στοργή» καλλιεργεί το Πανεπιστήμιό σας, είναι, πέρα από την αυτονόητη αξία της εκμάθησής της, πραγματική προσφορά στον Διάλογο μεταξύ των δύο μεγάλων Πολιτισμών μας.
(*) Η ομιλία του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκοπίου Παυλοπούλου στο Πανεπιστήμιο της Κίνας (Πεκίνο) Tsinghua, Έδρα Κλασικών και Νεοελληνικών Σπουδών
ΑΠΕ-ΜΠΕ