Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Τα όσα διαδραματίζονται στη κυπριακή ΑΟΖ, αποτελούν μια πρόσθετη απόδειξη της άφατης υποκρισίας όλων εκείνων που εξακολουθούν να αναφέρονται στην ύπαρξη ενός δήθεν κοινού εξωτερικού συνόρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσδιορίζεται από τα σύνορα των χωρών – μελών της σε σχέση με χώρες που δεν είναι μέλη της Ένωσης, και ασφαλώς της ασφάλειας που παρέχει το γεγονός τούτο έναντι υπαρκτών ή δυνητικών απειλών εκ μέρους γειτόνων που θα τολμούσαν να τα παραβιάσουν.
Ας θυμηθούμε δε, πως περισσότερο και από τους οικονομικούς λόγους που είχαν οδηγήσει την -ομολογουμένως εσπευσμένη- ένταξη της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) ήταν η ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και η κατάληψη του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (και εν συνεχεία η μέχρι σήμερα συνεχιζόμενη Κατοχή του τμήματος αυτού από τουρκικά στρατεύματα). Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια έξαρση των διαχρονικών τουρκικών βλέψεων σε βάρος της εθνικής επικράτειας των δύο ελλαδικών Δημοκρατιών που είναι ταυτόχρονα και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ελλάδας και της Κύπρου (στο Αιγαίο και την κυπριακή ΑΟΖ). Μάλιστα δε, η τρέχουσα «έξαρση» του τουρκικού επεκτατισμού είναι ακόμα πιο επικίνδυνη διότι συντελείται στα πλαίσια ενός αναθεωρητισμού της χώρας αυτής που επιδιώκει την ανάκτηση μέρους τουλάχιστον της αίγλης του ένδοξου παλαιού αυτοκρατορικού της παρελθόντος, την ανάδειξή της σε μια αδιαμφισβήτητη περιφερειακή ηγεμονική δύναμη και όπου της είναι δυνατό, την αναδρομική διεκδίκηση ακόμα και εδαφών γειτονικών της χωρών, σε κάθε δε περίπτωση τη συμμετοχή της στη διανομή εθνικού πλούτου όμορων με αυτή χωρών μέσω της αμφισβήτησης της εθνικής τους χερσαίας ή/και θαλάσσιας κυριαρχίας τους κυρίως κατά μήκος των συνόρων τους (Ελλάδα) ή και της ίδιας τους της κρατικής υπόστασης (περίπτωση Κύπρου).
Και η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το ΝΑΤΟ πού βρίσκονται, μιας και οι δύο χώρες είναι μέλη της πρώτης ενώ η Ελλάδα είναι μέλος και του δευτέρου, όπως άλλωστε και η Τουρκία, αλλά, και οι περισσότερες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (πλην της Σουηδίας, της Φινλανδίας, της Αυστρίας και της Ιρλανδίας);
Σε ό,τι αφορά την ΕΕ, στην οποία και εστιάζουμε στο παρόν άρθρο, είναι παρούσα στο επίπεδο τόσο των δηλώσεων όσο και στο επίπεδο των (έστω και καθυστερημένων) οικονομικών κυρώσεων (ή καλύτερα της απειλής για τη λήψη τους) αν η Τουρκία δεν συμμορφωθεί προς το Διεθνές Δίκαιο, ιδίως μετά τις έρευνες της Τουρκίας εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Σε ό,τι αφορά το ΝΑΤΟ, αυτό, νίπτει τας χείρας του, διότι καταστατικά δεν νομιμοποιείται να παρέμβει σε αντιθέσεις (και συγκρούσεις) μεταξύ των κρατών – μελών του, χωρίς εν τούτοις αυτό να είναι απαγορευτικό για τα ίδια τα κράτη – μέλη (όχι ως μέλη του ΝΑΤΟ), κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει με την περίπτωση της Γαλλίας η οποία δηλώνει έτοιμη να παρέμβει με αριθμό πολεμικών της πλοίων υπέρ της Ελλάδας (ή και της Κύπρου) σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία -και οι τρεις χώρες, «σύμμαχοι» εντός του ΝΑΤΟ!!!
Βεβαίως, όλες αυτές οι κινήσεις και δηλώσεις υπέρ της Ελλάδας και της Κύπρου, με δεδομένη την κατάφορη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου από την πλευρά της Τουρκίας, ήταν και είναι αναμενόμενες, κάτι το αντίθετο θα αποτελούσε έκπληξη, δηλαδή, αν δεν διατυπώνονταν (τουλάχιστον αυτό). Όμως δεν είναι μονάχα το στοιχείο αυτό (παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου από την Τουρκία) που προκαλούν τις άνω δηλώσεις συμπαράστασης, μα και το γεγονός πως η Τουρκία βρίσκεται στο χειρότερο σημείο των διπλωματικών της (και όχι μόνο) σχέσεων τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και με τις ΗΠΑ (με τις τελευταίες για ζητήματα του ευρύτερου χώρου της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής).
Αν αυτή η συγκυρία των κακών σχέσεων Τουρκίας – ΗΠΑ και ΕΕ δεν υπήρχε, δεν είναι διόλου σίγουρο αν η στάση των δύο αυτών τελευταίων έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου θα ήταν η ίδια για τα ίδια ζητήματα που σήμερα αποτελούν σημεία τριβής τους με την Τουρκία ή θα καλούσαν για «ειρηνικές» διευθετήσεις στα πλαίσια της «καλής γειτονίας» με την Τουρκία και των «κοινών» «ευρωπαϊκών» προοπτικών. Το ίδιο ισχύει και για τη στάση του Ισραήλ. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα μπήκε σε (πολεμικές) περιπέτειες με την Τουρκία έχοντας στο τέλος απέναντί της εκτός της Τουρκίας και όσους είχε συμμάχους της στην αρχή, οι οποίοι βρέθηκαν να είναι ουσιαστικά σύμμαχοι του αρχικού κοινού εχθρού (φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την έναρξη της περιπέτειας που κατέληξε στη Μικρασιατική Καταστροφή). Επίσης, θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον, σε περίπτωση που η Τουρκία τελικώς ομαλοποιήσεις τις σχέσεις της με ΕΕ και ΗΠΑ, πόσο μάλλον αν τελικώς ενταχθεί πλήρως στην ΕΕ, έχοντας όμως σε εκκρεμότητα όλες τις παράλογες αξιώσεις της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, ποια θέση θα έχουν τότε οι υπόλοιποι «εταίροι» μας με αυτά τα δεδομένα. (Ευτυχώς για μας, η εκδοχή της πλήρους εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ, τρεχόντως φαίνεται ως εξαιρετικά απίθανη). Άλλωστε, η «αλληλεγγύη» μεταξύ των κρατών – μελών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης φάνηκε στην περίπτωση της οικονομικής κρίσης, στην περίπτωση της Ελλάδας (ας μείνουμε στα καθ’ ημάς). Οι «αλληλέγγυοι» «εταίροι» μας, επέπεσαν στην ελληνική οικονομία ως γύπες, μετατρέποντας ένα ελεύθερο και κυρίαρχο κράτος σε αποικία και μάλιστα με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο για τους ίδιους τους θεσμούς της ελληνικής Δημοκρατίας και την αξιοπρέπεια του λαού. Και ευλόγως διερωτάται κάποιος, αν η «αλληλεγγύη» εκδηλώνεται με αυτόν τον «θανατηφόρο» τρόπο, γιατί αυτοί οι ίδιοι «εταίροι» μας, βάζοντας στο ζύγι του «δούναι» και «λαβείν» τα συγκριτικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά τους μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αποφανθούν υπέρ των απόψεων και επιδιώξεων της δεύτερης σε ό,τι αφορά τους «ανοιχτούς λογαριασμούς» της με τη χώρα μας. Εξάλλου, τα διάφορα σχέδια «επίλυσης» του κυπριακού προβλήματος, (Σχέδιο Ανάν και όχι μόνο), σε επιβεβαίωση και επικύρωση των τουρκικών τετελεσμένων δεν οδηγούν, αφού η μόνη, δημοκρατικά αλλά και νομικά (στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου), λύση που πρέπει να γίνει αποδεκτή, είναι αυτή των αρχικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που επέτασσαν ήδη από το 1974 την άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την επαναφορά του ισχύοντος προ της εισβολής καθεστώτος. Αντ’ αυτού, σήμερα ό,τι συζητείται είναι ποια μορφή θα έχει η θεωρούμενη ως δεδομένη διχοτόμηση της Νήσου, διότι κάθε άλλη πρόταση (δηλαδή η Κύπρος να μη διχοτομηθεί) είναι απλά «μη ρεαλιστική»! Υποθέτω πως οι σχεδιαστές της εξωτερικής τουρκικής πολιτικής, με το διαρκές «γκριζάρισμα» εθνικής επικράτειας (χερσαίας ή/και θαλάσσιας), σε Ελλάδα και Κύπρο, στο τέλος ευελπιστεί πως θα γίνει ό,τι και στη κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο : δηλαδή, η Διεθνής Κοινότητα κουρασμένη από τις συνεχείς αυτές προστριβές, μια και τα άλλα κράτη δεν χάνουν τίποτα από ό,τι κατέχουν, πιθανώς να πει κάποια στιγμή «προσέλθετε σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων και βρείτε τα», ακριβώς ό,τι επιδιώκει δηλαδή η Άγκυρα.
Με μια άλλη τουρκική ηγεσία αύριο μεθαύριο, πιο φιλοευρωπαϊκή και φιλοαμερικανική δεν είναι διόλου βέβαιο πως δεν θα δουν οι Ευρωπαίοι και οι ΗΠΑ πιθανώς με άλλο μάτι τις επιδιώξεις της Τουρκίας για τα οικονομικά της «δικαιώματα» σε περιοχές τέτοιες, όπως το Αιγαίο αλλά και η κυπριακή ΑΟΖ και ενδεχομένως να πιέσουν και προς τη κατεύθυνση της «οριστικής» επίλυσης των εκατέρωθεν διαφορών, στη Κύπρο με την επαναφορά σχεδίων όπως εκείνο του μακαριστού πλέον Κόφι Ανάν για τη Κύπρο και στο Αιγαίο ή για κάποιου είδους «περιορισμό» της αντίληψης περί «μονοφαγίας» των Ελλήνων σε ό,τι αφορά τα καλούδια του Αιγαίου. Αυτό που είναι επικίνδυνο εδώ, στην περίπτωση του Αιγαίου, είναι μήπως η Τουρκία επιδιώξει να δημιουργήσει τετελεσμένα τύπου Κύπρου, όπου έχοντας για μισό και πάνω αιώνα εγκαθιδρύσει την στρατιωτική της κατοχή στο βόρειο τμήμα της κυπριακής Δημοκρατίας, ασφαλώς κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου, εν τούτοις, κατάφερε η κάθε προτεινόμενη λύση ουσιαστικά να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση αυτή, και κυρίως, την ουσιαστική παρουσία και παρέμβαση της Τουρκίας σε ένα κατά τα άλλα ανεξάρτητο και κυρίαρχο Κράτος. Δηλαδή, η Τουρκία να επιδιώξει είτε την «Ιμιοποίηση» κάποιων νησίδων στο Αιγαίο εξ εκείνων που η ίδια θεωρεί ως «αμφισβητήσιμες» ως προς το νομικό τους καθεστώς, είτε να επιχειρήσει ακόμα πιο δυναμικού τύπου αμφισβήτηση, (στρατιωτικού τύπου;) και ακολούθως να καλεί την Ελλάδα να προσέλθει σε «διαπραγματεύσεις» για την επίλυση των «διαφορών» τους. Το τι θα πράξει στην τελευταία αυτή περίπτωση η Ελλάδα, είναι ένα ζητούμενο (κανονικά δεν θάπρεπε, όμως, έχοντας την εμπειρία των Ιμίων το ερώτημα τίθεται), το άλλο ζητούμενο, είναι τι θα πράξει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα είμαστε μόνοι μας, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, ή η ΕΕ (ή κάποια έστω κράτη, π.χ., η Γαλλία) θα σπεύσει και θα υποχρεώσει τη Τουρκία, εν ονόματι του ισχυρισμού πως τα ελληνικά σύνορα είναι και ευρωπαϊκά, ακόμα και δυναμικά, αν οι οικονομικές κυρώσεις αποδεχτεί πως δεν φέρουν αποτελέσματα, να ανακρούσει πρύμνα και να επανέλθει στην «προτεραία της θέση»; Βεβαίως εδώ θα μπορούσε κάποιος να θέσει το ερώτημα πώς η ΕΕ ανέχεται ένα τμήμα της (αυτό της βόρειας Κύπρου, που σύμφωνα με την τρέχουσα ρητορική αποτελεί και κυριαρχικό έδαφος της «Ευρωπαϊκής Ένωσης») να εξακολουθεί να κατέχεται από ένα Κράτος εκτός των «κοινών» ευρωενωσιακών συνόρων, ή γιατί επιτρέπει την Τουρκία να διατηρεί το γκριζάρισμα σε κάποιες ελληνικές νησίδες.
Όμως, όσοι επικαλούνται το επιχείρημα περί «κοινών συνόρων» Ελλάδας (και Κύπρου) και ΕΕ, επικαλούμενοι ταυτόχρονα το Διεθνές Δίκαιο εναντίον των αυθαιρεσιών της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Κυπριακή ΑΟΖ, κινδυνεύουν να στρέψουν τα ίδια τα επιχειρήματά τους εναντίον τους, διότι το Διεθνές Δίκαιο αναγνωρίζει κρατικά σύνορα και όχι σύνορα συνασπισμένων εθνικών αγορών. Οι αγορές, δεν συνιστούν κρατική επικράτεια. Το περιεχόμενο της έννοιας «σύνορο» προέρχεται από την οντότητα στην οποία αναφέρεται. Κρατικά σύνορα μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας ΔΕΝ υπάρχουν, διότι η ΕΕ ΔΕΝ αποτελεί κρατική οντότητα. Αποτελεί ένωση οικονομιών και αγορών. Κρατικά σύνορα υπάρχουν μεταξύ κρατών. (Με την ίδια λογική, το ΝΑΤΟ, π.χ., μπορεί αργότερα να ισχυριστεί πως κι αυτό διαθέτει τα δικά του σύνορα σε σχέση με κράτη με τα οποία δεν έχει καλές σχέσεις, όπως π.χ. η Ρωσία). Το ότι τώρα οι αγορές έχουν σφετεριστεί και πολιτική εξουσία την οποία και ασκούν εντός της ΕΕ και ιδίως της Ευρωζώνης, μέσω του πανίσχυρου Eurogroup, το οποίο αν και δεν έχει καμία θεσμική νομιμοποίηση εν τούτοις λειτουργεί ως το όργανο που ατύπως μεν, ουσιαστικά δε, καθορίζει πολιτικές που πολύ απέχουν από το να θεωρούνται ως αμιγώς οικονομικού ενδιαφέροντος, εξικνούμενες έως πολιτικών με καθαρά κοινωνικό περιεχόμενο αλλά και πολιτικές που επηρεάζουν και αυτό το δημοκρατικό – πολιτειακό status διαφόρων κρατών μελών, αυτό, είναι επίσης ένα «παρεμπίπτον» ως φαίνεται ζήτημα για όλους εκείνους που φαντασιώνονται πως ζουν εντός μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει πλήρως ολοκληρωθεί (εννοώ και πολιτικά και κρατικά), απλά όμως, αυτό που αυτοί «αντιλαμβάνονται» οι υπόλοιποι δεν είναι σε θέση να το αντιληφθούν, ζώντας σε μια «αυταπάτη» σε αντίθεση με τη δική τους «πραγματικότητα».