Η μάχη του Μαντζικέρτ μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των Σελτζούκων έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου του 1071, κοντά στο Μαντζικέρτ (σημερινό Μαλαζγκίρτ στην Τουρκία).
Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και απελευθερώθηκε μετά την καταβολή λύτρων, ενώ η Βυζαντινή αυτοκρατορία υποχρεώθηκε στην καταβολή ετήσιου φόρου και την παραχώρηση μερικών φρουρίων στους Σελτζούκους.
Αυτή η πανωλεθρία των βυζαντινών στρατευμάτων και κυρίως, η εσωτερική πολιτική παράλυση που ακολούθησε, επέτρεψε τη μόνιμη εγκατάσταση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία.
Πριν από τη μάχη
Τον χειμώνα του 1071, ο Ρωμανός Διογένης πληροφορήθηκε ότι ο Αλπ Αρσλάν απουσίαζε από την περιοχή της Αρμενίας, πολιορκώντας τη βυζαντινή Έδεσσα (σημ. Ούρφα). Έχοντας σκοπό να εισβάλει στην Αρμενία, ο Ρωμανός άρχισε από τον Φεβρουάριο του 1071 να συγκεντρώνει μεγάλη στρατιά στην Κωνσταντινούπολη. Με σκοπό να εξαπατήσει τους Σελτζούκους, έστειλε στον Αλπ Αρσλάν πρεσβεία με ειρηνευτικούς όρους, τους οποίους εκείνος δέχτηκε αμέσως, γιατί έτσι μπορούσε να επιτεθεί απερίσπαστα εναντίον του Χαλεπίου, το οποίο ανήκε στην επικράτεια του Χαλιφάτου των Φατιμιδών.
Έχοντας έτσι παραπλανήσει τον Σελτζούκο σουλτάνο, το καλοκαίρι του 1071 ο Ρωμανός εισέβαλε με στρατό 40.000 (κατά την επικρατέστερη άποψη) ανδρών στην Αρμενία και κινήθηκε προς τη Θεοδοσιούπολη (σημ. Ερζερούμ), στην οποία έφτασε τον Ιούλιο. Ύστερα, αποφάσισε ότι θα βάδιζε προς το Μαντζικέρτ, αν και οι στρατηγοί του τον συμβούλεψαν να περιμένει τον Αλπ Αρσλάν και να μην κινηθεί προς το εσωτερικό της κατεχόμενης από τους Σελτζούκους Αρμενίας[8]. Πριν ξεκινήσει για το σημαντικό αυτό φρούριο που έπρεπε να καταλάβει, εάν ήθελε να έχει προφυλαγμένα τα νώτα του, ο Ρωμανός έθεσε τον Ανδρόνικο Δούκα επικεφαλής της οπισθοφυλακής και έστειλε ανιχνευτές να ελέγξουν το πέρασμα. Οι ανιχνευτές τον διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε αντίπαλος στρατός.
Όμως, ο αυτοκράτορας υπέπεσε σε σοβαρά λάθη. Έθεσε τον γιο του πολιτικού του αντιπάλου αρχηγό της οπισθοφυλακής, δεν υπολόγισε το δίκτυο πληροφοριοδοτών του Αλπ Αρσλάν και δεν φρόντισε να έχει καλή εικόνα των κινήσεων του αντιπάλου του. Ο Ρωμανός δεν γνώριζε ότι ο σουλτάνος ήταν όχι πάνω από 200 χλμ μακριά από τη Θεοδοσιούπολη, καθώς είχε ενημερωθεί για τις κινήσεις του αυτοκράτορα. Ο Άλπ Αρσλάν είχε λύσει την πολιορκία του Χαλεπίου και στον δρόμο συγκέντρωσε ακόμα πιο πολλούς μαχητές για να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς, ανεβάζοντας τη δύναμη του στρατού του στις 30.000 άνδρες.
Ένα άλλο μεγάλο λάθος του Ρωμανού ήταν ότι, ενώ εισέβαλε σε χώρα που γνώριζε λιγότερο καλά από τους αντιπάλους του, διαίρεσε τις δυνάμεις του χωρίζοντάς τες σε δυο τμήματα. Το ένα, 20.000 άνδρες με επικεφαλής τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη, συμπεριλαμβανομένων και των κατάφρακτων ιπποτών του Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, το έστειλε στα νότια του Μαντζικέρτ για να καταλάβει την πόλη Χλιάτ, σε απόσταση 50 χιλιομέτρων. Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Μιχαήλ Ατταλειάτη, οι μονάδες αυτές ήταν οι καλύτερες του στρατού του και αριθμητικά περισσότερες από τις δικές του. Με αυτόν τον τρόπο θέλησε να προφυλάξει το δεξιό πλευρό του δεύτερου τμήματος του στρατού, που διοικούσε ο ίδιος. Με αυτό κατέλαβε το φρούριο του Μαντζικέρτ, μια μέρα πριν από τη μάχη, ενώ ανέμενε νέα από το τμήμα του Ταρχανειώτη.
Όμως, εντελώς ανεξήγητα, ο Ταρχανειώτης ποτέ δεν κατευθύνθηκε στο Χλιάτ, αλλά παρεξέκλινε ακόμα μακρύτερα, προς τη Μελιτηνή στα νοτιοδυτικά, 150 χιλιόμετρα μακριά από το πεδίο της μάχης, χωρίς καν να ειδοποιήσει τον Ρωμανό. Ο λόγος της κίνησής του αυτής εκτιμάται ότι είναι είτε η προδοσία είτε επειδή ισχυρή σελτζουκική δύναμη τού έκοψε το δρόμο και δεν θέλησε να δώσει μάχη εναντίον της. Σήμερα, η δεύτερη εκδοχή φαίνεται να κερδίζει έδαφος.
Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Κατά καιρούς, έχουν διατυπωθεί σημαντικά διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς την αριθμητική δύναμη της βυζαντινής στρατιάς, η οποία ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη. Οι μεσαιωνικές πηγές κάνουν λόγο για βυζαντινό στρατό από 100.000 – 1.000.000 άνδρες. Επίσης, μιλούν για αντίστοιχα μεγάλες απώλειες της βυζαντινής πλευράς, ενώ για τις απώλειες των Τούρκων δεν γίνεται λόγος.
Ένας σύγχρονος ιστορικός ανεβάζει την πιθανή συνολική δύναμη της στρατιάς μέχρι τους 100.000 άνδρες. Πάντως, οι περισσότεροι ιστορικοί εκτιμούν πως η δημογραφική κατάσταση και οι δυνατότητες επιμελητείας δεν θα επέτρεπαν τα εξωπραγματικά μεγέθη που αναφέρουν οι μεσαιωνικές πηγές. Έτσι, η βυζαντινή στρατιά κατά την έναρξη της εκστρατείας δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 40.000 μάχιμους, χωρίς να υπολογίζονται οι πολυάριθμοι άμαχοι που έσερνε πίσω του κάθε μεσαιωνικός στρατός.
Λίγο πριν από τις πρώτες αψιμαχίες, η αριθμητική ισχύς του βυζαντινού στρατού εκτιμάται ότι πρέπει να είχε μειωθεί στο μισό, λόγω της αναχώρησης του τμήματος των Ταρχανειώτη-Ρουσέλ, του οποίου η δύναμη πρέπει να ανερχόταν σε 20.000 άντρες. Έτσι, κατά την επικρατέστερη άποψη, η ισχύς του στρατού του Διογένη το πρωΐ της 24ης Αυγούστου πρέπει να έφτανε τους 20.000 άντρες περίπου. Η αριθμητική ισχύς του κύριου τμήματος του σελτζουκικού στρατού εκτιμάται ότι βρισκόταν στα ίδια περίπου επίπεδα με του βυζαντινού ή λίγο παρακάτω
Η μάχη
Στις 24 Αυγούστου 1071, ημέρα Τετάρτη, ένα ανιχνευτικό απόσπασμα Βυζαντινών αψιμάχησε με ένα σελτζουκικό, στα ανατολικά της λίμνης Βαν. Ο Ρωμανός, μη γνωρίζοντας πως έχει να κάνει με την εμπροσθοφυλακή του στρατεύματος του Αλπ Αρσλάν, την οποία διοικούσε ο Νιζάμ αλ-Μουλκ, υπασπιστής του σουλτάνου, έστειλε τον επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας Νικηφόρο Βρυέννιο με μικρή δύναμη για να απωθήσει τους Τούρκους.
Σύντομα ο Βρυέννιος, βλέποντας ότι μονάδες του ενεπλάκησαν σε ενέδρες και περικυκλώθηκαν από ισχυρές εχθρικές δυνάμεις, διέταξε υποχώρηση στο βυζαντινό στρατόπεδο. Ο αυτοκράτορας, μη έχοντας ακόμη πειστεί πως επρόκειτο για μονάδες του κυρίως σελτζουκικού στρατού, έστειλε τον αρμενικής καταγωγής Νικηφόρο Βασιλάκιο, δούκα της Θεοδοσιούπολης (σημ. Ερζερούμ), με πολύ ισχυρότερη δύναμη ιππικού εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι τότε εφάρμοσαν τη συνήθη σε αυτούς τακτική της ψεύτικης υποχώρησης με σκοπό την ενέδρα.
Ο Βασιλάκιος, περιφρονώντας τις βασικές αρχές της βυζαντινής τακτικής απέναντι στα πολεμικά τεχνάσματα των νομαδικών λαών, παρασύρθηκε σε αλόγιστη καταδίωξη των Τούρκων και τελικά έπεσε στην ενέδρα τους. Ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος, ενώ οι άντρες του έπεσαν νεκροί σχεδόν μέχρι τον τελευταίο.
Τότε ο Ρωμανός, συνειδητοποιώντας την ισχύ του τουρκικού αποσπάσματος αλλά μη δεχόμενος ακόμη πως επρόκειτο για τον στρατό του Αλπ Αρσλάν, έστειλε εναντίον του ξανά τον Βρυέννιο, επικεφαλής ολόκληρης της αριστερής πτέρυγας. Όμως, ως τότε οι Τούρκοι είχαν προλάβει να αποσυρθούν στους γύρω λόφους. Τελικά, ο Βρυέννιος κατάλαβε τι πραγματικά συνέβαινε, όταν βρήκε έναν τραυματισμένο επιζώντα της δύναμης του Βασιλάκιου. Και ενώ το βυζαντινό απόσπασμα βρισκόταν ακόμη εκεί, το απόγευμα της 24ης Αυγούστου, οι Τούρκοι επέστρεψαν στο πεδίο της μάχης σε πλήρη παράταξη και επιτέθηκαν προσπαθώντας να περικυκλώσουν τη δύναμη του Βρυέννιου. Ο τελευταίος αναγκάστηκε τότε, μπροστά στις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, να σημάνει συντεταγμένη υποχώρηση.
Η υποχώρηση αυτή συνδυάστηκε με τοπικές αντεπιθέσεις, οι οποίες οδήγησαν σε προσωρινή υποχώρηση των Τούρκων, και το βυζαντινό απόσπασμα επέστρεψε ασφαλές στο στρατόπεδο. Λέγεται ότι ο Βρυέννιος επέστρεψε τραυματισμένος από δυο βέλη στην πλάτη και ένα ακόντιο στο στήθος. Την άλλη μέρα, πάντως, ήταν και πάλι σε θέση να πολεμήσει.
Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε το στρατό του να ετοιμαστεί για επίθεση σε πλήρη παράταξη. Όμως οι Τούρκοι είχαν ξανά αποσυρθεί πέρα από τους λόφους και δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν ούτε από τα βυζαντινά ανιχνευτικά αποσπάσματα, οπότε ο βυζαντινός στρατός επέστρεψε στο στρατόπεδο. Ενώ είχε φτάσει ήδη το βράδυ, ο τουρκικός στρατός, σε μια ακόμη επίδειξη της κινητικότητάς του, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και μέσα στο μισοσκόταδο, εναντίον Ούζων (ή, αλλιώς, Ογούζων, τουρκ. Oğuz) Τούρκων μισθοφόρων του Διογένη, οι οποίοι συναλλάσσονταν με εμπόρους έξω από το βυζαντινό στρατόπεδο. Στην προσπάθεια των πανικόβλητων Ογούζων να επιστρέψουν στην ασφάλεια του στρατοπέδου προκλήθηκε σύγχυση, καθώς αυτοί δεν διέφεραν σε εμφάνιση από τους ομόγλωσσούς τους Σελτζούκους. Τελικά, οι Σελτζούκοι επιδρομείς εξαφανίστηκαν το ίδιο γρήγορα, όπως είχαν εμφανιστεί, και η υπόλοιπη νύχτα κύλησε με περιορισμένες μόνο επιθέσεις εναντίον του αυτοκρατορικού στρατοπέδου.
Το πρωί της 25ης Αυγούστου, οι Σελτζούκοι προσπάθησαν να καταλάβουν την όχθη του ποταμού απέναντι από το βυζαντινό στρατόπεδο και ο Ρωμανός έστειλε το βαρύ πεζικό να τους απωθήσει. Το πεζικό πέτυχε στην αποστολή του αλλά, λίγο μετά, μεγάλο μέρος των Ούζων άλλαξε στρατόπεδο και προσχώρησε στους ομόγλωσσούς τους Τούρκους. Ο φόβος ότι και οι υπόλοιποι Ούζοι θα έπαιρναν το μέρος των Σελτζούκων καταπραΰνθηκε μετά από όρκο πίστης που έδωσαν στον αυτοκράτορα.
Στη συνέχεια, κατέφθασε πρεσβεία από τον χαλίφη της Βαγδάτης Al-Mouhalban, ζητώντας διαπραγματεύσεις. Ο Ρωμανός, όμως, ζήτησε όρους -μεταξύ των οποίων την αποχώρηση των σελτζουκικών δυνάμεων από τη Μ. Ασία-, οι οποίοι οδήγησαν στην αποχώρηση της πρεσβείας. Ίσως πίστευε πως η αποστολή πρεσβείας ήταν προϊόν παρελκυστικής τακτικής εκ μέρους των Σελτζούκων, με σκοπό να συγκεντρώσουν κι άλλα στρατεύματα, ενώ ο ίδιος είχε ήδη στείλει αγγελιαφόρους προς τα τμήματα του Ρουσέλ και του Ταρχανειώτη με εντολή να ενωθούν με το κυρίως στράτευμα. Εξάλλου, παρά τις ως τότε δυσάρεστες εξελίξεις, ο βυζαντινός στρατός εξακολουθούσε να διαθέτει ισχυρή αυτοπεποίθηση λόγω της πειθαρχίας και της τάξης του, στοιχείων που του έδιναν υπεροχή σε συνθήκες μάχης εκ παρατάξεως.
Ο Αλπ Αρσλάν παρέταξε το στράτευμά του σε σχήμα ημισελήνου, χωρισμένο σε τρεις διοικήσεις. Όλα τα σώματα αποτελούνταν κυρίως από ελαφρύ ιππικό, εφοδιασμένο με βέλη, ακόντια και σπαθιά. Πιο πίσω βρίσκονταν πεζοί στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό αποτελούμενο από δόρατα, ασπίδες, σπαθιά και τσεκούρια. Ο Ρωμανός Δ’ Διογένης παρέταξε το στρατό του σε δυο παράλληλες γραμμές, η κάθε μια εκ των οποίων είχε βάθος 8 έως 10 ανδρών για τους πεζούς και 3 έως 4 για τους ιππείς. Το πλάτος της παράταξης του στρατού ήταν μέτριο. Τα 2/3 του στρατεύματος χωρίστηκαν σε τρία τμήματα, ενώ κράτησε το 1/3 του στρατεύματος ως εφεδρεία. Το αριστερό τμήμα το κρατούσαν τα θεματικά στρατεύματα από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Θράκη μαζί με τους Σλάβους, έχοντας επικεφαλής τον Νικηφόρο Βρυέννιο. Το κέντρο το διοικούσε ο αυτοκράτορας Ρωμανός, με την αυτοκρατορική φρουρά των 500 Βαράγγων που είχε πάρει μαζί του, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις ήταν Καππαδόκες στρατιώτες, Φράγκοι και Τουρκομάνοι. Στο δεξιό τμήμα την ευθύνη είχε ο Θεόδωρος Αλυάτης και διοικούσε τους Ίβηρες της Αρμενίας, τους Χαζάρους και τους Σλάβους. Την εφεδρεία την διοικούσε ο Ανδρόνικος Δούκας με τμήματα Χαζάρων, Γερμανών, Φράγκων και των ιδιωτικών στρατών που είχε διαθέσει ο ίδιος και η φατρία του.
Στις 26 Αυγούστου του 1071 θα δινόταν η μεγάλη μάχη.
Καθώς άρχισε να κινείται το βυζαντινό στράτευμα, οι Σελτζούκοι άρχισαν να εξαπολύουν βέλη και να ανοίγουν τα άκρα τους με σκοπό να κυκλώσουν τους Βυζαντινούς. Τα δυο κέντρα συγκρούστηκαν, ενώ τα άκρα των Βυζαντινών κατεδίωκαν τα άκρα των Σελτζούκων. Όλη η τουρκική παράταξη άρχισε να υποχωρεί προς το όρος Σουφάν, συνεχίζοντας όμως να εξαπολύει βέλη. Η συνοχή του βραδυκίνητου βυζαντινού στρατεύματος κλονίστηκε και αυτό άρχισε να εμφανίζει ρωγμές. Οι Σελτζούκοι κύκλωναν απομονωμένες μονάδες και τις αποτελείωναν γρήγορα. Σε δυο ώρες θα έπεφτε η νύχτα και το στράτευμα του Ρωμανού είχε πολλές απώλειες, ενώ οι Σελτζούκοι δεν είχαν ούτε 1.000 απώλειες. Έτσι, ο Ρωμανός διέταξε τακτική αναστροφή του μετώπου για αποχώρηση.
Οι Βρυέννιος και Αλυάτης νόμισαν ότι το σύνθημα έδειχνε ότι ηττήθηκαν και υποχωρούσαν. Πολλοί μαχητές πέταξαν τα όπλα και άρχισαν να τρέχουν και οι ιππείς έκαναν μεταβολή και σπιρούνισαν τα άλογά τους. Τότε, ο σουλτάνος διέταξε και την εφεδρεία του να μπει στη μάχη και να καταδιώξει τους Βυζαντινούς. Μετά από αυτή την κίνηση του σουλτάνου, ο αυτοκράτορας δεν είχε άλλη επιλογή από το να πολεμήσει και διέταξε επανάληψη της επίθεσης.
Το πεδίο της μάχης έγινε μια απέραντη χαοτική μάζα στρατιωτών που μάχονταν, υποχωρούσαν ή κρυβόντουσαν. Τότε έπρεπε να δράσει η εφεδρεία του Ανδρόνικου Δούκα, αλλά αυτός, είτε βλέποντας την εξέλιξη της μάχης και πιστεύοντας πως ο αυτοκράτορας θα σκοτωθεί εκεί είτε από προδοτική διάθεση για να μείνει ανοιχτός ο δρόμος για τον θρόνο, διέταξε την εφεδρεία να αποσυρθεί από το πεδίο της μάχης. Ο Βρυέννιος έσπασε τον κλοιό των Σελτζούκων και διέφυγε.
Ο Αλυάτης πιάστηκε αιχμάλωτος και το κέντρο της παράταξης κατέρρευσε. Μόνο οι Βάραγγοι με τις ασπίδες τους προστάτευαν τον αυτοκράτορα και συνέχισαν να μάχονται μανιασμένα. Με την πάροδο του χρόνου, όλοι έπεσαν νεκροί, ενώ ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης αιχμαλωτίστηκε βαριά τραυματισμένος στο στήθος και στο χέρι. Δέκα Σελτζούκοι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον σουλτάνο, ενώ οι συμπολεμιστές τους γιόρταζαν στο πεδίο της μάχης τη νίκη τους. Οι απώλειες των Βυζαντινών έφτασαν ίσως και τους 8.000 άνδρες, νεκρούς και αιχμαλώτους.
Αιχμαλωσία Ρωμανού Δ’
Όταν παρουσίασαν τον αιχμάλωτο Ρωμανό Δ’ μπροστά στον Αλπ Αρσλάν, ο δεύτερος δεν πίστευε ότι αυτός ο γεμάτος αίματα σακατεμένος άνδρας, ήταν πράγματι ο παντοδύναμος Βυζαντινός Αυτοκράτορας. Μετά την επαλήθευση των στοιχείων του αυτοκράτορα, (παραδίδεται ότι) έγινε μεταξύ τους ένας διάλογος ο οποίος έμεινε στην ιστορία:
Αλπ Αρσλάν: “Τι θα έκανες, αν ήμουν εγώ δικός σου αιχμάλωτος;”
Ρωμανός: “Θα σε σκότωνα, ή μάλλον θα σε εξέθετα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης.”
Αλπ Αρσλάν: “Η τιμωρία μου είναι πολύ χειρότερη… Σε αφήνω ελεύθερο…”
Αίτια της ήττας
Σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, την ευθύνη για την ήττα φέρει η κρατούσα τάξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας για λόγους καθαρά οικονομικούς, ως αντίδραση προς την προσπάθεια του Ρωμανού Δ’ να συγκεντρώσει φόρους που θα επέτρεπαν την αποκατάσταση της ισχύος των βυζαντινών στρατευμάτων.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης Στα μέσα του 11ου αιώνα γίνονταν στο Βυζάντιο άγριοι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι που χαρακτηρίζονταν από την ένταση του φεουδαρχικού κομματιάσματος. Η πάλη για τον θρόνο ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της κυρίαρχης τάξης έφτασε σε οξύτατο σημείο. Από το 1057 ως το 1081 άλλαξαν πέντε αυτοκράτορες. Οι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν αιτία να εξασθενίσει το βυζαντινό κράτος και να χειροτερεύσει η εξωτερική πολιτική θέση του. Στην κατάρρευση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου βοήθησε και η μετατροπή των ελεύθερων αγροτών σε δουλοπάροικους, καθώς και η καταστροφή των στρατιωτών.
Ακόμα ένα στοιχείο που φέρεται ότι οδήγησε στην ήττα του βυζαντινού στρατεύματος ήταν η ετερογένειά του, καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους μισθοφόρους. Το στράτευμα του Ρωμανού αποτελούνταν από Νορμανδούς, Βούλγαρους, Πετσενέγκους, Φράγκους, Αλανούς, Γότθους, Σλάβους, Χαζάρους, Τουρκομάνους Ούζους και Κουμάνους, καθώς και Ίβηρες από την Αρμενία. Ο θεματικός στρατός, ένας εμπειροπόλεμος και πιστός στην αυτοκρατορία στρατός, είχε παραμεληθεί δραματικά από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, ώστε ο αυτοκράτορας Ρωμανός βρέθηκε στην ανάγκη να καταφύγει σε μισθοφόρους.
Σε αυτά τα δυο προβλήματα προστέθηκε και ένα τρίτο. Ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ανώτατους αξιωματούχους του στρατού και της πολιτικής σκηνής, καθώς πολλοί συνωμοτούσαν εναντίον του. Από το στρατό του δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τον διοικητή των Νορμανδών, τον στρατηγό Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, τον διοικητή των Φράγκων Μάγιστρο Ιωσήφ Ταρχανειώτη και τον Ανδρόνικο Δούκα, γιο του Ιωάννη Δούκα, πολιτικού του αντιπάλου. Στην πολιτική σκηνή εκτός από τον Ιωάννη Δούκα, είχε να αντιμετωπίσει τον συγκλητικό Νικηφόρο Παλαιολόγο και τον Μιχαήλ Ψελλό, που υποστήριζαν την οικογένεια των Δουκών στη διαδοχή του θρόνου.
Υπήρχαν, εντούτοις, και τρία πρόσωπα, παλαιοί συμπολεμιστές του αυτοκράτορα, όταν ήταν στρατηγός, τα οποία μπορούσε να εμπιστευτεί. Ήταν ο Μάγιστρος Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης, που καταγόταν από την Καππαδοκία, και ο Δομέστικος των Σχολών της Δύσης Νικηφόρος Βρυέννιος.
Αποτελέσματα
Την ήττα του Μαντζικέρτ ακολούθησε σειρά γεγονότων που υπονόμευσαν τη δύναμη της ήδη εξασθενημένης κατά τον 11ο αι. αυτοκρατορίας.
Στον Ρωμανό Δ’ επιβλήθηκε οικτρή τιμωρία, χάνοντας και το θρόνο του και τη ζωή του, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε ένα γεωγραφικό κενό στον βυζαντινό χάρτη, το οποίο γέμισαν σταδιακά οι Σελτζούκοι, εγκαθιδρύοντας την πρωτεύουσά τους στη Νίκαια (İznik) το 1077.
Μετά τη μάχη, η αυτοκρατορία περιήλθε για ακόμα μια φορά στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, που έληξε όταν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ανέβηκε στο θρόνο. Οι Βυζαντινοί με την ήττα στο Ματζικέρτ έχασαν και τις οδούς που οδηγούσαν στις ανατολικές τους επαρχίες και ειδικά στην Αρμενία, με αποτέλεσμα να χάσουν και τον έλεγχο των κατοίκων τις περιοχής. Αυτοί οι ορεσίβιοι κάτοικοι επάνδρωναν σε μεγάλο βαθμό το στρατό του Βυζαντίου και τον έκαναν πιο αξιόμαχο.
Ακόμα, ο δρόμος για τον εκτουρκισμό των πληθυσμών της περιοχής είχε ανοίξει, δυσχεραίνοντας ακόμα πιο πολύ την ανακατάληψη αυτών των περιοχών από τους μετέπειτα αυτοκράτορες. Χάθηκαν πολλές γαίες, τις οποίες έδιναν για επιβράβευση στα στρατεύματα οι αυτοκράτορες, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να τους παρέχουν άλλα ανταλλάγματα, μετατρέποντας το στρατό από εθνικό σε μισθοφορικό.
wikipedia