Ένα νέο, διαρκώς μεταβαλλόμενο, τοπίο επικρατεί τα τελευταία χρόνια στις ελληνικές θάλασσες: Δεκάδες ξενικά θαλάσσια είδη όχι μόνο έχουν εμφανιστεί στο Αιγαίο και την Κρήτη αλλά πλέον οι πληθυσμοί τους γνωρίζουν ραγδαία ανάπτυξη.
Την τελευταία διετία παρατηρείται σημαντικά αυξημένη και με γεωγραφική επέκταση προς τα βόρεια, η παρουσία του εισβολέα λεονταρόψαρου ενώ η νότια Κρήτη και η Ρόδος κατακλύζονται από τα τοξικά λαγόψαρα, τα οποία πλέον αλιεύονται σε τεράστιες ποσότητες.
Αρκετά από τα εισβολικά είδη που έφτασαν στη Μεσόγειο μέσω της διώρυγας του Σουέζ, είναι επικίνδυνα για τους ντόπιους πληθυσμούς αλλά και για την ανθρώπινη υγεία.
Ενα περιστατικό που σημειώθηκε πριν από λίγες ημέρες στην Κρήτη επιβεβαιώνει την ανησυχία: Η Φλο, ένα σκυλάκι, ράτσας μίνι πίντσερ, γλίτωσε την τελευταία στιγμή, ύστερα από παρέμβαση κτηνιάτρου, καθώς είχε δηλητηριαστεί από κατανάλωση λαγόψαρου. «Το περιστατικό συνέβη στο Ροδάκινο Κρήτης, όταν μια οικογένεια που ψάρευε ερασιτεχνικά, έβγαλε μεταξύ άλλων και κάποια λαγόψαρα. Αναγνωρίζοντάς τα, οι άνθρωποι τα έθαψαν στην άμμο, όμως η Φλο, το σκυλάκι που είχαν μαζί τους, έσκαψε στην παραλία, τα ξέθαψε και έφαγε ένα ή δύο από αυτά. Το σκυλί παρουσίασε υπόταση, ταχύπνοια, λιποθυμικό επεισόδιο και έντονες γαστρεντερολογικές διαταραχές, γεγονός που μάλλον το βοήθησε γιατί απέβαλε μεγάλη ποσότητα της τοξίνης», λέει στα «ΝΕΑ» ο κτηνίατρος Αρης Γερακάκης από το Κτηνιατρικό Κέντρο Θεοδωράκη- Γερακάκη, όπου περιεθάλπη η Φλο.
Πρώτη φορά
Παρά τη φτωχή βιβλιογραφία για τις επιπτώσεις της κατανάλωσης λαγόψαρου στα ζώα, ο κ. Γερακάκης του χορήγησε εδοφλεβίως ατροπίνη, ακολουθώντας το πρωτόκολλο που εφαρμόζεται και στους ανθρώπους. Αρκετές ώρες μετά, το σκυλάκι ξεπέρασε τον κίνδυνο. «Ηταν η πρώτη φορά που αντιμετώπισα αντίστοιχο περιστατικό όμως ήταν θέμα χρόνου να συμβεί εφόσον αυτό το ψάρι έχει κατακλύσει πλέον τις θάλασσές μας. Στη νότια Κρήτη μπαίνεις στο νερό και τα βλέπεις παντού», λέει ο κ. Γερακάκης.
Και εξηγεί: «Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για ένα είδος αλλά για πέντε είδη της οικογένειας Tetraodontidae. Το πιο κοινό από αυτά είναι το lagocephalus sceleratus το οποίο μπορεί να φτάσει ακόμα και τα επτά κιλά. Τα είδη αυτά είναι πολύ τοξικά λόγω της ουσίας tetradotoxin η οποία υπάρχει σε πολλά μέρη του ψαριού και η οποία προκαλεί μεταξύ άλλων γαστρεντερικά συμπτώματα που συνεχίζουν με ολοκληρωτική παράλυση. Ο θάνατος λόγω ασφυξίας ή καρδιακής ανεπάρκειας μπορεί να επέλθει σε διάστημα από 20 λεπτά μέχρι και 24 ώρες μετά την κατανάλωση του ψαριού. Χρειάζεται τεράστια προσοχή γιατί δεν υπάρχει κανένα αντίδοτο και η θεραπεία είναι αποκλειστικά συμπτωματική. Ουσιαστικά είναι θέμα τύχης το να επιβιώσει κανείς ύστερα από κατανάλωση αυτής της τοξίνης…».
Η απόθεση
Ο κ. Γερακάκης λέει επίσης στα «ΝΕΑ» ότι θέμα προκύπτει και για το σημείο απόθεσης των λαγοκέφαλων που αλιεύονται μαζικά στην Κρήτη καθώς συνήθως απορρίπτονται σε παραλίες ή σε κάδους απορριμμάτων όπου καταναλώνονται από αδέσποτα ζώα. «Το χειρότερο είναι ότι κάποιοι έχουν αρχίσει να διαδίδουν ότι τα τρώνε, υποστηρίζοντας ότι μπορούν να βγάλουν το δηλητήριο με αποτέλεσμα να αναπαράγεται έτσι μια επικίνδυνη φήμη. Στην Ιαπωνία, όπου το λαγόψαρο είναι εκλεκτός μεζές, εξειδικευμένοι σεφ αφαιρούν την τοξίνη από το ψάρι, όμως εκεί δεν γνωρίζουμε αν καταναλώνουν το ίδιο είδος λαγοκέφαλου ενώ ακόμη και οι δικλίδες ασφαλείας που υφίστανται εκεί, δεν μπορούν να προστατεύσουν απόλυτα τον πληθυσμό». Στην Ελλάδα και στις γειτονικές χώρες – Τουρκία, Κύπρο – έχει απαγορευτεί πλήρως η κατανάλωσή τους.
«Αυτό που θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε δεδομένης της κλιματικής αλλαγής, την οποία έχει επιταχύνει η ανθρώπινη δραστηριότητα, είναι ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τις θάλασσες που αλλάζουν», λέει στα «ΝΕΑ» η διευθύντρια Ερευνας στο Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας Αρχιπέλαγος. «Στη Μεσόγειο σήμερα εντοπίζονται περισσότερα από 1.000 διαφορετικά ξενικά είδη, εκ των οποίων περισσότερα από 600 έχουν βιώσιμους πληθυσμούς. Περίπου 100 από αυτά θεωρούνται εισβολικά, δηλαδή αναπτύσσονται εις βάρος των ντόπιων πληθυσμών. Ανάμεσά τους είναι ο λαγοκέφαλος, η κορνέτα, το λεονταρόψαρο, ο μονόχειρας κ.ά.».
Η κ. Μηλιού εξηγεί ότι η ραγδαία ανάπτυξη αυτών των πληθυσμών οφείλεται στο γεγονός ότι τα ξενικά είδη δεν αντιμετωπίζουν απειλές. «Οι άνθρωποι δεν τα τρώνε, τα ντόπια είδη δεν τα αναγνωρίζουν ούτε ως θήραμα ούτε ως θηρευτές. Ετσι όχι μόνο δεν κινδυνεύουν τα ίδια αλλά θηρεύουν εξαιρετικά αποτελεσματικά. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι ως πολίτες να προσαρμοστούμε στις συνθήκες που αλλάζουν χρόνο με τον χρόνο: Να μάθουμε να τα αναγνωρίζουμε, να ενημερώνουμε τους επιστήμονες για όποιο άγνωστο είδος συναντούμε, να αποφεύγουμε τα τοξικά και να αρχίσουμε να καταναλώνουμε τα αβλαβή, όπως το λεονταρόψαρο, ώστε να ανακόψουμε την εξάπλωσή τους. Παράλληλα, απαιτείται η πολιτική βούληση για τη λήψη μέτρων που θα εμποδίσουν την περαιτέρω εξάπλωση των ξενικών ειδών. Και αν η οικολογική καταστροφή φαντάζει σε κάποιους πολύ ρομαντική ως κίνητρο, ας αναλογιστούν την τεράστια οικονομική καταστροφή που συνεπάγεται η αλλοίωση της βιοποικιλότητας εξαιτίας των εισβολέων…».