Η υπερκομματική οργάνωση «Σεβασμός για την Ελλάδα» του Βερολίνου βρίσκεται εδώ και χρόνια στο πλευρό της χώρας. Με εκδηλώσεις σε ολόκληρη τη Γερμανία ενημερώνει την γερμανική κοινή γνώμη για την περίοδο της κατοχής.
Δεν ήταν λίγοι οι Γερμανοί που τα χρόνια της κρίσης είχαν εξοργιστεί με τον τρόπο που αντιμετωπιζόταν η Ελλάδα και οι Έλληνες από τμήμα της γερμανικής κοινής γνώμης. Μια ομάδα αυτών των ανθρώπων ξεκίνησε το 2015 στο Βερολίνο την υπερκομματική πρωτοβουλία «Σεβασμός για την Ελλάδα», η οποία ένα χρόνο αργότερα μετατράπηκε σε εγγεγραμμένο σωματείο.
Κοινό χαρακτηριστικό των μελών του είναι ότι θεωρούσαν άδικη, κοντόφθαλμη και αντικοινωνική τη σκληρή δημοσιονομική πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης και της ΕΕ έναντι της Ελλάδας. Στην πορεία της ενασχόλησής τους με τα ελληνικά ζητήματα τα μέλη της οργάνωσης κυριολεκτικά ανακάλυψαν ότι ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία «υπάρχουν», όπως επισημαίνει η Χίλντε Σραμ, «λογαριασμοί που παραμένουν ανοιχτοί», δηλαδή οι κατοχικές οφειλές της Γερμανίας.
Η Χίλντε Σραμ θεωρείται εμβληματική μορφή της εναλλακτικής Αριστεράς και του κινήματος ειρήνης στη Γερμανία και είναι από τα ιδρυτικά μέλη των Πρασίνων. Ήδη από πολύ νωρίς η 82χρονη σήμερα Σραμ έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για την αναγνώριση και την αποζημίωση των θυμάτων του ναζισμού. Το ενδιαφέρον της ειδικά για αυτό το θέμα προέκυψε από την ενασχόληση της με την ιστορία της δικής της οικογένειας: πατέρας της ήταν ο υπουργός Εξοπλισμών του Τρίτου Ράιχ Άλμπερτ Σπέερ.
Πως ευαισθητοποιείς την κοινή γνώμη;
Μέλη και υποστηρικτές του «Σεβασμού για την Ελλάδα» απορρίπτουν την επίσημη θέση των γερμανικών κυβερνήσεων πως δεν τίθεται θέμα γερμανικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων προς την Ελλάδα. Σύμφωνα με την Χ. Σραμ «η στάση αυτή είναι, πρώτον προσβλητική για τους Έλληνες και, δεύτερον, βασίζεται σε στερεότυπα, επειδή παραβλέπει ότι ακόμη και Γερμανοί πολιτικοί του συντηρητικού χώρου επανεξετάζουν στο μεταξύ τη θέση, ότι τα εγκλήματα της Βέρμαχτ και των Ες-Ες ήταν απλώς επακόλουθα του πολέμου. Αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι πρόκειται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Η Χίλντε Σραμ δέχεται ωστόσο την ένσταση, ότι αυτός ο προβληματισμός περιορίζεται σε ένα στενό κύκλο ανθρώπων στη Γερμανία, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία του γερμανικού πληθυσμού ούτε καν γνωρίζει για τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα.
Η ίδια δεν διαθέτει κάποια «πετυχημένη συνταγή» για το πώς θα μπορούσε να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη σε αυτό το ζήτημα. Η οργάνωση «Σεβασμός για την Ελλάδα» προσπαθεί να ενημερώσει τους Γερμανούς πολίτες μέσω εκδηλώσεων σε ολόκληρη τη Γερμανία.
Αυτό το διάστημα προβάλει το ντοκιμαντέρ του Χρύσανθου Κωνσταντινίδη «Μπαλκόνι – Τα εγκλήματα της Βερμαχτ στην Ελλάδα», που πραγματεύεται την καταστροφή του χωριού Λυγκιάδες από γερμανικά στρατεύματα το 1943. Επίσης διανέμει μια διακήρυξη που αναφέρεται στη γερμανική κατοχή, αλλά και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν. Στο τετρασέλιδο κείμενο που υπογράφουν δεκάδες επιστήμονες, συγγραφείς, καλλιτέχνες, πολιτικοί διατυπώνονται τρία συγκεκριμένα αιτήματα προς τη γερμανική κυβέρνηση: η επιστροφή του κατοχικού δανείου και των λύτρων που πλήρωσε η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης για την απελευθέρωση χιλιάδων Εβραίων από την καταναγκαστική εργασία, όπως επίσης και η δημιουργία ενός ταμείου για την ανάπτυξη στις περιοχές των μαρτυρικών χωριών.
Τη συζήτηση θα πρέπει να την ξεκινήσουν βουλευτές
Η έκθεση για τις ελληνικές διεκδικήσεις που ψηφίστηκε στις 17 Απριλίου από την ελληνική βουλή εκτιμά το ποσό των αποζημιώσεων για τις καταστροφές που υπέστη η χώρα στην περίοδο της γερμανικής κατοχής στα 290 δισεκατομμύρια ευρώ. Η κ. Σραμ θεωρεί ότι η απαίτηση σε αυτό το ύψος «δεν είναι ρεαλιστική». «Όμως», προσθέτει, «αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να γίνει τίποτα». Δεδομένης της άκαμπτης στάσης της γερμανικής κυβέρνησης θεωρεί ότι θα πρέπει ένα από τα γερμανικά κόμματα, ενδεχομένως η Πράσινοι, να αναλάβει την πρωτοβουλία να θέσει το αίτημα των επανορθώσεων στη γερμανική βουλή.
Έχοντας υπόψη προσωπικές εμπειρίες από την πολιτική της σταδιοδρομία η Χίλντε Σραμ υποστηρίζει ότι «ακόμη και αν το αίτημα απορριφθεί, θα έχει συνέπειες. Στην πολιτική συνήθως δεν πετυχαίνεις με την πρώτη αλλά αν καταβάλεις και δεύτερη και τρίτη προσπάθεια». Την πρόταση της κ. Σραμ υιοθετεί η βουλευτής των Πρασίνων Λίζα Μπάτουμ. Πράγματι, την πρωτοβουλία για να ξεκινήσει μια συζήτηση ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία θα πρέπει να την αναλάβουν βουλευτές.
Μια πρώτη συζήτηση στην Ελληνογερμανική Ομάδα Φιλίας της γερμανική βουλής έχει ήδη γίνει, επισημαίνει η Λίζα Μπάτουμ. Απομένει να αποφασίσει και η νέα ελληνική βουλή με ποια άτομα θα πλαισιωθεί η ανάλογη επιτροπή στην Αθήνα. Και ύχεται ότι αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωθεί ως το φθινόπωρο, όταν θα επισκεφτεί με άλλους πράσινους βουλευτές την Αθήνα. Όπως και το κόμμα της η Λ. Μπάτουμ θεωρεί ότι οι ελληνικές απαιτήσεις δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο σύνολό τους από τη Γερμανία. Διαφορετική είναι η περίπτωση του Κατοχικού Δανείου, το οποίο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να επιστραφεί.
Το ζητούμενο δεν είναι όμως μόνο το πώς θα διευθετηθεί το θέμα των αποζημιώσεων, τονίζει Λίζα Μπάτουμ: «Θα πρέπει η αντιμετώπιση της κληρονομιάς του παρελθόντος να συνδεθεί με θετικές εικόνες του μέλλοντος. Για αυτό το λόγο θα πρέπει να αυξηθεί σημαντικά τόσο ο αριθμός των ανταλλαγών νέων, όσο και της αδελφοποίησης ελληνικών και γερμανικών δήμων. Ασφαλώς αυτό θα προκαλέσει μια αναβίωση των φαντασμάτων του παρελθόντος. Όμως, μόνο έτσι μπορείς να τα τιθασεύσεις».
Το ενδιαφέρον της 34χρονης Λίζα Μπάτουμ για την Ελλάδα δεν προέκυψε τυχαία. Στα φοιτητικά της χρόνια σπούδασε δύο εξάμηνα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο
dw