Του Γ. Λακόπουλου
Η Μαρία Δαμανάκη βρίσκεται μέσα σε έναν θρύλο. Κανείς άλλος από τη γενιά της δεν συγκλόνισε όσο η φωνή της: «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!».
Στη συνέχεια μπήκε στη Βουλή με το ΚΚΕ, έγινε πρόεδρος του Συνασπισμού, πέρασε επί Γ. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ, βρέθηκε επίτροπος στις Βρυξέλλες -όπου έκανε καλή θητεία και στο τέλος έδειξε την ωριμότητα που δεν έχουν οι Έλληνες πολιτικοί: αποσύρθηκε σε έναν διεθνή οργανισμό. Πολλοί μάλλον τη μακαρίζουν.
Αυτό διαταράχθηκε τις τελευταίες μέρες από την πληροφορία ότι ο Πρωθυπουργός την έχει στη λίστα των προσώπων που θα προτείνει για την προεδρία της Δημοκρατίας.
Τίποτε δεν μαρτυράει ότι είναι αληθινή μια τέτοια λίστα και ούτε υπάρχει λόγος να υπάρχει: η χώρα έχει επιτυχημένο Πρόεδρο της Δημοκρατίας που δικαιούται δεύτερη θητεία. Θα ήταν μάλλον αφύσικο ενώ τον έχει προτείνει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην το κάνει και ο Πρωθυπουργός.
Συνεπώς δεν ξέρουμε πώς βρέθηκε στο προσκήνιο το όνομα της Μαρίας ως πρόσωπο επιλογής της Δεξιάς: Η αυτονόητη ιδεολογική πατίνα της δημόσιας παρουσίας της σκιάζεται. Από την Αριστερά εκλεκτή του Μητσοτάκη; Σαν κάτι άλλους που τους συναντάς στο δρόμο και αποστρέφεις το πρόσωπό σου;
Η Δαμανάκη είναι έμπειρη, αντιλαμβάνεται τα παιχνίδια της πολιτικής και γι’ αυτό δεν αντιδρά. Τι να πει άλλωστε: ότι δεν κολακεύεται ότι την προτιμάει μια παράταξη που βρέθηκε πάντα απέναντί της; Ή ότι χαίρεται που την ψηφίζει ο Μπογδάνος;
Οι φίλοι της θυμούνται τα παλιά και ψιθυρίζουν: «Θεέ μου κάνε να μην είναι αλήθεια». Και ακούνε πάλι μελαγχολικά το τραγούδι του Θόδωρου Θεοδωρίδη.
«Τον παλιό εκείνο τον καλό καιρό
μου `κανες μαθήματα πολιτικής θαρρώ
μέσα στ’ αμφιθέατρα και στις διαδηλώσεις
σ’ έβλεπα σαν ήλιο, μου τρέμαν οι κλειδώσεις.
Κλείστηκα μαζί σου στο Πολυτεχνείο
στο σταθμό εσύ κι εγώ στο Πρυτανείο
σ’ ερωτεύθηκα μαζί μ’ άλλους χιλιάδες
χάζευα τα μάτια σου, δεν είδα τους φονιάδες.
Πέρασε ο χρόνος, άλλαξε ο κόσμος,
τρέξαν γεγονότα, πέσαν καθεστώτα,
τρέξαν γεγονότα, πέσαν καθεστώτα.
Αχ Μαρία με πιάνει απελπισία,
αχ Μαρία πούν’ τα Πολυτεχνεία,
αχ Μαρία με πιάνει απελπισία,
αχ Μαρία παν’ τα Πολυτεχνεία.
Ύστερα νερό πολύ κύλισε στ’ αυλάκι
έγινες βεντέτα εσύ, πέταξες πουλάκι,
έμειναν χιλιάδες οι ερωτευμένοι,
εραστές και κόμματα, όλοι απατημένοι.
Διάλεξες μια θέση στο «Επικρατείας»,
μπήκες στο παλάτι της μεγάλης εξουσίας,
δε με νοιάζει που άλλαξες πίστη και θρησκεία
μόνο σκέφτομαι την τύχη σου Μαρία.
Αχ Μαρία με πιάνει απελπισία,
αχ Μαρία πούν’ τα Πολυτεχνεία,
αχ Μαρία με πιάνει απελπισία,
αχ Μαρία παν’ τα Πολυτεχνεία».