Ο Κρίστιαν Ν. Μπάρναρντ (Christiaan Neethling Barnard, 8 Νοεμβρίου 1922 – 2 Σεπτεμβρίου 2001) ήταν Νοτιοαφρικανός καρδιοχειρούργος, ο οποίος πραγματοποίησε την πρώτη επιτυχημένη μεταμόσχευση καρδιάς από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Φωτογραφία: By Eric Koch / Anefo – Nationaal Archief, CC BY-SA 3.0 nl, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=27946800
Ο Κρίστιαν Μπάρναρντ γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1922 στην πόλη Μπόφορτ Γουέστ στην Νότια Αφρική. Ήταν γιος ενός κληρικού και μιας μουσικού. Ένα από τα τέσσερα αδέλφια του, ο Αβραάμ, πέθανε από καρδιακό πρόβλημα στην ηλικία των 5 ετών, κάτι που λέγεται πως ώθησε τον Μπάρναρντ προς την Ιατρική. Σπουδάζει ιατρική στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κέιπ Τάουν, όπου έλαβε το MB CHB το 1945.
Σταδιοδρομία
Ο Κρίστιαν Μπάρναρντ έκανε την πρακτική του στο Νοσοκομείο Groote Schuur, στο Κέιπ Τάουν, μετά εργάστηκε ως γιατρός γενικής ιατρικής σε μια αγροτική πόλη. Το 1951, επέστρεψε στο Κέιπ Τάουν, όπου εργάστηκε στο City Hospital καθώς και στο Τμήμα Ιατρικής του Νοσοκομείου Groote Schuur. Ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του, και λαμβάνει Master of Medicine το 1953 από το Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν. Την ίδια χρονιά απέκτησε το διδακτορικό στην ιατρική (MD) από το ίδιο πανεπιστήμιο για μια διδακτορική διατριβή με τίτλο «Η αντιμετώπιση της φυματιώδους μηνιγγίτιδας».
Το 1956 ο Μπάρναρντ λαμβάνει μια διετή υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές στο Καρδιοχειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Μπάρναρντ αποκτά την πρώτη εξειδίκευση με τον Νόρμαν Σάμγουει, που έκανε ένα μεγάλο μέρος της πρωτοποριακής έρευνας που οδηγεί στην πρώτη ανθρώπινη μεταμόσχευση καρδιάς. Το 1958 έλαβε πτυχίο Master of Science στη Χειρουργική για τη διατριβή με τίτλο, «Η αορτική βαλβίδα – προβλήματα στην κατασκευή και τη δοκιμή μιας προσθετικής βαλβίδας». Την ίδια χρονιά του απονεμήθηκε Διδακτορικό πτυχίο για τη διατριβή του με τίτλο «Η αιτιολογία των συγγενών εντερικής ατρησίας». Ο Κρίστιαν Μπάρναρντ περιγράφει τα δύο χρόνια που πέρασε στις ΗΠΑ ως «την πιο συναρπαστική στιγμή της ζωής μου».
Με την επιστροφή του στη Νότια Αφρική το 1958, την επιστροφή στη Νότια Αφρική το 1958. Ο Μπάρναρντ διορίστηκε καρδιοθωρακικός χειρουργός στο Νοσοκομείο Groote Schuur, για την ίδρυση πρώτης μονάδας καρδιάς του νοσοκομείου. Προήχθη σε πλήρους απασχόλησης λέκτορας και Διευθυντής Χειρουργικής Έρευνας στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν. Τρία χρόνια αργότερα διορίστηκε Προϊστάμενος του Τμήματος Καρδιοχειρουργικής στο νοσοκομεία διδασκαλίας του Πανεπιστημίου του Κέιπ Τάουν. Ανήλθε στη θέση του Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν το 1962. Ο νεώτερος αδελφός Μάριους Μπάρναρντ, ο οποίος μελέτησε επίσης ιατρική, τελικά έγινε το δεξί χέρι του Μπάρναρντ στο τμήμα της Καρδιοχειρουργικής. Με την πάροδο του χρόνου, ο Μπάρναρντ έγινε γνωστός ως ένας λαμπρός χειρουργός με πολλές συνεισφορές για τη θεραπεία των καρδιακών παθήσεων, όπως η τετραλογία του Fallot και της ανωμαλίας Ebstein . Προήχθη σε καθηγητή της Χειρουργικής Επιστήμης στο Τμήμα Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν το 1972. Ανάμεσα στα πολλά βραβεία που έλαβε κατά τη διάρκεια των ετών ήταν πως ονομάστηκε ομότιμος καθηγητής το 1984.
Η πρώτη επιτυχής μεταμόσχευση καρδιάς
Μετά την πρώτη επιτυχημένη μεταμόσχευση νεφρού το 1953, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μπάρναρντ πραγματοποίησε την πρώτη μεταμόσχευση νεφρού και στη Νότια Αφρική, τον Οκτώβριο του 1967. Ο Μπάρναρντ πειραματίστηκε για αρκετά χρόνια με τις ζωικές μεταμοσχεύσεις καρδιάς. Περισσότερα από 50 σκυλιά έλαβαν μεταμόσχευματα καρδιάς.
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1967, οι γιατροί του νοσοκομείου Χρόοτε Σχέερ του Κέιπ Τάουν ενημέρωσαν μία γυναίκα, την Άννα Βασκάνσκι, ότι η καρδιά του 53χρονου συζύγου της, Λούις Βασκάνσκι, που νοσηλευόταν επί τέσσερις εβδομάδες στο νοσοκομείο, δεν θα άντεχε περισσότερο από μία-δύο εβδομάδες, στην καλύτερη περίπτωση. Τελευταία ελπίδα του λιθουανικής καταγωγής μετανάστη, που ασχολείτο με το χονδρεμπόριο αποικιακών ειδών, ήταν ο δρ Κρίστιαν Μπάρναρντ, ο οποίος του πρότεινε μία αλλόκοτη, επικίνδυνη, αβέβαιη, αλλά και τη μοναδική υπαρκτή απόπειρα διάσωσης: να ζήσει με την καρδιά ενός άλλου.
Πραγματικά, ο 45χρονος τότε καθηγητής της καρδιοχειρουργικής, ο “γιατρός με τα χρυσά χέρια” όπως πέρασε στην ιστορία, αφού πειραματίστηκε για χρόνια εκτελώντας επιτυχημένες μεταμοσχεύσεις καρδιάς σε ζώα, θεώρησε ότι ήταν πλέον έτοιμος για να επιχειρήσει το αδύνατο: μία μεταμόσχευση καρδιάς από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ελλείψει εναλλακτικών λύσεων και ενήμερος για την τραγική κατάσταση της καρδιάς του, ο Βασκάνσκι είχε δώσει από καιρό τη συγκατάθεσή του. Αλλά το πρωτοφανές στα ιατρικά χρονικά τόλμημα έπαιρνε συνεχώς αναβολή καθώς δεν βρισκόταν το κατάλληλα μόσχευμα -μία γερή καρδιά, νεαρού ατόμου, που να έχει πεθάνει από βίαιο θάνατο ώστε να είναι ακόμα λειτουργική και επιπλέον συμβατή με τον οργανισμό του λήπτη, χώρια που έπρεπε να δώσουν τη συγκατάθεσή τους οι συγγενείς του υποψήφιου δότη.
Η Άννα Βασκάνσκι έγινε άθελά της αυτόπτης μάρτυρας ενός φρικτού ατυχήματος, δύο-τρία τετράγωνα από το Χρόοτε Σχέερ. Μία νέα κοπέλα και μία μεγαλύτερη γυναίκα -η μητέρα της, όπως διαπιστώθηκε αργότερα- παρασύρθηκαν από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο, καθώς έβγαιναν από ένα κατάστημα, και τραυματίστηκαν βαρύτατα. Οι περαστικοί τις μετέφεραν αμέσως στο γειτονικό νοσοκομείο, όπου πήγε και η συγκλονισμένη κυρία Βασκάνσκι θέλοντας να μάθει τα νέα για τις δύο άτυχες γυναίκες. Η 25χρονη Ντενίζ Νταρβάλ -αυτό ήταν το όνομα της άτυχης νέας- ήταν εγκεφαλικά νεκρή, όπως και η μητέρα της, αλλά η καρδιά της παρέμενε γερή και μπορούσε να μεταμοσχευθεί στον αγωνιώντα Λιθουανό. Μεγάλος ευεργέτης της οικογένειας Βασκάνσκι ήταν ο τραγικός πατέρας και σύζυγος Έντουαρντ Νταρβάλ, ο οποίος πήρε τη γενναία απόφαση να δωρίσει την καρδιά του κλινικά νεκρού παιδιού του ενώ αυτή χτυπούσε ακόμη.
“Αν δεν υπάρχει ελπίδα για την κόρη μου“, είπε στους γιατρούς ο Νταρβάλ, “ας σώσουμε έναν άνθρωπο“. Και για την ακρίβεια, δύο ανθρώπους: εκτός από τον Βασκάνσκι και ένας 11χρονος μαύρος που έπασχε από βαρύτατη πάθηση των νεφρών, ευεργετήθηκε από τα υγιή όργανα της άτυχης νεαρής λευκής. Σε τέτοιες ώρες, ακόμη και η Νότια Αφρική μπόρεσε να αφήσει για λίγο στην άκρη τις φυλετικές προκαταλήψεις.
Η ιστορική εγχείρηση άρχισε στη 1 μετά τα μεσάνυχτα από εικοσαμελή ομάδα γιατρών και νοσηλευτών, της οποίας προΐστατο ο ίδιος ο Μπάρναρντ, που έκανε προσωπικά τη μεταμόσχευση. Στην αρχή, η καινούργια καρδιά είχε πρόβλημα προσαρμογής στο νέο σώμα που τη φιλοξενούσε και οι γιατροί “έχασαν” για λίγα δευτερόλεπτα τον Βασκάνσκι. Γρήγορα όμως ο ασθενής τους επανήλθε στη ζωή και τελικά οι παλμοί της γυναικείας του, πλέον, καρδιάς ξαναβρέθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Έπειτα από πέντε ώρες υπερέντασης και αγωνίας, χαράματα της Κυριακής, 3 Δεκεμβρίου, ένας κατάκοπος Μπάρναρντ δέχθηκε το θερμό (αλλά “αποστειρωμένο”, όπως είπε αστειευόμενος ο ίδιος σε συνέντευξη Τύπου) φιλί της προϊσταμένης. Η πρώτη φάση της τιτάνιας αυτής προσπάθειας στέφθηκε με επιτυχία.
Απέμενε η πιο δύσκολη, η μετεγχειρητική. Η ιατρική κοινότητα, πριν και μετά την εγχείρηση, ήταν διχασμένη ανάμεσα σε εκείνους που μιλούσαν με ενθουσιασμό για τους νέους δρόμους που άνοιξε ο τολμηρός Νοτιοαφρικανός κι εκείνους που θεωρούσαν εντελώς ανώριμο το εγχείρημα και στηλίτευσαν τη χρησιμοποίηση ασθενών ως πειραματόζωων.
Πάντως, τα πρώτα νέα ήταν καλά: ο Βασκάνσκι ξύπνησε στο θάλαμο εντατικής θεραπείας και τα πρώτα του λόγια ήταν:
– Νιώθω περίφημα… Τί έγινε; Γιατρέ, μου υποσχεθήκατε μια νέα καρδιά!
– Την έχετε, κύριε Βασκάνσκι, του απάντησε ο γιατρός που τον παρακολουθούσε εκείνη την ώρα, ενώ η Άννα Βασκάνσκι ξέσπασε σε λυγμούς στην αγκαλιά του Έντουαρντ Νταρβάλ.
Δύο μέρες αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου, ο Βασκάνσκι πήρε για πρώτη φορά πρόγευμα στο κρεβάτι του. Ευδιάθετος, πείραζε τις νοσοκόμες και διακωμωδούσε την κατάστασή του λέγοντας: “Είμαι ο νέος Φρανκενστάιν“. Τα καλά νέα, μεγεθυμένα από τα μέσα ενημέρωσης, έκαναν το γύρο του κόσμου και η αισιοδοξία κατέλαβε τους καρδιοπαθείς που έσπευσαν να δηλώσουν εθελοντές για μεταμόσχευση.
Αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Από την πρώτη στιγμή, ο Κρίστιαν Μπάρναρντ ήταν πολύ προσεκτικός απέναντι στους δημοσιογράφους: “Η κατάσταση του ασθενούς είναι φυσιολογική, αλλά αυτή τη στιγμή είναι αδύνατον να εκτιμήσουμε αν οι προσπάθειές μας στεφθούν τελικά με επιτυχία“.
Στις 6 Δεκεμβρίου μία άλλη ιατρική ομάδα υπό τον Αμερικανό δρα Κάντροβις επιχείρησε χωρίς επιτυχία μία δεύτερη μεταμόσχευση καρδιάς στο Μπρούκλιν. Αυτή τη φορά ο λήπτης ήταν ένα βρέφος 18 ημερών, το οποίο πέθανε μόλις εξήμισι ώρες μετά την επέμβαση. Την επομένη, 7 Δεκεμβρίου, εμφανίστηκαν οι πρώτες αρρυθμίες και στον Βασκάνσκι. Δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Δεκεμβρίου, οι γιατροί σήμαναν συναγερμό, καθώς εμφανίστηκαν αντισώματα, ένδειξη ότι ο οργανισμός πήγαινε να αποβάλει το ξένο μόσχευμα. Επιστράτευσαν ό,τι πιο προηγμένο διέθετε η νοτιοαφρικανική και παγκόσμια επιστήμη για να πολεμήσουν τον “εχθρό”, συμπεριλαμβανομένης και βόμβας ραδιενεργού κοβαλτίου. Ο Βασκάνσκι ξαναμπήκε στο οξυγόνο για να μην κουράζεται.
Στις 10 Δεκεμβρίου ο Βασκάνσκι έδειχνε να ξεπερνάει την κρίση και στις 11 Δεκεμβρίου ήταν αρκετά γερός ώστε να τον βγάλουν από τον θάλαμο εντατικής θεραπείας. Στις 14 Δεκεμβρίου έκανε την πρώτη του βόλτα μέσα στο δωμάτιο και την επόμενη μέρα εντυπωσίασε την κοινή γνήμη δίνοντας συνέντευξη στο ραδιοσταθμό του Κέιπ Τάουν όπου εξέφρασε την υπερηφάνειά του που συμμετείχε με τον τρόπο του σε ένα έπος της επιστήμης και έστειλε μήνυμα ελπίδας σε εκατομμύρια καρδιοπαθείς σε όλο τον κόσμο.
Ήταν τα τελευταία καλά νέα από τον Βασκάνσκι. Στις 16 Δεκεμβρίου, οι γιατροί ανακάλυψαν μία σκιά στον αριστερό πνεύμονα. Σύντομα διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για λοίμωξη του αναπνευστικού. Ο Βασκάνσκι ξαναμπήκε στην εντατική. Το κοβάλτιο, που αποδεκάτισε τα απειλητικά αντισώματα, είχε ως παρενέργεια να εξασθενίσει το ανοσοποιητικό του σύστημα, καθιστώντας τον οργανισμό του ευάλωτο σε λοιμώξεις. Οι γιατροί επιστράτευσαν μεγάλες δόσεις πενικιλίνης, αλλά, όπως ανακοίνωσε ο Μπάρναρντ στις 17 Δεκεμβρίου, η αντίδραση του ασθενούς δεν ήταν η αναμενόμενη. Μία πρόσκαιρη βελτίωση της κατάστασής του, το πρωί της 20ης Δεκεμβρίου, γέννησε κάποιες μάταιες ελπίδες. Ήταν απλώς η τελευταία αναλαμπή. Τη νύχτα η επιδείνωση ήταν ραγδαία. Ο Βασκάνσκι έχασε την άνιση μάχη με το θάνατο στις 21 Δεκεμβρίου, από πνευμονικό οίδημα. Η ειρωνεία της τύχης ήταν ότι ως την τελευταία στιγμή η καρδιά της 25χρονης ευεργέτιδάς του χτυπούσε κανονικά.
Συντετριμμένος, ο Έντουαρντ Νταρβάλ ένιωσε ότι έχασε για δεύτερη φορά την κόρη του και δήλωσε: “Νιώθω εντελώς άδειος. Μετά την εγχείρηση, ζούσε τουλάχιστον ένα κομμάτι της κόρης μου μέσα του. Τώρα είναι ολοκληρωτικά νεκρή“. Ωστόσο, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, ο 11χρονος Τζόναθαν ζούσε εκτός κινδύνου με τα νεφρά της Ντενίζ. Ανήμερα τα Χριστούγεννα, χιλιάδες ανώνυμοι Νοτιοαφρικανοί, λευκοί και μαύροι, κατέκλυσαν το φτωχικό σπίτι της οικογένειας Νταρβάλ με ευγνωμοσύνη και στοργή, σε μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της χώρας[11].
Μπορεί ο Λούις Βασκάνσκι να επέζησε για 18 ημέρες, αλλά έκτοτε κάθε εγχείρηση του Μπάρναρντ έδινε στους ασθενείς και περισσότερη ζωή. Ο Νταρκ βαν Ζιλ ήταν ο ασθενής του Μπάρναρντ που έσπασε το ρεκόρ επιβίωσης και έπειτα από 23 χρόνια ζωής με μόσχευμα καρδιάς πέθανε το 1996 από διαβήτη, που δεν συνδεόταν με την επέμβαση.
Δημόσια ζωή
Μετά την πρώτη επιτυχή μεταμόσχευση καρδιάς ο Μπάρναρντ έγινε γνωστός ως «χειρουργός αστέρι του κινηματογράφου». Αγαπήθηκε από τους ασθενείς του σε όλον τον κόσμο, εκατοντάδες από τους οποίους έλαβαν θεραπεία χωρίς χρέωση, αλλά υπήρχαν πολλοί που τον αντιπάθησαν και τον ζήλευαν για την επιτυχία του. Είχε κατηγορηθεί από ορισμένους συναδέλφους του επαγγέλματος πως τους είχε «κλέψει» την ιδέα και την ευκαιρία να κάνει πρώτος τη μεταμόσχευση καρδιάς. Το 1993 ο μύχιος πόθος του Νοτιοαφρικανού γιατρού, που το 1967 έκανε την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς, έγινε πραγματικότητα. Στις 23 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, ο Μπάρναρντ ορκίστηκε πίστη στην Ελλάδα και υπακοή στο ελληνικό Σύνταγμα. «Αφότου έδωσα τον όρκο του Ιπποκράτη, έχω ένα ισχυρό αίσθημα έλξης για τη χώρα όπου γεννήθηκε. Μετά την πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα αισθάνθηκα ότι δεν ήμουν απλά μαθητής του, αλλά συμπατριώτης του», έλεγε.
Προσωπική ζωή
Ο Μπάρναρντ όμως ήταν γνωστός και για την περιπετειώδη προσωπική ζωή του. Ο ίδιος έγραψε στην αυτοβιογραφία του ότι ήταν ερωτικός σύντροφος της Τζίνα Λολομπρίτζιντα και ότι δεν αρνιόταν γενικώς μια γοητευτική γυναικεία παρουσία. Η πρώτη του σύζυγος Αλέττα Γερτρουίδα Λου, μια νοσοκόμα, την οποία παντρεύτηκε το 1948. Τον παράτησε δύο χρόνια μετά την ιστορική μεταμόσχευση καρδιάς αφού είχαν αποκτήσει δύο παιδιά. Η δεύτερη, κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας και κατά πολύ μικρότερή του Μπάρμπαρα Τζοέλνερ, τον χώρισε 12 χρόνια μετά το γάμο τους (ο οποίος τελέσθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1970[12]) και αφού και με αυτήν είχαν αποκτήσει δύο παιδιά. Με την τρίτη σύζυγο, την Kαρίν Σετζκορν, ένα νεαρό μοντέλο, παντρεύτηκαν το 1988 όταν εκείνη ήταν μόλις 18 χρόνων και εκείνος 66, και ο γάμος «κράτησε» επίσης 12 χρόνια. Συνολικά, ο Μπάρναρντ απέκτησε έξι παιδιά από τρεις συζύγους.
Συνταξιοδότηση και θάνατος
Ο Μπάρναρντ αποσύρθηκε ως προϊστάμενος του τμήματος Καρδιοχειρουργικής στο Κέιπ Τάουν το 1983, μετά την ανάπτυξη μιας ρευματοειδούς αρθρίτιδας στα χέρια του, που τον εμπόδισε να λειτουργεί. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μπάρναρντ είχε εγκατασταθεί στην Αυστρία και σχεδόν κάθε καλοκαίρι έκανε διακοπές στην Πάφο της Κύπρου. Σύμφωνα με δήλωση του Κύπριου υπουργού Υγείας Φρίξου Σαββίδη, ο καρδιοχειρουργός πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 2 Σεπτεμβρίου 2001, αν και η νεκροψία έδειξε ο θάνατός του να οφείλεται σε μια σοβαρή κρίση άσθματος.
wikipedia