Η Ορθολογική Διακυβέρνηση : Για μια κυβέρνηση και (γιατί όχι) μια Βουλή τεχνοκρατών

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

462866b4651b4845bb9b11993a5746b1Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Ποιοι είναι εκείνοι οι συνάνθρωποί μας, που φέρουν (ή δικαιούνται να φέρουν τον τίτλο του «τεχνοκράτη»; Είναι όλοι εκείνοι που κατέχουν μια ειδική γνώση, ικανότητα ή δεξιότητα επί ενός θέματος. Η συμβολή όλων αυτών των ανθρώπων στην πρόοδο της Ανθρωπότητας υπήρξε αναμφισβήτητη και εξακολουθεί να είναι τέτοια. Υπάρχει όμως και μια μερίδα, ασφαλώς μειοψηφία, με εξαιρετική όμως επιρροή σε κέντρα λήψης αποφάσεων, δημόσιων ή ιδιωτικών, οι οποίοι συνειδητά θέτουν τις άνω γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητές τους, στην υπηρεσία της Αθλιότητας ή/και του Εγκλήματος, ανεξάρτητα από τον τύπο τους, που ενίοτε τους παρέχει «νομιμοφάνεια», ακριβώς διότι η Αθλιότητα και το Έγκλημα είτε φανερά είτε παρασκηνιακά, συμβαίνει να κατέχουν κάποια εξουσία, από την εξουσία ενός Κράτους ή συνασπισμού Κρατών έως την εξουσία ενός δημόσιου ή ιδιωτικού οργανισμού. Όταν συνεπώς σε ό,τι ακολουθεί στο παρόν άρθρο αναφέρεται σε «τεχνοκράτες», αυτή ακριβώς την μερίδα «τεχνοκρατών» εννοούμε. Την ίδια στιγμή, είναι εξίσου σημαντικό να διευκρινίσουμε πως η έννοια της «Αθλιότητας» και του «Εγκλήματος» δεν είναι παντού και πάντα καθολικά αποδεκτές. Αυτό εξαρτάται από τις ειδικές τη κάθε φορά συνθήκες που ισχύουν σε μια εποχή και μια χώρα ή ομάδα χωρών ή και όλο το κόσμο (όταν π.χ., αναφερόμαστε σε κάποια «Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων»).

Το «αίτημα» για «κυβέρνηση τεχνοκρατών», αν όχι ως μόνιμη «λύση» δια «πάσαν νόσον», αν και αρκετοί νεοφιλελεύθεροι Νεοταξίτες μάλλον δεν θα κακοέβλεπαν μια τέτοια προοπτική, δεδομένης της ιδεολογικής απέχθειας του νεοφιλελευθερισμού προς το «πολιτικό» στοιχείο στην εν γένει λειτουργία του μοντέλου τους, (δεν λέω του μοντέλου διακυβέρνησης μιας χώρας ή μιας κοινωνίας, διότι και οι δύο αυτές έννοιες είναι «ύποπτες» και εξοβελισμένες από την δική τους θεώρηση του κόσμου που ονειρεύεται ένα παγκόσμιο χωριό με μια παγκόσμια κυβέρνηση), πάντως, ως μια επιθυμητή λύση για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης και σημαντικής κρίσης, είναι κάτι που το ακούμε συχνά-πυκνά στην Ελλάδα (και όχι μόνο).

Μάλιστα, όσο το αίτημα προέρχεται από πολιτικές δυνάμεις με κυβερνητική ιστορία (και προϊστορία), δεν μπορώ να μη διακρίνω και ένα βαθμό αυτοκριτικής, όταν μέσω ενός τέτοιου αιτήματος, ομολογούν την ανικανότητά τους στον τομέα της επίλυσης δύσκολων καταστάσεων της χώρας, όπως η τρέχουσα Κρίση που βιώνουμε, και επομένως, να αυτοπροσδιορίζονται ως ικανές μονάχα για να «διοικούν» σε κενό σοβαρών προβλημάτων, και στην ουσία καταθέτοντας εκ των προτέρων την εντολή διακυβέρνησης, χωρίς εν τούτοις να μας ξεκαθαρίζουν ποιος ακριβώς ο ρόλος και κυρίως η χρησιμότητά τους, όταν η διακυβέρνηση ανατεθεί στα χέρια «τεχνοκρατών», και άρα, εξωκοινοβουλευτικών, και άρα, μη υπόχρεων σε λογοδοσία στο λαό ούτε ασφαλώς και στους ίδιους, αφού τούτοι οι «τεχνοκράτες», επιλέγονται ακριβώς λόγω της προπαγανδιζόμενης ex officio υπεροχής τους στα «τεχνικά ζητήματα» που συνιστούν και το περιεχόμενο της «τεχνοκρατικής» τους αυθεντίας, αλλά, και να μην τους προβάλλονται «εμπόδια» που συνήθως προβάλλονται σε όσους υπόκεινται στους περιορισμούς του αναπόφευκτου «πολιτικού κόστους». Βεβαίως, εκτός της ανωτέρω εκδοχής υπάρχει και η εκδοχή της αποποίησης από τους ώμους των πολιτικών του κομματικού και προσωπικού πολιτικού τους συμφέροντος, (χωρίς να αποκλείεται η συνύπαρξή της με την αμέσως ανωτέρω) υποκρινόμενοι συχνά και ως δυσφορούντες από τις -ουσιαστικά- δικές τους επιλογές τόσο ως προς τον «παραγκωνισμό» τους από τους τεχνοκράτες όσο και από τις επιλογές και πολιτικές των τελευταίων.

Ίσως δε, μπορούμε να πάμε κι ένα βήμα παραπέρα, εξετάζοντας και το ερώτημα «γιατί όχι και μια Βουλή τεχνοκρατών;», από την οποία θα αποκλείονται όλοι οι «άσχετοι» και «ανίδεοι» με τα «πραγματικά προβλήματα» του τόπου, μια «άγνοια» με «πρόδηλο» το οικονομικό τουλάχιστον κόστος; Αν είναι σημαντικό άνθρωποι «που έχουν τη γνώση» να υλοποιούν ό,τι η γνώση τους τους καθιστά ως τους πλέον «κατάλληλους» και «αρμόδιους» για ένα τέτοιο έργο, δεν είναι άραγε εξίσου σημαντικό να υπάρχουν «αρμόδιοι» και «γνώστες» των απαιτούμενων τη κάθε φορά επιστημονικών απαιτήσεων του κάθε νομοθετήματος που φέρεται προς ψήφιση στη Βουλή; Και αν ο λαός δεν μπορεί να κάνει μια τέτοια «αξιόπιστη» επιλογή όταν ψηφίζει τους αντιπροσώπους του, δεν είναι αυτό ένα σοβαρό πρόβλημα προς διερεύνηση και επίλυση;

Βέβαια, όλα τα παραπάνω, είναι τόσο ηχηρά, όσο και ύποπτα για όσους τουλάχιστον δεν βλέπουν την προφανή σκοπιμότητα όλης αυτής της φιλολογίας περί της συμμετοχής των «τεχνοκρατών» σε θεσμικά όργανα της Δημόσιας Διοίκησης (και όχι μόνο), που δεν είναι άλλη από το να επιβληθούν πολιτικές θεωρούμενες υψηλού πολιτικού (και ιδίως κομματικού και προσωπικού) κόστους, με την επιδίωξη να επιρριφθεί η σχετική ευθύνη στα πολιτικώς ανεύθυνα αυτά τεχνοκρατικά στελέχη αλλά και να μπορέσουν να δικαιολογηθούν αυτά τα μέτρα ως επιβαλλόμενα κατά «αντικειμενική» κρίση και επομένως ως έχοντα το στοιχείο του αναποδράστου αν κανείς δεν θέλει να δει τα χειρότερα να έρχονται.

Θα μείνουμε όμως, λίγο παραπάνω στο ζήτημα της διάκρισης «πολιτικής» και «τεχνοκρατικής» ηγεσίας. Μια λοιπόν άμεση και πρώτη επισήμανση που πρέπει να κάνουμε, είναι πως όχι μόνο δεν είναι το ίδιο πράγμα, μα και έχουν εν πολλοίς διαφορετική αποστολή. Συνεπώς, ο «πολιτικός», δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τον «τεχνοκράτη», ενώ ο «πολιτικός ηγέτης» δεν πρέπει να δρα και κυρίως να λαμβάνει αποφάσεις ως «τεχνοκράτης» ακόμα κι αν ο ίδιος είναι τεχνοκράτης. Ο πολιτικός ηγέτης έχει αποστολή να δώσει τη γενική πολιτική κατεύθυνση, που αντικατοπτρίζει μια δεδομένη πολιτική δέσμευση που έχει αναληφθεί απέναντι στη κοινωνία και για την οποία υπάρχει μια ανάλογη δέσμευση, μια πολιτική δέσμευση. Ο τεχνοκράτης, που είναι μέλος της κρατικής ή δημόσιας γενικότερα τεχνοδομής, γραφειοκρατίας, θα κληθεί να συγκεκριμενοποιήσει τούτη τη γενική κατεύθυνση μέσα από εξειδικευμένες  πολιτικές, που θα τις θέσει υπόψη του πολιτικού του προϊσταμένου, που θα δώσει και τη τελική του έγκριση. Δεν είναι ο τεχνοκράτης που θα προσδιορίσει το πλαίσιο των «εφικτών» λύσεων, είναι ο πολιτικός που θα πει στον τεχνοκράτη τι περιμένει απ’ αυτόν. Δεν θα καθορίσει π.χ. ο τεχνοκράτης το τι είναι ή δεν είναι «δίκαιο φορολογικό σύστημα», (μπορεί βεβαίως να πει τη γνώμη του, μα είναι άλλο πράγμα αυτό), είναι ο πολιτικός που θα θέσει τον ορισμό του «δίκαιου» φορολογικού συστήματος (όχι ως προσωπική άποψη, μα ως φορέας και εντολοδόχος της λαϊκής εντολής για την εγκαθίδρυση αρχών και αξιών -πέραν από την εφαρμογή πολιτικών- που εκπροσωπούν τη πλειοψηφία της λαϊκής βούλησης) και θα καλέσει τον τεχνοκράτη να κινηθεί εντός του πλαισίου που του θέτει. Δεν θα καθορίσει ο τεχνοκράτης το πώς πρέπει να καθορίζονται και προς όφελος ποιών οι κρατικές προμήθειες, μα αντιθέτως είναι ο πολιτικός που θα καθορίσει τα γενικά πλαίσια του ζητήματος εντός του οποίου υποχρεωτικά ο τεχνοκράτης θα πρέπει να κινηθεί μέσα στα όρια της δικής του αρμοδιότητας. Δεν θα καθορίσει ο τεχνοκράτης το περιεχόμενο και την αποστολή του κοινωνικού Κράτους ή την αναγκαιότητα ύπαρξής του, μα η πολιτική ηγεσία.

Η βασική διαφορά μεταξύ ενός πολιτικού και ενός τεχνοκράτη είναι ότι ο πολιτικός που ασκεί κυβερνητική ή δημόσια γενικότερα εξουσία έχει τη δεδηλωμένη, οι αποφάσεις του κατ’ ουσίαν έχουν τύχει της προέγκρισης του λαού μέσα από τη διαδικασία των εκλογών, και επίσης λογοδοτεί στο λαό. Αντίθετα, ο τεχνοκράτης δεν έχει καμία τέτοια δεδηλωμένη και δεν λογοδοτεί παρά σε επίσης τεχνοκράτες μέλη της κρατικής γραφειοκρατίας. Η διαφορά είναι τεράστια. Αυτός δε είναι και ο βασικός λόγος που είμαι κάθετα αντίθετος σε κάθε ιδέα συμμετοχής σε κυβερνητικούς θώκους τεχνοκρατών που δεν λογοδοτούν στο λαό. Ούτε αρκεί να λογοδοτεί «αντ’ αυτών» ο πρωθυπουργός, διότι αυτό δεν λύνει το πρόβλημα.  Άλλωστε, ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, ήδη από την προεκλογική περίοδο έχει εκτεθεί σε δημόσια κριτική, κι εδώ περιλαμβάνεται και η τεχνοκρατική κριτική, ώστε οι τεχνοκράτες που καλούνται να το εφαρμόσουν όταν το κόμμα που θα κερδίσει τις εκλογές έρθει στην εξουσία, δεν καλούνται να το «ξαναεγκρίνουν» έστω από τη τεχνοκρατική του πλευρά, μα να το εφαρμόσουν.

Από την άλλη εδώ, το μέγα αδιευκρίνιστο θέμα, είναι ποιους ακριβώς θεωρούν «τεχνοκράτες», και ιδίως, «τεχνοκράτες-στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης» (και «τεχνοκράτες-νομοθέτες»). Διότι αν κριτήριο αποτελεί η κατοχή ενός ακαδημαϊκού τίτλου που πιστοποιεί την άμεση επιστημονική σχέση ζητήματος και ενασχολούμενου με το ζήτημα, ας μου επιτραπεί να πω, πως δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά, πριν πόσες δηλαδή δεκαετίες, που το εκάστοτε υπουργικό συμβούλιο να μην θύμιζε ένα είδος ακαδημαϊκής συγκλήτου, τουλάχιστον στα πιο κρίσιμα υπουργεία, όπως π.χ., το υπουργείο οικονομικών. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι αν δεν ήταν υπουργοί και επιλέγονταν ως εξωκοινοβουλευτικά κυβερνητικά στελέχη για τις ίδιες θέσεις που κατέχουν με την ιδιότητα του «πολιτικού», η επιλογή τους θα εξαίρονταν για το γεγονός της ιδιότητάς τους ως «τεχνοκρατών»! Πάνω σ’ αυτό το θέμα, σε ένα παλαιότερο άρθρο μου («Ένα ξεκάθαρο τοπίο : Ο «εξευρωπαϊσμένος» Έλληνας και η «τεχνοκρατική» προσαρμογή της διοίκησης…», εφημερίδα ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 15/12/1996), σημείωνα : «… Ακούω ή διαβάζω : αναζητούνται «τεχνοκρατικές» διοικήσεις. Για το δημόσιο ας πούμε ή τις επιχειρήσεις που ελέγχει. Πολλές φορές στον Τύπο, αυτό περνάει «μπερδεμένο», μιλώντας για «μάνατζερ». (Άγνοια ή σύγχυση; Άλλο πράγμα. Ένας τεχνοκράτης δεν είναι κατ’ ανάγκη «μάνατζερ», ούτε το αντίστροφο ισχύει κατ’ ανάγκη). Ας είναι όμως. Και το ερώτημα μπαίνει άμεσα : Ποιος «τεχνοκράτης», ποιάς ειδικότητας εννοώ, είναι «κατάλληλος» για άσκηση διοίκησης;… Πολλά τα παραδείγματα που θα μπορούσαμε να φέρουμε. Όλα όμως, αποτελούν θνησιγενή επιχειρήματα, διότι πάσχουν στην υπόθεση και την ουσία της λέξης «διοίκηση». Βεβαίως όλοι οι παραπάνω θα μπορούσαν ν’ ασκήσουν διοίκηση αλλ’ όχι λόγω «ειδικότητας». Η «διοίκηση» είναι ένα σύνολο νοητικών κατ’ αρχήν προσόντων «ευρέως φάσματος» και μετά όλα τ’ άλλα. Η «διοίκηση» είναι ένα σύνολο διαχειρίσιμων λειτουργιών, που πολλές φορές εμπίπτουν στη σφαίρα πολλών ετερόκλητων πεδίων, όπου είναι δυνατόν να απαιτούνται, στο επίπεδο των λειτουργιών, πληθώρα «ειδικοτήτων» ή/και εξειδικευμένων εμπειριών… Ένας διοικητής τράπεζας, π.χ., μπορεί να μην έχει καθόλου γνώση οικονομετρίας, αλλ’ αυτό δεν απαιτείται στο επίπεδο που κινείται… Αν δεχθούμε ότι απαιτείται ο διοικητής της τράπεζας να γνωρίζει οικονομετρία για να «ελέγξει» τις υποθέσεις και τους υπολογισμούς, θάταν σαν να λέμε ότι αυτό είναι το μοναδικό ζητούμενο προσόν… Η «απαίτηση» της «τεχνοκρατικής διοίκησης», πάσχει λοιπόν στην ουσία της, διότι προσδιορίζει λάθος την έννοια της «διοίκησης»., διότι μπερδεύει την πραγματική σπουδαιότητα της τεχνοκρατικής ανάλυσης και διαχείρισης τρεχουσών λειτουργιών με τη συνθετική ικανότητα διοίκησης που απαιτείται όταν όλες αυτές οι λειτουργίες θα πρέπει να συνδιαχειρισθούν… Περισσότερο όμως από τον κόσμο των επιχειρήσεων και οργανισμών, το μοντέλο της τεχνοκρατικής διοίκησης πάσχει στο πολιτικό του σκέλος, στο μέτρο και το βαθμό που ορισμένοι μπορούν να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα της σε κάθε περίπτωση ουδέτερης «τεχνοκρατικής διοίκησης» του ιδίου του κράτους και της κοινωνίας γενικότερα, ένα κράτος και μια κοινωνία που κάθε άλλο παρά σε ουδετερότητες διαπλάθουν τις όποιες δυναμικές τους. Όμως τέτοιες απόψεις, δεν είναι άσχετες με την προϊούσα αντίληψη του «τέλους των ιδεολογιών», την οποία και προσωπικά αδυνατώ να αντιληφθώ ως θέση, διότι κι εδώ συγχέεται η έννοια της «αποτελεσματικότητας» στο πολυλειτουργικό της επίπεδο (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, κ.λπ.) που αναμφίβολα υπάρχει, με την ίδια την «ύπαρξη» των όποιων συστημάτων, που όπως και να το κάνουμε υπάρχουν και είναι εντελώς άσχετο το θέμα αυτό με την «αποτελεσματικότητά» τους. Ακριβώς δε εδώ είναι που βρίσκει πρόσφορο έδαφος η «τεχνοκρατική» προσέγγιση, που προσπαθεί να αναδυθεί ως υποκατάστατο της πολιτικής βούλησης. Όμως, όπως ορθά σημειώνει ο Michel Miaille (Michel Miaille : Το κράτος δικαίου, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 314) : «Υπάρχουν τεχνοκράτες, όχι όμως τεχνοκρατική κυβέρνηση γιατί όλες οι κυβερνήσεις είναι πολιτικές. Όταν οι τεχνοκράτες αποφασίζουν γίνονται πολιτικοί κ
αι δεν μπορούν να επικαλεσθούν καμία ουδετερότητα και κανένα πολιτικό ορθολογισμό». Τα παραπάνω «δένουν» σ’ ένα βαθμό… σ’ αυτό που σημειώνεται στον
 R. G. Schwartzenberg, ότι δηλαδή η εξουσία των τεχνοκρατών είναι εκτός των άλλων και επικίνδυνη στο πολιτικό επίπεδο, για τρεις τουλάχιστον λόγους (R. G. Schwartzenberg : Πολιτική Κοινωνιολογία, Τόμος Ι, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 64-65) : Πρώτον διότι κινδυνεύουν να αποδεχθούν επικίνδυνα υπερφίαλοι, ανίκανοι να δεχτούν δημοκρατικά τις κριτικές ή να αντιληφθούν το μάθημα μιας αποτυχίας, ενώ παράλληλα οι τεχνικές ελέγχου και οργάνωσης που διαθέτουν θα μπορούσαν να προσανατολιστούν προς την καταπίεση. Δεύτερον, προσαρμόζονται με κομφορμισμό στο σημερινό ιδεολογικό καλούπι και αντί να αντισταθούν δέχονται να τεθούν στην υπηρεσία της ιδεολογίας του συστήματος που υπηρετούν. Δεν αμφισβητούν πραγματικά, θέλουν μόνο να κάνουν το σύστημα να λειτουργεί χωρίς δονήσεις. Τρίτον, επαγγέλλονται έναν «πραγματισμό» αρκετά κοντά στον αμοραλισμό. Καθοδηγούνται μόνο από τις πραγματικές εκτιμήσεις που αφορούν τη χρησιμότητα…».

Όμως, εκτός των ανωτέρω, υπάρχει ακόμα ένα επιχείρημα που προβάλλεται από τους υπέρμαχους της παρουσίας τεχνοκρατών στα ανώτατα κλιμάκια της Δημόσιας Διοίκησης και σε κυβερνήσεις ακόμα. Είναι αυτό του «ορθολογισμού» με όλα τα θετικά που αναμένονται από μια «εξορθολογισμένη» Δημόσια Διοίκηση. «Τεχνοκράτες» και «ορθολογισμός» περίπου ταυτίζονται.

«Ορθολογισμός», «ανορθολογισμός», «εμπειρία, «λογική – λόγος», είναι οι έννοιες που δραματοποιούν το έργο του Ανθρώπινου Νου. Είναι όροι που δεν μπορούν να αποτελέσουν ένα ασφαλές εννοιολογικό πλαίσιο αναφοράς. Σχεδόν ο καθείς μπορεί να κάνει τις υποθέσεις του πάνω στο τι είναι και τι όχι καθεμιά απ’ αυτές τις έννοιες. Εν τέλει δε, είναι κάποιες «κοινές» συγκλίσεις ή ακόμα πιο καλά κοινές συμβατικές συμφωνίες (όταν υπάρχουν) που μπορούν να μας «βεβαιώσουν» ή να μας πείσουν απλά να αποδεχτούμε ότι κάτι είναι συμβατικά «ορθολογικό» ή όχι. 

Για να ξεδιαλύνω σε ό,τι με αφορά τη σχέση μ’ αυτόν τον όρο, ο «ορθολογισμός» για μένα δεν είναι οι ποικίλες «αλήθειες» (και ανάλογα από ποιόν επιστημονικό κλάδο ή σχολή εντός του ίδιου κλάδου προέρχονται, ενίοτε «επιστημονικά» αλληλοαναιρούμενες) ενός κατ’ επίφαση «ορθολογισμού», ούτε τα αφαιρετικά «πρότυπα» των κοινωνικών επιστημόνων, (π.χ. των οικονομολόγων) που είναι εξαιρετικά στο να «εξηγούν» σε συνθήκες «εργαστηρίου» μετρούμενες ποσοτικά ανθρώπινες συμπεριφορές, αλλά που πολύ λίγη σχέση έχει η θεωρία τους με την πράξη, όπου οι «παράμετροι» είναι απείρως περισσότεροι από τις παραμέτρους των «μοντέλων», και κυρίως, δεν είναι όλοι μετρήσιμοι (κατά τις απαιτήσεις της επιστημονικής έρευνας).

Αυτές οι εγγενείς αδυναμίες, αυτού του «ορθολογισμού», είναι που σε κοινωνικό επίπεδο τον κάνουν και επικίνδυνο, αφού εύκολα μπορεί να τεθεί (και στη πράξη τίθεται) στην εκδούλευση κομματικών, πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων και συμφερόντων, επειδή το μόνο εύκολο είναι να βρεις «τεχνοκράτες» πρόθυμους (ένας διορισμός σε μια καλά αμειβόμενη θέση θα αρκούσε ίσως) να στηρίξουν «επιστημονικά», όποια αθλιότητα οι σκοπιμότητες αυτές επιθυμούν να της προσδώσουν τον μανδύα μιας «επιβεβλημένης επιστημονικά» επιλογής. Είναι δε πολύ ενδιαφέρουσα εδώ η παρατήρηση, πως εδώ, η στρατολόγηση των «κατάλληλων» «τεχνοκρατών», συχνά εσκεμμένα εστιάζει και στη δεξαμενή εκείνων που έχουν και μια έντονη ακτιβιστική προϊστορία εναντίον του συστήματος το οποίο και ενδιαφέρεται να τους στρατολογήσει, βεβαίως, με προφανή εδώ τη πολιτική σκοπιμότητα, λόγω του μηνύματος που στέλνει προς πάσα κατεύθυνση. Δηλαδή «τεχνοκράτες» με «πολιτικό υπόβαθρο», κάτι που έρχεται σε έντονη αντίθεση με εκείνους τους «τεχνοκράτες» που επαίρονται κι όλας για την έλλειψη κάθε πολιτικού (ακόμη δε και κοινωνικού) ενδιαφέροντος εκ μέρους τους, (ή πιο ορθά : τοποθετώντας το πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο στην «αρμόζουσα» θέση εντός του «ορθού» πλαισίου που ασπάζονται), ιδέες (ή μάλλον απουσία ιδεών) που πολύ εκτιμώνται από την Νεοφιλελεύθερη Τάξη Πραγμάτων, την οποία και έχουμε εδώ υπόψη μας καθ’ όλη την ανάπτυξη των σκέψεών μας στο παρόν άρθρο. Ο Hobsbawm, μας θυμίζει παραδείγματα αυτής της εκδοχής, όταν, εστιάζοντας κυρίως στις φοιτητικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του ’60, σημειώνει : «…Οι ομάδες νέων, που δεν έχουν ακόμα κατασταλάξει στην ωριμότητα ως ενήλικα άτομα, αποτελούν τον παραδοσιακό τόπο της ανεμελιάς, της ανταρσίας και της αταξίας, όπως γνώριζαν ακόμα και οι πρυτάνεις των μεσαιωνικών πανεπιστημίων. Τα επαναστατικά πάθη είναι πιο συνηθισμένα στην ηλικία των δεκαοκτώ χρόνων παρά στην ηλικία των τριάντα πέντε, όπως γενιές ολόκληρες αστών γονέων στην Ευρώπη δίδαξαν σε γενιές ολόκληρες αγοριών και, αργότερα θυγατέρων που τους αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό. Πράγματι, τόσο βαθιά ριζωμένη στις δυτικές κουλτούρες ήταν αυτή η πεποίθηση, ώστε το κατεστημένο σε αρκετές χώρες… αψήφησε εντελώς το φαινόμενο της φοιτητικής εξέγερσης, ακόμη και της ένοπλης αντάρτικης πάλης, στη νεότερη γενιά. Αν μη τι άλλο, επρόκειτο για σημάδι ζωτικότητας και σφριγηλής προσωπικότητας παρά μιας νωθρής και ληθαργικής ατομικότητας. Οι φοιτητές από το Σαν Μάρκος στη Λίμα (Περού) «έκαναν την επαναστατική τους θητεία», όπως έλεγαν τότε στ’ αστεία, σε κάποια ακραία μαοϊκή σεχταριστική οργάνωση πριν τακτοποιηθούν σ’ ένα στέρεο και απολιτικό μεσοαστικό επάγγελμα, ενώ η κανονική ζωή συνεχιζόταν σ’ αυτή τη δυστυχή χώρα. Οι φοιτητές στο Μεξικό σύντομα έμαθαν ότι (α) το κράτος και ο κομματικός μηχανισμός στρατολογούσαν ουσιαστικά τα στελέχη τους από τα πανεπιστήμια και (β) ότι όσο πιο επαναστάτες ήταν στα φοιτητικά τους χρόνια τόσο πιο περιζήτητες δουλειές τους προσφέρονταν μετά την αποφοίτησή τους. Αλλά ακόμα και στην αξιοσέβαστη Γαλλία, οι πρώην μαοϊκοί των αρχών της δεκαετίας του ’70 έκαναν κατόπιν λαμπρή καριέρα στις κρατικές υπηρεσίες». (Eric Hobsbawm : Η Εποχή των Άκρων – Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, θ΄έκδοση, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, σελ. 383-384). Ένας επίμονος αναγνώστης, ψάχνοντας τη διεθνή βιβλιογραφία, δεν θα κουραστεί να ανακαλύψει τον πραγματικά άθλιο ρόλο που έπαιξαν διάφοροι «τεχνοκράτες» όταν, στην υπηρεσία τέτοιων «ευαγών» ιδρυμάτων όπως η Παγκόσμια Τράπεζα ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή και πανεπιστημιακά ιδρύματα όπως η περιβόητη οικονομική Σχολή του Σικάγου, προσέφεραν τις πιο «αποτελεσματικές» «υπηρεσίες» σε τέτοια καθεστώτα όπως του Αλιέντε, του Σουχάρτο, όπως και σε δεκάδες άλλες περιπτώσεις ανά τον κόσμο, με την πατρίδα μας να αποτελεί το πλέον οικείο σε εμάς πρόσφατο παράδειγμα επιδρομής διεθνών (και όχι μόνο) «τεχνοκρατών» στην υπηρεσία του Μνημονιακού Εγκλήματος.

Αυτόν τον «ορθολογισμό» της Αθλιότητας είναι λοιπόν που δεν δέχομαι. Ποιος είπε ότι η καθημερινή πραγματικότητα, περιλαμβανόμενης και της οικονομικής, προχωρά με βάση αποφάσεις πάντα «ορθολογικές», υπό την έννοια της προηγούμενης πλήρους διερεύνησης όλων εκείνων των παραμέτρων που συνήθως θέτουν τα τεχνοκρατικά μοντέλα; Και κυρίως, ποιος είπε πως η «ορθολογικότητα» δομείται εντός των απαιτήσεων ιδεολογικών πλαισίων τα οποία κατάδηλα στερούνται κοινωνικής και λαϊκής νομιμοποίησης, με τον λαό άλλοτε εντελώς περιθωριοποιημένο και άλλοτε εντελώς παραπληροφορημένο. Μια τέτοια «ορθολογικότητα», στερείται κάθε νομιμοποίησης, της επιστημονικής περιλαμβανομένης, διότι τίποτα το επιστημονικό δεν μπορεί να υπάρχει στη προσπάθεια θεμελίωσης «ορθολογικών» προτύπων όταν αγνοούνται τέτοιοι παράμετροι όπως η βούληση της κοινωνίας ανωτέρω.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ