Μέρες …Ινδίας διανύει αυτή την περίοδο η Θεσσαλονίκη καθώς η ασιατική χώρα είναι τιμώμενη στην 84η ΔΕΘ. Ωστόσο, πολλές δεκαετίες πριν, ο ινδικός πολιτισμός, μέσα από τα τραγούδια και τις ταινίες, είχε «κυριεύσει» ολόκληρη την Ελλάδα!
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλά γνωστά λαϊκά τραγούδια, όπως το «Καρδιά μου καημένη» του Στράτου Διονυσίου και η «Μαντουμπάλα» από τον Στέλιο Καζαντζίδη, «πάτησαν» σε μουσικούς δρόμους από ινδικές μελωδίες.
Με πολύτιμο βοηθό τις …τέσσερις ινδικές γλώσσες από τις συνολικά 19 που μιλάει, η Ελένη Αμπατζή, Δρ Ψυχολογίας στο ερευνητικό τμήμα της Σχολής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Άρλινγκτον των ΗΠΑ, μελέτησε επί χρόνια τις ελληνο-ινδικές πολιτιστικές σχέσεις και κυκλοφόρησε μάλιστα το 1998, σε συνεργασία με τον Μανουήλ Τασούλα, το βιβλίο «Ινδοπρεπών αποκάλυψη: Από την Ινδία του εξωτισμού στη λαϊκή μούσα των Ελλήνων» (εκδόσεις Ατραπός).
«Τη δεκαετία του 1970 βρισκόμουν για σπουδές στην Αλαμπάμα και συγκατοικούσα με Ινδούς, οι οποίοι είχαν ένα ταλαίπωρο κασετοφωνάκι για να παίζει τις μελωδίες που είχαν πάρει για φυλαχτό μαζί τους όταν έφυγαν από την πατρίδα τους. Άρχισα λοιπόν κι εγώ- είχα ήδη μάθει σιγά σιγά και Χίντι- να τραγουδάω ινδικά τραγούδια και εξεπλάγην, όταν επιστρέφοντας στην Ελλάδα, άκουσα τα ίδια τραγούδια στα …ελληνικά από τον Καζαντζίδη», λέει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Αμπατζή, η οποία βρέθηκε για λίγες μέρες στη γενέτειρά της, τη Θεσσαλονίκη.
Σημειώνεται ότι η Ελένη Αμπατζή αποφοίτησε από το Κολλέγιο Ανατόλια το 1969 και εργάστηκε επί 27 χρόνια στην Παγκόσμια Τράπεζα ως τεχνικός σύμβουλος κυβερνήσεων για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και την εκπαίδευση των φτωχών πληθυσμών.
«Είναι γενικά γνωστό ότι πολλά λαϊκά τραγούδια της δεκαετίας τον ’60 είναι διασκευές ινδικών. Αλλά ποια είναι αυτά; Πού βρήκαν οι Έλληνες τα τραγούδια και για ποιους λόγους έγιναν οι διασκευές; Τι λένε οι Ινδοί για αυτές; Πώς επηρέασαν οι ινδικές ταινίες τα ελληνικά μελό; Όλα αυτά τα ερωτήματα άρχισαν έντονα να μας απασχολούν, όταν κάτω από διάφορες συγκυρίες αποφασίσαμε να ερευνήσουμε βαθιά αυτό το ασυνήθιστο θέμα. Όμως, δεν ήταν πάντοτε εύκολο να βρούμε τη λύση του αινίγματος. Ευτυχώς που τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί από το internet», αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, όπου εξετάζονται οι κοινωνικές καταστάσεις της Ελλάδας που ευνόησαν τις διασκευές αυτές, τον αντίκτυπό τους στην ελληνική μουσική των επόμενων χρόνων, και τις αρχαίες ινδο-ελληνικές διασυνδέσεις της, που προετοίμασαν το έδαφος για την εισβολή των ινδικών έργων στην Ελλάδα τον 1954.
Ινδική εισβολή με τη Ναργκίς!
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, η «εισβολή» άρχισε το 1954 και διαδραματίστηκε πάνω στο κινηματογραφικό πανί. «Ήταν μια πρωτόγνωρη εισβολή με χρώματα, μουσικές, χορούς, τραγούδια, και πανέμορφους Ινδούς πρωταγωνιστές που γοήτευσαν το ελληνικό κοινό. Οι στρατηγοί ήταν Έλληνες. Η εμπροσθοφυλακή ήταν οι εισαγωγείς κινηματογραφικών ταινιών. Και δούρειος ίππος ήταν μια ινδική εξωτική έγχρωμη υπερπαραγωγή, η “Μαγκάλα, το ρόδον των Ινδιών”. Ακολούθησε η “Ροσσάνα, το ρόδον της Βαγδάτης” και αργότερα μια ταινία για ένα θέμα που πάντα συγκινούσε τους Έλληνες, τον Μέγα Αλέξανδρο. Η “εισβολή” με τον καιρό επεκτάθηκε».
Σύμφωνα με την έρευνα, για περίπου 15 χρόνια, από το 1954 ως το 1968, ήρθαν στην Ελλάδα τουλάχιστον 111 ινδικές ταινίες που είχαν τόση ζήτηση, ώστε οι εισαγωγείς άλλαζαν τους τίτλους τους για να τους δίνουν όσο πιο τραγική χροιά γινόταν! Μάλιστα, ήταν τόση η δημοτικότητα των έργων, που ένας κινηματογράφος στη δυτική Θεσσαλονίκη ονομαζόταν « Ναργκίς», ενώ δύο κέντρα στην Αθήνα ονομάζονταν «Μαντουμπάλα» και ένα «Μαγκάλα». Για την ερευνήτρια, η επιτυχία των ινδικών έργων οφείλεται στο γεγονός ότι απεικόνιζαν φτώχεια και δυστυχία που υπήρχε τότε στην καρδιά του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα οι γυναίκες -όπως είπε κάποτε και η τραγουδίστρια Βούλα Πάλλα- έβλεπαν στο πανί τον ίδιο τους τον εαυτό να υποφέρει αλλά στο τέλος να νικά.
«Το διάστημα 1954-1968 προβλήθηκαν 111 ινδικές ταινίες στην Ελλάδα. Έργα που παίχτηκαν με επιτυχία στη Θεσσαλονίκη ήταν τα “Γη ποτισμένη με ιδρώτα” (Mother India), “Αλήτης της Βομβάης” (Awaara), “Μαγκάλα” ( Aan) και “Δάκρυα μιας μητέρας” (Ghar sansaar)».
Καζαντζίδης, Καλδάρας, Μανώλης Αγγελόπουλος σε …ινδικό ρυθμό
Μέσα από τις ινδικές ταινίες που παίχτηκαν στην Ελλάδα, αναδείχθηκαν και εκατοντάδες τραγούδια, τα οποία πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες τα διασκεύασαν με ελληνικά λόγια και τα κυκλοφόρησαν σε δίσκους, δημιουργώντας αρκετές επιτυχίες. Ωστόσο, ήταν ελάχιστες οι φορές που αναφέρθηκε η καταγωγή τους καθώς τα περισσότερα παρουσιάστηκαν σαν ελληνικές εμπνεύσεις, γεγονός που έδωσε αφορμή σε κατηγορίες και αρνητικά σχόλια εναντίον των συνθετών που τα είχαν χρεωθεί.
«Είναι μπερδεμένη υπόθεση τα πνευματικά δικαιώματα ενώ ένας από τους συνθέτες που αντιγράφτηκαν συστηματικά στην Ελλάδα, ο Naushâd Ali, είχε πει ότι “οι άνθρωποι υψώνουν σύνορα αλλά η μουσική περνάει μέσα απ’ αυτά, οι άνθρωποι συλλαμβάνονται και φυλακίζονται αλλά τη μουσική δεν μπορεί κανείς να τη συλλάβει», εξηγεί η κ. Αμπατζή.
Από την έρευνά της, βρέθηκαν 105 αντιγραφές ινδικών τραγουδιών που κυκλοφόρησαν μέσα σε 10 χρόνια (1959-1968) από 26 Έλληνες συνθέτες, εκ των οποίων ο Απόστολος Καλδάρας (Όσο αξίζεις εσύ) και ο Μπάμπης Μπακάλης (Καρδιά μου καημένη). Στο σύνολο των τραγουδιών που εντοπίστηκαν, το 57% είχε μεγάλες ομοιότητες με την ινδική μελωδία, 24% σημαντικές διαφορές από το ινδικό, το 16% αποσπασματικές αποδόσεις και το 5% μόνο αναγνωρίσιμες φράσεις.
«Το 1959 εμφανίστηκαν τα πρώτα δύο διασκευασμένα ινδικά τραγούδια, Η “Μαντουμπάλα” του Στέλιου Καζαντζίδη και η “Μαγκάλα” του Στράτου Ατταλίδη. Για ακούσιο χωρισμό μιλάει το “Αυτή η νύχτα μένει, που θα ‘μαστε μαζί, θα φύγεις μακριά μου πριν έρθει το πρωί” (“ulfaT ka saaz chéRo”, ταινία Aurat). Άλλο παράδειγμα είναι το “Πριν μου φύγεις,γλυκιά μου” (“Ai, chand kal jo âana”, ταινία Dévta)”. Όσο για το …ποια ήταν η Μαντουμπάλα, η κ. Αμπατζή διευκρινίζει ότι ήταν μια δημοφιλής Ινδή ηθοποιός που το όνομά της σημαίνει «γλυκό κορίτσι» και ήταν σχετικά γνωστό στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 αφού είχαν παιχτεί αρκετές ταινίες της.
Νατάσα Καραθάνου
(Φωτογραφία: Το εξώφυλλο του βιβλίου της κ. Αμπατζή)