Η Πολιορκία του Λένινγκραντ ή Πολιορκία των 900 ημερών είναι το σύνολο των πολεμικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στο Λένινγκραντ (η σημερινή Αγία Πετρούπολη) και την ευρύτερη περιοχή του, από το Σεπτέμβριο του 1941 έως τον Ιανουάριο του 1944.
Αποτελεί τμήμα του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, δηλ. του Ανατολικού Μετώπου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
– Προετοιμασία της επιχείρησης
Περνώντας μέσα από τις Βαλτικές Δημοκρατίες, των οποίων οι κάτοικοι ήταν ευνοϊκά διακείμενοι προς τους ναζί, η Βέρμαχτ (γερμανικές ένοπλες δυνάμεις) έφθασε προ των πυλών του Λένινγκραντ στις 4 Σεπτεμβρίου 1941. Η σοβιετική πόλη είχε αρχίσει να προετοιμάζεται από τον Ιούνιο, όταν χιλιάδες χιλιόμετρα κανονικών αλλά και πρόχειρων οχυρώσεων κατασκευάσθηκαν από επιστρατευμένους κατοίκους υπό τις οδηγίες του Κλιμ Βοροσίλοβ.
Οι διαταγές του Χίτλερ, υπό την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Βόρειο Σέλας» (Operation Nordlicht), απέκλειαν οποιαδήποτε χρονοτριβή και διέτασσαν την πλήρη ισοπέδωση της πόλης του Λένιν. Αυτό έφερε τους επιτελείς του σε πολύ δύσκολη θέση, διότι οι ιδιαιτερότητες του Λένινγκραντ εκμηδένιζαν τα γερμανικά πλεονεκτήματα και κάθε είδους ευθεία επίθεση θα είχε ανυπολόγιστο κόστος σε ζωές στρατιωτών και πολεμικό υλικό.
Πιο συγκεκριμένα:
. Η πόλη, χτισμένη στο δέλτα του ποταμού Νέβα, περιβαλλόταν από ελώδεις εκτάσεις, όπου τα τεθωρακισμένα θα κολλούσαν και θα γίνονταν εύκολη λεία για τους Ρώσους αντιαρματιστές. Ακόμη όμως κι αν περνούσαν, οι κύριες αστικές περιοχές διαρρέονται από κανάλια και επικοινωνούν με πολύ στενές γέφυρες – θα αναγκάζονταν, λοιπόν, να αναλωθούν σε πολύμηνες μάχες εκ του συστάδην, κτήριο προς κτήριο και γέφυρα προς γέφυρα, σε μια άγνωστη μεγαλούπολη που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διαθέσει εκατοντάδες χιλιάδες επιστράτους για την άμυνά της.
. Πιθανή απόβαση από το Φινλανδικό Κόλπο ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία λόγω του απροσπέλαστου της Κροστάνδης, ενός οχυρωμένου νησιού στη θαλάσσια είσοδο της πόλης που λειτουργεί ως αβύθιστο πλοίο. Επίσης, ο γερμανικός στρατός δε διέθετε εμπειρία σε τέτοιου είδους αποβατικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Επιπλέον εμπόδιο αποτελούσε ο αρκετά ισχυρός Σοβιετικός Στόλος Βόρειας Θάλασσας και τα υποβρύχιά του.
. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού ήταν Ρώσοι και Εβραίοι, εν αντιθέσει με τις Βαλτικές Δημοκρατίες, όπου οι κάτοικοι είχαν δει τους Γερμανούς ως απελευθερωτές. Επομένως ήταν δύσκολο να συγκροτηθούν δωσιλογικές ομάδες ή να βρεθούν ντόπιοι με καλή γνώση της πόλης, οι οποίοι θα βοηθούσαν την Βέρμαχτ.
Μπροστά στο αδιέξοδο, ο διοικητής της Στρατιάς του Βορρά Στρατάρχης Βίλχελμ Ρίττερ φον Λέεμπ προέκρινε το σχέδιο της πολιορκίας. Η επιλογή αυτή δεν άρεσε ιδιαίτερα στον Χίτλερ, ο οποίος ήθελε να κλείσει όσο το δυνατόν ταχύτερα το μέτωπο στο Λένινγκραντ, ώστε να συγκεντρώσει περισσότερες δυνάμεις στην επίθεση κατά της Μόσχας. Παρ’ όλα αυτά αναγκάσθηκε να ακολουθήσει την επιλογή του ανώτατου αξιωματικού του, αν και σχολίασε ειρωνικά ότι ως συνεπής καθολικός, ο Φον Λέεμπ προτιμά να προσεύχεται παρά να πολεμά.
– Η έναρξη της Πολιορκίας
Η εφαρμογή του σχεδίου πολιορκίας ξεκίνησε επίσημα στις 8 Σεπτεμβρίου 1941. Η Βέρμαχτ και η Γαλάζια Μεραρχία (από τη φρανκική Ισπανία) σχημάτισαν έναν ημικυκλικό κλοιό στα νότια της πόλης, από το Φινλανδικό Κόλπο έως τις νότιες ακτές της λίμνης Λάντογκα. Με αυτόν τον τρόπο απέκοψαν το Λένινγκραντ από τις δορυφορικές πόλεις και τους κύριους οδικούς άξονες, καθιστώντας αδύνατο τον ανεφοδιασμό σε τρόφιμα, καύσιμα και πολεμοφόδια.
Οι περιοχές στα βόρεια της πόλης ήταν στην ευθύνη των Φινλανδών. Αυτοί δε συμμετείχαν στην πολιορκία με επιθετικές ενέργειες, έλεγχαν όμως την Άνω Λάντογκα και την Καρελία, αποτρέποντας πιθανό ελιγμό του Κόκκινου Στρατού ή κινήσεις ενίσχυσης και απεγκλωβισμού από το βορρά.
Η άποψη του Γερμανού στρατηγού Γκίντερ Μπλούμεντριτ ήταν η εξής: Το Λένινγκραντ θα μπορούσε να καταληφθεί, πιθανώς χωρίς μεγάλη δυσκολία. Αλλά μετά την εμπειρία της Βαρσοβίας το 1939, ο Χίτλερ φοβόταν να εισβάλει σε μεγάλες πόλεις, λόγω των απωλειών που είχε υποστεί εκεί. Διέταξε τα άρματα να σταματήσουν στην τελευταία φάση της προέλασης, όπως είχε κάνει και στην Δουνκέρκη. Έτσι η απόπειρα να παραδοθεί η πόλη απέτυχε. Οι πιθανότητες μειώθηκαν ακόμη περισσότερο όταν απέσπασε μηχανοκίνητες δυνάμεις αρμάτων για να λάβουν μέρος στην προέλαση προς την Μόσχα.
Με αυτά τα δεδομένα, η λογική έλεγε ότι η παράδοση της πόλης εξαιτίας της πείνας και του χειμερινού ψύχους, σε συνδυασμό με τους καθημερινούς βομβαρδισμούς των υποδομών, ήταν υπόθεση λίγων μηνών. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Χίτλερ δεν ανακάλεσε τον Φον Λέεμπ, όταν είδε ότι δεν εφάρμοζε το «Βόρειο Σέλας». Βάσει των υπολογισμών που έγιναν στις 12 Σεπτεμβρίου, η επάρκεια τροφίμων για τους πολιορκημένους ήταν η ακόλουθη: άλευρα και σιτηρά 35 ημέρες, ζυμαρικά 30 ημέρες, κρέας 33 ημέρες, λίπη 45 ημέρες, ζάχαρη 60 ημέρες.
Πράγματι, οι συνθήκες ζωής στο Λένινγκραντ έγιναν άθλιες. Στα τέλη του Σεπτέμβρη τα αποθέματα πετρελαίου εξαντλήθηκαν και απαγορεύθηκε η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας σε μη στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Μία απόπειρα να χρησιμοποιηθεί ξυλεία από τα γύρω δάση απέτυχε παταγωδώς, αφού οι υποσιτισμένοι κάτοικοι κάλυψαν μόνο το 1% του πλάνου. Ο χειμώνας που ξεκινούσε χωρίς τρόφιμα και θέρμανση (με την θερμοκρασία να πέφτει στους – 30 °C κατά τους χειμερινούς μήνες) ήταν τραγικός για την μεγαλούπολη, που όμως κατάφερε να οργανώσει σθεναρή αντίσταση υπό την ηγεσία του στρατηγού Γκεόργκι Ζούκοφ, αντικαταστάτη του Βοροσίλοβ.
– Η σοβιετική αντίσταση
Το Λένινγκραντ σώθηκε εκείνον τον πρώτο χειμώνα χάρη στον αδύναμο κρίκο του κλοιού: τις νοτιοανατολικές ακτές της Λάντογκα. Ο Φον Λέεμπ προσπάθησε το Νοέμβριο να τις ελέγξει, καταλαμβάνοντας το Τιχβίν (κομβική πόλη 200 χλμ. ανατολικά του Λένινγκραντ), δεν κατάφερε όμως να το κρατήσει – τον Δεκέμβριο εξαναγκάσθηκε σε υποχώρηση με βαρύτατες απώλειες, αφήνοντας έτσι ένα μικρό κενό. Δόθηκε έτσι στον Κόκκινο Στρατό η ευκαιρία να παίξει το τελευταίο του χαρτί, κάνοντας κάτι εξωπραγματικό: κατασκεύασε το Δρόμο της Ζωής (Дорога жизни) επάνω στην παγωμένη λίμνη, από τη ΝΑ ακτή προς τη ΝΔ, δημιουργώντας οδό εφοδιασμού σε τρόφιμα και πολεμοφόδια.
Το πρώτο δρομολόγιο έγινε στις 20/11 και μπορεί με απόλυτους αριθμούς ο Δρόμος της Ζωής να μην απέδωσε πολλά (δύο στα τρία καμιόνια καταστρέφονταν από πυρά των γερμανικών αεροπλάνων), ακόμη όμως και αυτά τα λίγα υπήρξαν αρκετά για να σωθεί η πόλη. Επίσης, ο Δρόμος της Ζωής υπήρξε πολύτιμος για την εκκένωση της πόλης από ασθενείς και τραυματίες: μέχρι τις 24 Απριλίου που σταμάτησαν τα δρομολόγια λόγω τήξης των πάγων, υπολογίζεται πως απομακρύνθηκαν 514.000 άμαχοι και 35.000 στρατιώτες.
Παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, η πόλη προσπάθησε να διατηρήσει την πνευματική ζωή της, στο βαθμό που ήταν εφικτό. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια συνέχισαν να λειτουργούν, ενώ οι πολιτιστικοί θησαυροί της αποθηκεύθηκαν στα υπόγεια του Μουσείου Ερμιτάζ και του Αγίου Ισαάκ – μάλιστα ο τεράστιος χρυσός θόλος του τελευταίου καλύφθηκε με χρώμα, για να μη δίνει στόχο στα γερμανικά αεροπλάνα.
Προς το τέλος της άνοιξης ήταν πια ξεκάθαρο ότι η πόλη άντεξε και τα γερμανικά σχέδια απέτυχαν. Λίγο νωρίτερα ο Φον Λέεμπ είχε υποβάλει την παραίτησή του, επικαλούμενος τυπικά λόγους υγείας, και είχε αντικατασταθεί από το στρατηγό Γκέοργκ φον Κύχλερ. Κατά ένα παιχνίδι της τύχης, η αποτυχία του στο Λένινγκραντ τού έσωσε τη ζωή. Εάν είχε καταφέρει να ισοπεδώσει την πόλη όπως είχε διαταχθεί, σίγουρα δεν θα γλίτωνε με απλή φυλάκιση 3 ετών μετά τη λήξη του πολέμου. Από την άλλη, βέβαια, δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί ποια θα ήταν η έκβαση του πολέμου εάν είχε καταληφθεί γρήγορα η πόλη, αφού μεγάλα τμήματα της «Ομάδας Στρατιών Βορρά» θα είχαν απεμπλακεί για να συνεισφέρουν στις μάχες της Μόσχας (Οκτώβριος 1941 – Ιανουάριος 1942) και του Στάλινγκραντ (Αύγουστος 1942 – Φεβρουάριος 1943).
Εν τω μεταξύ, οι κακουχίες των κατοίκων στο εσωτερικό της πόλης συνεχίζονταν. Οι πάγοι της Λάντογκα έλιωσαν και τα καμιόνια του Δρόμου της Ζωής αντικαταστάθηκαν από φορτηγίδες, αλλά και πάλι οι περισσότερες βυθίζονταν από πυρά της Λουφτβάφε. Άρχισαν να αναφέρονται μεμονωμένα περιστατικά κανιβαλισμού που αντιμετωπίσθηκαν με άμεσες εκτελέσεις. Τουλάχιστον οι κάτοικοι δεν είχαν πλέον να αντιπαλέψουν τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ το ηθικό τους ήταν ανεβασμένο. Ολόκληρο το 1942 κύλησε χωρίς σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, με την κατάσταση να έχει παγιωθεί: οι μεν Σοβιετικοί πέθαιναν κατά χιλιάδες από πείνα αλλά αδυνατούσαν να σπάσουν τον κλοιό από ξηράς, οι δε Γερμανοί ήθελαν να μπουν στην πόλη, αλλά τους ήταν τεχνικά αδύνατο και ήλπιζαν μόνο σε παράδοση των πολιορκημένων.
Στα γεγονότα αυτής της φάσης αξίζει να αναφερθεί η Επιχείρηση Μπουρίνι, με τον ασυνήθιστο στόχο της υλοποίησης μιας συναυλίας. Από τη Μόσχα όπου βρισκόταν, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς είχε συνθέσει μία συμφωνία αφιερωμένη στην αντίσταση του Λένινγκραντ (Opus 60, Leningrad). Ένα αεροσκάφος έσπασε το γερμανικό αποκλεισμό και πέταξε τις παρτιτούρες μέσα σε ένα σακίδιο, ενώ επαγγελματίες μουσικοί ανακλήθηκαν από τα χαρακώματα και σχημάτισαν συμφωνική ορχήστρα για την εκτέλεσή της. Η παράσταση δόθηκε στις 9 Αυγούστου και μεταδόθηκε με μεγάφωνα σε όλη την πόλη, αφού προηγουμένως τρεις χιλιάδες οβίδες εκτοξεύθηκαν κατά θέσεων του γερμανικού πυροβολικού, ώστε να εξασφαλισθεί η σιγή του κατά τη διεξαγωγή της.
– Η λύτρωση
Έχοντας την εμπειρία της προηγούμενης χρονιάς, ο Κόκκινος Στρατός επανενεργοποίησε το Δρόμο της Ζωής το Δεκέμβριο του 1942 στη Λάντογκα. Αυτή τη φορά όμως, πέρα από το δρόμο για τα κάρα και τα φορτηγά, έστησε και σιδηρόδρομο μήκους 30 χλμ. Επίσης από το φθινόπωρο είχε ποντίσει πετρελαιαγωγό σε βάθος 12,5 μέτρων, ο οποίος έγινε απρόσβλητος από τα γερμανικά πυρά όταν πάγωσε η επιφάνεια της λίμνης.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1943, πεντακόσιες ημέρες από την έναρξη της πολιορκίας και σχεδόν ταυτόχρονα με τη νίκη στο Στάλινγκραντ, παίχθηκε η πρώτη πράξη της λύτρωσης: υπό τις οδηγίες του Ζούκοφ οι σοβιετικοί πέτυχαν επιτέλους να διανοίξουν χερσαία δίοδο, σπάζοντας την πολιορκία στα νοτιοανατολικά με την Επιχείρηση Αστραπή (Операция Искра). Τον επόμενο μήνα διεύρυναν αυτή τη δίοδο με τη Μάχη στο Κράσνι Μπορ, όπου αποδεκάτισαν τη Γαλάζια Μεραρχία (με απώλειες κοντά στο 75%, η ήττα αυτή είναι η χειρότερη στην ιστορία του ισπανικού στρατού). Οι συνθήκες ζωής στην πόλη βελτιώθηκαν, αλλά και πάλι ήταν δύσκολη μια γενική αντεπίθεση που θα εκδίωκε τους πολιορκητές. Μία νέα προσπάθεια (Επιχείρηση Πολικός Αστέρας) απέτυχε εξαιτίας της γερμανικής υπεροπλίας και αυτή η κατάσταση διατηρήθηκε για όλο το 1943.
Τελικά η πολιορκία λύθηκε τον Ιανουάριο του 1944, όταν ο Κόκκινος Στρατός κατάφερε την οριστική απώθηση των εισβολέων. Τότε ολόκληρη η ανθρωπότητα βρέθηκε μπροστά στο μέγεθος της τραγωδίας αλλά και του ηρωισμού: από τα τρία εκατομμύρια κατοίκους του Λένινγκραντ, οι 1.000.000 – 1.100.000 πέθαναν από τους βομβαρδισμούς και την πείνα. Ακούστηκαν πολλές χαρακτηριστικές ιστορίες για ανθρώπους που προτίμησαν να πεθάνουν από το κρύο παρά να κάψουν τη βιβλιοθήκη τους για να ζεσταθούν, ή για τον καθηγητή Βοτανικής του πανεπιστημίου που προτίμησε να πεθάνει από την πείνα, παρά να φάει τη συλλογή που περιελάμβανε πλήθος βρώσιμων φυτών, καρπών και σπόρων (περισσότερα από 200.000 τεμάχια διαφόρων ειδών).
Για τον ηρωισμό των κατοίκων της, το 1945 η πόλη ήταν η πρώτη της Σοβιετικής Ένωσης που έλαβε τον τιμητικό τίτλο της Ηρωικής Πόλης.
Θεωρίες συνωμοσίας
Σχετικά με την πολιορκία του Λένινγκραντ έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια μία θεωρία από μία μειονότητα (κυρίως Βρετανών και Αμερικανών) ιστορικών, σύμφωνα με την οποία εσκεμμένα ο Κόκκινος Στρατός άφησε τους Γερμανούς να φθάσουν μέχρις εκεί. Προχωρώντας ακόμη παραπέρα, η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι η κατάληψη του Λένινγκραντ θα εξυπηρετούσε τον Στάλιν, διότι οι Γερμανοί θα εξολόθρευαν την πολυάριθμη εβραϊκή κοινότητα και θα εξαφάνιζαν την αυτοκρατορική κληρονομιά της πόλης.
Για την πλειονότητα των ιστορικών η άποψη αυτή είναι εξωφρενική, αφού παραγνωρίζει ορισμένα βασικά δεδομένα:
– Κανείς ηγέτης δεν χαρίζει στον εχθρό τη δεύτερη σε πληθυσμό και πρώτη σε ιστορική και συμβολική σημασία πόλη του.
– Ενδεχόμενη πτώση του Λένινγκραντ θα είχε τεράστιο ψυχολογικό αντίκτυπο σε ολόκληρο το ανατολικό μέτωπο, τη στιγμή που οι Γερμανοί (στις 5 Δεκεμβρίου 1941) βρίσκονταν λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, αλλά και αργότερα όταν ο Κόκκινος Στρατός κρατούσε με νύχια και δόντια το Στάλινγκραντ και όλα κρέμονταν από μία κλωστή.
– Εάν ο Στάλιν ήθελε να χαρίσει την πόλη στους Γερμανούς, δε θα έφθανε στο σημείο να κατασκευάσει σιδηρόδρομο επάνω στο παγωμένο νερό για να την ανεφοδιάζει. Αντίθετα, θα είχε κάθε δικαιολογία να διατάξει την παράδοσή της κατά τον πρώτο τραγικό χειμώνα.
– Ο Στάλιν έδειξε συχνά ότι δεν διέθετε τους συνήθεις ηθικούς ενδοιασμούς: Εάν ήθελε την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας, θα το διέτασσε απευθείας. Δεν υπήρχε λόγος να θυσιάσει και τον υπόλοιπο πληθυσμό της πόλης.