Ξεκινά η Πολιορκία του Παρισιού (1870-71) που κατέληξε στην ανακήρυξη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Πολιορκία του Παρισιού, η οποία διήρκεσε από τις 19 Σεπτεμβρίου 1870 έως τις 28 Ιανουαρίου 1871 και η επακόλουθη κατάληψη της πόλης από τις πρωσικές δυνάμεις, οδήγησε τους Γάλλους σε ήττα στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο καθώς και στην εγκαθίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της Παρισινής Κομμούνας.

Τον Αύγουστο του 1870, η 3η Στρατιά της Πρωσίας υπό τον πρίγκιπα Φρειδερίκο της Πρωσίας (μετέπειτα Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ΄), κινούνταν προς το Παρίσι. Η στρατιά ανακλήθηκε ώστε να αντιμετωπίσει τις γαλλικές δυνάμεις που συνοδευόταν από το Ναπολέοντα Γ΄. Οι δυνάμεις αυτές συγκρούστηκαν στη Μάχη του Σεντάν, και έτσι η οδός προς το Παρίσι ήταν ελεύθερη.
Ηγούμενος προσωπικά των πρωσικών δυνάμεων, ο βασιλιάς Γουλιέλμος Α΄ της Πρωσίας, μαζί με τον επιτελάρχη του Χέλμουτ φον Μόλτκε, ανέλαβε την 3η Στρατιά και τη νέα πρωσική Στρατιά του Μωζ υπό τον πρίγκιπα Αλβέρτο της Σαξονίας, προελαύνοντας θεωρητικά χωρίς αντίσταση προς το Παρίσι. Στο Παρίσι, ο Κυβερνήτης και ο επικεφαλής της άμυνας της πόλης, Στρατηγός Λουί-Ζυλ Τροσύ, συγκέντρωσε δύναμη 60.000 τακτικών στρατιωτών οι οποίοι είχαν καταφέρει να διαφύγουν από το Σεντάν υπό τον Ζοζέφ Βινουά ή επρόκειτο για εφέδρους. Μαζί με 90.000 Εθνοφρουρούς (Mobiles), ένα τάγμα 13.000 ναυτών και 350.000 μελών της Εθνικής Φρουράς, οι υπερασπιστές του Παρισιού υπολογιζόταν συνολικά σε 513.000. Ωστόσο, οι υποχρεωτικά στρατολογημένοι Εθνικοί Φρουροί ήταν ανεκπαίδευτοι.
Πολιορκία
Τα πρωσικά στρατεύματα έφτασαν πολύ γρήγορα στο Παρίσι και στις 15 Σεπτεμβρίου ο Μόλτκε εξέδωσε διαταγές για πολιορκία της πόλης. Ο στρατός του πρίγκιπα Αλβέρτου περιέκλεισε το Παρίσι από βορρά χωρίς αντίσταση, ενώ ο πρίγκιπας Φρειδερίκος κινήθηκε από τη νότια πλευρά. Στις 17 Σεπτεμβρίου δύναμη υπό τον Βινουά επιτέθηκε στον στρατό του Φρειδερίκου κοντά στο Βιλνέβ-Σαιν-Ζορζ σε μια προσπάθεια να περισώσει μια αποθήκη προμηθειών, αλλά τελικά απομακρύνθηκε από τα πυρά του πυροβολικού. Ο σιδηρόδρομος προς την Ορλεάνη κόπηκε και την 18η του Σεπτεμβρίου οι Βερσαλλίες καταλήφθηκαν, λειτουργώντας έκτοτε ως έδρα για την 3η Στρατιά και για τον ίδιο τον Γουλιέλμο.
Μέχρι τις 19 Σεπτεμβρίου η περικύκλωση είχε ολοκληρωθεί και η πολιορκία ξεκίνησε επίσημα. Υπεύθυνος για την εκτέλεση της πολιορκίας ήταν ο στρατηγός φον Μπλούμενταλ.
Ο καγκελάριος της Πρωσίας Όττο φον Μπίσμαρκ πρότεινε τον βομβαρδισμό του Παρισιού ώστε να διασφαλίσει την ταχεία παράδοση της πόλης και να καταστήσει όλες τις προσπάθειες των Γάλλων να απελευθερώσουν την πόλη χωρίς νόημα, αλλά η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση των Γερμανών, με επικεφαλής τον βασιλιά της Πρωσίας, απέρριψε την πρόταση υποστηρίζοντας τον στρατηγό φον Μπλούμενταλ, ο οποίος ισχυριζόταν πως ο βομβαρδισμός θα επηρέαζε αμάχους, θα παραβίαζε τους κανόνες του πολέμου και θα έστρεφε την κοινή γνώμη εναντίον των Γερμανών, χωρίς να επιταχύνει την τελική επικράτηση.
Υποστηρίχθηκε επίσης ότι μια γρήγορη παράδοση των Γάλλων θα άφηνε τα νέα γαλλικά στρατεύματα ανέγγιχτα και θα επέτρεπε στη Γαλλία να συνεχίσει τον πόλεμο σε μικρό διάστημα. Τα νέα γαλλικά στρατεύματα θα έπρεπε πρώτα να αφανιστούν και το Παρίσι θα έπρεπε να λιμοκτονήσει για να παραδοθεί
Ο Τροσύ είχε ελάχιστη εμπιστοσύνη στην ικανότητα των Εθνοφρουρών, που αποτελούσαν τη μισή δύναμη που υπερασπιζόταν την πόλη. Έτσι, αντί να πραγματοποιήσει μια σημαντική προσπάθεια για να αποτρέψει την πολιορκία των Γερμανών, ο Τροσύ ήλπιζε ότι ο Μόλτκε θα προσπαθούσε να καταλάβει την πόλη με έφοδο, και οι Γάλλοι θα μπορούσαν στη συνέχεια να στηριχθούν στην άμυνα της πόλης. Αυτή αποτελούνταν από το 33 χιλιομέτρων τείχος Τιέρ και έναν δακτύλιο δεκαέξι απομονωμένων οχυρών, που είχαν κατασκευαστεί την δεκαετία του 1840.
Ο Μόλτκε δεν είχε πρόθεση να επιτεθεί στην πόλη και αυτό έγινε σαφές λίγο μετά την έναρξη της πολιορκίας. Ο Τροσύ άλλαξε τα σχέδιά του και επέτρεψε στον Βινουά να κάνει μια επίδειξη κατά των Πρώσων δυτικά του Σηκουάνα. Στις 30 Σεπτεμβρίου ο Βινουά επιτέθηκε στο Σεβιλύ με 20.000 στρατιώτες αλλά αποτράπηκε από τη 3η Στρατιά. Έπειτα στις 13 Οκτωβρίου το Β΄ Βαυαρικό Σώμα οδηγήθηκε μέσω του Σατιγιόν, αλλά οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να αποσυρθούν απέναντι στο πρωσικό πυροβολικό.
Ο στρατηγός Κάρεϊ ντε Μπελεμάρ ήταν επικεφαλής στο ισχυρότερο φρούριο βόρεια του Παρισιού στο Σαιν-Ντενί. Στις 29 Οκτωβρίου ο ντε Μπελεμάρ επιτέθηκε στην Πρωσική Φρουρά στο Λε Μπουρζέ χωρίς διαταγές και κατέλαβε την πόλη. Η Φρουρά είχε ελάχιστο ενδιαφέρον ανακατάληψης της πόλης για την ακρίβεια, αλλά ο πρίγκιπας Αλβέρτος διέταξε την ανακατάληψή της όπως και να έχει. Στη μάχη του Λε Μπουρζέ, οι Πρώσοι κατάφεραν να καταλάβουν και πάλι την πόλη και αιχμαλώτισαν 1.200 Γάλλους στρατιώτες.
Ακούγοντας τα νέα για τη παράδοση των Γάλλων στη Μετς και την ήττα στο Λε Μπουρζέ, το ηθικό στο Παρίσι άρχισε να βυθίζεται. Ο λαός του Παρισιού άρχισε να υποφέρει από τις συνέπειες του γερμανικού αποκλεισμού. Ελπίζοντας να βελτιώσει το ηθικό, ο Τροσύ ξεκίνησε τη μεγαλύτερη επίθεση από το Παρίσι στις 30 Νοεμβρίου, παρόλο που είχε ελάχιστες ελπίδες να διαρρήξει την πολιορκία. Παρ’ όλα αυτά, έστειλε τον Ωγκύστ-Αλεξάντρ Ντυκρό μαζί με 80.000 στρατιώτες κατά των Πρώσων στο Σαμπινί, το Κρετέιγ και το Βιλιέ.
Σε αυτό που έγινε γνωστό ως μάχη του Βιλιέ οι Γάλλοι κατάφεραν να καταλάβουν και να διατηρήσουν θέσεις στο Κρετέιγ και το Σαμπινί. Μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου, το Σώμα της Βυρτεμβέργης είχε οδηγήσει τον Ντυκρό πίσω στην άμυνα της πόλης και η μάχη ολοκληρώθηκε στις 3 Δεκεμβρίου.
Στις 19 Ιανουαρίου μια τελική απόπειρα διαφυγής είχε στόχο το Κάστρο του Μπουζενβάλ στο Ρυέιγ-Μαλμαιζόν κοντά στο Αρχηγείο των Πρώσων, δυτικά του Παρισιού. Ο πρίγκιπας απώθησε με ευκολία την επίθεση που προκαλώντας πάνω από 4.000 απώλειες, ενώ υπέστη λίγο παραπάνω από 600 απώλειες. Ο Τροσύ παραιτήθηκε από την θέση του κυβερνήτη αφήνοντας τον στρατηγό Ζοζέφ Βινουά μαζί με 146.000 αμυνόμενους.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, άρχισαν να δημιουργούνται εντάσεις στην ανώτερη διοίκηση της Πρωσίας. Ο Χέλμουτ φον Μόλτκε και ο Λεονάρδος, κόμης του Μπλούμενταλ που ήταν επικεφαλής της πολιορκίας θεωρούσαν κυρίως πως μια μεθοδική πολιορκία θα κατέστρεφε τα απομονωμένα οχυρά γύρω από την πόλη και θα κατέπνιγε της δυνάμεις υπεράσπισης με ελάχιστες απώλειες για τους Γερμανούς.
Αλλά με την πάροδο του χρόνου, υπήρχε αυξανόμενη ανησυχία ότι ένας παρατεταμένος πόλεμος θα πίεζε υπερβολικά τη γερμανική οικονομία και μια εκτεταμένη πολιορκία θα έπειθε τη γαλλική κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας ότι η Πρωσία θα μπορούσε ακόμα να νικηθεί. Μια παρατεταμένη εκστρατεία θα επέτρεπε επίσης στη Γαλλία να συνθέσει νέα στρατεύματα και να πείσει τις ουδέτερες δυνάμεις να εισέλθουν στον πόλεμο κατά της Πρωσίας.
Για το Μπίσμαρκ, το Παρίσι ήταν το κλειδί για να σπάσει η εξουσία των αδιάλλακτων ρεπουμπλικανών ηγετών της Γαλλίας, τερματίζοντας εγκαίρως τον πόλεμο και εξασφαλίζοντας ευνοϊκούς όρους ειρήνης για τη Πρωσία. Ο Μόλτκε ανησυχούσε επίσης για τις ανεπαρκείς προμήθειες του χειμώνα που έφταναν στα γερμανικά στρατεύματα που πολιορκούσαν την πόλη, με ασθένειες όπως η φυματίωση να καταβάλλουν αρκετούς στρατιώτες. Επίσης, οι πολιορκητικές επιχειρήσεις ανταγωνιζόταν τις απαιτήσεις της Εκστρατείας του Λίγηρα που πραγματοποιούνταν παράλληλα ενάντια στα υπόλοιπα γαλλικά στρατεύματα.
Τον Ιανουάριο, μετά από συμβουλές του Μπίσμαρκ, οι Γερμανοί έριξαν περίπου 12.000 πυρομαχικά στην πόλη κατά τη διάρκεια 23 νυχτών σε μια προσπάθεια να διαρρήξουν το ηθικό των Παριζιάνων. Περίπου 400 άτομα έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν από τον βομβαρδισμό, ο οποίος «είχε ελάχιστη επίδραση στο πνεύμα της αντίστασης στο Παρίσι».
Ο Ντελεκλύζ ανέφερε, «Οι Γάλλοι του 1870 είναι οι γιοι των εκείνων των Γαλατών για τους οποίους οι μάχες ήταν διακοπές». Λόγω της σοβαρής έλλειψης τροφίμων, οι Παριζιάνοι αναγκάστηκαν να σφαγιάσουν οποιαδήποτε ζώα είχαν στη διάθεσή τους. Οι αρουραίοι, τα σκυλιά, οι γάτες και τα άλογα ήταν τα πρώτα που σφαγιάστηκαν και αποτέλεσαν το μενού των εστιατορίων. Όταν όλα αυτά τα ζώα σφαγιάστηκαν οι πολίτες του Παρισιού στράφηκαν στα ζώα που βρισκόταν στον βοτανικό κήπο. Ακόμη και οι Κάστωρ και Πολυδεύκης, το μοναδικό ζεύγος ελεφάντων στο Παρίσι, σφαγιάστηκαν για το κρέας τους.
Οι αεροπορικές ιατρικές μεταφορές αναφερόταν συχνά πως έλαβαν χώρα για πρώτη φορά το 1870 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού, όταν 160 τραυματίες Γάλλοι στρατιώτες απομακρύνθηκαν από την πόλη με αερόστατο θερμού αέρα, αλλά ο μύθος αυτός τελικά αποδείχθηκε εσφαλμένος μετά από πλήρη ανασκόπηση των στοιχείων του πληρώματος και των επιβατών κάθε αεροστάτου που αποχώρησε από το Παρίσι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας.
Κατά την διάρκεια της πολιορκίας, ο μοναδικός επικεφαλής διπλωματικής αποστολής μεγάλης δύναμης που παρέμεινε στο Παρίσι ήταν ο Πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών, Ελίχου Μπ. Γουόσμπερν. Ως εκπρόσωπος ουδέτερης χώρας, ο Γουόσμπερν μπόρεσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη σύγκρουση, όντας ένας από τους λίγους διαύλους επικοινωνίας μέσα και έξω από την πόλη σε μεγάλο μέρος της πολιορκίας. Είχε επίσης ηγετικό ρόλο στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε αλλοδαπούς, συμπεριλαμβανομένων των εθνοτικών Γερμανών.
Στις 25 Ιανουαρίου 1871, ο Γουλιέλμος Α΄ ανέτρεψε τον Μόλτκε και διατάσσοντας τον να συμβουλεύεται τον Μπίσμαρκ για όλες τις μελλοντικές του ενέργειες. Ο Μπίσμαρκ διέταξε αμέσως τον βομβαρδισμό της πόλης πολιορκητικά πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος Krupp. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την παράδοση της πόλης στις 28 Ιανουαρίου 1871.
Το Παρίσι υπέστη τις περισσότερες καταστροφές την περίοδο 1870–1871 παρά σε οποιαδήποτε άλλη σύγκρουση.
Εκεχειρία και παράδοση
Οι μυστικές συνομιλίες εκεχειρίας ξεκίνησαν στις 23 Ιανουαρίου 1871 και συνεχίστηκαν στις Βερσαλλίες μεταξύ του Ζυλ Φαβρ και του Μπίσμαρκ μέχρι τις 27. Από τη γαλλική πλευρά, υπήρχε ανησυχία ότι η Εθνική Φρουρά θα επαναστατούσε όταν τα νέα της συνθηκολόγησης θα δημοσιοποιούνταν. Η συμβουλή του Μπίσμαρκ ήταν να «προκαλέσετε μια εξέγερση όσο έχετε ακόμα στρατό για να την καταστείλετε». Οι τελικοί όροι της συμφωνίας ήταν ο αφοπλισμός των γαλλικών τακτικών στρατευμάτων (μικρότερων μιας μεραρχίας), η πληρωμή αποζημίωσης 200 εκατομμυρίων φράγκων από το Παρίσι και η παράδοση των οχυρώσεων γύρω από την περίμετρο της πόλης. Σε αντάλλαγμα η ανακωχή παρατάθηκε μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου.
Οι προμήθειες τροφίμων από τις επαρχίες, καθώς και τα φορτία από τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, άρχισαν να εισέρχονται στην πεινασμένη πόλη σχεδόν αμέσως. Τριάντα χιλιάδες στρατεύματα από τη Πρωσία, τη Βαυαρία και τη Σαξονία πραγματοποίησαν σύντομη παρέλαση στο Παρίσι την 1η Μαρτίου 1871 και ο Μπίσμαρκ τίμησε την ανακωχή στέλνοντας τρένα γεμάτα τρόφιμα στην πόλη.
Τα γερμανικά στρατεύματα αναχώρησαν μετά από δύο μέρες, καταλαμβάνοντας προσωρινές θέσεις στα ανατολικά της πόλης, αποχωρώντας από εκεί μόλις η Γαλλία πλήρωσε την αποζημίωση. Ενώ οι Παριζιάνοι έσκαψαν τους δρόμους που είχαν «μολυνθεί» από την θριαμβευτική είσοδο, δεν σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια κατά τη σύντομη και συμβολική κατοχή της πόλης. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι Γερμανοί είχαν αποφύγει την είσοδο σε περιοχές όπως το Μπελβίλ, όπου η εχθρότητα ήταν αναμφισβήτητα υψηλή.
Αεροπορικό ταχυδρομείο
Το ταχυδρομείο μέσω αεροστάτων ήταν ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας της πολιορκούμενης πόλης με την υπόλοιπη Γαλλία. Η χρήση των αεροστάτων για την μεταφορά επιστολών προτάθηκε για πρώτη φορά από τον φωτογράφο και αεροναυτικό Φελίξ Ναντάρ, ο οποίος είχε ιδρύσει την εταιρεία No. 1 Compagnie des Aérostatiers, με ένα και μοναδικό αερόστατο, το Neptune, στη διάθεση του, για να πραγματοποιεί προσδεδεμένες πτήσεις για παρατήρηση. Ωστόσο η περικύκλωση των Πρώσων κατέστησε κάτι τέτοιο άσκοπο, και στις 17 Σεπτεμβρίου ο Ναντάρ έγραψε επιστολή προς το Συμβούλιο Άμυνας του Παρισιού προτείνοντας την χρήση αεροστάτων για επικοινωνία με τον έξω κόσμο: μια παρόμοια πρόταση είχε γίνει και από τον αεροναυτικό Εζέν Γκοντάρ.[
Η πρώτη απογείωση πραγματοποιήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου, με το Neptune να μεταφέρει 125 κιλά επιστολών, χωρίς στο βάρος αυτό να υπολογίζεται ο κυβερνήτης. Μετά από πτήση τριών ωρών προσγειώθηκε στο Κρακονβίλ, 83 χιλιόμετρα από το Παρίσι.
Μετά από αυτή την επιτυχία άρχισε να εκτελείται τακτική ταχυδρομική υπηρεσία, με κόστος 20 λεπτών ανά επιστολή. Δημιουργήθηκαν δύο εργαστήρια κατασκευής αεροστάτων, ένα υπό την διεύθυνση του Ναντάρ στην αίθουσα χορού Elysềe-Montmartre (μετέπειτα μεταφέρθηκε στον Σταθμό του Βορρά) και το άλλο υπό την διεύθυνση του Γκοντάρ στο Σταθμό της Ορλεάνης.
Κατασκευάστηκαν περίπου 66 αερόστατα, συμπεριλαμβανομένου ενός που κατά λάθος πραγματοποίησε παγκόσμιο ρεκόρ φτάνοντας έως τη Νορβηγία. Τα περισσότερα εξ αυτών ήταν επιτυχημένα: μόνο πέντε αιχμαλωτίστηκαν από τους Πρώσους, ενώ τρία χάθηκαν (κατά πάσα πιθανότητα κατέπεσαν στον Ατλαντικό ή την Ιρλανδική θάλασσα). Ο αριθμός των επιστολών που μεταφέρθηκαν υπολογίζεται σε 2,5 εκατομμύρια.
Σε μερικά αερόστατα μεταφερόταν και επιβάτες εκτός από τις επιστολές, με τον περισσότερο γνωστό να είναι ο Λεόν Γκαμπετά, υπουργός Πολέμου της νέας κυβέρνησης, ο οποίος πέταξε από το Παρίσι στις 7 Οκτωβρίου. Στα αερόστατα μεταφερόταν επίσης αυτοπροσανατολιζόμενα περιστέρια τα οποία θα χρησιμοποιούνταν ως ταχυδρομικά περιστέρια. Αυτά ήταν τα μοναδικά μέσα επικοινωνίας με το υπόλοιπο τμήμα της Γαλλίας από την πολιορκούμενη πόλη.
Ένα ειδικά τοποθετημένο καλώδιο τηλεγράφου στο βυθό του Σηκουάνα ανακαλύφθηκε και κόπηκε από τους Πρώσους στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ οι αγγελιοφόροι που προσπαθούσαν να περάσουν από τις γερμανικές γραμμές συλλαμβανόταν. Οποιεσδήποτε άλλες μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν, όπως σκυλιά και κούτες που ριχνόταν στο Σηκουάνα, ήταν ανεπιτυχείς. Τα περιστέρια μεταφερόταν στις βάσεις τους, πρώτα στην Τουρ και έπειτα στο Πουατιέ, και όταν είχαν ταϊστεί και ξεκουραστεί ήταν έτοιμα για το ταξίδι της επιστροφής.
Η Τουρ βρίσκεται περίπου 200 χιλιόμετρα από το Παρίσι και το Πουατιέ 300 χιλιόμετρα. Πριν την αποδέσμευση τους, φορτωνόταν με τα μηνύματά τους. Αρχικά τα ταχυδρομικά περιστέρια χρησιμοποιούνταν για την επικοινωνία της κυβέρνησης αλλά στις 4 Νοεμβρίου αποφασίστηκε πως και οι απλοί πολίτες θα μπορούσαν να στείλουν μηνύματα με περιστέρια, με όριο στις είκοσι λέξεις ανά επιστολή και κόστος 50 λεπτών ανά λέξη.
Τα μηνύματα αντιγραφόταν σε χαρτόνια και φωτογραφιζόταν από κάποιον Μ. Μπάρσγουιλ, φωτογράφο στη Τουρ. Σε κάθε χαρτόνι περιλαμβανόταν 150 μηνύματα τα οποία εκτυπωνόταν σε χαρτί 40 επί 55 χιλιοστά. Κάθε περιστέρι μετέφερε εννέα τέτοια χαρτόνια. Η φωτογραφική διαδικασία βελτιώθηκε από τον Ρενέ Νταγκρόν ο οποίος την τροποποίησε επιτρέποντας τη μεταφορά περισσότερων μηνυμάτων. Ο Νταγκρόν, μαζί με τον εξοπλισμό του, πέταξε έξω από το Παρίσι στις 12 Νοεμβρίου αποφεύγοντας επιδέξια τους Πρώσους.
Η φωτογραφική διαδικασία επέτρεψε την αποστολή πολλαπλών αντιγράφων των μηνυμάτων, έτσι ώστε αν και μόνο 57 από τα 360 περιστέρια που απελευθερώθηκαν έφτασαν στο Παρίσι, περισσότερα από 60.000 από τα 95.000 μηνύματα που στάλθηκαν παραδόθηκαν στον προορισμό τους. (ορισμένες πηγές αναφέρονται σε σημαντικά υψηλότερο αριθμό περίπου 150.000 κυβερνητικών και 1 εκατομμυρίου ιδιωτικών μηνυμάτων, αλλά ο αριθμός αυτός προκύπτει με την καταμέτρηση όλων των αντιγράφων κάθε μηνύματος.)
Συνέπειες
Αφού οι Πρώσοι εξασφάλισαν τη νίκη στον πόλεμο, ο Γουλιέλμος Α΄ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας των Γερμανών στις 18 Ιανουαρίου 1871 στο Ανάκτορο των Βερσαλλιών.
Τα βασίλεια της Βαυαρίας, της Βυρτεμβέργης και της Σαξονίας, τα κράτη της Βάδης και της Έσσης, και οι ελεύθερες πόλεις του Αμβούργου και της Βρέμης ενώθηκαν με τη Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία για να δημιουργήσουν την Γερμανική Αυτοκρατορία.
Η προκαταρκτική ειρηνευτική συνθήκη υπογράφηκε στις Βερσαλλίες και η τελική συνθήκη, η συνθήκη της Φραγκφούρτης, υπεγράφη στις 10 Μαΐου 1871. Ο Όττο φον Μπίσμαρκ κατάφερε να εξασφαλίσει την Αλσατία-Λοραίνη ως μέρος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Η συνεχιζόμενη παρουσία γερμανικών στρατευμάτων έξω από την πόλη εξαγρίωσε τους Παριζιάνους. Δημιουργήθηκε περαιτέρω δυσαρέσκεια εναντίον της γαλλικής κυβέρνησης και τον Μάρτιο του 1871 εργάτες και μέλη της Εθνικής Φρουράς στο Παρίσι επαναστάτησαν και ίδρυσαν την Παρισινή Κομμούνα, μια ριζοσπαστική και σοσιαλιστική κυβέρνηση, η οποία διήρκεσε μέχρι τα τέλη Μαΐου εκείνου του έτους.
wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ