Διδώ Σωτηρίου: Μια Βιωματική Λογοτέχνις και Αγωνίστρια

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004 «σβήνει» η πιο βιωματική και αγωνιστική λογοτεχνική πένα του 20ου αιώνα που ανήκε στη Διδώ Σωτηρίου. Το μελάνι στέγνωσε, μα η ελπίδα δόθηκε.

Φωτογραφία από: http://didosotiriou.blogspot.com/

Η Διδώ Σωτηρίου αγωνίστηκε, αντιστάθηκε, πάλεψε, βίωσε όλα τα μεγάλα γεγονότα, αλλά δε δείλιασε, δεν κρύφτηκε, δεν απομονώθηκε. Έμεινε στην Ελλάδα σε πείσμα των καιρών.

Όλα όσα βίωσε τα έγραψε, για να παραμείνουν αξέχαστα ιστορικά ντοκουμέντα, αληθινές μαρτυρίες και να δώσει το μήνυμα πως όσα κι αν περάσεις, η ελπίδα δε χάνεται, όσο αγωνίζεσαι με ελληνική καρδιά.

Η ζωή της Διδώς Σωτηρίου και οι δυσκολίες – Τα πρώτα χρόνια

Στις 18 Φλεβάρη 1909 στο χωριό Κιρκιντζέ του Αϊδινίου της Μικράς Ασίας γεννιέται η Διδώ Σωτηρίου και σύντομα θα ξεδιπλώσει -σε ηλικία μόλις δέκα ετών- τον ενδιαφέροντα, αλλά και βαθιά φιλάνθρωπο χαρακτήρα της. Κόρη μιας -κατά το ήμισυ- μικρασιατικής οικογένειας θα ακολουθήσει διαφορετική επαγγελματική πορεία από αυτή της οικογένειας, γιατί πολύ απλά, αυτό της πρόσταξε η μοίρα και το προσωπικό της καθήκον.

Το πραγματικό της επώνυμο ήταν Παππά, αλλά μετά τον γάμο της με τον καθηγητή Πλάτωνα Σωτηρίου αποφάσισε να κρατήσει το δικό του επίθετο. Ο πατέρας της, Ευάγγελος Παππάς, γεννημένος στη Μικρά Ασία, ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου σαπουνοποιΐας με καταγωγή από τα Καλά Νερά Βόλου, ενώ η μητέρα της, η Μαριάνθη Παπαδοπούλου καταγόταν από τη Ρόδο. Από μικρή λάτρευε τον τόπο της και εκτιμούσε αφάνταστα τις απόκρυφες ομορφιές και τα μυστικά του. Εξερευνούσε τις κορυφές των δέντρων, τα λιοτρίβεια, τα βουνά, την αγορά, προσπαθούσε να ρουφήξει όση ζωή και φύση μπορούσε. Ούσα φυσιολάτρης, αλλά και άτακτο παιδί -όπως θα παραδεχτεί αργότερα- χανόταν από την οικογένειά της για ώρες.

Το 1919, πριν την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, μετακομίζει με την οικογένειά της στη Σμύρνη, στο κτίριο όπου στεγαζόταν το πρώην Αιγυπτιακό Προξενείο. Το δαιμόνιο αίσθημα της αναζήτησης και της περιέργειας την οδηγεί στην εύρεση κρυμμένων αιγυπτιακών εγγράφων. Αυτή ήταν η αρχή μιας μακρόχρονης μελέτης των γεγονότων που σημάδεψαν τον τόπο της. Σε ηλικία μόλις δέκα ετών, με έντονο το αίσθημα της δοτικότητας, της φιλανθρωπίας και της καλοσύνης θα δημιουργήσει έναν σύλλογο, ώστε να προσφέρει φαγητό και φροντίδα στους ζητιάνους της περιοχής, γεγονός που δε θα περάσει απαρατήρητο. Λίγο καιρό μετά, θα δώσει την πρώτη της συνέντευξη.

Το 1922 ο ελληνικός στρατός ηττάται. Οι επαφές του πατέρα της με την υψηλή τάξη φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες. Υψηλά ιστάμενοι ενημέρωσαν έγκαιρα την οικογένεια Παππά για το γεγονός. Λίγο πριν την καταστροφή της Σμύρνης η νεαρή Διδώ εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία συνοδευόμενη από τη θεία της. Η υπόλοιπη οικογένεια ακολούθησε λίγο μετά.

Φτάνοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά. Μακριά από τον τόπο της και τις ανέσεις της μέχρι τότε ζωής της θα αντιμετωπίσει πείνα, εξαθλίωση -μα πάνω από όλα- την καχυποψία και τον ρατσισμό των ντόπιων που τη βλέπουν ως πρόσφυγα, και όχι ως Ελληνίδα.

Τα επόμενα χρόνια της ζωής της

Με τα χρόνια θα βελτιωθεί η οικονομική ζωή της οικογένειας και επιτέλους η λογοτέχνις θα ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές της. Φοιτά στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και εκεί θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τους λογοτέχνες Κώστα Παρορίτη (Σουρέα) και Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη.

Το 1937 θα μεταφερθεί στο Παρίσι, όπου θα συνεχίσει για λίγους μήνες τις σπουδές της παρακολουθώντας μαθήματα Γαλλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Εκεί η Σωτηρίου θα γνωρίσει σημαντικά πρόσωπα της διανόησης και θα έρθει σε επαφή για πρώτη φορά με την Αριστερά. Θα μείνει λίγο καιρό εκεί πριν γυρίσει στην Ελλάδα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα ασχοληθεί με την αρθρογραφία επίκαιρων θεμάτων που εξέφραζαν την κοινωνία.

Το 1933 αποφασίζει να παντρευτεί τον μεγάλο της έρωτα, τον καθηγητή Πλάτωνα Σωτηρίου και εκτός της αμέριστης αγάπης του θα κρατήσει και το επώνυμό του. Δε θα αποκτήσουν ποτέ παιδιά, αλλά η Σωτηρίου παρέμεινε στο πλευρό του άνδρα της μια ολόκληρη ζωή και αφιέρωσε οκτώ χρόνια, εγκαταλείποντας οποιαδήποτε άλλη ασχολία ακόμα και τη λατρεία της, τη λογοτεχνία, για να του συμπαρασταθεί στην αρρώστια που αντιμετώπισε. Λίγο πριν αποχωρήσει κρατώντας του το χέρι τον ρώτησε: «Πλατωνάκι μου, πέρασες ωραία κοντά μου;» Εκείνος της απάντησε: «Είναι να το ρωτάς…» Έφυγε το 1985 έπειτα από 52 χρόνια κοινής ζωής.

Το 1935 ταξιδεύει στη Γενεύη για το συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας. Εκεί θα γνωρίσει και την Αλεξάνδρα Κολοντάι, σύντροφο του Λένιν, ενώ το 1945 θα βρεθεί στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας γυναικών στο Παρίσι.

Με τη δημοσιογραφία ασχολείται ήδη επαγγελματικά από το 1936 ως συντάκτρια στην εφημερίδα Νέος Κόσμος και ως αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα. Ανεξάρτητα από το αν θα βρίσκεται σε δημοσιογραφική αποστολή, θα ταξιδέψει αρκετά. Σε ένα ταξίδι της στο Παρίσι θα έρθει σε επαφή με το αριστερό κίνημα πιο ενεργά. Θα γνωρίσει τους διανοούμενους Αντρέ Ζιντ και Αντρέ Μαλρώ και θα εγγραφεί στο ΚΚΕ.

Η Κατοχή, η Αντίσταση, το γράψιμο και το τέλος:

ο 1944 θα εργαστεί στον «Ριζοσπάστη» ως αρχισυντάκτρια και έπειτα θα αναλάβει θέσεις ευθύνης στο «Ρίζο της Δευτέρας», «τη Γυνακεία Δράση», «την Κομμουνιστική Επιθεώρηση» και την «Αυγή». Την ίδια περίοδο γνωρίζει τη συναγωνίστριά της Ηλέκτρα Αποστόλου (στην οποία θα αφιερώσει ένα ολόκληρο μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ηλέκτρα») αλλά και τις: Τιτίκα Δαμασκηνού («Τίτο»), Μέλπω Αξιώτη, Χρύσα Χατζηβασιλείου και Έλλη Αλεξίου, οι οποίες μαζί με την αδελφή της, Έλλη Παππά, αποφασίζουν να συμμετέχουν ενεργά στην αντίσταση.

Παρόλο που ήταν η πιο σκληρή περίοδος που έζησε, την εκτίμησε. Αργότερα, παραδέχτηκε ότι «ο ελληνικός λαός έδειξε το μπόι του, και σ’ αυτό έπαιξαν ρόλο και οι πρόσφυγες», αλλά ομολόγησε και μία πικρή αλήθεια για την ελληνική λογοτεχνία:

«Το μεγαλείο της Αντίστασης δεν μπορέσαμε να το δώσουμε, δεν το καταφέραμε εμείς οι Έλληνες λογοτέχνες».

Στην περίοδο του Εμφυλίου, που ακολούθησε την Κατοχή, διαγράφηκε από το ΚΚΕ, κάτι που δέχτηκε στωικά και αναντίρρητα. Παρά τις προτροπές φίλων και οικογένειας να φύγει στο εξωτερικό, θα παραμείνει στην Ελλάδα.

«Δεν ήμουν η συγγραφέας που μάζεψε πληροφορίες από ιστορικά γεγονότα που είχαν γράψει άλλοι, αλλά τα έζησα στο πετσί μου».

Και έρχεται το 1951. Ένα μεγάλο προσωπικό και οικογενειακό χτύπημα θα τη συνταράξει. Η αδελφή και ο γαμπρός της θα συλληφθούν. Ο Μπελογιάννης (ο γαμπρός της) καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά η αδελφή της, η Έλλη Παππά, θα γλιτώσει την εκτέλεση, καθώς η κυβέρνηση Πλαστήρα θα της χαρίσει τη ζωή προκειμένου να μεγαλώσει το βρέφος που είχε γεννήσει. Το 1963 θα απελευθερωθεί. Έτσι, η Σωτηρίου θα αφιερώσει τη ζωή της στην ανατροφή του ανιψιού της και δε θα κάνει δικά της παιδιά.

«Κάποια στιγμή είπα “έως εδώ”. Είπα στον εαυτό μου κάθισε και γράψε γιατί αυτά φεύγουνε».

Στη ζωή της όμως, είδε πράγματα φρικαλέα που δεν μπορούσε να τα αποσιωπήσει. Έτσι, γράφει στα «Ματωμένα Χώματα»: «Είδα κομμένα δέντρα που μάχονταν ν’ ανθίσουν μέσα σε σκοτεινούς τάφους. Είδα πληγωμένα θεριά που παλεύανε ίσαμε την ύστατη πνοή τους να ζήσουνε. Μα σαν τη βουλή τ’ ανθρώπου να παλεύει για τη ζωή, δε γνώρισα άλλη».

«Έζησα δύσκολα πράγματα, πόνεσα πολύ. […] Ό,τι ήθελα το ‘κανα, δεν έχω παράπονο από τη ζωή. Το έκανα ίσως με θυσίες, με οδύνη, με αγωνία […] όλα όμως στη ζωή μου γίνονταν πηγές πλούτου…»
Ο επίλογός της στην εκπομπή της ΕΡΤ «Βάθος Πεδίου».

Το 1995 προσέφερε ως δωρεά την οικία της (που ανήκε σε εκείνη και τον ανιψιό της) επί της οδού Κοδριγκτώνος 8, απέναντι από το Πεδίον του Άρεως, στο Υπουργείο Πολιτισμού με τον όρο να στεγαστούν τα γραφεία της Εταιρείας Συγγραφέων, οργανισμός στον οποίο η Σωτηρίου ήταν ιδρυτικό μέλος. Στο συγκεκριμένο σπίτι είχαν φιλοξενηθεί τεράστιες προσωπικότητες του πνεύματος κατά την κατοχή κι όχι μόνο. Η ίδια έζησε σε ενοικιαζόμενο σπίτι στην οδό Ζωγράφου και πέθανε πλήρης ημερών σε ηλικία 95 ετών από γηρατειά.

Το βαρυσήμαντο έργο της:

Η Διδώ Σωτηρίου εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα αρχικά, στο αριστερό περιοδικό «Νέοι πρωτοπόροι», που δημοσίευσε κάποια κείμενά της, αλλά ουσιαστικά την εμφάνισή της στην ελληνική λογοτεχνία θα την κάνει με το μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν», το 1959.

Ακολούθησε το 1961, το βιογραφικό -κατ’ ουσίαν- μυθιστόρημα προς τιμή της συναγωνίστριάς της, Ηλέκτρα Αποστόλου, με τίτλο «Ηλέκτρα», ενώ το 1962 εξέδωσε τα πολυδιαβασμένα «Ματωμένα Χώματα», τα οποία έφτασαν τα 40.000 αντίτυπα. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Δ. Ραυτόπουλο, το εν λόγω έργο είναι η ελληνική εκδοχή του τολστοϊκού «Πόλεμος και ειρήνη».

Εν συνεχεία εξέδωσε το μοναδικό της δοκίμιο «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο» (1975), το μυθιστόρημα «Εντολή» (1976), τα παιδικά μυθιστορήματα «Μέσα στις φλόγες» (1978) και «Επισκέπτες» (1979), ενώ το 1982 κυκλοφόρησε το«Κατεδαφιζόμεθα».

Τα έργα της σχεδόν όλα είχαν έντονα το βιωματικό στοιχείο. Αντλούσε τα θέματά της από τη μικρασιατική καταστροφή, τον ξεριζωμό, τη Σμύρνη, την προσφυγιά, τη μεταπολίτευση, την ιστορία της Ελλάδας, τον πόλεμο, την Κατοχή, τη σύγχρονη πραγματικότητα. Απαλλαγμένη από την άκρατη υποκειμενικότητα και τη μονομέρεια στη γραφή της και παρόλο που εμπλέκεται έμπρακτα και συναισθηματικά στις περιπέτειες των ηρώων της, καταφέρνει με την ιδιαίτερη γραφή της, χωρίς εξάρσεις και διθυράμβους, να χτυπήσει κατευθείαν στην καρδιά και να αγγίξει την ψυχή κάθε αναγνώστη.

Τα έργα της έχουν μεταφραστεί στα ρωσικά, τουρκικά, ουγγρικά, ρουμανικά, βουλγαρικά, γερμανικά και γαλλικά. Τιμήθηκε το 1983 και το 1985 με το Βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκτ, πριν αναγνωριστεί και τιμηθεί το έργο της στην Ελλάδα, κάτι που έδειξε να την ενόχλησε. Δεν έψαξε καν ποιος εξέδωσε στην Τουρκία τα Ματωμένα Χώματα, καθώς δεν την ενδιέφερε να διεκδικήσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου της.

Ακολούθησαν κι άλλα βραβεία, όπως το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1989), το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1990) και το βραβείο του Ελληνικού Ινστιτούτου της Αγγλίας (1993). Το 1996 έλαβε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο, το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος της Τιμής, ενώ της απονεμήθηκε και το παράσημο Commandeur Del’ Ondre Du Merite από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζακ Σιράκ.

Τιμώντας την προσφορά της, από το 2001 η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων απονέμει το βραβείο Διδώ Σωτηρίου σε κάθε Έλληνα ή ξένο συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα.

Επίλογος:

Η Διδώ Σωτηρίου ήταν ιδεολόγος, μια βιωματική λογοτέχνιδα που πολέμησε, αγωνίστηκε και δε φοβήθηκε τον θάνατο. Εξετέλεσε το εθνικό της καθήκον και με το παραπάνω. Έζησε φρικτές στιγμές, δεινά και συμφορές που έντυσαν την πολυκύμαντη και ανταριασμένη ζωή της, αλλά δεν εγκατέλειψε τις ιδέες της ούτε στιγμή. Γνώρισε σημαντικά πρόσωπα, αλλά δεν τα χρησιμοποίησε για την προβολή του έργου της. Όλα τα βιώματά της έγιναν έργα που μίλησαν απευθείας στην καρδιά των ξεριζωμένων Ελλήνων, αλλά και σε κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως καταγωγής. Οι πάμπολλες εμπειρίες της θα μείνουν ιστορικά ντοκουμέντα και κειμήλια για μια ζωή, γιατί δεν μας επιτρέπεται να ξεχάσουμε ποτέ. Άλλωστε, όπως είπε η ίδια: «οι μνήμες πρέπει να μετουσιώνονται σε τέχνη».

Πηγές: 1, 2, 3, 4, 5

Χάρης Αβραμίδης για την ομάδα του filologika.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ