Ηθοποιός, show woman, μάνα, γιαγιά: Η Κατιάνα Μπαλανίκα κάνει την δική της καριέρα, έξω από τα συνηθισμένα. Και τώρα επιστρέφει στο σανίδι, γιατί ο Γιώργος Καπουτζίδης την θεωρεί γούρικη. Εχει ένα γιο και δύο εγγονές.
«Δεν είχα καμία σχέση με το θέατρο. Η μητέρα μας είχε. Εγώ ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Εδωσα και εξετάσεις. Ο θείος μου, ο αδελφός της μάνας μου ήταν εκείνος που με έσπρωξε να πάω να δώσω εξετάσεις για το θέατρο. Επειδή δεν είχαν αφήσει την μάνα μου, ενώ είχε πολλά ταλέντα. Τη μάνα μου την ήθελε η Κοτοπούλη. Είχε παίξει σε μια ερασιτεχνική παράσταση του Μουζενίδη, που κατά σύμπτωση είχε παίξει και η μητέρα της Κάτιας (σ.σ. Δανδουλάκη, με την οποία είναι φίλες). Κι έτσι έδωσα στη σχολή του Εθνικού και μπήκα. Χωρίς όμως να με τραβάει κάτι ιδιαίτερα στο θέατρο. Γιατί ήμουν ένα πολύ δειλό και ντροπαλό παιδί, κι είμαι ακόμα -εκτός από το ότι έριχνα ξύλο.
Ούτε τότε ούτε τώρα μπορώ να πω ότι το θέατρο είναι η ζωή μου. Οχι.
Εχω κάνει πολλά πράγματα μέσα στη δουλειά μου, χορό, τραγούδι. Θυμάμαι με γλύκα τη Μέδουσα.
Ελεγαν τότε για μένα, “αφήστε το κορίτσι να το βλέπουμε, αλλά να μην τραγουδάει”, μέχρι που με έστρωσε ο Γιώργος
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν λίγο δύσκολα γιατί ζούσα σε μια κατάσταση όπου όλα έπρεπε να τα κάνουμε στα κρυφά μέσα στο σπίτι. Δεν μπορούσαμε να ζούμε φανερά. Ηταν όλα κρυφά. Κι έτσι έγινα ένα παιδί που έπρεπε όλα να τα κρύβω. Και γι΄αυτό είμαι “τάφος”. Από μένα δεν μπορείς να πάρεις μυστικό. Ακόμα και o μεγαλύτερος εχθρός μου, αν μου έχει εκμυστηρευτεί κάτι, δεν θα το πω ποτέ. Δεν υπάρχει περίπτωση να προδώσω, ποτέ.
Αρα το θέατρο ήταν ένας τρόπος να καλύψω και την δειλία που είχα μέσα και να κάνω το κρυφό, φανερό. Γιατί μέσα σε όλο αυτό, φοβόμουν τα πάντα».
«Ναι, το σχολείο μου (σ.σ. πήγε στο Αμερικανικό Σχολείο Αγίας Παρασκευής, το Pierce College) έπαιξε θετικό ρόλο. Αν και το σπίτι μου ήταν ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, ένα σπίτι μορφωμένων ανθρώπων, το περιβάλλον του σχολείου τα είχε όλα αυτά σε μεγέθυνση.
Είμαι το μοναδικό παιδί των γονιών μου –η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε κι έκανε πέντε παιδιά (τρεις κόρες και δίδυμα αγόρια) και ο πατέρας μου από τον δεύτερο γάμο του, άλλο ένα, αγόρι.
Μετά την σχολή, έπαιξα μια φορά στο Εθνικό, και στη συνέχεια θέλησα να βγω στο Ελεύθερο Θέατρο. Αντιμετώπισα κάποια πράγματα που δεν μου άρεσαν εκεί κι έτσι βρέθηκα με τον Γιώργο Μαρίνο. Είχα κάνει δύο τραγούδια με τον Κώστα Χατζή, και μέσω του Χατζή πήγα στον Μαρίνο, τον οποίο ήξερα λίγο.
Με τον Γιώργο Μαρίνο ξεκίνησα όταν ήταν στην Πλάκα. Ελεγαν τότε για μένα, “αφήστε το κορίτσι να το βλέπουμε, αλλά να μην τραγουδάει”, μέχρι που με έστρωσε ο Γιώργος. Ηταν ένας πολύ χαρισματικός άνθρωπος. Ετσι όπως έβγαινε στην σκηνή, ήταν και στην ζωή. Είχαμε μια στενή σχέση μεταξύ μας. Οχι, τώρα δεν έχω επαφή μαζί του. Κανένας δεν έχει. Ετσι θέλει, κι εμείς το σεβόμαστε. Για μένα ο Γιώργος Μαρίνος είναι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου, τεράστιο.
Ελεγα, θυμάμαι, στην Κάτια “γιατί εσένα θέλουν να σε παντρευτούν κι εμένα θέλουν να με πηδήξουν”
Ως show woman άρχισαν να με ζητάνε και στο θέατρο. Ο Γιώργος δεν με άφηνε να πάω. Κι εγώ του ήμουν πιστή. Εμαθα πολλά, όλα τα έμαθα κοντά στον Γιώργο -και να τραγουδάω και να στέκομαι και πώς θα είμαι στη σκηνή χωρίς να μιλάω. Ηταν μια ολόκληρη σχολή ο Γιώργος -με τα καλά του και τα κακά του, που τα ανέχτηκα. Αυτά που κάναμε ήταν τόσο ωραία όμως. Φαντάζεσαι ένα πρόγραμμα να ξεκινάει με “Ορνιθες” του Αριστοφάνη; Θυμάμαι ένα βράδυ που ήρθε η Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ, μόλις είχαμε αρχίσει. Και δεν πήγε στο τραπέζι της, μέχρι να τελειώσει το κομμάτι με τους “Ορνιθες”, όπως στο θέατρο… Oπότε τι να έκανα στην Νεράιδα, με το τετραπλάσιο μεν μεροκάματο, όταν ζούσα αυτό στην Πλάκα. Τι να το έκανα;»
«Ναι, τα αναπολώ όλα αυτά, γιατί ήταν ιδιαίτερα. Τα ζήσαμε και μέσα στην χούντα -άλλα λέγαμε άλλα εννοούσαμε, μας σταμάτησαν, έπιασαν τον Γιώργο, μας κλείσανε. Κάναμε πράγματα με ποιότητα, με νόημα. Εφυγα όταν παντρεύτηκα…
Ακούω τώρα όλα αυτά για την σεξουαλική παρενόχληση και βλέπω όλες αυτές τις κυρίες που βγήκαν μετά από τόσα χρόνια να πουν ποιος τις είχε πηδήξει, που του είχαν πει ευχαριστώ… Σκοτίστηκα. Η Μέριλ Στριπ δεν είπε τίποτα, δεν χρειάστηκε. Είχε το ταλέντο της… Οταν σε καλεί ο παραγωγός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, και πας, γιατί πας; Δεν σε υποψιάζει; Οχι ότι αυτός δεν ήταν κάθαρμα, αλλά μετά από είκοσι χρόνια; Είναι υποτιμητικό και για την γυναίκα και για τον άντρα όλο αυτό. Αν έχω ζήσει εγώ κάτι τέτοιο; Γι΄αυτό πήγα στον Γιώργο Μαρίνο.
Είμαι ένας άνθρωπος που δεν ζητάει δουλειά, δεν μπορώ να το κάνω, ούτε να δημιουργήσω τις συνθήκες. Καριέρα μπορείς να κάνεις κι έτσι, χωρίς να κυνηγήσεις τα πράγματα…
Πάνε έξι-επτά χρόνια που έχω σταματήσει. Μου συνέβησαν διάφορα -είχα τον ώμο μου, αλλά κυρίως γεννήθηκαν οι εγγονές μου και έμεινα πολύ καιρό μαζί τους στην Αμερική.
Εγώ δεν είχα καμία σχέση με την Σάσα. Ξέρεις πως την έπαιξα; Σαν άντρας
Τώρα ξαναπαίζω γιατί ο Γιώργος (σ.σ. Καπουτζίδης) μου το ζήτησε. Αλλιώς μπορεί να μην είχα ξαναπαίξει. Επέστρεψα στο θέατρο λόγω του Καπουτζίδη. Θεώρησε τυχερό επειδή ήμουν στο πρώτο του σίριαλ (σ.σ. “Σαββατογεννημένες”) να είμαι και στο πρώτο του θεατρικό. Και είπα, ναι, φυσικά… Παίζω μια μαμά, τι άλλο; Δεν είναι πολύ μεγάλος ρόλος αλλά είναι καταλυτικός. Θα θυμίσει πολλά σε πολλές γυναίκες…
Ωραία γυναίκα εγώ; Ποτέ δεν το κατάλαβα. Οσο για την δειλία μου δεν φαινόταν, φορούσα πανοπλία. Εδειχνα απλησίαστη, φοβιστική. Ηταν η άμυνά μου. Γιατί εσωτερικά ήμουν πλαστελίνη, κι όποιος το ανακάλυπτε με πάταγε κάτω. Πολλοί το εκμεταλλεύτηκαν αυτό, όχι στην δουλειά γιατί εκεί με ήθελαν γι΄αυτό που ήμουν και γι΄αυτό που έκανα. Ομως κάποιοι άνθρωποι το εκμεταλλεύτηκαν στην ζωή μου…»
«Δεν ήμουν ποτέ φαντασμένη, δεν είχα ποτέ την αίσθηση ότι κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει με μένα. Τα έπαιρνα όλα πολύ απλά. Πίστευα ότι σήμερα είμαστε και αύριο δεν είμαστε, ειδικά σε αυτή την δουλειά. Δεν πίστευα στο για πάντα. Ούτε έβαλα ποτέ την δουλειά μου στην πρώτη γραμμή. Στην πρώτη γραμμή είναι το παιδί μου.
Στο θέατρο είναι πολύ εύκολο να χάσεις την ισορροπία σου, εγώ δεν την έχασα ποτέ. Είναι έτσι ο χαρακτήρας μου. Στην ζωή μου δεν είμαι του λούσου. Στους ρόλους, στη σκηνή, ναι, είμαι και παραείμαι. Αλλά είναι ο ρόλος, αυτή που παίζω, όχι εγώ. Στην ζωή μου είμαι πολύ ρακοσυλλέκτρια…
Ολοι έβλεπαν σε μένα κάτι σεξουαλικό. Καταλάβαινα, ένιωθα ότι μου συμβαίνει, αλλά δεν μου άρεσε πάντα..
Οταν ήρθε το “Dolce Vita” δεν κατάλαβα ότι αυτό θα είναι κάτι που θα μείνει: Η Σάσα έχει μείνει μέχρι σήμερα. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό το πλάσμα, δεν ήταν καν γυναίκα. Κι εγώ δεν είχα καμία σχέση με την Σάσα. Ξέρεις πως την έπαιξα; Σαν άντρας. Ελεγε: “Aχ τι ώρα είναι;” “Τρεις”. “Σχολάει η οικοδομή”. Καμιά γυναίκα δεν θα το έλεγε αυτό. Γι΄αυτό έβαλα στο μυαλό μου το “σαν άντρας”. Αλλιώς θα ήταν απλώς μια πουτάνα… Η Σάσα έδινε την αίσθηση της ελευθερίας. Στην ουσία όμως δεν είχε ποτέ της γκόμενο, γιατί τους κυνηγούσε, και δεν κατάφερε ποτέ να έχει κανέναν. Δεν είχε κανέναν στην ζωή της. Μόνο την φιλενάδα της. Γι΄αυτό και όταν ο Αλέξανδρος Ρήγας κάποια στιγμή ήθελε να με βάλει να κάνω κάτι με τον Αντώνη (σ.σ. τον Θανάση Ευθυμιάδη, στη σειρά), του είπα να μην το κάνει. Γιατί έτσι θα τέλειωνε η φιλία των δύο γυναικών κι εγώ θα έπρεπε να φύγω από το σίριαλ.
Ούτε τότε πήραν τα μυαλά μου αέρα. Στη σειρά φορούσα περούκα, οπότε όταν κυκλοφορούσα στον δρόμο έριχνα μπροστά τα μακριά μου μαλλιά. Οι “Σαββατογεννημένες”, μετά, ήταν μια ιδιαίτερη σειρά, που εκτιμήθηκε. Δεν ήταν μια σαχλή κωμωδία».
«Ανακάλυψα, με τα χρόνια, ότι το κοινό με αγαπάει, με μια εκτίμηση και έναν σεβασμό, που με ευχαριστεί. Δεν είχα ποτέ το κοινό που ουρλιάζει -ίσως δεν το επέτρεπα κιόλας. Μεγαλώνοντας όμως ανακάλυψα ότι με αγαπάνε και με εκτιμούν, κι ότι οι γυναίκες με θέλουν, κάτι πολύ σημαντικό για μένα.
Τρακ έχω πάντα -κολλάει το στόμα μου. Θα ήθελα να έχω κάνει περισσότερα πράγματα στο θέατρο, γιατί είναι αλήθεια ότι δεν έχω κάνει πολλά. Εκανα επιθεώρηση, τα προγράμματα στα μαγαζιά, αλλά θα ήθελα να έχω παίξει κάποια πράγματα. Δεν είχα την ικανότητα να το κυνηγήσω για να το κάνω. Ολοι έβλεπαν σε μένα κάτι σεξουαλικό. Καταλάβαινα, ένιωθα ότι μου συμβαίνει, αλλά δεν μου άρεσε πάντα… Ελεγα, θυμάμαι, στην Κάτια “γιατί εσένα θέλουν να σε παντρευτούν κι εμένα θέλουν να με πηδήξουν”. Γιατί μου συμβαίνει αυτό; Κουράστηκα να με βλέπουν έτσι. Ούτε άλλαξε αυτή η αίσθηση όταν έγινα μάνα -μην σου πω ότι έγινε πιο ισχυρό.
Αν γεννιόμαστε για “μαμ, κακά και νάνι”, τότε καλύτερα να μην υπάρχουμε και να τελειώσει ο πλανήτης
Μάνα είναι ο πιο ισχυρός ρόλος για μένα. Ως γιαγιά είναι άλλο πράγμα. Εχω δύο εγγονές, έξι και δυόμιση… Η πρώτη είναι η Κατιάνα. Η μάνα μου ήθελε να με πει έτσι, αλλά δεν μπορούσαν να με βαφτίσουν, οπότε με βάφτισε Αικατερίνη-Ιωάννα. Και την εγγονή μου έτσι την βάφτισε ο γιος μου αλλά την φωνάζει Κατιάνα…
Δεν μου έλειψε το θέατρο. Ούτε είχα την αγωνία ή την ανασφάλεια της επιστροφής. Δεν είμαι πολύ του έξω, δεν μου αρέσει να βγαίνω. Μένω σπίτι -στον Χολαργό, εκεί που μεγάλωσα».
«Ο γιος μου λείπει από τα 18 του. Ηταν ένα ιδιοφυές παιδί που ήξερα ότι θα φύγει στο εξωτερικό. Σπούδασε οικονομικά -έκανε λαμπρές σπουδές και ήταν κάτι που το ήθελε από μικρός. Ηξερε τι ήθελε να κάνει. Του αρέσει που είμαι ηθοποιός. Το θαυμάζει.
Σήμερα θεωρώ ότι τα πράγματα είναι χάλια, κι όσο πάει γίνονται χειρότερα. Σαν να γινόμαστε ανθρωποφάγοι. Δεν βλέπω ιδέες γύρω μου -κι εμείς φταίμε γι΄αυτό. Ούτε στους νέους βλέπω ιδέες, μια αγωνία για το τι συμβαίνει στον κόσμο. Κάθονται δίπλα δίπλα και μιλάμε μέσω κινητού. Νομίζω ότι είμαστε προς το τέλος, γενικότερα.
Νομίζω, τελικά, ότι πήγα στο θέατρο για να κρυφτώ. Αν πήγα στο θέατρο για να ζήσω πολλές ζωές; Εγώ πιστεύω ότι ζούμε πολλές ζωές στην ζωή, ότι είμαστε πολλές ψυχές -και πριν και μετά. Πιστεύω ότι ήμασταν κάτι πριν και θα γίνουμε κάτι μετά. Πιστεύω στον Θεό, έχω πίστη -δεν είμαι της εκκλησίας.
Δεν ξέρω τι ήμουν ή τι θα γίνω μετά. Αλλά δεν μπορώ να δεχτώ ότι αυτό είναι όλο. Αν γεννιόμαστε για “μαμ, κακά και νάνι”, τότε καλύτερα να μην υπάρχουμε και να τελειώσει ο πλανήτης. Αν σκεφτώ ότι αυτή είναι η ζωή, μόνο αυτό, και τελειώνει, δεν την θέλω, “αυτοκτονώ”. Αισθάνομαι ότι κάπου πηγαίνω και από κάπου ήρθα….».
Η Κατιάνα Μπαλανίκα παίζει στο θεατρικό του Γιώργου Καπουτζίδη «Οποιος θέλει να χωρίσει, να σηκώσει το χέρι του». Η πρεμιέρα θα δοθεί στις 16 Οκτωβρίου 2019 στο θέατρο Ηβη.
Πηγη: bovary.gr