Θρυλικός Αμερικανός ηθοποιός της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ και αντικείμενο λατρείας εκατομμυρίων γυναικών σε όλο τον κόσμο για τα γαλάζια του μάτια.
Η κωμωδία ήταν η τέχνη του, οι αγώνες αυτοκινήτων το πάθος του, η αγάπη του πήγαινε στην οικογένεια και τους φίλους του, η καρδιά και η ψυχή στην υπηρεσία ενός καλύτερου κόσμου.
Ο Πολ Νιούμαν (Paul Newman) γεννήθηκε στο Σέικερς Χάιτ του Οχάιο στις 26 Ιανουαρίου 1925, από πατέρα Εβραίο στο θρήσκευμα και μητέρα καθολική, με καταγωγή από τη Σλοβακία. Από μικρή ηλικία έδειξε το ενδιαφέρον του για το θέατρο και με την ενθάρρυνση της μητέρας του συμμετείχε με ένα μικρό ρόλο στην παράσταση Ρομπέν των Δασών, που ανέβηκε στο σχολείο του.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο υπηρέτησε τη θητεία του στην αεροπορία και στάλθηκε στο μέτωπο του Ειρηνικού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά την αφυπηρέτησή του σπούδασε ηθοποιός στο Πανεπιστήμιο του Γιέηλ και στη συνέχεια στο περίφημο Actor’s Studio του Λι Στράσμπεργκ, όπου διδάχθηκε την τέχνη της «μεθόδου».
Ξεκίνησε την κινηματογραφική καριέρα του στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και γρήγορα αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή. Συμμετείχε σε περισσότερες από 50 ταινίες και οι ρόλοι που ερμήνευσε, στις ταινίες Κεντρί και Δύο Ληστές του Τζορτζ Ρόι Χιλ, πλάι στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, άφησαν εποχή.
Προτάθηκε εννέα φορές για Όσκαρ καλύτερης ανδρικής ερμηνείας, κερδίζοντας τελικά ένα, το 1987, για τον ρόλο του στο Χρώμα του Χρήματος, με συμπρωταγωνιστή τον ανερχόμενο Τομ Κρουζ. Το 1986 η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του απένεμε τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στην έβδομη τέχνη.
Συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ (Σχισμένο Παραπέτασμα), ο Τζον Χιούστον (Ο Δικαστής), ο Ρόμπερτ Άλτμαν (Κουιντέτοπ), ο Σίντνεϊ Λιούμετ (Η ετυμηγορία), ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Σαμ Μέντες (Ο Δρόμος της Απώλειας), ο Ρίτσαρντ Μπρουκς (Λυσασμένη Γάτα) και οι αδελφοί Κοέν (Ο κύριος Χούλα Χουπ), ενώ συμπρωταγωνίστησε με μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ, όπως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Λορίν Μπακόλ και ο Τομ Χανκς.
Ο μεγάλος του έρωτας υπήρξε η συμπρωταγωνίστριά του Τζόαν Γούντγουορντ. Γνωρίστηκαν στα γυρίσματα της ταινίας Μακρύ, ζεστό καλοκαίρι το 1958 και δεν τους χώρισε παρά μόνο ο θάνατος. «Έχω φιλέτο στο σπίτι, γιατί να πάω έξω για χάμπουργκερ;» είχε πει χαριτολογώντας στο περιοδικό Playboy, όταν ρωτήθηκε εάν του πέρασε ποτέ από το μυαλό να απατήσει τη σύζυγό του. Με την Τζόαν Γουόντγουορντ απέκτησε τρεις κόρες, ενώ από τον πρώτο του γάμο με την Τζάκι Γουίτ, ένα γιο και δύο κόρες.
Το 1990 το περιοδικό People τον ανέδειξε ως έναν από τους 50 ωραιότερους άνδρες του κόσμου, ενώ το 1995 το βρετανικό περιοδικό Empire τον είχε επιλέξει ανάμεσα στους 100 πιο σέξι ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου.
Πολιτικοποιημένος ηθοποιός, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ. Συμμετείχε σε προεκλογικές εκστρατείες του Δημοκρατικού Κόμματος, καθώς και σε διασκέψεις για τον πυρηνικό αφοπλισμό.
Τη δεκαετία του ’80 κυκλοφόρησε στην αγορά μια σειρά προϊόντων διατροφής με το όνομά του, τα έσοδα από τα οποία τα διέθετε για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μέχρι τον Μάιο του 2007, τα ποσά που είχε διαθέσει σε αγαθοεργίες ξεπερνούσαν τα 200 εκατομμύρια δολάρια.
Είχε πάθος για την ταχύτητα και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Έλαβε μέρος σε πολλούς αγώνες, με αποκορύφωμα τη δεύτερη θέση που κατέλαβε το 1979 στο ονομαστό ράλι των 24ων Ωρών του Λεμάν.
Τον Μάιο του 2008 ο Πολ Νιούμαν ανακοίνωσε ότι για λόγους υγείας αποσύρεται από τα φώτα της δημοσιότητας και πως τελικά δεν θα σκηνοθετούσε τη θεατρική εκδοχή της νουβέλας του Τζον Στάινμπεκ Άνθρωποι και Ποντίκια. Δεινός καπνιστής, πέθανε στη φάρμα του, κοντά στο Γουέστπορτ του Κονέκτικατ, στις 26 Σεπτεμβρίου 2008, χτυπημένος από καρκίνο του πνεύμονα.