Του Γ. Λακόπουλου
Και οι πέτρες στη συντηρητική παράταξη ξέρουν ότι η επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εκλογές πέρασε -και- από τον Κ. Καραμανλή. Για την ακρίβεια πέρασε από τη συνέπεια του πρώην Πρωθυπουργού σ’ αυτό που έλεγε σε όσους από το 2016 έσπευδαν στην Παναγή Κυριακού να παραπονεθούν ότι “ο Κυριάκος είναι λίγος”.
Πηγη: anoixtoparathyro.gr
Η απάντησή του σε όλους ήταν καθαρή: “Αυτός βγήκε, με αυτόν θα πάμε στις εκλογές”. Τον Μάιο ο Μητσοτάκης πήρε 9,5 μονάδες διαφορά στις ευρωεκλογές και σάρωσε στις αυτοδιοικητικές. Ο Καραμανλής τον “έστεψε”με προσωπική του δήλωση πριν τις βουλευτικές εκλογές και τον υποδέχθηκε προσωπικά ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη. Δεν άρεσε σε όλους.
Δεν ξέρουμε πώς το πήρε μέσα του με την επικράτηση ενός πολιτικού με τον οποίο ο ‘ίδιος δεν είχε πολλά, δεν τον έβαλε σε καμιά κυβέρνηση του και δεν τον υποστήριξε στις εσωκομματικές αρχαιρεσίες.
Η ουσία όμως είναι ότι έπαιξε το παιχνίδι με τους κανόνες του και με εντιμότητα φυσικού επικεφαλής της παράταξης του. Έστω και αν η στήριξή του στον Μητσοτάκη του κόστισε στο τμήμα του προφίλ του που τον κατέστησε συμπαθή- αν όχι και πολιτικά αποδεκτό- στην απέναντι παράταξη.
Ο Καραμανλής έχει πολλά από τα στοιχεία του Κιγκινάτου, αλλά δεν είναι Κιγκινάτος. Με την έννοια ότι δεν περιμένει από τους Συγκλητικούς να σπεύσουν στο λατιφούντιο της Ραφήνας και να τον καλέσουν να τους αναλάβει χωρίς όρους.
Μεταξύ μας αυτό συνέβη ήδη μια φορά. Ωφέλησε τη ΝΔ γιατί την έβγαλε από το περιθώριο που την είχε καταδικάσει η πασοκική κυριαρχία. Αλλά μάλλον έβλαψε τον ίδιο.
Όσοι τον ξέρουν λένε ότι είχε μεγάλους στόχους για τη χώρα και η πρωθυπουργία τον προσγείωσε: στην Ελλάδα η διακυβέρνηση δεν ασκείται χωρίς περιορισμούς.
Είναι χώρα υπό διπλή περιορισμένη κυριαρχία και οι κυβερνήσεις της έχουν δυο δράκους πάνω από το κεφάλι τους. Ένας είναι ο εξωτερικός παράγοντας με την υπερατλαντική πανοπλία του που ορίζει την συμπεριφορά τους στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Π.χ. η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει μπίζνες με τους Ρώσους, αν αυτό βλάπτει τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Όταν το παραβλέψει ο ίδιος του το υπενθυμίζει ο Μπράιζα.
Ο άλλος δράκος είναι οι “νταβατζήδες” που έχουν επιβάλει διαχρονικά καθεστώς συνδιαχείρισης. Όχι μόνο στη διανομή του κρατικού, του κοινοτικού και του τραπεζικού χρήματος, αλλά και στις πολιτικές επιλογές. Υπήρξαν Πρωθυπουργοί που έσπευδαν εκ των προτέρων να πάρουν οδηγίες.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Τσίπρας και ο Καραμανλής που δεν έπαιξαν αυτό το παιχνίδι δέθηκαν στο κατάρτι της μιντιακής απαξίωσης ή ακόμη και των δικαστικών απειλών. Αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση.
Όπως είναι άλλη υπόθεση και η περίπτωση του Κώστα Μητσοτάκη που συνέπραξε και ταυτόχρονα συγκρούσθηκε με αυτούς που ο ίδιος αποκάλεσε “διαπλεκόμενα συμφέροντα”, που δεν δίστασαν να ανατρέψουν μια εκλεγμένη κυβέρνηση με μοχλό έναν υπουργό του.
Ο Καραμανλής μετά την ήττα του από αυτό το σύστημα “επέβαλε” στο δημόσιο βίο ένα ιδιότυπο καθεστώς για τον εαυτό του. Δια της σιωπής και των αποστάσεων έγινε περισσότερο αποδεκτός από πριν.
Στην παράταξη του έλεγαν “εμείς θα έχουμε πάντα τον Καραμανλή”. Και στην αντίπαλη παράταξη τον έβλεπαν σαν εφεδρεία, την οποία μπορεί να χρειαστούν και οι ίδιοι.
Η απότομη εισβολή και η ραγδαία επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διατάραξε αυτή την κατάσταση, αλλά δεν “εκθρόνισε” τον Καραμανλή. Μάλλον τον απελευθέρωσε, καθώς δεν χρεώνεται τίποτε από όσα θα κάνει μια κυβέρνηση της ΝΔ με επικεφαλής έναν Μητσοτάκη.
Από ό,τι φαίνεται αυτή η απελευθέρωση τον στέλνει σε διάφορα βήματα δημοσίου λόγου, εντός και εκτός της χώρας αρχής γενομένης από τη Θεσσαλονίκη. Δεν τον περιμένουν όλοι με χαρά.
Σ’ αυτό το σημείο εμφανίσθηκαν δημοσιεύματα που τον εμφανίζουν αποφασισμένο να κλείσει την πολιτική διαδρομή του με το τέλος αυτής της Βουλής. Με άλλα λόγια να την εγκαταλείψει το πολύ στα 67 του χρόνια.
Χλωμό δείχνει για κάποιον που, αν μη τι άλλο, επιβλήθηκε ως ταλαντούχος πολιτικός περισσότερο και όχι για το βαρύ επώνυμό του. Και που, αν ήθελε να φύγει από τα Παλαιά Ανάκτορα, κανείς δεν θα του έλεγε όχι για το νεοκλασικό του Τσίλερ στην Ηρώδου του Αττικού- κάτι που ο ίδιος έχει αποκλείσει.
Ότι από τη πλευρά του Καραμανλή διαψεύδονται και τα δυο ως πρόθεση θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως σοφή αυτοεξαίρεση από το προνόμιο του Μητσοτάκη – ως Πρωθυπουργού και επικεφαλής της ΝΔ -να αποφασίζει ποιος θα μπει και ποιος όχι στην επόμενη Βουλή και ποιος θα γίνει ρυθμιστής του πολιτεύματος. Συνεπώς κάτι άλλο συμβαίνει με τη αιφνίδια “συνταξιοδότησή” του.
Εδώ αρχίζουν τα σενάρια, οι υποθέσεις και οι γκραν-γκινιόλ εκδοχές των εξελίξεων, που αρχίζουν και τελειώνουν στο ίδιο σημείο: η είδηση για την αποχώρηση Καραμανλή εμφανίσθηκε σε ένα από τα μέσα του πιο ισχυρού μιντιάρχη στη χώρας -από τα οποία ο Καραμανλής βάλλεται σε σταθερή βάση, ακόμη και με χτυπήματα κάτω από τη μέση: από τις “παράγκες” μέχρι την καθημερινότητά του.
Είτε διαβαστεί ως επίθεση, είτε ως… παρότρυνση, προκαλεί σενάρια μέσα στα σενάρια. Π.χ. κάποιοι λένε ότι πρόκειται για δάκτυλο του Σαμαρά- που ανταποδίδει διαρκώς με ανάλογους τρόπους στον Καραμανλή την εξεργασία της επαναφοράς του στην πολιτική μετά το άγος του 1993.
Αλλά διακρίνουν διευκόλυνση του συγκεκριμένο εκδοτικού συστήματος προς τον Μητσοτάκη, με την έννοια ότι απόντος του Καραμανλή, η ΝΔ αποκαραμανλοποιείται και πολύ εύκολα θα γίνει ΙΧ κόμμα του σημερινού Πρωθυπουργού.
Στην αποκαραμανλοποίηση υπάρχει μια αλήθεια, αλλά ίσως δεν αφορά τον Μητσοτάκη: στρέφεται εναντίον και του Καραμανλή και του Κυριάκου ταυτόχρονα. Ή αλλιώς: αν ασκείται πίεση αποχώρησης του Καραμανλή, υπάρχει και σχέδιο απόσυρσης του Μητσοτάκη.
Χωρίς αυτούς ανοίγουν άλλοι δρόμοι, για άλλα μοντέλα διακυβέρνησης, με άλλου είδους πρωθυπουργούς.