Το ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα -Ένα αναδυόμενο ζήτημα εθνικής ασφάλειας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στην ήδη υπάρχουσα υπογεννητικότητα της Ελλάδας ήρθε να προστεθεί, τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η μετανάστευση χιλιάδων νέων Ελλήνων σε χώρες του Δυτικού κόσμου προς εύρεση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης.

Η Ελλάδα, ως χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου, τις τελευταίες δεκαετίες αντιμετωπίζει πρόβλημα αναφορικά με την ομαλή εξέλιξη και την γήρανση του πληθυσμού της. Παράλληλα, αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει γεγονότα τα οποία δύσκολα μπορούσαν να προβλεφθούν, όπως η οξεία οικονομική κρίση αλλά και η προσφυγική κρίση με επίκεντρο την Ανατολική Μεσόγειο, τα οποία δυσχέραναν περαιτέρω το δημογραφικό της πρόβλημα.

Η Ελλάδα, όπως και όλες οι χώρες του Δυτικού ανεπτυγμένου κόσμου, έχει ολοκληρώσει την δημογραφική της μετάβαση, δηλαδή έχει εξαιρετικά μικρούς ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού. Μάλιστα, ήδη από την δεκαετία του ’80 το δημογραφικό πρόβλημα άρχισε να αναδύεται στον δημόσιο διάλογο. Στην ήδη υπάρχουσα υπογεννητικότητα ήρθε να προστεθεί, τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η μετανάστευση χιλιάδων νέων Ελλήνων σε χώρες του Δυτικού κόσμου προς εύρεση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Αυτό το μείγμα προκάλεσε, για πρώτη φορά μεταπολεμικά, το 2011 την μείωση του ελληνικού πληθυσμού κατά 0,148% σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Η αρνητική ανάπτυξη του πληθυσμού της χώρας, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, κορυφώθηκε το 2013 όταν άγγιξε το -0,725%, ενώ για το έτος 2017 παρατηρήθηκε αποκλιμάκωση καθώς άγγιξε το -0,144% [1] με τις γεννήσεις να ανέρχονται στις 88.553 και τους θανάτους σε 124.501 (διαφορά 35.948 κατ’ απόλυτους αριθμούς). Τα στοιχεία που παραθέτει ο ΟΗΕ για τον παγκόσμιο πληθυσμό είναι εξίσου διαφωτιστικά όσον αφορά την Ελλάδα. Για την ακρίβεια ο πληθυσμός της χώρας το 2013 ήταν 11.128.000 κάτοικοι.

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, ο ελληνικός πληθυσμός αναμένεται να μειωθεί στα 10.668.000 κατοίκους το 2050, ενώ η πτωτική τάση αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι το 2100 όπου θα διαμορφωθεί σε 9.365.000 κατοίκους. Η ίδια έκθεση δίνει αποκαλυπτικά στοιχεία αναφορικά με την ετήσια εξέλιξη του ελληνικού πληθυσμού, για την περίοδο 2005-2010, καθώς αυτή είναι μόλις 0,1% με την συνολική γονιμότητα να ανέρχεται στο 1,5 παιδιά ανά γυναίκα [2].

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η έρευνα του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας που δημοσιεύθηκε το 2016 και αφορούσε την πληθυσμιακή εξέλιξη της χώρας τα έτη 2015-2050. Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την οξύτατη οικονομική κρίση: Ενδεικτικά αναφέρουμε πως το ΑΕΠ μειώθηκε από τα 238 δισ. ευρώ το 2009 στα 176 δισ. ευρώ το 2015 με το ποσοστό της ανεργίας να αγγίζει το 24,9% του ενεργού πληθυσμού ήτοι 2 εκατομμύρια άνεργοι.

Φυσικά η αρνητική οικονομική συγκυρία είχε δυσμενή επίπτωση στην πληθυσμιακή εξέλιξη καθώς ενέτεινε την περαιτέρω μείωση των γεννήσεων με την ταυτόχρονη αύξηση της θνησιμότητας. Τα χαρακτηριστικά αυτά σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο προσδοκώμενο μέσο όρο ζωής, αγγίζει τα 80 έτη και την ανατροπή των θετικών μεταναστευτικών ισοζυγίων όσο και της φοράς της μετανάστευσης (έξοδος Ελλήνων στο εξωτερικό που βρίσκονται σε ενεργή αναπαραγωγική ηλικία) προκάλεσαν την μείωση του ελληνικού πληθυσμού [3].

Τα στοιχεία για τις προβολές του πληθυσμού της Ελλάδας μέχρι το 2050 είναι διαφωτιστικά. Η EUROSTAT κατέγραψε την 1/1/2013 πληθυσμό 11.062.500 κατοίκων, ενώ το 2050 προβλέπει συρρίκνωσή του στα 8.911.800 κατοίκους. Άλλοι οργανισμοί όπως η IIASA το 2013 κατέγραψαν πληθυσμό ανερχόμενο στα 11.359.400 κατοίκους, ενώ το 2050 προβλέπουν πληθυσμό 10.031.900 κατοίκων [4]. Τέλος, η ΕΛΣΤΑΤ στην έκθεσή της το 2007, πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, κατέγραψε τρία σενάρια αναφορικά με την εξέλιξη του πληθυσμού της χώρας, το χαμηλό, το μέσο και το υψηλό. Σύμφωνα με αυτά ο ελληνικός πληθυσμός από τα 11.171.700 κατοίκους το 2007 θα διαμορφωθεί σε 9.736.900 κατοίκους, σε 11.499.600 και σε 13.338.200 κατοίκους με τα δύο τελευταία σενάρια μάλλον να αποκλείονται [5].

Τέλος, στις επίσημες απογραφές που λαμβάνουν χώρα ανά δεκαετία, η ΕΛ.ΣΤΑ.Τ καταμέτρησε το 2001 μόνιμο πληθυσμό 10.934.097 κατοίκων, ενώ στην απογραφή του 2011 (τελευταία επίσημη) κατέγραψε αντίστοιχα 10.816.286 μόνιμους κατοίκους δηλαδή 117.811 λιγότερους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε πως με τον όρο μόνιμος πληθυσμός εννοείται ο συνολικός πληθυσμός ο οποίος δήλωσε μόνιμη κατοικία, κατά την διάρκεια της απογραφής, σε συγκεκριμένο τόπο ανεξαρτήτως από το που βρέθηκε και απογράφηκε από τους υπαλλήλους της ΕΛ.ΣΤΑ.Τ.

Συγκεντρώνοντας τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε να σημειώσουμε πως τα σενάρια των οργανισμών που παραθέσαμε στο τέλος της προβολικής περιόδου δίνουν μείωση του πληθυσμού από 2% έως, το απαισιόδοξο σενάριο, 25% δηλαδή σε απόλυτους αριθμούς ο πληθυσμός της χώρας θα κυμανθεί από 8,3 εκατομμύρια έως 10 εκατομμύρια κατοίκους. Οι συνέπειες αυτής της μείωσης αναμένονται να είναι σημαντικές καθώς θα μειωθεί ο πληθυσμός παραγωγικής και εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών) σε απόλυτες τιμές, από τα 7 εκατομμύρια το 2015 στα 4,8-5,5 εκατομμύρια στο τέλος της προβολικής περιόδου το 2050, όσο και σε ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού (από 65% το 2015 σε 55% το 2050) [6]. Αυτά τα δύο μεγέθη θα συμπαρασύρουν τον συνολικό ενεργό πληθυσμό της χώρας ο οποίος θα συρρικνωθεί κατά 1-1,5 εκατομμύριο άτομα το 2050. Οι συνέπειες θα επηρεάσουν τόσο στο εσωτερικό (brain drain, κοινωνική ασφάλιση, σύστημα εκπαίδευσης/υγείας, εργασιακές πολιτικές) αλλά και στο εξωτερικό, την άμυνα και ασφάλεια της χώρας καθώς και την ευρύτερη γεωπολιτική της στρατηγική [7].

Η δυνητική εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδας:

keimeno dimografiko
Πηγή: https://population.un.org/wpp/Graphs/DemographicProfiles/

ΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΩΣ ΖΗΤΗΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Από τα παραπάνω, βγαίνει το συμπέρασμα πως ο πληθυσμός της Ελλάδας αναμένεται να μειωθεί τις επόμενες δεκαετίες, ενώ παράλληλη θα είναι η γήρανσή του. Το ερώτημα που αναδύεται έγκειται στο πώς και πόσο το γεγονός αυτό είναι σε θέση να επηρεάσει την μελλοντική ισχύ της χώρας και τις εξωτερικές της σχέσεις.

Τελικά, το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μπορεί να αποτελέσει ένα ζήτημα για την εθνική της ασφάλεια;

Για να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, θα πρέπει αρχικά να προσδιορίσουμε τις αιτίες που καθιστούν τον πληθυσμό ένα κρίσιμο μέγεθος αναφορικά με την ισχύ του εκάστοτε κράτους. Οδηγό αποτελεί η ρεαλιστική θεωρία των Διεθνών Σχέσεων της οποίας πατέρας θεωρείται ο Θουκυδίδης. Στο πλαίσιο της θεωρίας αυτής, τα κράτη αποτελούν τους κύριους δρώντες στο άναρχο, μα όχι άτακτο, ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Πρωταρχική τους σπουδή είναι να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους και να ενισχύσουν κατά το δυνατόν την σχετική τους θέση. Η επιβίωση, αρχικά, και η επέκταση, κατόπιν, οδηγούν τα κράτη στην αναζήτηση/συγκέντρωση ισχύος. Η ισχύς με την σειρά της δεν αποτελεί έναν αόριστο όρο για τους ρεαλιστές αλλά αντίθετα διαθέτει κάποια απτά και μετρήσιμα στοιχεία, τους συντελεστές ισχύος, καθώς εδράζεται σε συγκεκριμένες υλικές ικανότητες που διαθέτει το κάθε κράτος [8].

Συνεπώς, σύμφωνα πάντα με την ρεαλιστική θεωρία, το μέγεθος και η ποιότητα του πληθυσμού μιας χώρας αποτελούν συντελεστή ισχύος για την εξωτερική και αμυντική της πολιτική. Είναι αυτονόητο πως τα κράτη που διαθέτουν μεγάλους πληθυσμούς μπορούν να κινητοποιήσουν σε καιρό πολέμου ένοπλες δυνάμεις σε σημαντικούς αριθμούς, αφού διαθέτουν σημαντικές εφεδρείες, γεγονός που μπορεί να τις καταστήσει σχεδόν ακαταμάχητες, τουλάχιστον στο συμβατικό επίπεδο. Ομοίως, σε καιρό ειρήνης, ένα κράτος με μεγάλο πληθυσμό μπορεί να διατηρήσει υψηλή οροφή στις ένοπλες δυνάμεις του γεγονός που αποτελεί σαφές πλεονέκτημα έναντι των δυνητικών του ανταγωνιστών. Ουσιαστικά αναφερόμαστε στην λανθάνουσα ισχύ που διαθέτει ένα κράτος η οποία βασίζεται κυρίως στο μέγεθος του πληθυσμού και τον πλούτο που αυτός ο πληθυσμός παράγει [9]. Τα δύο αυτά συστατικά, αν συνδυαστούν επιτυχώς, μπορούν να προσδώσουν το status της μεγάλης δύναμης στην χώρα που τα κατέχει.

Στον αντίποδα, μια χώρα που δεν διαθέτει μεγάλο πληθυσμό αφού αυτός φθίνει προοδευτικά και γερνάει, κάτι που όπως διαπιστώσαμε συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας, αντιμετωπίζει πρόβλημα ελάττωσης της ισχύος της. Ο λόγος είναι προφανής. Όταν ένας από τους κύριους συντελεστές της ισχύος, ο πληθυσμός, φθίνει, τότε είναι πολύ πιθανό να φθίνει και το οικονομικό επίπεδο -ο παραγόμενος πλούτος. Η μείωση του πληθυσμού συρρικνώνει μοιραία και την στρατιωτική ικανότητα (εδώ με την έννοια της αποτρεπτικής ισχύος). Κατά συνέπεια η κάμψη της ισχύος της χώρας μας στο ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα ενδεχομένως την οδηγήσει σε μια δυσχερή θέση στην οποία δεν θα μπορεί να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα έναντι μιας αναθεωρητικής δύναμης όπως εξελίσσεται η γειτονική Τουρκία, η οποία διαθέτει έναν συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό ο οποίος δεν αντιμετωπίζει προβλήματα γήρανσης όπως τα αντιμετωπίζει ο ελληνικός.

Είναι προφανές πως μια οποιαδήποτε γεωπολιτική πρόβλεψη για το μέλλον είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Πολλοί παράμετροι, σταθεροί και αστάθμητοι, υπεισέρχονται με αποτέλεσμα οποιαδήποτε απόπειρα να εξαχθεί μια πρόβλεψη να είναι εξαιρετικά επισφαλής. Η δημογραφία, εντούτοις, αποτελεί έναν παράγοντα σχετικά αξιόπιστο με αποτέλεσμα να δύναται να χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο για την εξαγωγή γεωπολιτικών συμπερασμάτων που αφορούν φυσικά το μέλλον [10].

Χώρες με γηρασμένο πληθυσμό, εκτός από τα οικονομικά προβλήματα που συνεπάγεται η έντονη εξάρτηση των ανενεργών ηλικιωμένων από τους ενεργούς νεωτέρους, δίνουν προτεραιότητα στις ανάγκες του παρόντος έναντι του μέλλοντος. Μειώνουν τις αμυντικές δαπάνες και την προσπάθεια για την προβολή της χώρας στο εξωτερικό (soft-power), καθώς προέχει να καλυφθούν συντάξεις και δαπάνες για την υγεία. Συνεπώς, η γήρανση του πληθυσμού ανεπτυγμένων χωρών όπως είναι η Ελλάδα είναι σε θέση να επηρεάσει διττά την αμυντική τους ικανότητα, πρώτον, μέσω της μείωσης της οροφής των ενόπλων δυνάμεων και δεύτερον, μέσω της συμπίεσης των αμυντικών δαπανών για χάριν των κοινωνικών δαπανών [11].

Ορισμένοι φορείς και τμήμα της επιστημονικής κοινότητας θέτουν επιτακτικά πλέον την αναγκαιότητα χάραξης μιας επιθετικής δημογραφικής πολιτικής από πλευράς του ελληνικού κράτους με σκοπό την αποκατάσταση της ομαλής πληθυσμιακής εξέλιξης (ενίσχυση γεννητικότητας και ανάσχεση του κύματος μετανάστευσης των νέων τα χρόνια της κρίσης). Όμως το κύριο ζήτημα έγκειται στην κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να στραφούν τα μέτρα και σε δεύτερο χρόνο στο εύρος τους και την αποτελεσματικότητά τους [12].

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] https://data.worldbank.org/indicator/SP.POP.GROW?end=2017&locations=GR&s…
[2] http://www.un.org/en/development/desa/population/publications/pdf/trends…
[3] https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2016/10/demographics_epitel…
[4] http://www.demography-lab.prd.uth.gr/TheReports/FIRST_REPORT.pdf
[5] http://www.statistics.gr/greece-in-figures
[6] http://www.demography-lab.prd.uth.gr/TheReports/FIRST_REPORT.pdf [7]https://www.dianeosis.org/2016/12/prevelakis_demographics/
[8] J.J. Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2009
[9] ibid
[10] https://www.dianeosis.org/2016/12/prevelakis_demographics/
[11] Αθανάσιος Γ. Πλατιάς, Το νέο Διεθνές Σύστημα, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1995
[12] http://www.demography-lab.prd.uth.gr/Papers/5_KOTZAMANIS%20problimatismo…

Ο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΖΑΝΙΔΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
foreignaffairs.gr

ΔΗΜΟΦΙΛΗ